Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

        Στο Σπύρο Σίγμα

Στην σκοτεινή ιστορία του Παπισμού είναι καταγεγραµµένη µια φρικτή πράξη του Πάπα Στεφάνου του έκτου. Ο Στέφανος έδωσε διαταγή να ξεθάψουν το κουφάρι του προκατόχου του, Πάπα Φορµόζου. Έβαλε να ντύσουν το Φορμόζο µε τα παπικά άµφια, να τον καθίσουν στον παπικό θρόνο και να τον δικάσουν. Ο Στέφανος διάβαζε τις κατηγορίες κι ένας νεαρός διάκονος απολογούνταν για λογαριασµό του πτώµατος του Φορµόζου. Στο τέλος ο Στέφανος βρήκε το πτώµα ένοχο και αποφάσισε για την ποινή. Όρισε να αφαιρεθούν τα άµφια απο το Φορµόζο. Να ακρωτηριαστούν τα τρία δάκτυλα µε τα οποία έδινε την ευλογία του όσο ζούσε. Και να πεταχθεί στον ποταµό. Εκεί να συνεχίσει να σαπίζει.

Πίστευα πάντοτε πως αυτό ήταν ένα µακάβριο επεισόδιο απο εποχές βίαιες και σκοτεινές. Πως οι νεκροί µένουν εκεί που τους θάψαµε και οι πράξεις τους περνάνε στα τεφτέρια. Πως, σαν τους σκεπάσει το χώµα, η ζωή συνεχίζεται χωρίς αυτούς. Η ζωή ανήκει στους ζωντανούς, έτσι δεν είναι;

* * *

Κανείς δε µιλούσε ευθέως γι’ αυτό που είχε συµβεί. Μόνο µισόλογα. Η επιστροφή. Έτσι το λέγαν όλοι. Ο κυρ-Μένιος, ο µεγαλόσχηµος του χωριού, είχε επιστρέψει στον κόσµο των ζωντανών λίγους µήνες µόνο µετά από την ταφή του. Στην αρχή ήμασταν όλοι αλαφιασµένοι. Έπειτα, σιγά- σιγά το αποδεχθήκαµε. Μερικοί µάλιστα άρχισαν να τον επισκέπτονται. Σχεδόν κάθε βράδυ το σπίτι του κυρ-Μένιου είχε µουσαφίρηδες.

Ένα τέτοιο βράδυ, από τα πρώτα µετά την επιστροφή, συνάντησα τον Κωστή το Φαληρέα στην είσοδο του σπιτιού. Κάπνιζε νευρικά. Μόλις µε είδε, πέταξε το αναµµένο του τσιγάρο στο δρόµο και το πάτησε πολλή ώρα κοιτάζοντας αφηρηµένα τα χαλίκια.

«Γεια»

«Γεια», είπε άκεφα.

Γύρισε και κοίταξε την είσοδο του σπιτιού µε απόγνωση. Ένας σπάσµος χύθηκε στο πρόσωπό του. Ύστερα ξέσπασε:

«Δεν το πιστεύω, ρε συ, αυτό το αρχίδι αναστήθηκε. Λες και το ’χε σχεδιασµένο! Να γυρίσει και να µας πάρει ό,τι µας απόµεινε. Τον πατέρα µου τον ξετίναξε. Δεν του άφησε τίποτε. Έσβησε µε τον καηµό. Για κοίτα, ρε, ο πατέρας µου λιώνει σε ένα ρηµαγµένο µνήµα και αυτός ο χαµένος να γυρίσει από τον αγύριστο. Που αν δεν τον έπαιρνε ο καρκίνος θα τον έπνιγα εγώ!».

Τον τράβηξα απ’ το χέρι και έδειξα την πόρτα νευρικά:

«Σιγά, θα σ’ ακούσουν», είπα µε πνιγµένη φωνή.

«Ας µε ακούσουν, χέστηκα!», βρυχήθηκε ο Φαληρέας ξαναµµένος. «Όλο το χωριό να µε ακούσει! Όχι που να µαζευτούµε και να κάνουµε τεµενάδες στο κουφάρι του Μένιου!»

«Τι ήθελες και ήρθες;» τον ρώτησα νευριασµένα. «Να κάτσεις σπίτι σου, αν είναι να κάνεις έτσι! Όρεξη για µπελάδες έχεις!»

«Η µάνα µου µ’ έφαγε…» παραδέχθηκε µε ύφος ηττηµένο. «Να τα ’χουµε καλά µαζί του µη µας παίξει καµµιά κοµπίνα πάλι». Κλώτσησε θυµωµένα ένα χαλίκι. «Του πούστη µου, νεκρός δεν έχει ξανασηκωθεί ποτέ, ήταν να κάνει αυτός την αρχή; Να δεις που δε θα ’χουµε καλά ξεµπερδέµατα. Σιγά µην κάτσει στα αυγά του τώρα. Μισοπεθαµένος ήταν, ο καρκίνος τον έτρωγε, κι αυτός εκεί, µην του ξεφύγει τάλαρο!»

Σώπασε και αφουγκράστηκε τους ήχους της νύχτας. Ένα σκυλί γαύγιζε απο µακριά. Ένα ραδιόφωνο σε κάποιο κοντινό σπίτι έπαιζε λαϊκά. Μια βρισιά. Το ραδιόφωνο σώπασε.

Ο Φαληρέας είχε κάπως τώρα ξεθυµάνει. Γύρισε προς εµένα και χαµογέλασε πονηρά.

«Είναι µέσα;» ρώτησε τσαχπίνικα γνέφοντας προς το σπίτι.

«Ποιος;»

«Τι ποιος, ρε µαλάκα, ποια να λες. Η δικιά σου, δηλαδή η πρώην δικιά σου. Η Ράνια».

«Δεν ξέρω, πρέπει να ’ναι», είπα αδιάφορα.

«Κόψ’ τις παρλαπίπες, γι’ αυτήν δεν ήρθες, ε;» είπε απότοµα. «Δε λέω, καλό κοµµάτι. Λέει. Αλλά τι τα θες, κόρη του Μένιου και της Θέκλας. Η πουτανιά κυλάει στο αίµα της».

Πήρε απολογητική στάση: «Να µη στο ’λεγα; Από παιδιά ήµαστε φίλοι. Να σ’ άφηνα να ρεζιλεύεσαι; Εσύ µες τη βαθιά καψούρα και αυτή να πηδιέται µ’ όποιον βρει µπροστά της». Κοντοστάθηκε σα να ζύγιζε τη σιωπή µου:«Για φαντάσου δηλαδή να το ’χατε και προχωρήσει. Ο γαµπρός του βρυκόλακα θα ήσουν τώρα. Και για φαντάσου να σου ’κανε και καµµιά µαύρη µαγεία αυτή η κάργια η Θέκλα! Θα σε τρέχαµε σε εκκλησίες και παπάδες να σε διαβάσουνε». Σώπασε. Κοίταξε απρόθυµα προς την πόρτα του σπιτιού σα να θυµήθηκε το λόγο που ήµασταν εκεί. Αναστέναξε: «Άντε, πάµε; Μια ψυχή που ’ναι να βγει…Τι να βγει δηλαδή, που ξαναµπήκε».

«Πάµε», είπα ψιθυριστά. Σα να µου ´λειπε ο αέρας. Πνιγόµουνα.

«Περιµένετε», ακούστηκε µια λεπτή φωνή και µια σκιά ξεπρόβαλε από τη στροφή του δρόµου. «Σταθείτε να µπούµε µαζί», είπε η σκιά και τάχυνε το βήµα της.

«Καλώς τα µάτια µου τα δυο», είπε φλεγµατικά ο Φαληρέας. «Μαστουρωµένος θα ’ναι πάλι», µου ψιθύρισε. «Καλώς το χλωµό πρόσωπο. Πώς από δω, Ισίδωρε; Δε σ’ είχα των κοινωνικών καθηκόντων».

«Ε, όσο να ’ναι έχω µια υποχρέωση στον κυρ-Μένιο. Δυο φορές µε γλύτωσε από την µπουζού», είπε η σκιά του Ισίδωρου και ζύγωσε κι άλλο παίρνοντας σχήµα και µορφή. Κοντοστάθηκε και έκανε µια µελοδραµατική πόζα: «Λοιπόν, Κωστάκη, τι κάνει ο κολλητός σου; Επανήλθε µε όλες τις δυνάµεις του σκότους στο πλευρό του;» ρώτησε κοροϊδευτικά λοξοκοιτώντας το Φαληρέα.

«Σκάσε, µαστούρι του κερατά! Βούλωσ’ το µη σε κάνω τουλούµι στο ξύλο!» ούρλιαξε ο Φαληρέας και κινήθηκε απειλητικά προς τη µεριά του Ισίδωρου σφίγγοντας τις γροθιές του.

Στάθηκα ανάµεσα τους για να τον συγκρατήσω: «Τι θες τωρα, ρε Κωστή; Σου το ’πα, αν δεν µπορείς να συγκρατηθείς, δίνε του!» τον αποπήρα.

Ο Ισιδώρος είχε ζαρώσει πίσω µου: «Εντάξει, ρε Φαληρέα, δε σου βρίσαµε και τη µάνα».

Ο Φαληρέας είχε ανάψει πάλι τσιγάρο. Φύσαγε και ξεφύσαγε τον καπνό εκνευρισµένος. Μας είχε γυρίσει την πλάτη, τα µάτια του ήταν καρφωµένα στο σκοτάδι.

«Όχι ήθελα να πω…εννοούσα..δηλαδή…» άρχισε να ψελίζει  φοβισµένος ο Ισίδωρος µε τα µατια καρφωµένα στη γυρισµένη πλάτη του Φαληρέα. «Αυτος έχει το µισόχωριό στην τσέπη του. Ξέρεις τώρα. Οι ανοικτοί λογαριασµοί δεν κλείνουν ποτέ».

«Τι θα γίνει, θα µπούµε καµµιά φορά;» ρώτησα κουρασµένα. Σχεδόν δε µου ’βγαινε η φωνή.

«Άντε, Ισίδωρε, τράβα µπροστά και κτύπα το κουδούνι», είπε ο Φαληρέας και γύρισε να τον κοιτάξει περιπαιχτικά.

«Τρελός είσαι;» είπε τροµοκρατηµένος ο Ισίδωρος και στο ελάχιστο φως το πρόσωπό του έµοιαζε πιο χλωµό από ό,τι συνήθως. «Εγώ εκεί µέσα µόνος δεν µπαίνω. Όλοι µαζί να µπούµε. Ξηγηµένα πράγµατα!»

«Σκάσε, έρχονται οι δίδυµες», τον έκοψε βιαστικά ο Φαληρέας. Από τη στροφή του δρόµου ξεχώρισαν δυο σκιές. Περπατούσαν γρήγορα. Με αέρα. Με νάζι. Αέρινες και βεργολυγερές. Η Βιολέτα και η Ειρήνη. Η Βιολέτα µε τα πράσινα µάτια. Η Ειρήνη µε τα γαλάζια.

«Τι λέει, αγόρια; Έρχεστε ή φεύγετε;» ρώτησε χαµογελαστά η Βιολέτα σαν πλησίασαν.

«Ακόµη δεν µπήκαµε», είπε κοφτά ο Φαληρέας, αποφεύγοντας να ανοιχτεί.

«Εδώ… ξεροσταλιάζουµε», είπα εγώ αµήχανα.

«Κωστή, τι λες; Πώς γίνεται να αναστήθηκε;» ρώτησε η Βιολέτα.

«Δεν ξέρω, παρατήστε µε», είπε απότοµα ο Φαληρέας.

«Τόσους µήνες κάτω απ’ το χώµα θα ’χει σαπίσει και θα βρωµάει», είπε σκεφτικά η Ειρήνη. «Σκέτη αηδία θα ’ναι».

«Μπα, µη λες», αποκρίθηκε ο Ισίδωρος. «Τον είδε η ξαδέρφη µου η Άννα, όταν τον φέρνανε. Δεν είχε λιώσει. Δε µύριζε. Κανονικός της φάνηκε. Σα ζωντανός. Τον κρατούσε σφικτά η Θέκλα σα να φοβόταν µην της φύγει και αγριοκοίταζε γύρω-γύρω».

«Ποιος αγριοκοίταζε, αυτός ή η Θέκλα;»

«Η Θέκλα. Αυτουνού τα µάτια ήταν θολά. Καρφωµένα στο κενό. Σα ζόµπι. Περπατούσε αργά, έσερνε τα πόδια του, και η Θέκλα τον οδηγούσε. Κι από δίπλα δυο-τρεις ανοίγανε δρόµο. Λιτανεία κανονική. Φρίκαρε η γειτονιά».

«Η Θέκλα θα τον ξέθαψε», συµπέρανε η Βιολέτα και µια σκιά φόβου απλώθηκε στα όµορφα πράσινα µάτια της. «Εκτός κι αν σηκώθηκε µόνος του απο το µνήµα. Νεκρανάσταση κανονική…»

«Φρίκη…» µονολόγησε η Ειρήνη και το πρόσωπο της είχε πανιάσει. Τα µάτια της καρφώθηκαν στην κλειστή πόρτα. Σα να προσπαθούσε να µαντέψει τι γινόταν µες στο σπίτι. Γύρισε προς το Φαληρέα: «Κωστή, έχεις ένα τσιγάρο;»

Ο Φαληρέας της πρόσφερε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και της το άναψε µε τον αναπτήρα του. Η Ειρήνη ρούφηξε βαθιά τον καπνό και κοίταξε νευρικά τριγύρω.

«Αν µε πιάσει η µάνα µου να καπνίζω, μ’ έσφαξε», µουρµούρισε µισοαστεία-µισοσοβαρά.

«Αλήθεια, η µάνα σου γιατί δεν ήρθε να δει το αδερφό της αναστηµένο;» ρώτησε µε περιέργεια ο Ισίδωρος.

«Πλάκα κάνεις;» του αντιγύρισε η Ειρήνη. «Αυτή δεν τον άντεχε ζωντανό, θα τον αντέξει πεθαµένο – εννοώ… ξαναζωντανεµένο! Έστειλε εµάς στη θέση της και µας δασκάλεψε να πούµε όποια δικαιολογία µας κατέβει στο κεφάλι».

«Η µέση της µαµάς», είπε γελαστά η Βιολέτα. «Η δικαιολογία που πάει παντού και µε όλα. Σαν την κόκα-κολα».

«Μίλησες µε τη Ράνια;» µε ρώτησε συνωµοτικά η Ειρήνη. «Την παίρνω στο κινητό και δεν απαντά».

«Όχι», ψέλλισα νευρικά. «Έχω καιρό να τη δω. Λίγο µόνο στην κηδεία. Πάνε τρεις µήνες».

«Δεν ξέρω, κάποιος µου είπε ότι την είδε προχθές. Φορούσε ακόµη τα µαύρα», είπε σκεφτικά η Ειρήνη.

Μείναµε σιωπηλοί. Η Ειρήνη τέλειωσε βιαστικά το τσιγάρο. Ο Φαληρέας είχε απλώσει αναποφάσιστα ξανά το χέρι στο πακέτο. Ο Ισίδωρος κάτι σιγοψιθύρισε στη Βιολέτα κι αυτή άρχισε να γελάει σπασµωδικά γερµένη ελαφρά στον ώµο του.

«Τι θα γίνει, εδώ θα κάτσουµε όλο βράδυ;» είπε τελικά νευριασµένος ο Φαληρέας κι άφησε το πακέτο. «Άντε να ξεµπερδεύουµε. Να ευχηθούµε στον σκουληκιασµένο, να τελειώνουµε».

«Ε, άντε πάµε», είπε απρόθυµα ο Ισίδωρος.

Η Ειρήνη τινάχτηκε σα να ξυπνήσε από όνειρο.

«Σωστά, καιρός να µπούµε», ψιθύρισε.

«Πρώτα οι άντρες», είπε επιφυλακτικά η Βιολέτα.

Στοιχηθήκαµε σε δυο σειρές µπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Στην πρώτη σειρά ο Φαληρέας και ο Ισίδωρος µε εµένα ανάµεσά τους. Πίσω µας, δεύτερη σειρά: η Βιολέτα και η Ειρήνη. Το σπίτι ήταν βουβό. Τα παντζόυρια κατεβασµένα. Το φως της εξώπορτας σβηστό. Ο Ισίδωρος άρχισε να σταυροκοπιέται φοβισµένα.

«Κόψ’ το, καραγκιόζη!» µούγκρισε ο Φαληρέας αγριοκοιτώντας τον.

«Τι θα γίνει, θα χτυπήσει κανείς το κουδούνι;» ακούστηκε από πίσω µας ανυπόµονη η φωνή της Βιολέτας.

Ο Φαληρέας µε κοίταξε διστακτικά. Τον κοίταξα κι εγώ. Μερικές στιγµές αµηχανίας. Τελικά άπλωσα το χέρι και πάτησα απαλά το κουδούνι. Μια φορά. Περίµενα λίγο. Καµµιά απάντηση. Το σπίτι παρέµεινε σφαλισµένο στο σκοτάδι.

«Βρε µπας και ξαναπέθανε;» αναρωτήθηκε ο Ισίδωρος µε ένα τόνο κρυφής ελπίδας στη φωνή του.

«Ζωντάνεψε αυτός και πεθάναν όλοι οι άλλοι», χιχίρισε η Βιολέτα µε πνιχτή φωνή.

Ξαναπάτησα το κουδούνι. Πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά. Μικρή αναµονή. Η χαραµάδα της πόρτας φωτίστηκε. Ακούστηκαν βήµατα.

* * *

Μας άνοιξε ένα όµορφο ξανθό κορίτσι της γειτονιάς. Παραµέρισε για να µας αφήσει να περάσουµε. Δε µίλησε. Τα εφηβικά χείλη της ήταν σφιγµένα. Μια λεπτή γραµµή. Μπήκαµε διστακτικά στο µισοσκότεινο χολ. Ο Φαληρέας, ο Ισίδωρος κι εγώ. Οι δίδυµες στριµώχθηκαν πίσω µας. Η πόρτα του φωτισµένου σαλονιού µπροστά µας ήταν µισάνοικτη. Ακούγονταν χαµηλόφωνες συζητήσεις. Κοντοσταθήκαµε αναποφάσιστοι.

«Περάστε», είπε το ξανθό κορίτσι ψιθυριστά. «Είναι κι άλλοι µέσα. Ο πρόεδρος, ο γυµνασιάρχης, ο ειρηνοδίκης…»

Μπήκα πρώτος. Ακολούθησε µουδιασµένα ο Φαληρέας. Πιο πίσω, τροµοκρατηµένος, ο Ισίδωρος. Ακόµα πιο πίσω, οι δίδυµες, κρατώντας σφικτά τα χέρια.

Ο κυρ-Μένιος καθόταν σε µια καρέκλα στο κέντρο του δωµατίου. Φορούσε το καλό του κουστούµι. Τα χέρια του ήταν ακουµπισµένα πάνω στα γόνατά του. Οι ώµοι του στητοί. Ευθυτενής. Τα µάτια του ατένιζαν το κενό. Το πρόσωπό του ανέκφραστο. Μια καχεκτική υποψία ανάσας κουνούσε ρυθµικά το στήθος του.

Κανείς µας δεν τον πλησίασε. Απο µακριά χαιρετήσαµε. Ευχηθήκαµε. Τι ευχηθήκαµε; Δε θυµάµαι. Τι εύχεται κανείς σε αυτές τις περιπτώσεις;

«Καλώς αναστηθήκατε! Τι νέα από τον Άλλο Κόσµο;» Και πώς αντεύχεται κάποιος; «Καλή Ανάσταση και σε εσάς όταν έρθει η ώρα σας! Και στις δικές σας τις χαρές!»

Όλοι οι επισκέπτες ήταν καθισμένοι σε ηµικύκλιο γύρω από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Βρήκαµε καρέκλες. Καθίσαμε. Στριµωχθήκαµε όπως µπορούσαµε. Κανένας πολύ κοντά. Προπάντων απόσταση ασφαλείας.

«Μοναδικό γεγονός, ασύλληπτη η σημασία του. Ζούμε ιστορικές στιγμές. Γι’ αυτό, απαιτείται διακριτικότητα και σεβασμός», έλεγε χαµηλόφωνα ο γυµνασιάρχης, που ήταν και θεολόγος. Στράφηκε στο νεκραναστημένο:

«Κυρ-Μένιο, σας βεβαιώνω ότι όλοι θα δείξουμε την επιβαλλομένη λεπτότητα».

«Το ληξιαρχείο το αναλαµβάνω εγώ. Και την αστυνοµία. Όλα θα γίνουν χωρίς να διαρρεύσει τίποτε», είπε ο ειρηνοδίκης. «Θα περιφρουρήσουµε την ασφάλεια και την ηρεµία τόσο τη δικιά σας όσο και της οικογενείας σας».

«Κανονίστε να ’ρθούν τα κανάλια εδώ και να γίνουµε κουλουβάχατα. Μια χαρά την  έχουµε την ησυχία µας», είπε ο πρόεδρος και κατέβασεµονοκοπανιά ένα ποτήρι  κρασί.

«Δε θέλω κανέναν εδώ!» είπε µε στιφνό ύφος η Θέκλα, που όλη αυτήν την ώρα τριγυρνούσε µε ένα δίσκο και τράταρε τον κόσµο. «Τον ξέρετε όλοι το Μένιο. Όλους σας έχει νοιαστεί. Όλοι έχετε φάει ψωµί από το χέρι του. Θα σεβαστείτε το µυστικό!» Λοξοκοίταξε τον πρόεδρο, που για ώρα πάλευε µε ένα ατίθασο λόξυγκα: «Χάρη στο Μένιο µου γίνατε άνθρωποι µερικοί-µερικοί».

«Κυρ-Μένιο, όλο το χωριό σε αγαπά και σε τιµά. Έπρεπε να ’σουν από µια µεριά να καμάρωνες την κηδεία σου.Κοσμοχαλασιά. Όλο το χωριό σ’ έκλαιγε», είπε ένα γεροντάκι.

«Ωρεεεέ…» µουρµούρισε ξεθαρρεµένος ο Ισίδωρος, που καθόταν πίσω µου, καθώς µε δυσκολία κατάφερνε να συγκρατήσει τα χαχανητά του.

«Καλώς το µου το Αλτσχάιµερ…»

«Κάπου έχω φυλάξει το λόγο που εκφώνησα στην εκκλησία», είπε ο πρόεδρος, που κατάφερε επιτέλους να απελευθερωθεί από τον λόξυγκα µε ένα παρατεταµένο ρέψιµο. «Μισή ώρα µιλούσα, κυρ-Μένιο. Σπουδαία πράγµατα είπα στην κηδεία σου. Ρώτα να μάθεις για τα εγκώμια που έπλεξα. Θα στον φέρω να τον διαβάσεις κι εσύ».

«Ο παπα-Γιώργης θα ’ρθει;» ρώτησε µια φωνή από το βάθος.

«Θα ’ρθει να διαβάσει µια ευχή. Να φύγουν τα δαιµόνια», απάντησε µια ηλικιωµένη γειτόνισσα µε απαλή φωνή.

«Δε χρειάζονται ευχές. Δεν υπάρχουν δαιµόνια εδώ!» είπε απότοµα η Θέκλα. «Ο Μένιος µου γύρισε σπίτι. Οι προσευχές µου εισακούστηκαν».

«Ενώ οι δικές µας, ακόµα…» µουρµούρισε ο Φαληρέας, αλλά σώπασε απότοµα καθώς τον κοίταξα αυστηρά.

«Βεβαίως θα πρέπει να αναλογιστούµε τον κοσµογονικό χαρακτήρα, τη µοναδικότητα του γεγονότος», είπε µε ύφος λογίου ο γυµνασιάρχης.

«Ανάσταση νεκρού δεν έχει αναφερθεί από την εποχή της Καινής Διαθήκης. Κι όταν µάλιστα πρόκειται για δίκαιο και έντιµο άνθρωπο, όπως ο κυρ-Μένιος, αντιστοίχως µε την περίπτωση του Λαζάρου, είναι αναµενόµενο οι δαιµονικές δυνάµεις να έχουν αφηνιάσει. Αυτή τη στιγµή που µιλάµε ο Εωσφόρος πονάει».

«Πονάει, πονάει» ακούστηκαν µερικές φωνές.

«Δε θα µου κάνει καθόλου εντύπωση», συνέχισε ο γυµνασιάρχης, «αν τις ηµέρες που θα ακολουθήσουν αυξηθούν σηµαντικά οι περιπτώσεις βασκανίας και δαιµονισµού. Απαιτείται επαγρύπνηση».

«Ψάξτε τότε στα σπίτια σας να βρείτε διαβόλους και σατανάδες, αφού το θέλετε έτσι», είπε θυµωµένα η Θέκλα.

«Αλήθεια, πού είναι η Ράνια; Δεν τη ειδα πουθενά», ρώτησε ο ειρηνοδίκης προσπαθώντας να αλλάξει το θέµα.

«Θα ’ρθεί, δε θα αργήσει», είπε κοφτά η Θέκλα και µε λοξοκοίταξε περίεργα.

«Να ευχηθούµε και στις χαρές της. Με ένα καλό παιδί», είπε µια γειτόνισσα µε µεγαλόθυµο ύφος.

«Από χαρές άλλο τίποτε η Ράνια. Ποιος ξέρει µε ποιον βγάζει τα µάτια της τώρα», ψιθύρισε ο Ισίδωρος.

«Πάψε, Ισίδωρε!» είπε σιγανά η Ειρήνη και µου άγγιξε απαλά το χέρι.

«Θα ’ρθεί», µου ψιθύρισε καθησυχαστικά. «Κι αν δεν έρθει… καλά θα κάνει». Έστρεψε αργά το βλέµµα της προς τον κυρ-Μένιο, που παρέµενε ακίνητος µε τα µάτια ορθάνοιχτα να διαπερνούν τον τοίχο. Η Θέκλα την πρόσεξε.

«Τι τον κοιτάς, δεν έχει σαπίσει!» την αποπήρε. «Έτσι να πεις στη µανούλα σου. Που µου ’κανε λόγο για κληρονοµιές και µερίδια και για τέτοια. Πού ’ναι τη τώρα; Δε µας έκανε τη τιµή. Αλλά ξέρω εγώ. Αυτή τον έφαγε με τις πονηριές της».

«Η µαµά έχει τη µέση της. Ο γιατρός είπε ότι θα χρειαστεί χειρουργείο», πετάχθηκε µε τρεµάµενη φωνή η Βιολέτα.

«Μα είναι τώρα αυτές κουβέντες», διαµαρτυρήθηκε ένας ξερακιανός άνδρας. «Γιατί να σαπίσει; Μια χαρά τον βλέπω τον κυρ-Μένιο».

«Το καλό που σου θέλω, γιατί ο λογαριασμός μας παραμένει ανοικτός», είπε απειλητικά η Θέκλα.

«Καλά, δεν εννοούσα…» ψέλλισε ο ξερακιανός άνδρας.

«Τι τα φέρνεις τα λεφτά στη µέση, κυρά-Θέκλα;» είπε ένας από τους γειτόνους. «Κανείς εδώ δε µίλησε για λεφτά. Ποιος χρωστάει σε ποιον, ποιος έχει, ποιος δεν έχει, τι έχει… Τέτοιες κουβέντες δεν είναι για αυτήν την ώρα».

«Ο καθένας οφείλει σε κάποιον. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς χρέος. Τίποτε δεν παραγράφεται. Ποτέ. Όσα γράφονται στη ζωή δεν τα ξεγράφει ο θάνατος», είπε κοιτώντας τον αυστηρά ο γυµνασιάρχης.

«Ε, τότε µιας κι είναι ο ειρηνοδίκης εδώ να στήσουµε και δικαστήριο», αντέτεινε κάποιος θυµωµένα. «Να φέρουµε µάρτυρες, χαρτιά, να γίνουν καταθέσεις. Να τους δικάσουµε και να τους κρίνουµε όλους όµως.

Ζωντανούς κι αναστηµένους!»

«Και βρυκολακιασµένους…» µουρµούρισε πικρόχολα ο Φαληρέας.

«Κόψ’ το, Κωστή, γαµώ το κερατό µου!» µούγκρισα εγώ κάνοντας µεγάλη προσπάθεια να κρατήσω χαµηλά τον τόνο της φωνής µου.

«Ε, ας μιλήσουν όλοι τότε» ακούστηκε μια άλλη φωνή. «Ξεκάθαρες κουβέντες.   Έφταιξε κάποιος…και σε τι!  Χρωστάει κάποιος… και σε ποιον! Να τα βάλουμε κάτω να τα λογαριάσουμε. Άλλη ευκαιρία δεν έχουμε. Τώρα…όσο…»

«Αρκετά! Δείξτε λίγο σεβασµό! Δεν έχετε το Θεό σας!» είπε οργισµένα ο γυµνασιάρχης.

«Ε ρε γιαούρτι που σου χρωστάω από χρόνια…» ακούστηκε από πίσω υπόκωφη η φωνή του Ισίδωρου.

«Ο Θεός δεν ξέρει από τέτοιες δουλειές…» είπε εµφατικά ο Φαληρέας κοιτώντας έντονα το γυµνασιάρχη.

«Ο Θεός αποδήµησε εις Κύριον», µουρµούρισε µε χαµένο ύφος το γεροντάκι µε το Αλτσχάιµερ.

«Κι αµα τον δεις πουθενά εδω γύρω, γράψε µου», είπε κάποιος απο το βάθος.

«Νοµίζω θα πρέπει να ηρεµήσουµε όλοι και να δείξουµε το δέοντα σεβασµό που αρµόζει στην περίσταση», είπε µε επιτακτικό τόνο ο ειρηνοδίκης.

«Ναι, ρε, το παραχέσατε!» αποφάνθηκε επιτέλους ο πρόεδρος. Και ρεύτηκε. Ξανά.

Η Θέκλα στάθηκε στη µέση του σαλονιού µε τα χέρια σταυρωµένα. «Η ώρα είναι περασµένη. Ο Μένιος έχει ανάγκη να ηρεµήσει και να ξεκουραστεί», είπε µε αυστηρό τόνο.

Σηκωθήκαµε όλοι µουδιασµένα.

«Και το νου σας… τσιµουδιά!» προειδοποίησε.

«Όχι που θα κάτσω κι άλλο», είπε αγέρωχα ο Φαληρέας. «Λίγο ακόµα κι αυτός θα ανοίξει το τεφτέρι του και θα πιάσει µεροκάµατο. Έννοια σας όµως, θα ανοίξω κάποτε κι εγώ το δικό µου τεφτέρι!»

Βγήκαµε στο δρόµο. Επιτέλους. Ανέπνευσα µε ανακούφιση τον καθαρό αέρα της νύχτας. Τα µάτια της Ειρήνης ήταν υγρά. Η Βιολέτα σιγοκουβέντιαζε µε τον Ισίδωρο. Ο Φαληρέας άνοιξε το πορτ-µπαγκάζ του αυτοκινήτου του, έβγαλε ένα µπουκάλι ουίσκι και το κούνησε επιδεικτικά στον αέρα. Το µοιραστήκαµε.

* * *

Ο Φαληρέας τελικά πούλησε ό,τι είχε κι έφυγε µακριά. Με έπαιρνε στο τηλέφωνο αραιά και που, µάθαινα νέα του. Τη Ράνια δεν την ξαναείδα, ούτε προσπάθησα να την ψάξω. Μου αρέσε να ονειροπολώ ότι ζει κάπου µακριά, ήρεµη και ευτυχισµένη. Ο Ισίδωρος τα ’φτιαξε µε τη Βιολέτα. Εγώ αγάπησα την Ειρήνη. Ο γυµνασιάρχης κήρυξε αµείλικτο πόλεµο στις δυνάµεις του κακού. Τριγυρνάει τώρα µε τον παπα-Γιώργη από σπίτι σε σπίτι ξορκίζοντας µατιασµένους και δαιµονισµένους. Ο κυρ-Μένιος ξαναπέθανε! Λίγες µέρες µετά. Εκεί που καθόταν στην καρέκλα, άνοιξε ξαφνικά το δέρµα του κι άρχισαν να ξεχύνονται σκουλήκια απ’ τις πληγές. Έτσι τον βρήκε η Θέκλα. Σκούπισε προσεκτικά τα σκουλήκια από το πάτωµα και ύστερα ειδοποίησε. Διπλή δουλειά για τον ειρηνοδίκη. Η κηδεία έγινε ξανά µε όλες τις τιµές. Ο πρόεδρος εκφώνησε ακριβώς τον ίδιο λόγο. Με την ίδια συγκίνηση. 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular