Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Νυχτερινή Βροχή», Νίκας 2021

 

 

 

Ήρθε η μέρα να πω τον επικήδειο του Gips μου.

Παράξενο πολύ, αλλά δεν τον νοιώθω αβάσταχτο, όπως πάντα πίστευα ότι θα ήταν.

Κάποια μέρα πρέπει να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτόν τον πολυλογά. Τον φωνακλά που συγκατοίκησε μαζί μου με το ζόρι σχεδόν δεκαεννέα χρόνια, αλλά δεν εξημερώθηκε ποτέ.

Ο Gips μου (κατά κόσμον Ηρακλής), έφυγε από το μάταιο αυτόν κόσμο που εκείνος αγάπησε τρελά, την περασμένη Δευτέρα. Το πρώτο βαρύ χτύπημα ήταν δύο απανωτά εγκεφαλικά που του στέρησαν το φως και μισοπαρέλυσαν το αριστερό του πόδι. Και δεν ξαναμίλησε ποτέ.

Άδειασα το κάτω μέρος της ντουλάπας και του έφτιαξα με τις αγαπημένες του κουβέρτες μια φωλιά. Όλοι ξέρουν ότι τα ζώα θέλουν ν’ αποτραβηχτούν σε μια γωνιά όταν έρθει η ώρα να πεθάνουν. Δεν την δέχτηκε ούτε για ένα λεπτό. Αναθάρρησα. Ήταν όμως αλλόκοτο. Τριγυρνούσε χωρίς σταματημό σε όλο το σπίτι παραπατώντας, κουτουλώντας στις πόρτες και στις κόχες των επίπλων. Και όταν έπεφτε πάνω σ’ ένα εμπόδιο έμενε εκεί τρεκλίζοντας και το έσπρωχνε με τη μύτη του δυνατά. Το χειρότερο ήταν όταν κουτουλούσε στα καλοριφέρ. Έχωνε τη μουσούδα του μέσα στις φέτες τους με τόση επιμονή που τη μάτωνε. Τον έβγαζα από τ’ αδιέξοδα αλλά άρχιζε πάλι τα ίδια. Γιατί το έκανε αυτό; Ρώτησα τον κτηνίατρο: “ίσως νευρολογικό. Ίσως συνέλθει, ποτέ δεν ξέρεις. Ας περιμένουμε”. Εκείνες τις ημέρες είχα μια ασφυκτική προθεσμία στη δουλειά. Με τηλε-εργασία. Κλεισμένοι και οι δύο μέσα στο σπίτι, όλη μέρα τον ξεσκάλωνα απ’ τις γωνίες και σκούπιζα τα αίματα απ’ τη μύτη του. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ να δουλέψω, νόμιζα ότι το κεφάλι μου, η ψυχή μου θα σπάσει…

Για δεκαεννέα χρόνια κοιμόταν στο κρεβάτι μου. Κατά προτίμηση επάνω μου. Με εξαίρεση τα καλοκαίρια που ζεσταινόταν, είχα μονίμως ένα βάρος έξι κιλών στην πλάτη μου ή –ακόμα χειρότερα- στο στέρνο μου, όταν με έπαιρνε ο ύπνος ανάσκελα. Μετακινιόμουν διαρκώς για να γλυτώσω αλλά ξαναερχόταν, με αποτέλεσμα να καταλήγω σε μια γωνίτσα του διπλού κρεβατιού. Έτσι ήταν πάντα. Τρομερά πεισματάρης. Τελικά, για να μην πέσω, γυρνούσα στο πλάι και εκείνος χωνόταν πίσω απ’ τα γόνατά μου, να με ακουμπάει. Αγκαλιές, όμως, δεν ήθελε.

Εκτός από εκείνη τη νύχτα.

Αφού είχε απορρίψει τη φωλιά στη ντουλάπα, τον πήρα στην αγκαλιά μου για να τον προσέχω και εκείνος για πρώτη φορά κούρνιασε και αποκοιμήθηκε. Γύρω στις πέντε το πρωί έβγαλε μια φριχτή κραυγή και πριν προλάβω να αντιδράσω, πετάχτηκε, έπεσε απ’ το κρεβάτι, έσκασε κάτω με το κεφάλι. Έμεινε εκεί τινάζοντας τα πόδια του προσπαθώντας ν’ ανασηκωθεί αλλά ήταν σαν να τον είχες καρφώσει στο ξύλινο πάτωμα. Toν βοηθούσα κρατώντας τον όρθιο αλλά με το που τον άφηνα, σωριαζόταν. Και άρχιζε πάλι να σπαρταράει πεισματικά για να σηκωθεί. Κάθε ελπίδα μου είχε χαθεί ανεπιστρεπτί. Από εκείνη την ώρα σχεδόν παρέλυσε, δεν ήθελε, δεν μπορούσε να φάει ούτε να πιει.

Δεν υπήρχε πια γυρισμός. Ο κτηνίατρος είπε ότι, εάν ήθελα, θα του έκανε ευθανασία. «Πονάει στην κατάσταση που είναι;» «Όχι». «Τι νομίζετε πως πρέπει να κάνω;» «Θα σας πει εκείνος». Όμως εκείνος, εξακολουθούσε να μη θέλει τη φωλιά στη ντουλάπα. Έβγαινε έξω σερνάμενος, σταματούσε, μετά συνέχιζε να σέρνεται. Είχα συντριβεί. Δεν ήθελα να του κάνω ευθανασία. Δεν ήταν σε κώμα, δεν πόναγε και δεν ήθελα το τελευταίο συναίσθημά του να είναι ο φόβος και η οργή που ένοιωθε όταν τον πήγαινα στο κτηνιατρείο. Το μισούσε όσο τίποτε άλλο. Είχε όμως ακόμα αντίληψη; Είχε συναισθήματα μετά από τρία εγκεφαλικά; Ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο λόγος που δεν ήθελα την ευθανασία ή μήπως δεν είχα τη δύναμη να τον θανατώσω και τον άφηνα να αργοπεθαίνει; Και από την άλλη, η ευθανασία ήταν πράγματι μια πράξη συμπόνοιας για εκείνον ή για μένα που δεν άντεχα άλλο να περιμένω, λεπτό με το λεπτό, τον ανυπόφορο, τον αναπόφευκτο αποχωρισμό; Είχα θολώσει. Έψαχνα με αγωνία μέσα μου αλλά δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω. Μιλούσα στο τηλέφωνο με φίλους που τον αγαπούσαν. Ο καθένας είχε άλλη γνώμη. Η μητέρα μου που σχεδόν για δύο δεκαετίες όταν έλειπα τον κυνηγούσε στις γειτονιές να τον μαζέψει σπίτι: «Δεν μπορώ να τον βλέπω έτσι, βασανίζεται, λυπήσου τον». Ο αδελφός μου που τον λάτρευε: «Είναι θέμα ωρών, άστον να φύγει ήσυχος στο σπίτι του».

Ο πρώτος που έβαλε στο μάτι ο Gips, τότε, πριν δεκαεννέα χρόνια, ήταν ο αδελφός μου. Μένει στο δεύτερο όροφο μαζί με τη μητέρα μας, εγώ στον πρώτο. Ήταν καλοκαίρι, μεσημεράκι, όταν άκουσε έξω φωνές. Βγήκε στο μπαλκόνι και τον είδε στο πεζοδρόμιο. Λίγο πιο μεγάλος από μια παλάμη, τον κοιτούσε στα μάτια και φώναζε. Πώς γίνεται ένα τόσο δα μικρό πλάσμα να φωνάζει τόσο δυνατά! Και ακατάπαυστα! Πίσω του στεκόταν ο Λεό, ένας ενήλικος αρσενικός, ένας καλοκάγαθος, μεγαλόσωμος γάτος, πασίγνωστος στη γειτονιά. Ίσως ο μικρός είχε χαθεί και τον είχε ακολουθήσει για προστασία. Του κατεβάζαμε φαγητό, έτρωγε λυσσασμένα και μετά άρχιζε πάλι τις φωνές.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεφύτρωναν στον κήπο μας μωρά γατιά από το πουθενά. Τα πέταγαν εκεί σαν σκουπίδια, οι καλοί άνθρωποι, για να τα ξεφορτωθούν. Τα ταϊζαμε, εκείνα μεγάλωναν, τριγύρναγαν στις γειτονιές.

Ετούτος, όμως, ο μικρός πεισματάρης ήταν αποφασισμένος ν’ αποκτήσει σπίτι και οικογένεια. Του το ξεκόψαμε. Ούτε ο αδελφός μου ούτε εγώ θέλαμε γάτο. Η μητέρα μας αλλεργική, εγώ έλειπα όλη μέρα στη δουλειά και σε πολλά επαγγελματικά ταξίδια. Εκείνος, όμως, κατασκήνωσε στον κήπο, μαζί του και ο Λεό, αχώριστος φρουρός. Έπαιζαν, κυνηγιόντουσαν, λιαζόντουσαν στο ζεστό χώμα με τις ώρες. Και εκείνος, ο τόσο όμορφος και τόσο εκνευριστικός, με το που μας έβλεπε, έτρεχε προς το μέρος μας και άρχιζε τις φωνές. Παραφύλαγε πότε θ’ ανοίξει κάποιος την εξώπορτα της πολυκατοικίας για να τρυπώσει και ν’ ανέβει αστραπιαία τα σκαλιά μέχρι το δεύτερο όροφο. Ο αδελφός μου τον ξανακατέβαζε, βρίζοντάς τον, αγανακτισμένος.

Ο πόλεμος μεταξύ μας κράτησε μόλις λίγους μήνες. Μια μέρα αντιλήφθηκε ότι ένα από τα κλαδιά της κορομηλιάς έφτανε μέχρι το μπαλκόνι μου. Αυτό ήταν! Σκαρφάλωνε, στρωνόταν στο χαλάκι και καραδοκούσε πότε θα ξεχάσω την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Και φώναζε. Φώναζε διαρκώς! Η πολιορκία έληξε σύντομα. Στα πρώτα γερά κρύα του φθινοπώρου. Μια χνουδωτή μπαλίτσα κουλουριασμένη έξω απ’ τη θαμπή τζαμαρία, φυσούσε πολύ εκείνη τη μέρα, λύγισα.

Στην ιατρική καρτέλα καταχωρήθηκε με το όνομα Ηρακλής γιατί όταν παίζαμε, γύριζε ανάσκελα και με καταπληκτική ταχύτητα και δύναμη, έριχνε μπουνιές στο χέρι μου. Και όταν αργούσα ν’ ανοίξω την κονσέρβα, από την ανυπομονησία του, σηκωνόταν όρθιος και έκανε το πόδι μου σακί του μποξ. Εγώ όμως τον φώναζα Gips, από το Gypsy, γιατί αν και απέκτησε το πολυπόθητο σπίτι, ήταν διαρκώς έξω, στους κήπους και στις πυλωτές. Κυνηγούσε, κοιμόταν κάτω απ’ τους θάμνους. Και τσακωνόταν! Τσακωνόταν με όποιο τετράποδο τολμούσε να πλησιάσει την επικράτειά του (εκτός από το μέντορα Λεό). Έβγαινα στο μπαλκόνι και κουνούσα μια αρμαθιά κλειδιά, το συνθηματικό μας πως ήρθε πια η ώρα να μαζευτεί. Εμφανιζόταν να δώσει το παρόν αλλά αν δεν είχε τελειώσει… τις δουλειές του, ξανάφευγε τρέχοντας. Ήταν κάποιες φορές τόσο δυνατοί οι καβγάδες του μέσα στη νύχτα που ορισμένοι γείτονες απειλούσαν ότι θα προβούν σε λύσεις… Έτσι, όταν έκανε πως δεν άκουγε το κάλεσμα των κλειδιών, αναγκαζόμουν να κατέβω νυχτιάτικα να τον μαζέψω με το ζόρι, επιστρατεύοντας κάθε δόλιο μέσο, όπως να πετάω κομματάκια κοτόπουλο και να περιμένω να πλησιάσει για να τον βουτήξω απ’ το σβέρκο. Με έβριζε και δήθεν με δάγκωνε. Τα πρωινά δε, αν και με ξύπναγε απ’ τ’ άγρια χαράματα για να φύγει, τον ελευθέρωνα μετά τις επτά, να έχουν πρώτα σηκωθεί ψηλά τα πουλιά, για να μη μου φέρνει τα δώρα του: κατακρεουργημένα ή μισοζώντανα περιστέρια, λιπόθυμα σπουργίτια, σπίνους και κοτσύφια που τα πήγαινα τρέχοντας στο Anima μήπως τα σώσουν.

 Ήταν ένα αγρίμι. Και παρέμεινε μέχρι τέλους. Στο δρόμο, όταν τον πλησίαζε άνθρωπος, ακόμα και οι γείτονες που τους ήξερε και τον ήξεραν («Τι κάνει ο Ηρακλής;», «Γεια σου βρε Ηρακλή»), έτρεχε μακριά ή κρυβόταν κάτω από τ’ αυτοκίνητα. Όμως, όταν έμπαινε σπίτι μεταμορφωνόταν. Είχε άλλο βλέμμα, είχε άλλη φωνή όταν μιλούσε σ’ εμένα. Και ως πολυλογάς, μου μιλούσε πολύ. Όσο και αν πεινούσε, δεν ακουμπούσε το φαγητό του πριν τον χαϊδέψω στη ράχη, πριν με ευχαριστήσει γουργουρίζοντας, χαϊδεύοντας τα πόδια μου. Και όταν δούλευα μέχρι αργά τη νύχτα, έκοβε βόλτες γύρω απ’ το γραφείο μου, παρακαλώντας με να σταματήσω, για να ξεκινήσει η ιεροτελεστία του ύπνου. Ή πάλι, καθόταν στο χαλί και περίμενε ώρες, αμίλητος, με δυσαρεστημένο μούτρο, παρακολουθώντας τις κινήσεις μου. Όταν επιτέλους σηκωνόμουν, ό,τι ώρα και να ήταν, έπρεπε πρώτα να παίξουμε και ύστερα, πασιχαρής, έπαιρνε θέση στο κρεβάτι. Εγώ διάβαζα, εκείνος πλενόταν. Λαγοκοιμόταν και περίμενε να σβήσω το φως για να με κάνει μαξιλάρι.

Ήταν μέχρι τέλους πολύ παιχνιδιάρης. Πολύ προσκολλημένος επάνω μου. Φειδωλός στα χάδια αλλά.. όταν γυρνούσε από δύσκολο τσακωμό, ήθελε να τον πάρω αγκαλιά και να χώσει τη μουσούδα του κάτω απ’ το πηγούνι μου, για παρηγοριά.

Ο Gips μπαινόβγαινε στον κόσμο της φύσης και στο δικό μου, χωρίς να ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν.

Τόσα χρόνια, μέχρι πριν μόλις μία εβδομάδα, πήδαγε στο κλαδί της κορομηλιάς και την κοπανούσε. Δεν ήξερα αν θα ξαναγυρίσει, αν θα τον πατήσει αυτοκίνητο, αν θα τον φολιάσουν, αν στους καβγάδες με τους γάτους και τους σκύλους (!) θα τον έβρισκα κάπου  κομματάκια. Εάν τον έβρισκα ποτέ… Όμως ήταν φανερό, αυτή… η Gypsy soul, δεν γινόταν αλλιώς παρά να ζήσει ελεύθερη στη φύση. Περάσαμε σχεδόν δεκαεννέα αξέχαστα χρόνια συγκατοίκησης. Έγινε κάτι περισσότερο από φιλαράκι, συντροφάκι, αγοράκι μου. Του συγχωρώ όλες τις αγωνίες που τράβηξα, όλα τα τρεξίματα κάθε λίγο και λιγάκι στον κτηνίατρο να τον ράβει μετά τους καβγάδες, τ’ αυτιά του, τα μάτια του (δύο εγχειρήσεις), αποστήματα στο λαιμό, στα μάγουλα, στα πόδια, κολάρα, κολλύρια, αντιβιώσεις, το βαρύ τίμημα της ελευθερίας… Τον συγχωρώ γιατί μου έμαθε πολλά. Πιο πολλά από όσα μόνο η φύση μπορεί να διδάξει στον αποκομμένο από τη φύση άνθρωπο. Και με έκανε να τον αγαπήσω πολύ. Πάρα πολύ. Και θα μου λείψει. Μου λείπει ήδη…

Τα τρία τελευταία χρόνια πάλεψε με τη νεφρική ανεπάρκεια των γηρατειών. Όταν επέστρεψα εκείνο το καλοκαίρι από τις διακοπές, τον βρήκα να έχει χάσει το μισό του βάρος. Οι γιατροί μού είπαν πως είχε μήνες ζωής. Πέρασαν τρία χρόνια. «Αυτό που έχετε καταφέρει εσείς οι δύο ξεφεύγει της ιατρικής επιστήμης» μού είπε πέρυσι ένας γιατρός του. Η κουζίνα μου, στην προσπάθεια να τον πείσω να φάει, είχε μετατραπεί σε χημείο μίξης όλων των ειδών και γεύσεων φαρμακευτικών, άνοστων τροφών με νόστιμες, αλλά απαγορευτικές για νεφρική ανεπάρκεια, εμπορικές. Δεν μπορούσα πια ούτε εγώ να φάω κρέας, ψάρι ή ό,τι σχετικό στο σπίτι μου παρά μόνο όταν έλειπε στις βόλτες του. Αλλιώς πατούσε τις ανυπόφορες αγριοφωνές ή με παρακαλούσε με την άλλη φωνή, τη δικιά μας, και εγώ τον λυπόμουν, του έδινα λίγο κοτόπουλο. Για την ακρίβεια, του το πέταγα, γιατί τρελαινόταν να τρέξει, να το «σκοτώσει». Mετά βέβαια άρχιζα απ’ την αρχή τη χημεία για να τον πείσω να φάει τις φαρμακευτικές τροφές…

Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το βράδυ που γύρισε στο σπίτι κρατώντας στο στόμα του κάτι μεγάλο. Πετάχτηκα, νόμισα πως μου έφερε πάλι κανένα περιστέρι ή ποντίκι. Όχι. Ήταν ένα καλαμάκι χοιρινό που βρήκε στο δρόμο! Του το πήρα με το ζόρι απ’ το στόμα, με έβρισε και έφυγε. Μετά από λίγο μού έφερε δεύτερο καλαμάκι, την τρίτη φορά ένα ολόκληρο μπούτι κοτόπουλο. Τον μάλωσα φωνάζοντας δυνατά, φοβήθηκε, έτρεξε στην κορομηλιά και εξαφανίστηκε. Τελικά, εκείνο το βράδυ λύγισα και για να τον παρηγορήσω, του έδωσα κάμποσο ζαμπόν. Το καταβρόχθισε γουργουρίζοντας στη διαπασών, και μετά, αφού πλύθηκε, ήθελε να πλύνει και τα δικά μου δάχτυλα. Θα μείνω με την απορία, γιατί ενώ μπορούσε να φάει με την ησυχία του κρυφά την απογορευμένη λιχουδιά, την έφερε στο σπίτι…

Έτσι ζήσαμε τα τελευταία τρία χρόνια. Κάθε μήνα, αργότερα κάθε δεκαπέντε, κάθε δέκα μέρες, μόλις έβλεπα πως «έπεφτε», δεν είχε κέφι για πολλές βόλτες, δεν έτρωγε και… δεν μίλαγε πολύ, πηγαίναμε στην κλινική (μας άκουγε όλη η Συγγρού) και έμπαινε λίγες μέρες στον ορό. Άπειρα τηλέφωνα, όλες τις ώρες, μέσα στη νύχτα, γιορτές, Κυριακές, «Έπεσε η κρεατινίνη;» «Δεν έχουν βγει ακόμα τ’ αποτελέσματα αλλά σίγουρα έχει πέσει γιατί άρχισε τις φωνές και θέλει να φύγει». Δεν έπρεπε να τον πηγαίνω πολύ συχνά, όχι μόνο γιατί αγχωνόταν πολύ αλλά και για να κάνουμε οικονομία στις φλέβες του, ούτε όμως πολύ αργά, για να μην ανέβουν πολύ οι δηλητηριώδεις δείκτες της νεφρικής ανεπάρκειας. Τηλέφωνα. «Τι να κάνω; Να τον φέρω ή να περιμένω μια-δυο μέρες ακόμα;» Πόσα τηλέφωνα! Πώς να ευχαριστήσω τους γιατρούς για όλα όσα έκαναν τόσα χρόνια γι’ αυτό το …. αγιάτρευτο αληταριό! Τον «στήνανε» καλά-καλά και με το που γυρνούσαμε σπίτι, ορμούσε έξω, με το λαιμό και τα πόδια ξυρισμένα για τον ορό, με επίδεσμο, με μισό νεφρό, βούταγε στο κλαδί της κορομηλιάς και την κοπανούσε. Ναι! Μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του, υπέργηρος, έζησε χαρούμενος στους κήπους της επικράτειάς του. Ένας γιατρός του, όταν πριν λίγο καιρό τον ρώτησα πώς καταλήγει αυτή η αρρώστια, μού είπε: «Μπα θα το δείτε, εγώ πιστεύω πως ο Ηρακλάρας θα φύγει από κάτι πιο ηρωικό και όχι από νεφρική ανεπάρκεια. Όπερ και εγένετο».

Τελικά αποφάσισα να μην τον θανατώσω. Και αυτό γιατί, κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι ο λόγος που δεν ήθελε ν’ αποτραβηχτεί στη φωλιά όπως κάνουν τα ετοιμοθάνατα ζώα, ο λόγος που στρίμωχνε και πλήγιαζε τη μύτη του μέσα στις φέτες των καλοριφέρ, που σερνόταν σχεδόν παράλυτος στο πάτωμα, ήταν γιατί αυτός ο πεισματάρης προσπαθούσε να κάνει αυτό που έκανε πάντα όταν είχε ανάγκη από παρηγοριά. Να χώσει τη μουσούδα του κάτω απ’ το πηγούνι μου και να κρύψει την υγρή μύτη του στο λαιμό μου.

Μεταφέρθηκα στην κρεβατοκάμαρα. Έβαλα επάνω μου ένα υπόστρωμα και την κουβέρτα του και τον ξάπλωσα πάνω στο στέρνο μου. Πράγματι. Μόλις βρήκε τη γωνιά που έψαχνε, κάτω απ’ το λαιμό μου, ηρέμησε. Και δεν σάλεψε ξανά ποτέ. Του έδινα με σύριγγα λίγο νερό, λίγο πολτό κοτόπουλο. Γουργούριζε ευχαριστημένος. Δεν άντεχα να τον αφήσω μόνο του ούτε ένα λεπτό. Ακινητοποιήθηκα στο κρεβάτι μαζί του, έχοντάς τον στην αγκαλιά μου. Διάβαζα κανένα βιβλίο, κανένα άρθρο, να ξεχαστώ. Τον χάιδευα διαρκώς, τον έπλενα. Και του τραγουδούσα. Άκουγε. Καταλάβαινα ότι του άρεσε γιατί τέντωνε τ’ αυτιά του. Γουργούριζε σιγανά και πίεζε τη μύτη του στο λαιμό μου.

Ακίνητη εκεί μαζί του, ερχόταν συνέχεια στο νου μου εκείνος ο Μάρτιος, παλιά… Είχα κάνει θρύψαλλα το πόδι μου σ’ ένα τροχαίο και έμεινα στο κρεβάτι ενάμισυ μήνα. Δεν κούνησε ρούπι απ’ το σπίτι. Έβγαινε κανένα δεκάλεπτο στο μπαλκόνι να δει τι γίνεται στον κήπο του και γύριζε κοντά μου. Όλη τη μέρα. Και τις νύχτες, δεν ανέβαινε πια επάνω μου να κοιμηθεί παρά ξάπλωνε στο πλάι μου, ίσα να με ακουμπάει. Πάντα, όταν με κάποιο τρόπο αντιλαμβανόταν πως κάτι μού συμβαίνει, έκοβε με το μαχαίρι τις αλητείες και τις απαιτήσεις, καθόταν αμίλητος δίπλα μου και με παρατηρούσε.

Μια άλλη φορά −πώς να την ξεχάσω− ήμουν στην πυλωτή της πολυκατοικίας, ένας γείτονας είχε αφήσει το σκυλί του ελεύθερο, το είχε κάνει επιθετικό, εκείνο μού γρύλισε και ετοιμάστηκε να μού ορμήξει. Ο Gips που −ως συνήθως− ήταν στον κήπο, μάνιασε. Όρμηξε αστραπιαία στο σκύλο, σκαρφάλωσε στην πλάτη του, έμπηξε δόντια και νύχια στο σβέρκο του. Το σκυλί πανικοβλήθηκε, ούρλιαζε, προσπαθούσε να ξεφύγει αλλά εκείνος δεν έλεγε να το αφήσει. Ο ιδιοκτήτης φώναζε να πάρω το γάτο μου, εγώ είχα παγώσει…

Μείναμε ξαπλωμένοι εκεί, σκεπασμένοι με την αγαπημένη του κόκκινη κουβέρτα.Τρεις μέρες. Μέχρι την περασμένη Δευτέρα. Στις έξι περίπου τ’ απόγευμα, λαγοκοιμόμουν, ξύπνησα απότομα γιατί τίναζε το πόδι του λες και κάτι τον ενοχλούσε. Του χάιδεψα απαλά την κοιλιά και εκείνος τεντώθηκε πολύ, πάρα πολύ, όπως κάνουν τα γατιά όταν ξυπνούν από πολύωρο ύπνο, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεψύχησε. Έφυγε τόσο απλά και αθόρυβα που δεν το κατάλαβα αμέσως. Ψαχούλευα το χτύπο της καρδιάς του αλλά ήταν μόνο η δικιά μου που χτυπούσε γρήγορα και δυνατά γιατί μου έσφιγγε το λαιμό σαν θηλιά ένας λυγμός.

Αυτά τα παράξενα πλάσματα, που είτε ζουν στους δρόμους είτε μαζί μας, που δενόμαστε μαζί τους τόσο πολύ, που ξέρουν ν’ ανταποδίδουν στο πολλαπλάσιο ό,τι τους δίνουμε, που ο πολιτισμός μας τα θεωρεί κατώτερα όντα, μας μαθαίνουν πολλά, όχι μόνο με τη ζωή αλλά και με το θάνατό τους.

Χτες, την ώρα που έδυε, κολύμπησα πολύ βαθιά στη θάλασσα και άφησα το μικρό κουτάκι με τη σκόνη του να βουλιάξει. Πάνω απ’ το κεφάλι μου έκοβε αδιάκοπα βόλτες ένας γλάρος. Και έτσι όπως έβλεπα την κοιλιά του, κατάλευκη όπως του Gips, ονειρεύτηκα πως ήταν εκείνος και μ’ αποχαιρετούσε. Ονειρεύτηκα πως πετάει, απόλυτα ελεύθερος πια, πως τριγυρνάει σε κήπους άλλους, όπως εκείνοι που του άρεσαν πιο πολύ. Ανεξερεύνητους.

Αυτό που για δεκαεννέα χρόνια δεν τολμούσα να σκεφτώ, έχει πια συμβεί. Αυτή τη φορά ο Gips την κοπάνησε για τα καλά! Δεν θα επιστρέψει ποτέ. Βγαίνω στο μπαλκόνι και δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα τον ξαναδώ να έρχεται μέσα απ’ τα φυλλώματα της αγαπημένης του κορομηλιάς, πως δεν θα νοιώσω ξανά την ανακούφιση, τη χαρά ότι γύρισε και σήμερα στο σπίτι μας.

Gips μου. Φιλαράκι μου. Συντροφάκι μου. Θα σου τραγουδάω πάντα το “Gypsy in my soul”, αυτό που σου σιγοτραγουδούσα τις τελευταίες μέρες που ζήσαμε μαζί, που σε είχα στην αγκαλιά μου και προσπαθούσα να σε χορτάσω. Να με παρηγορεί… Να σε συντροφεύει στα καινούρια σου λημέρια…

Σ΄ευχαριστώ για όλα αλητάκι μου!

Καλό σου ταξίδι.

Gypsy in my soul

If I am fancy-free

and love to wander

it’s just the Gypsy in my soul

There’s something calling me

from way out yonder

it’s just the Gypsy in my soul

There is no other life

οf which I’m fonder

it’s just the Gypsy in my soul

No cares, no strings

my heart has wings

There’s something calling me

I’m free, I’m free, I’m free

it’s just the Gypsy in my soul

(Clay Boland, Moe Jaffe)

***Η Κατερίνα Ζαχαριάδου γεννήθηκε στην Αθήνα. Eίναι Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, διεξάγει έρευνα στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών CERN της Γενεύης και διατελεί Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Σπουδών Φυσικής Υψηλών Ενεργειών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1984 δημοσιεύοντας τα αφηγήματα Στους δρόμους της σύμπτωσης και αργότερα (1985-1988), λογοτεχνικά κείμενα που απέσπασαν εξαιρετικές κριτικές στην ετήσια ανθολογία του περιοδικού Φιλολογική Επιθεώρηση και στη βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών ετήσια συλλογική έκδοση Φιλολογική Πρωτοχρονιά. Έκτοτε, πολλά ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και πρόσφατα στην ανθολογία Ποιήματα της κρίσης, 2008-2018 (Κ.Μπούρας, Ιωλκός, 2020). Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές της Μέρες στην Καρχηδόνα (Παρασκήνιο, 2000), Απόηχοι (Ινφογνώμων, 2016) και Νυχτερινή Βροχή (Νίκας, 2021).

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular