Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Πώς να ξέρεις τι είναι αγάπη,
αν δεν ήσουν ποτέ οπαδός μιας ομάδας;
(…)
Πώς να ξέρεις τι είναι η στοργή,
αν δεν την θώπευσες με φάλτσο, για να την βάλεις με το εξωτερικό
και να την αφήσεις λαχανιασμένη στα δίχτυα;
(…)
Πώς να ξέρεις τι είναι ποίηση,
αν δεν έχεις κάνει μια γκαμπέτα[1];
Πώς να ξέρεις τι είναι εξευτελισμός,
αν δεν σου έχουν περάσει την μπάλα κάτω από τα πόδια;
(…)
Πώς να ξέρεις τι είναι να πεθαίνεις λίγο,
αν ποτέ δεν πήγες να μαζέψεις την μπάλα από την εστία σου;
Πες μου γέρο,
πώς να ξέρεις τι είναι μοναξιά,
αν δεν έχεις βρεθεί κάτω από τα τρία δοκάρια, στα 12 βήματα από κάποιον που θέλει να σουτάρει και να τελειώσει τις ελπίδες σου;
(…)
Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική,
αν δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ μπροστά στο πέταλο;
Πώς να ξέρεις τι είναι η αδικία,
αν δεν σου έχει βγάλει μια κόκκινη ένας διαιτητής που παίζει έδρα;
Πες μου, πώς να ξέρεις τι είναι η αϋπνία
αν ποτέ δεν έχεις υποβιβαστεί;
(…)
Πώς να ξέρεις αγαπημένε φίλε,
πώς να ξέρεις πώς είναι η ζωή,
αν δεν έχεις παίξει ποτέ ποδόσφαιρο;

Ποίημα για το ποδόσφαιρο στην ισπανική γλώσσα, που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Αρκετοί το αναφέρουν ως πόνημα του Enrique Ernesto «Quique» Wolff, παλιού διεθνή αμυντικού της Racing, της River Plate, της Real Madrid και μετέπειτα δημοσιογράφου. Οι περισσότεροι λένε ότι το έχει γράψει ο δημοσιογράφος Walter Saavedra. 

             Η μνήμη, όσο βυθίζεται στο παρελθόν και νιώθει να πνίγεται καθώς βουλιάζει στα βαθιά, τόσο ψιμυθιώνεται. Βλέπει το δέρμα της να πρήζεται και να απλώνει κάτω από μάτια άφεγγα, ζάρες να αυλακώνουν μέτωπα στεγνά, στήθη να γέρνουν μελαγχολικά, νιώθει τους πόνους να βυθίζονται μες στις αρθρώσεις και τρίβει τα μαγκωμένα γόνατα. Πίνει λοιπόν φίλτρα μαγικά, κάνει μπότοξ και ενέσεις υαλορουνικού οξέος, κατεργάζεται το σώμα με λιποαναρροφήσεις, φοράει βλεφαρίδες ψεύτικες κι όταν την καλείς, από γριά πουτάνα κι άρρωστη που ψάχνει για τεκνά[i],  εμφανίζεται με τη μορφή αγαπημένης συμμαθήτριας. Σειρήνα, με κοκαλάκια στα μαλλιά, μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά[ii] δίχως ρυτίδες και σακούλες κάτω από φρύδια ουράνια τόξα, μάτια φλογοβόλα, βλεφαρίδες στο χρώμα του αυγουστιάτικου σταχιού, μάγουλα ιριδίζοντα, λαιμό κρουστό και πυκνοϋφασμένο, ώμους αρμονικούς και εύγραμμους, στήθη με ρώγες που στοχεύουν τα σύννεφα, γλουτούς πανσέληνους, σχισμή – κοιλάδα που διευρύνεται λόγω του πόθου της διευρύνσεως. Κνήμες κοσμήματα, μηρούς χυτούς,  πέλματα  με σκαλισμένη ανάγλυφα τη λέξη ΥΟΠΕ[2] .

Το ξέρω πια αυτό, φοβάμαι την αναδόμηση της χαμένης Ατλαντίδας των παιδικών χρόνων. Ξέρω κι εγώ πολλά ποιήματα πως βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη, (…) που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι τής σελήνης[iii] και όσο δύναμαι αμύνομαι, όταν θυμάμαι.

(Θυμάμαι.)

Ο θείος, δεύτερος δηλαδή από την πλευρά τη μάνας μου, τον ήξερα μαραγκό. Μοσχοβολούσε πριονίδι. Με άρεζε να ξεκλέβω χρόνο πιτσιρικάς, κοντοπαντέλονος, για να πηγαίνω στο ξυλουργείο του. Με καλοδεχόταν, με ανακάτωνε τα μαλλιά με ένα χάδι από χέρι που έγδερνε, τριμμένο στην πλάνη. Παράγγελνε πορτοκαλάδα δίχως ανθρακικό, με καλαμάκι στο μπουκάλι, ορμήνευε κάθε φορά να μην πλησιάσω τα μηχανήματα και συνέχιζε τις παραγγελίες.  Ο ήχος της πριονοκορδέλας τρέλαινε τη θεία. Έμεναν στο πάνω πάτωμα, ξύλινο, κυπαρισσοσανίδες με ρωγμές τότε, κι άφηνε όλους τους ήχους από το ξυλουργείο κι επιπλάδικο, σαν το σπιτικό της Μικράς Αγγλίας – καταξοδεύτηκαν στα κουφώματα και στα πόμολα και τσιγκουνεύτηκαν στο πάτωμα – να τρυπώνουν ανάμεσα από τις σανίδες στο τύμπανο του αυτιού της και να την τριβελίζουν. Για μένα ήταν μουσική, φωνές καλλικέλαδοι.

Καθόμουν και τον χάζευα που έπιανε και άγγιζε τρυφερά το ξύλο, μετά το μύριζε, έσκυβε το δεξί του, το καλό αυτί – τ’ αριστερό μισάκουγε, ενθύμιο από κεφαλιά που τον τράνταξε, σ’ ένα ματς με τον Πανιώνιο το 1957 – και τ’ άκουγε να του μιλάει, καθώς έλεγε. Εξέταζε με μάτι γεμολόγου[3] χρώμα, σκληράδα κι αντοχή. Ξεχώριζε το μαλακό από το σκληρό ξύλο. Δούλευε πιο συχνά το πεύκο, που το ζητούσε η φτωχολογιά σαν πιο οικονομικό, ανθεκτικό στο ζάρωμα, το φούσκωμα και το λύγισμα. Συμβούλευε τους πελάτες να το προσέχουν, γιατί ήταν σαν το μωρό, έλεγε,  ήθελε προσοχή και πληγωνόταν εύκολα από το χτύπημα. Έφτιαχνε πόρτες και παράθυρα μ’ αυτό, να μπαινοβγαίνουν οι νοικοκυραίοι ή να σεργιανούν τους περαστικούς και να τους κατευοδώνουν, ακουμπώντας στο περβάζι τ’ απογεύματα έναν βαρύγλυκο ή σκέτο. Κι οι πιο μοναχικοί, αφηρημένοι, άφηναν τον καφέ στο περβάζι, που λάξευσαν τα χέρια του θείου, να κρυώνει, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο ενός φαρμακείου, σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να τους πάρει[iv].

Με εργολάβους δούλευε τον φράξο, δυνατό, βαρύ, δαχτυλιδωτό, με πόρους τόσους δα, για ν’ ανασαίνει το ξύλο. Το ετοίμαζε, να περπατούν άφοβα πάνω του σάικα[4], σταβοπατημένα παπούτσια αλλά και τορνευτές γόβες ή να το χουφτιάζουν μεροκάματες παλάμες,  σκληρές, σε λαβές  εργαλείων. Επεξεργαζόταν την οξιά, ντόμπρο, σκληρό κι ελαστικό, βαρύ, έντιμο ξύλο με μικροσκοπικούς πόρους. Το ζητούσαν για καμπυλωτές καρέκλες, πολυθρόνες, κρεβάτια, ντουλάπια, τραπέζια. Κυρίως δικηγόροι παράγγελναν γραφεία, να ακουμπούν τα γυαλιά τους δίπλα στα έγγραφα που ανασκάλευαν κάθε που ερχόντουσαν μανάδες να μάθουν μαντάτα για τον γιο που περίμενε τη δίκη, προφυλακισμένος στην Κομοτηνή, ή στην Τίρυνθα, καταδικασμένος για διακίνηση, κι ήθελαν μήπως και πάρει μεταγωγή για πιο κοντά.

Πιο σπάνια του ζήταγαν τον κέδρο για συρταριέρες, μπαούλα, κιβώτια, ν’ αποθηκεύσουνε προικιά, εσώρουχα, σεντόνια, πλεκτά, πετσέτες, τραπεζομάντηλα κεντημένα με ψιλοβελονιά, αλλά και κουβέρτες, αντρομίδες[5], πατανίες[6], σαΐσματα για να τ’ ανοίξουν και να τα στήνουνε σε γιούκο[7], να τα πάρουνε τα μπρατίμια[8] στο σπίτι του γαμπρού. Πολλά περιμένανε ματαίως τον υμέναιο, βγαίνανε μόνο για να αεριστούν, να γλιτώσουνε την κιτρινίλα, για να δοθούν εν τέλει σε κάποιο μικρανήψι που θα τ’ άφηνε στ’ αζήτητα. 

Το έλατο δεν το αγαπούσε, γιατί ήταν, λέει,  εύκολο ξύλο. Όταν το ζήταγαν για έπιπλα, πόρτες, κουφώματα, παράθυρα, κόντρα πλακέ και καπλαμάδες, στραβομουτσούνιαζε. Αγαπούσε πιότερο απ’ όλα τον ερυθρελάτη, που φύτρωνε στα μέρη μας, στο Καρά Ντερέ, σύριζα στα ελληνοβουλγαρικά. Το σεβόταν αυτό το ξύλο, γιατί ήταν δυνατό και ανθεκτικό, δεν σάπιζε εύκολα κι ήταν λαφρύ. Του το ζητούσαν από την Καβάλα, για  ιστούς και άλλα εξαρτήματα πλοίων. Μου ’λεγε πως τα χέρια του έχουν ταξιδέψει σε όλες τις θάλασσες με τ’ απεικόνισμά του πάνω στα ξύλινα τα μέρη πού ’φτιαξε των καραβιών.

Συχνά έλεγε, «σαν θα πεθάνω, σε πεύκο μόνο μη με χώσετε. Ερυθρελάτη, φράξο ή οξιά να με σκεπάσει».

Κορδέλα, πλάνη, σχιστικό, συγκόλληση καμπυλών περιθωρίων, τριβείο και φαλτσοπρίονα, λέξεις ακατάληπτες για τους αμύητους, για μένα ήταν, πιο εύληπτες από ονόματα ποταμών και λιμνών που μαθαίναμε στη γεωγραφία, τόποι μαχών και συνθηκών που έπρεπε να απομνημονεύσω στην Ιστορία.

Για τον θείο είχα ακούσει ότι στα νιάτα του ήταν ποδοσφαιριστής στην περίφημη Δόξα Δράμας του ’50 αλλά δεν το πολυπίστεψα, κι ο ίδιος τότε δεν μίλαγε γι’ αυτό. Άσε που το ποδόσφαιρο – καημός μεγάλος του πατέρα μου, θαμώνα τακτικού σε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια της Δόξας και σε όσα εκτός η πρέφα επέτρεπε  – δεν με συγκινούσε, ακόμη, ιδιαίτερα. Δεν ήταν τυχαίο που στην «ομάδα» της γειτονιάς ήμουν τερματοφύλακας – οδύνη και πικρό ποτήρι του πατέρα και πάλι,  φανατικού ποδοσφαιρόφιλου και δη Δοξαδραμινού, όπως είπαμε. Ερχόταν να με καμαρώσει στην αλάνα του Λιόντα, που έπαιζε η «ομάδα», και θλίβονταν σαν μ’ έβλεπε ανάμεσα σε δύο πέτρες που είχαμε για δοκάρια. Ως τερματοφύλακας όμως έκανα καλή δουλειά, γιατί ήμουν ευλύγιστος και με καλή αίσθηση της μπάλας. Κι αν θες, η δουλειά του γκολκίπερ στις παιδικές αλάνες δεν ήταν διόλου εύκολη κι άλλο τόσο διόλου περιζήτητη. Άμυνα δεν υπήρχε, μιας και όλοι έπαιζαν επιθετικοί κι όταν προλάβαιναν, γυρνούσαν κοπαδιαστά να υπερασπιστούν το τέρμα. Όταν το γιουρούσι της δικής ομάδας αποτύγχανε και ξεχυνόταν η αντίπαλη ορδή προς την περιοχή μου, θύμιζα τον Παλαιολόγο στις τελευταίες του στιγμές στην Κωνσταντινούπολη. Στίφη «αλλόδοξων» κι εγώ μονάχος. Με ήθελαν όμως για το τέρμα, γιατί, όπως είπα, δεν ήμουν κακός, αλλά και γιατί κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε. Όταν έλειπα, λόγω μητρικής τιμωρίας ή αρρώστιας, αναλάμβανε τη φύλαξη των γκολπόστ ο Θοδωράκης, καταπληκτικός επιθετικός, με δύναμη και τεχνική στα δύο πόδια και στο κεφάλι, ταχύτητα, ρεφλέξ και ενθουσιασμό, τόλμη και σωστή κρίση, αλλά «χωνί» στο τέρμα. Έτρωγε περισσότερα γκολ από τα σουτ των αντιπάλων. Ο αρχηγός της ομάδας, ο ξάδερφος ο Γιώργος, ούτε να τολμήσουμε να του ζητήσουμε να στηθεί ακίνητος, αυτός ο αεικίνητος και -πιο σημαντικό- ο πιο μεγάλος της ομάδας. Ο μόνος, καλύτερος αυτός μακράν, υπερασπιστής του τέρματος ήταν ο Γ.Λ., αλλά έπαιζε στην ομάδα της διπλανής γειτονιάς, με την οποία δίναμε μάχες ομηρικές τα Σαββατιάτικα απογεύματα.

Πρώτα καθαρίζαμε από χαλικάκια την αλάνα, μετά τραβούσαμε στο χώμα γραμμές, που με την πρώτη μπαλιά σβήνονταν, στήναμε με ακρίβεια χειρουργική, με προσοχή Σάιλοκ, τις δύο πέτρες που ορίζανε το κάθε τέρμα, μη τυχόν και ήταν πιο μικρή η απόσταση μεταξύ των αυτοσχέδιων δοκαριών του αντιπάλου,  και ρίχναμε μια πέτρα σε μια γραμμή. Όποιος πλησίαζε περισσότερο τη γραμμή διάλεγε την πλευρά του γηπέδου με κριτήριο τον ήλιο. Παίζαμε στα πέντε και στα δέκα. Δεν υπήρχε χρόνος, ούτε φυσικά οφσάιτ. Στα πέντε γκολ αλλάζαμε τέρμα. Η κάθε ομάδα, λόγω αριθμού ετοιμοπόλεμων παικτών αλλά και χωρητικότητας του αυτοσχέδιου γηπέδου μπορούσε να παρατάξει πέντε ποδοσφαιριστές και να κάνει όσες αλλαγές και όποτε ήθελε. Ενίοτε βρισκόντουσαν στο γήπεδο δώδεκα και δεκατρείς παίκτες συγχρόνως, γιατί αυτός που έπρεπε να βγει αρνούνταν πεισματικά και αυτός που ήθελε να μπει … έμπαινε. Κι εκεί που αγωνιζόμασταν να αλώσουμε το αντίπαλο τέρμα, πλακωνόμασταν μεταξύ μας, εμφύλιος κανονικός, Πολυνείκηδες και Ετεοκλήδες, χωρίς να τους γνωρίζουμε ακόμη.

Έλεγα για τον Γ.Λ., που ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας της περιοχής. Ένα Σάββατο απόγευμα του Μαρτίου η ομάδα μας ήταν λειψή. Τετράδα συμπληρώναμε και οι αντίπαλοι επτάδα. Δέχτηκαν τότε να μας δώσουν τον Γ.Λ. δανεικό, θεωρώντας μάλλον ότι θα τον βάλουμε να παίξει, μιας και εγώ ήμουν ο επίσημος της συνοικίας τερματοφύλακας. Εγώ όμως ήμουν εδώ και μια βδομάδα με πληγιασμένα χέρια, με καμένες τις παλάμες απ’ την καλούμπα του χαρταετού που είχε σκαρώσει ο θείος Μιχάλης. Παραχώρησα λοιπόν με μισή καρδιά τη φύλαξη της εστίας στον Γ.Λ., υπό τα αποδοκιμαστικά βλέμματα της τριάδας των συμπαικτών, μιας και ως παίκτης ήμουν γιώτα πέντε, αλλά και διότι η ανάθεση της επιτήρησης των γκολπόστ στον Γ.Λ. μπορούσε να δημιουργήσει μια Πέμπτη Φάλαγγα. Ο Γ.Λ., δεν ξέρω πώς το πήρε, μάλλον, όπως δείχνει και η σημερινή του συμπεριφορά, ήταν υπεύθυνος και ηθικός χαρακτήρας, έκανε το παιχνίδι της ζωής του. Αν υπήρχε σκάουτερ εκείνη την ημέρα από την Ισπανία, θα έπαιζε στη Ρεάλ, ή μάλλον λόγω φρονημάτων της οικογένειάς του στην Μπάρτσα. Έπιασε τα άπιαστα, έπιασε τα ξερόμυτα, τα πλασέ, τα φαλτσαριστά, τις κεφαλιές, ακόμη και τα άουτ. Στο τέλος του αγώνα, που μας βρήκε ανέλπιστα νικητές, τον σηκώσαμε στα χέρια αλαλάζοντας. Οι δικοί ιπποτικά του συμπεριφέρθηκαν, κρατώντας τον από τους ώμους – μη τους φύγει μάλλον – μέχρι που έστριψαν στη γωνία, πίσω από το μπακάλικο «Η ειλικρίνεια». Τότε πέσανε πάνω του, σύννεφο, οι σφαλιάρες. 

Κυριακή παρά Κυριακή που η ομάδα έπαιζε εντός έδρας, μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, η Δόξα στην πρώτη εθνική αλλά παρηκμασμένη πια, ο πατέρας με έπαιρνε μαζί του στο γήπεδο, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Νόμιζα τότε ότι τον άγιο τον βάφτισαν έτσι, –  ήξερα από τη θρήσκα γιαγιά μου ότι «ελεώ» σημαίνει σπλαχνίζομαι, συμπονώ και λυπάμαι- γιατί λυπόταν αλλά και συγχωρούσε όλα τα γαμοσταβρίδια και τις χριστοπαναγίες που εξέπεμπαν βροντεροί ψάλτες από τον ποδοσφαιρικό ναό.

Ο πατέρας, ένα ογδόντα και εκατόν ένα κιλά, τα πιο πολλά μυώνες από το τσάπισμα και το κουβάλημα της αγροτικής και μαναβικής του τέχνης, στα σαρανταπέντε του τότε, εξακολουθούσε να αποτελεί φόβητρο των διαιτητών. Όταν, έχοντας υψηλά το αίσθημα της ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης, έκρινε ότι οι ρέφερι ζημίωναν την ομάδα, ή οι αντίπαλοι οπαδοί έκαναν τις γνωστές χειρονομίες,  κάθε που η ομάδα τους σκόραρε σε βάρος της Δόξας, θεωρούσε καθήκον ιερό να τους συνετίσει. Συνήθως το πάθος του εκτονωνόταν σε άναρθρες φωνές, κραυγές, ξεφωνητά, γόους και οιμωγές, όταν η ομάδα έχανε, βρισιές, βλαστήμιες κατάρες και αναθέματα, όταν η μπάλα έξυνε το δοκάρι του αντίπαλου τερματοφύλακα.

Τα πιο ωραία σχόλια τα άκουγα, όταν ειρωνευόταν τους αντίπαλους οπαδούς, φωνάζοντας με τη στεντόρεια φωνή, που ως γυρολόγος μανάβης διέθετε, «βάλτε το ποδάρι του εξτρέμ σας σε καλαπόδι, ρε» ή «τέσσερα καφάσια μπεκάτσες κατέβασε με το σουτ το δεκάρι σας». Θυμάμαι δε ακόμα κάποια από τα συνθήματα που εν χορώ τραγουδούσε η εξέδρα με πρωτεργάτη τον πατέρα. «Είναι παρθένα του ρέφερι η χτένα» έψαλλαν για τον διαιτητή που ήταν καραφλός, «Έχεις ρημάξει το δοκάρι, παλικάρι» για τον επιθετικό που δεν μπορούσε να σκοράρει, «βάλτε τον τερματοφύλακά σας στο ρολόι, να μετράει πόσα τρώει», για ευνόητους λόγους. Εντύπωση ιδιαίτερη μου είχε κάνει το μακάβριο στα αυτιά μου τότε, καθώς μάλιστα το κοιμητήριο απείχε μια ανάσα από το γήπεδο, «Δόξα σ’ αγαπώ κι όταν θα πεθάνω, θέλω τη σημαία σου στον τάφο μου απάνω».

Με όλα αυτά τα ακούσματα, δεν ήταν τυχαίο που, όταν η δασκάλα στην Τρίτη δημοτικού μας ζήτησε να απαγγείλουμε κάποιο ποίημα, σηκώθηκα όρθιος και με περηφάνια εκφώνησα με  ρυθμό και ανάλογο ύφος το «Ποιος είναι αυτός ο αψηλός το νούμερο το δέκα, που πιάσαν τη γυναίκα του καβάλα με τον Πρέκα». Χρόνια μετά κατάλαβα γιατί η κυρία Θεοδοσία κόντεψε να πάθει αποπληξία, όταν έμαθα τι σημαίνει «καβάλα», που τότε για μένα δήλωνε τη γειτονική μας πόλη με το ίδιο όνομα. Ειρήσθω εν παρόδω για τους αγνοούντες, το πιο πάνω άσμα απευθυνόταν στον αρχηγό του ΠΑΟ, τον περίφημο Μίμη Δομάζο, που έπαιζε με τη φανέλα 10 και ήταν και κοντός. Είχε βγει η φήμη ότι η γυναίκα του (η τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού) τον κεράτωνε με τον νεαρό τότε Κώστα Πρέκα.

Όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που πιανόταν στα χέρια με δυο και τρεις συγχρόνως και τρέχαν οι φίλοι να τον ξεκολλήσουν από πάνω τους, πριν προλάβει να το κάνει το όργανο της τάξεως με άλλες μεθόδους και σκοπό. Ενίοτε πέφταν και μηνύσεις, που γρήγορα αποσύρονταν, αλλά στο μεταξύ ήταν «καταζητούμενος» για το αυτόφωρο.

Θυμάμαι κάποια κυριακάτικα απογεύματα, αφού σχολούσε το γήπεδο και επέστρεφε στο σπίτι -με ενδιάμεσο σταθμό το  πρώτο του σπίτι, το καφενείο-, να σηκώνεται και να κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού, όταν ο διοικητής της ασφάλειας, πιστός σύντροφος στην πρέφα, ερχόταν με τα πόδια, ανάμεσα σε δύο αστυνομικούς, και βροντοφώναζε από την γωνία: «Στέλλα, έρχομαι για τον Γιώργο, αν και ξέρω ότι δεν είναι στο σπίτι». Έμπαινε στην κουζίνα, έπινε τον καφέ που του έψηνε η μάνα και σχολίαζε δυνατά, όσο να μπορεί να ακούει ο πατέρας από το υπόγειο, ότι το αυτόφωρο εκπνέει σε είκοσι τόσες ώρες.

Μια φορά μάλιστα ο πατέρας κοιμότανε τον ύπνο του δικαίου, όταν μπήκε μετά τη συνήθη αυτοαναγγελία στο σπίτι ο διοικητής και έκπληκτος τον είδε με τις πιζάμες. Τότε αναγκάστηκε, μπροστά στα μάτια των υφισταμένων του, να διατάξει τη σύλληψή του. Εις μάτην διαμαρτυρόταν «ρε Κώστα, μα την Παναγία, δεν ήμανε στο γήπεδο, με γάμησε το δόντι και δεν πήγα στο ματς σήμερα, να ήμανε να με πιάνατε», πράγμα που ήταν πέρα για πέρα αληθές. Αλλά η συνήθεια και η λογική «να συλληφθούν οι συνήθεις ύποπτοι» κατά το «Round up the usual suspects», που ακούγεται να λέει ο Κλοντ Ρέινς στο τέλος της αθάνατης «Καζαμπλάνκα», οδήγησε στη μία και μοναδική σύλληψη του πατέρα ως χούλιγκαν.

Όταν πήγα στην Πέμπτη Γυμνασίου έκοψα και από το γήπεδο της Δόξας και της αλάνας και από τον θείο﮲ λίγο τα μαθήματα, και πολύ περισσότερο τα μυστήρια που κρύβονταν κάτω από τα φουστάνια των κοριτσιών του θηλέων Δράμας και είχαν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον πια. Μετά εξετάσεις, φοιτητής, φαντάρος, απόδημος και τακτοποιημένος στην Αθήνα.

Στα πενήντα μου πια τον ξανασυνάντησα. Αυτός στα … Στην Ντράνοβα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Δράμα, που τώρα τη λένε Μοναστηράκι, ανταμώσαμε σε μία ονομαστή για τα ψητά και τη δροσιά της ταβέρνα, με πρωτοβουλία της μάνας μου, οι εναπομείναντες συνομήλικοί της συγγενείς με τους απογόνους τους. Πανηγύρι σωστό. Εγώ έσπευσα να καταλάβω την κενή ψάθινη καρέκλα στα αριστερά του θείου, που ο χρόνος του φέρθηκε με ευγένεια, αφήνοντας τ’ άσπρα μαλλιά του να κρέμονται στους ώμους κι ένα κατάλευκο ατίθασο μουστάκι να ίπταται πάνω από τα γελαστά του χείλια. Αφού θυμηθήκαμε τις επισκέψεις στο μαγαζί του, που το είχε αναλάβει πια ο γιος του, στα δικά μου, τους γιους μου, τη γυναίκα μου, τη δουλειά μου, ντρίπλαρα, ούτως ειπείν προώθησα με απαλά σπρωξίματα, την κουβέντα στη θητεία του στη Δόξα. Από καιρό είχα διαβάσει αφιερώματα για τη χρυσή δεκαετία του ’50 των «Μαυραετών» της Δράμας και είχα αντιληφθεί την ποδοσφαιρική αξία αλλά και την κοινωνική και πολιτική ακόμα σημασία των σχετικών βιωμάτων του θείου.

Κουβεντιάζαμε καμιά ώρα ξεχνώντας την υπόλοιπη παρέα που κάθε τόσο, σποραδικά, άκουγε κάποιες από τις αφηγήσεις του θείου και μετά επέστρεφε στις δικές της ιστορίες και στα γρατζανιστά παϊδάκια του κυρ Αντώνη.

«Όπως όλα τα πιτσιρίκια παίζαμε μπάλα. Καμωνόμασταν τον Χυτόγλου, Τσακίρη, Κοχαϊμίδη, Γκιουζέλη που ήταν παίχτες διαμάντια της Δόξας μεταπολεμικά. Κυλιόμασταν σε αυτοσχέδια γήπεδα, ματώναμε γόνατα σε χορταριασμένες αλάνες, σκίζαμε παλιοπάπουτσα σε οικόπεδα σπαρμένα με πέτρες. Αλάνες υπήρχαν. Μάντρες με σύρμα να το κόβουμε, και κάγκελα να τα πηδάμε είχαμε. Οι μπάλες έλειπαν, μα βρίσκαμε τον τρόπο. Πολλές φορές με κουρέλια τις φτιάχναμε.

»Η καριέρα μου ξεκίνησε το 1952. Τότε εγώ πήγαινα στην Δευτέρα τάξη του Οκταταξίου. Αχαμνός ήμουν. Μην κοιτάς μετά. Μέστωσα. Αρσλάν με φωνάζανε, που στα τούρκικα θα πει λιοντάρι. Παίζαμε στο εσωτερικό πρωτάθλημα του Γυμνασίου Αρρένων. Φτάσαμε άνετα στον τελικό, όπου θα αντιμετωπίζαμε παιδιά της Ογδόης. Ένα και δύο κεφάλια μάς περνούσανε. Θηρία ήτανε. Τριχωμένο ήταν το μάγουλό τους, εμείς χνούδι πάνω από τα χείλια. Όταν τους κοιτούσαμε στα ίσια βλέπαμε το καρύδι στο λαιμό τους. Αρχηγός της ομάδας τους ήτανε ο Αλκιβιάδης. Αυτός έπαιζε τότε στην Ελπίδα. Σκέψου ότι, στο πρωτάθλημα Ανατολικής Μακεδονίας, εκείνη τη χρονιά, η Ελπίδα πήρε τη δεύτερη θέση. Εμείς ήμασταν μια παρέα, εγώ ο Λουκανίδης, ο Τοκμακίδης, ο Πιστικός… Μανία με τη μπάλα. Μισή ώρα διάβασμα, τρεις ώρες μπάλα την ημέρα. Μα σε ζέστη, μα σε βροχή. Και σε χιόνι παίξαμε μία φορά. Δυο βδομάδες βεντούζες κόβανε στον Τάκη. Τρεις τον κρατούσανε να μην τους φύγει.

» Κάθε μέρα λαχταρούσα να ακούσω τη δεκαοχτούρα που έκανε ο Τάκης, για να πεταχτώ από το παραθυράκι της κουζίνας, σημάδι ότι η παρέα μαζευότανε για μπάλα. Μια παρέα με το ίδιο πάθος. Όταν παίζαμε ποδόσφαιρο, ο ένας ήξερε πού ήταν ο άλλος στο γήπεδο  χωρίς να τον βλέπει και μαντεύαμε εύκολα πού θα είναι μετά από μισό λεπτό. Οι πέντε πιο δεμένοι, «κολλητοί», όπως λέτε σήμερα. Μαζί στο σχολείο, αντάμα στις κοπάνες, συντροφιά στο σκαρφάλωμα της κερασιάς της κυρίας Καλλιόπης κάθε Ιούνιο, να αναθεματίζει «τους γονέους σας», παρέα στους καβγάδες και τον πετροπόλεμο, εγώ κρυβόμουν, εμένα έκοβε η πέτρα και για παρηγόρια η μάνα μού ‘δινε μια μπάτσα, που μάτωσα τη φανέλα.

»Το βράδυ, πριν το ματς, σύναξη κάναμε και είπαμε να πουλήσουμε ακριβά το πετσί μας με τους μεγάλους και να μην φάμε πολλά γκολ. Την άλλη μέρα τους νικήσαμε 2-0. Το ματς το παρακολούθησε τότε ο … από τη Δόξα. Το μάτι του γυάλισε. Είχε ακούσει και μπόλικα για μας. Στη βδομάδα πάνω ήρθε στα σπίτια μας και μας είπε να μας βγάλει δελτία για τη Δόξα. Όμως μόνο για τους τρεις από την πεντάδα. Αν και ζουρλαθήκαμε από τη χαρά, συμφωνήσαμε και είπαμε ή και οι πέντε ή κανείς. Δεμάτι αχώριστο ήμασταν. «Βρε, μουρλοί είστε;», είπαν οι δυο αποκλεισμένοι. Εμείς το τολμήσαμε. Το δέχτηκαν.

» Ήταν η χρονιά που η Εθνική Αιθιοπίας ζήτησε από τη Δόξα να παίξουν φιλικό. Μαύρο άνθρωπο, κατράμι, δεν είχα ξαναδεί. Μόνο τσιγγάνους. Μαζεμένους τους είδα. Αξιοθέατο ήτανε. Στον δρόμο τους χαζεύαμε. Θυμάμαι ότι ένας από αυτούς είχε μαζί του ένα εικόνισμα, χριστιανός ήτανε, που ο Χριστός ήτανε μαύρος, πίσσα! Αυτό μας μπέρδεψε κάμποσο. Μέρες το συζητούσαμε. Για να μην χάσει η Δόξα την ευκαιρία να παίξει μαζί τους, έστειλε στην Καβάλα, είχε ματς με τον Φίλλιπο Καβάλας για το πρωτάθλημα ανατολικής Μακεδονίας, τα τσικό. Πήγαμε κι εμείς. Οι μικροί φέραμε 0-0 κι οι μεγάλοι νίκησαν την Αιθιοπία 3-1!

» Εγώ έπαιζα στην ομάδα από το 53 ως το 60. Δεξί μπακ. Στο διάστημα αυτό η ομάδα πετούσε. Κανονικοί «Μαυραετοί». Βγάλαμε όνομα σ’ όλη την Ελλάδα. Σεβαστικά μας βλέπανε. Η συνταγή για την επιτυχία είχε πολλά υλικά. Ένα εμείς, που είμασταν γροθιά. Ούτε αντιζηλίες ούτε κλίκες ούτε παράπονα. Άλλο υλικό, για το μείγμα της Δόξας, ήταν ο προπονητής που ήταν και δάσκαλος. Πατέρας. Πάγκαλο τον λέγανε. Όνομα και πράμα. Μας ορμήνευε πώς να μιλάμε, πώς να φερόμαστε. Στα «εκτός» στην Αθήνα, πρώτη φορά βγαίναμε από τον τόπο μας, μας πήγαινε σε Μουσεία, στην Ακρόπολη. Θέατρο πρώτη φορά στη ζωή μας μ’ αυτόν. Μας έραψε και κουστούμια για τους αγώνες. Εμείς δεύτερο ρούχο, που λέει ο λόγος, δεν. Πρώτη φορά στο αεροπλάνο μαζί του ανεβήκαμε. Άμαθοι ντιπ. Χυθήκαμε στα γέλια όταν μία αεροσυνοδός μας είπε «κύριοι». Σαν κατεβαίναμε από το τραίνο, μετά από μια νίκη «εκτός» αλλά και ισοπαλία, πολλές φορές και ήττα, λεφούσι ο κόσμος στον σταθμό, να μας σηκώσει στα χέρια. Αλλά μην φανταστείς. Δεν ξιπαστήκαμε. Όλοι το λέγανε. Όσο για την αμοιβή, μετά από νίκη, μία πάστα κέρασμα στου «Μαργαρίτη».

»Ξέφυγα όμως. Έλεγα για τη συνταγή. Μεγάλο κομμάτι ήταν ο Καστρινός. Σπουδαία φυσιογνωμία αυτός. Ο «μουσάτος», όπως τον λέγαμε, αγαπούσε την ομάδα με πάθος. Σκέψου πως μετά την κηδεία της γυναίκας του ήρθε κατευθείαν  στο γήπεδο της Λεωφόρου για τον τελικό Κυπέλλου του ‘59. Σπουδαγμένος, από τους λίγους τότε, δικηγόρος και δημοσιογράφος, στο βουνό στην κατοχή και άλλα πολλά. Ο Πρόεδρος ήταν που έστειλε τον μόνο και μοναδικό Έλληνα προπονητή, τον Πάνο Μάρκοβιτς, να σπουδάσει στην Ιταλία προπονητική. Ετούτος μας έμαθε την τεχνική που μας ξεχώριζε, και την «υψηλή ταχύτητα» που γράφανε οι εφημερίδες. Ο Πρόεδρος, έλεγα, όταν μας μιλούσε, τον ακούγαμε όρθιοι, ούτε τον Αρχιμανδρίτη έτσι. Τις Κυριακές, όταν απόλυε η εκκλησία, οι πιο πολλοί πήγαιναν στην πλατεία για καφεδάκι. Κόσμος τότε στα ζαχαροπλαστεία. Από κει κάνανε περατζάδα με χαιρετούρες πότε ο νομάρχης, πότε οι τοπικοί βουλευτές, πότε ο δήμαρχος. Άκουγες καλημέρες δεξιά και αριστερά. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι, κάποιοι έσφιγγαν τα χέρια, κάποιοι ρουφούσαν τον βαρύγλυκο μερακλίδικα. Σαν εμφανιζόταν όμως ο κύριος Καστρινός γινόταν σούσουρο, άκουγες μουρμουρητό «ο πρόεδρος, ο πρόεδρος» και, από όπου περνούσε, όλο το τραπέζι σηκωνόταν, έσκυβε λίγο το κεφάλι και καλημέριζε».

Άνοιξα διακριτικά τη Wikipedia, και βρήκα λίγες μόνο γραμμές γι’ αυτόν. Στάθηκα στην πρόταση: «Το 1959 εξελέγη Δήμαρχος Δράμας αλλά δεν ανέλαβε καθήκοντα, επειδή έπεσε θύμα συναλλαγής». Googlάρισα σχετικά και δεν βρήκα τίποτε. Το διάβασα στον θείο και ζήτησα εξηγήσεις.

«Ναι,», μουρμούρισε, «αυτόν τον άνθρωπο τον “ρίξανε” στις δημοτικές εκλογές, όταν κατέβηκε για Δήμαρχος. Το ‘59. Τότε η παράταξή του -κεντρώος ήτανε- έβγαλε δεκατρείς δημοτικούς συμβούλους και η άλλη δώδεκα. Σε μια βδομάδα θα ψηφίζανε αυτοί για τον δήμαρχο. Το μάλε βράσε έγινε αυτή τη βδομάδα. Βοούσε ο τόπος. Γυρνοβολούσανε να βρούνε οι «άλλοι» κάποιον από τους δεκατρείς να αλλαξοπιστήσει και να κολεγιάσουνε, για να αρπάξουν αυτοί τη Δημαρχία. Ακούστηκαν τότε πολλά για εκβιασμούς και ταξίματα. Τελικά τα κατάφεραν. Ο δέκατος τρίτος, ο τελευταίος δημοτικός σύμβουλος της παράταξης του κυρίου Αντώνη, μια χούφτα ψήφους πήρε, γλυκάθηκε από την προσφορά κι είπε το «ναι». Στην ψηφοφορία και οι δώδεκα της άλλης παράταξης τον ψήφισαν για Δήμαρχο. Αυτή ήταν η συμφωνία. Τι Εφιάλτη, τι Πηλιογούση, τι Νενέκο τον φώναζαν. Ούτε στο αυτί του ίδρος. Του έφτανε το Δημαρχιλίκι. Σαν πέθανε, στον τάφο του αποπατούσαν, λέει. Ο Καστρινός το ‘64 θα ψηφιστεί βουλευτής. Με την Ένωση Κέντρου. Ούτε χρόνο δεν θα κλείσει. Όλη η Δράμα έκλαιγε.»

Ο θείος σταμάτησε τη διήγηση και ήπιε μονορούφι τη μπύρα που είχε ζεσταθεί τόση ώρα. Ζήτησε τσιγάρο, χρόνια είχε να καπνίσει, του το άναψα, ρούφηξε μια βαθιά, πνίγηκε κι έλιωσε στο τασάκι το αποτσίγαρο. Βρήκα την ευκαιρία και τον ρώτησα τι θυμάται πιο έντονα από όλους τους αγώνες της Δόξας.

«Κοίτα,», με είπε, «εγώ έπαιξα και στους τρεις τελικούς κυπέλλου της Δόξας. Και οι τρεις με τον Ολυμπιακό. Το ματς που βλέπω ακόμη στον ύπνο για ξυπνητός ήταν αυτό του ’59. 5 Ιουλίου ήτανε. Στο γήπεδο της Λεωφόρου. Κυριακή. Ζέστα, οι κερκίδες βράζανε, ξεφορτώνανε  τη μεσημεριάτικη κάψα. Καλοκαίρι για. Τώρα δεν γίνονται ματς τέτοιον καιρό. Απόγεμα παίζαμε, δεν υπήρχαν ακόμα δυνατοί προβολείς, για να κάνουμε νυχτερινό παιχνίδι, αφού. Στο γήπεδο, μάθαμε, ήταν και ο «φρυδάς», ο Καραμανλής. Κι αν δεν τον ψηφίζαμε, ήτανε δικός μας, Μακεδόνας, από το Κιουπκιόι των Σερρών.  Πριν έναν χρόνο είχε ξαναβγεί πρωθυπουργός. 41-42% είχε πάρει με την ΕΡΕ και ήταν αυτοδύναμος. Το περιμέναμε. Αυτό που δεν περιμέναμε ήταν να πάρει τη δεύτερη θέση η ΕΔΑ. Κοντά 80 έδρες έβγαλε. Και για πρώτη φορά βγάλαμε αριστερό βουλευτή στη Δράμα. Το εκλογικό τότε το ’χανε μαγειρέψει που να χαρίζει έδρες στα δύο πρώτα κόμματα σε βάρος των άλλων. Αυτό, για να μειώσουν τη δύναμη της ΕΔΑ, που όλοι το ’χαμε σίγουρο θα έλθει τρίτη. Έλα όμως που το Κόμμα των Φιλελευθέρων ήρθε τρίτο και τα σχέδια πήγαν στον βρόντο».

Βλέποντας τον θείο να βγάζει σιγά σιγά τη μπάλα της κουβέντας πλάγιο άουτ, την πήρα και την επανάφερα, θυμίζοντάς του τον τελικό.

«Δίκιο έχεις», απολογήθηκε, «πάλι παρασύρθηκα. Πριν αρχίσει, λοιπόν, το ματς, ο Καραμανλής πέρασε από όλους μας, παραταγμένοι στη σειρά εμείς, κλαρίνο, και μας χαιρέτησε έναν έναν. Με χειραψία. Το χέρι μου έτρεμε. Θυμάμαι, σπαθάτος ήταν, πολλές γυναίκες τον ψήφιζαν, λέει, για την κορμοστασιά του. Φορούσε ένα γκρι κοστούμι, με σταυρωτό σακάκι, που ήτανε τότε της μόδας και ριγέ γραβάτα.

»Το γήπεδο φίσκα από Ολυμπιακούς. Ούτε καρφίτσα. Κάμποσοι δραμινοί στο πέταλο. Μαγκωμένοι. Μέχρι το 14΄ το ματς ήταν ισορροπημένο. Εκείνη τη στιγμή ο Γρηγοριάδης, φορ έπαιζε, παίρνει τη μπάλα από κεφαλιά του Ιωάννου και τραβάει ένα μαντεμένιο πλασέ στα γκολπόστ του Ολυμπιακού. Ακόμη βλέπω τη μπάλα να χτυπάει το χέρι του Σούλη. Στάμπα του άφησε. Δυο μέρες θα πονούσε. Έτοιμοι είμαστε να σουτάρουμε το πέναλτι αλλά ο διαιτητής… τον Γερμανό. Βόγκηξε η εξέδρα. Δυο παπάδες δικοί μας, που ματς δεν χάνανε κι ας έλεγε ο δεσπότης ότι θα τους ξυρίσει, κόντεψαν να σκίσουν τα ράσα τους στις κερκίδες. Λίγο μετά ο Ιγνατίου τρώει μια ξερομυτιά στο καλάμι, πέντε λεπτά σφάδαζε, ο διαιτητής είπε «παίζετε». «Την πίστη μου», μουρμούρισα, καταλάβαμε ότι έντεκα με δώδεκα αγωνιζόμασταν. Αν μ’ έκοβες, αίμα δεν έβγαζα. Με μηδέν πήγαμε στα αποδυτήρια. Φωτιά βγάζαμε. Ο Μάρκοβιτς πάλεψε να μας τη σβήσει. Χωρίς αλλαγή μπήκαμε στο δεύτερο ημιχρόνιο. Στο δεύτερο λεπτό ο Τάκης δίνει μια μπαλιά διαβήτη στον Ιωάννου, στα καρέ του Ολυμπιακού, κοντράρει η μπάλα στον Σούλη, την παίρνει ο Γεωργιάδης, στη γραμμή της μικρής περιοχής ήτανε,  και ρίχνει έναν κεραυνό που αφήνει τον Θεοδωρίδη κόκκαλο. Ανάστα ο Κύριος στο πέταλο, Μεγάλη Παρασκευή στο υπόλοιπο γήπεδο. Εμείς κουβάρι, κλαίγαμε. Ο διαιτητής να πασχίζει να μας μαζέψει για να συνεχιστεί το ματς.

Τότε, παγώσαμε. Για πρώτη φορά, τώρα πια έγινε συνήθεια  και δεν κάνει εντύπωση, ακούστηκε κάτι που ήταν ανήκουστο: «έξω οι Βούλγαροι!» ούρλιαζαν οι ολυμπιακοί οπαδοί. Βουβαθήκαμε. Ως και οι παίκτες του Ολυμπιακού μείναν ακίνητοι, συλλογισμένοι. Ο δήμαρχός μας τινάχτηκε όρθιος και μας έκανε χειρονομίες να μην εκδηλωνόμαστε. Τι να εκδηλωθούμε, που εμείς είχαμε καταπιεί τη γλώσσα μας. Στα επισήμων σούσουρο. Ο Καραμανλής, σπρώχνοντας κάποιον που πήγε να τον παρακαλέσει, σηκώθηκε και έφυγε από τις κερκίδες.

» Αμφιβάλλω, τι λέω σίγουρος είμαι, ότι κανείς από τους ολυμπιακούς που βρίζανε δεν ήξερε την ιστορία μας. Ακόμα και σήμερα πολλοί αγνοούν ότι τρεις φορές οι Βούλγαροι πάλεψαν να πάρουν τη Δράμα. Το ’12,  το ’16 και το ’41. Μήπως ξέρανε ότι πάνω από 3.000 εκτέλεσαν στην εξέγερση του ’41 οι Βούλγαροι; Δράμα, Δοξάτο, Χωριστή, Προσοτσάνη, Κύργια, Κουδούνια, Αδριανή, ορφάνεψαν. Κι ο πατέρας σου. Και βρήκαν, εμάς, να μας φωνάζουν Βούλγαρους».

Η παρέα στο μεταξύ είχε ήδη πληρώσει τον λογαριασμό, είχε σηκωθεί και μας φώναζε από τα αυτοκίνητα. Χαμπάρι δεν είχα πάρει. Είπαμε με τον θείο να βρεθούμε αύριο για καφέ στην «Ατλαντίδα», για να μου πει και άλλα.

Το ίδιο βράδυ έσβησε. Στον ύπνο του. Έπαψε η καρδιά του.

Τον ξενυχτήσαμε. Η γυναίκα του με κοίταξε με βλέμμα ερωτηματικό όταν της είπα, «σε πεύκο μόνο μην τον χώσετε. Ερυθρελάτη, φράξο ή οξιά να τον σκεπάσει».

[1] «Είναι η προσπάθεια να ντριμπλάρεις κάποιον. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Η γκαμπέτα είναι να κάνεις κάτι διαφορετικό την στιγμή που προσπαθείς να περνάς τον αντίπαλο. Και την ίδια στιγμή να δίνεις χαρά στον φίλαθλο» – Χούλιο Άρκα

[2] Οι πόρνες που ψάρευαν τους πελάτες τους φορούσαν σανδάλια στις σόλες των οποίων υπήρχε σκαλισμένη η λέξη ΥΟΠΕ και όταν βάδιζαν στα στρωμένα με άμμο ή χώμα δρομάκια των αλσών, τυπωνόταν ανάποδα και διαβαζόταν ΕΠΟΥ (δηλαδή ακολούθα). Ο υποψήφιος πελάτης, διαβάζοντας αυτή τη λέξη, την ακολουθούσε ως το ενδιαίτημά της. 

[3] εκτιμητή πολύτιμων λίθων

[4] δοκιμασμένα, φορεμένα

[5] είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος

[6] κουβέρτες

[7] κοίλωμα στον τοίχο όπου τοποθετούν σε στοίβα τα κλινοσκεπάσματα, στρώματα

[8] οι φίλοι που συνοδεύουν το γαμπρό στην εκκλησία

[i] Τζίμης Πανούσης, Γιαγιά Πατίνι

[ii] Πάνος οικονόμου, Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου

[iii] Γιάννης Ρίτσος Το χρέος των ποιητών

[iv] Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος 

 

***Ο Γιάννης Νταουλτζής γεννήθηκε στη Δράμα, όπου και έγινε άνθρωπος. Μετά σπούδασε στη Νομική Σχολή (Τμήμα Δημοσίου Δικαίου – Πολιτικών Επιστημών) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στο Φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα εργάζεται ως φιλόλογος σε ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε διάφορα εκπαιδευτικά συνέδρια και ως συγγραφέας σε βιβλία εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος. Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις momentum η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Τατουάζ στον Παράμεσο» 

 

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular