Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Είναι ο άνθρωπος της καρπαζιάς ο Βασιλάκης» λέει ο Νίκος στον Δημήτρη, που στέκεται δίπλα στο φωτοτυπικό.  Τα βλέμματά τους συμφωνούν.  Από τον υπολογιστή της, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από την οθόνη, η Κατερίνα παρεμβαίνει, παρότι δεν διαφωνεί.

«Εντάξει, αλλά σα μωρά παιδιά κάνετε.  Σχολιάζετε τον άνθρωπο όλη την ώρα…ασχοληθείτε με τίποτε άλλο, κουτσομπόλες…»

Οι δυο λογιστές δεν της δίνουν σημασία, γελάνε λίγο κι επιστρέφουν στις οθόνες τους.  Ο Βασίλης δεν έχει απομακρυνθεί και τόσο.  Πιθανότατα άκουσε τα σχόλια και τα γέλια, αλλά δεν αντιδρά.  Προσπαθεί να ανοίξει προς τα μέσα την πόρτα του λογιστηρίου, που χειρίζεται καθημερινά εδώ και τριάντα χρόνια.  Συνειδητοποιεί πως ανοίγει προς τα έξω, γελάει με τον εαυτό του, χαιρετάει και φεύγει.   

Ο Δημήτρης περιμένει την έξοδο του αποθηκάριου και υποστηρίζει τη συμπεριφορά του.

«Μα μου θυμίζει κάτι παιδιά στο δημότικο- αυτά που όταν τις τρώνε, αντί να γυρίσουν τσαμπουκά, γελάνε.  Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί γελάνε.  Αμηχανία; Νομίζουν πως το ξύλο είναι μέρος του παιχνιδιού; Ε, κάπως έτσι μού μοιάζει κι ο Βασίλης. Εξηνταπέντε χρονών να «τις τρώει» από όλους και πάντα να γελάει.  Είναι περίεργο…και αστείο.»

Ο Βασίλης δεν τις τρώει κυριολεκτικά.  Ως επί το πλείστον κουβαλάει τόπια ή τρέχει για εξωτερικές δουλειές, θελήματα και ό,τι αποφεύγουν να κάνουν οι συνάδελφοί του. Όταν κινείται, η στρογγυλή κοιλιά του προπορεύεται του υπόλοιπου σώματος και ξεπροβάλλει με θράσος κάτω από τις μπλούζες.  Συνήθως είναι ιδρωμένος, κυρίως στη φαλάκρα – είτε έχει κοπιάσει είτε όχι.  Και πάντα λαχανιασμένος.  Η ανάσα του κόβεται συχνά, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει από το να φλυαρεί αδιάκοπα.  Οι κοινοτοπίες είναι το φόρτε του- ειδικεύεται σε συζητήσεις για τον καιρό, για το εορτολόγιο, τις αργίες και την κίνηση στους δρόμους.  Λόγια, λόγια, λόγια, που είτε ειπώθηκαν ποτέ είτε όχι, δεν άλλαξαν τίποτα στον κόσμο και σίγουρα όχι στη μέρα του συνομιλητή του.  Ακόμη κι όταν δε μονολογεί για ανούσια θέματα, που δεν αφορούν ούτε ενδιαφέρουν τους γύρω του, σφυρίζει κάποιο σκοπό ή τραγουδάει παράφωνα κάτι της εποχής του.

Οι συνάδελφοι του Βασίλη τον κοροϊδεύουν για πολλούς λόγους.  Για το ότι λαχανιάζει σαν σκύλος, ή γιατί ξεχνάει τον καφέ του στον φούρνο επειδή έπιασε κουβέντα με την φουρνάρισα- ή ακόμη και γιατί τους λέει «τα λέμε αύριο» τα Σάββατα.  Και γενικά επειδή λέει, λέει, λέει…χωρίς να σκεφτεί.  Οι γυναίκες της εταιρείας, από την άλλη, τον κοροϊδεύουν για λόγους που εντοπίζουν κυρίως εκείνες.  Άμα δουν κανά λεκέ στα ρούχα του – πολύ σύνηθες – αρχίζουν τα «καλά η Βασίλαινα δεν το είδε, βρε Βασίλη;».  Εκείνος, αν απαντήσει, θα πει γελώντας «εδώ στραβώθηκε και πήρε εμένα, το λεκέ θα κοιτάξει;» .

Κάποιοι νεοπροσληφθέντες εκπλήσσονται τόσο με την κοροϊδία όσο και με τον ίδιο τον Βασίλη, που δεν προσβάλλεται.  Όμως γρήγορα προσαρμόζονται στο τρέχον εργασιακό περιβάλλον.  Η πλάκα προς τον περίγελο της εταιρείας είναι ο πιο γρήγορος τρόπος να γίνει αποδεκτός οποιοσδήποτε νεόφερτος.  Και όχι μόνο.  Ο Βασίλης είναι βασικό στοιχείο συνοχής της ομάδας των εργαζομένων, κι ας μην αποτελεί καν μέρος αυτής της ομάδας.  Της κλίκας τους.  Μια στιγμή αμηχανίας, παρεξήγησης ή ένας τσακωμός θα βρει διέξοδο σχολιάζοντας κάποια απροσεξία του Βασίλη ή ένα άτσαλο στιγμιότυπό του.  Ο Βασίλης είναι με κάποιο τρόπο και το αποκούμπι τους.  Όταν θέλουν να ξεσπάσουν τα νεύρα που τούς δημιούργησε κάποιος συνάδελφος ή το αφεντικό, τότε ο ευτραφής αποθηκάριος σίγουρα θα δώσει κάποια λαβή για ειρωνεία ή κοροϊδία.  Έτσι, τα νεύρα και η ένταση θα βρουν πρόσωπο να μεταφερθούν και ως δια μαγείας, πάνω του να εξαφανιστούν.  Οπότε η θέση του στην εταιρεία είναι καίριας σημασίας και ίσως για αυτό τον λόγο, παρά τα λάθη του, είναι ο παλαιότερος εργαζόμενος εκεί- μετά τα αφεντικά.   

Ο Δημήτρης ο λογιστής δεν έχει πολλά πάρε δώσε με τον Βασίλη.  Όμως οι λίγες φορές, που συνεργάστηκαν για κάποιες παραλαβές,  ήταν αρκετές για να σχηματίσει άποψη.  Ή μάλλον για να επιβεβαιώσει την άποψη που είχαν ήδη οι παλιότεροι συνάδελφοί του.  Πάντα είχε κάνει κάποιο λάθος ή είχε παραβλέψει κάτι.  Μετά από τέτοιο προηγούμενο, πλέον θεωρείται -παρότι δεν αποδεικνύεται – ότι όλα τα λάθη έχουν μια σίγουρη πηγή προέλευσης, τον Βασίλη.  Οι άλλοι αποθηκάριοι τον κατηγορούν για ό,τι προκύψει κι έτσι το φταίξιμο έχει έναν βέβαιο αποδέκτη.  Είναι το πιο εύκολο θύμα, άλλωστε, γιατί από τη μια δεν πρόκειται να καρφώσει τον πραγματικό φταίχτη κι από την άλλη έχει μια έμφυτη ταπείνωση, που κατευνάζει το αφεντικό.

«Συγγνώμη, αφεντικό, δεν θα το ξανακάνω.  Αχ, πάλι δεν δούλεψε ο πάνω όροφος» θα πει κάθε φορά με χαμόγελο, δείχνοντας το κεφάλι του. 

Ο Δημήτρης μια φορά τόλμησε να του επισημάνει ότι μερικές φορές παραείναι δουλοπρεπής ή ότι τέλος πάντων δεν χρειάζεται να τα δέχεται όλα σκύβοντας το κεφάλι.  Ο Βασίλης δεν κατάλαβε ακριβώς τι του είπε ο λογιστής, αλλά πάνω κάτω απάντησε «Εσύ είσαι νέος, τα βλέπεις αλλιώς τα πράγματα».  Από τη γενικευμένη αυτή απάντηση, ο Δημήτρης συνεπέρανε ότι ο Βασίλης τα θέλει και τα παθαίνει ή ότι είναι εντελώς άδειο το κεφάλι του και δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται. 

«Μάλλον έτσι είναι οι άνθρωποι της καρπαζιάς» σκέφτεται ο Δημήτρης περπατώντας προς την στάση του λεωφορείου.  Σήμερα έχει το αμάξι του στο συνεργείο.  Πλησιάζει προς το υπόστεγο, αλλά δεν φτάνει μέχρι να δει το λεωφορείο να έρχεται- γιατί ο Βασίλης είναι εκεί.  Ξέρει πως μένουν κοντά, μιας και έχουν ξανασυμπέσει στο Α8, πριν καιρό, που πάλι δεν είχε αμάξι για μια βδομάδα.  Τον απέφευγε με επιτυχία και τα έξι απογεύματα.  Κρυβόταν πίσω από κάποιον ψηλό ή εύσωμο, ή ακόμη και πίσω από τον χαρτοφύλακά του.  Δεν θα άντεχε τη φλυαρία του αποθηκάριου, κουρασμένος και στριμωγμένος ανάμεσα σε βρωμερά κορμιά.  Με το που φτάνει το λεωφορείο, ο Δημήτρης πηδάει γρήγορα στο πίσω μέρος κι ο Βασίλης στο μεσαίο.  Όμως το πρώτο μηχάνημα ακύρωσης εισιτηρίων, που συναντά, έχει χαλάσει.  Έτσι σπρώχνει και πιέζεται να φτάσει στο πίσω.  Στη διαδρομή σιγομουρμουράει στον εαυτό του τα περί του μηχανήματος, λες και απολογείται σε κάποιον που δεν τον ρώτησε ποτέ.  Ο Δημήτρης στερεώνεται στο πίσω μηχάνημα. 

«Μένουν οι κουμπάροι μας εδώ κοντά», βιάζεται να εξηγήσει στον Βασίλη.  Εκείνος ξεκινά το μονόλογό του, δίχως ανάσα, ενόσω ακυρώνει το εισιτήριο και προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία του στην άτσαλη εκκίνηση του οδηγού.

«Η καλύτερη γειτονιά, φίλε μου.  Να πεις στους κουμπάρους σου, η καλύτερη γειτονιά. » Παίρνει ένα ύφος λες και τού εκμυστηρεύεται το νόημα της ίδιας της ζωής.  «Όλα στα πόδια μας – ο χασάπης, ο μανάβης, το σούπερ μάρκετ, τα σχολεία, οι παιδικές χαρές, όλα στα πόδια μας».  Χασκογελάει, μαζεύει τα σάλια του με το πίσω μέρος της παλάμης και συνεχίζει «ε για όσους έχουν αμάξι, είναι δύσκολο, που δεν έχει θέσεις, δηλαδή, εννοώ…».  Χαμηλώνει την ένταση της φωνής του, σκύβει στο αυτί του Δημήτρη και μεταξύ γρήγορων εκπνοών καταφέρνει να πει «κι η αποχέτευση μυρίζει, ρε παιδί μου».  Μετά ξανακορδώνεται και επαναλαμβάνει δυνατά «αλλά, όλα κι όλα, η καλύτερη γειτονιά, φίλε μου».  Χτυπάει το στέρνο του περήφανος με την δεξιά παλάμη, ρισκάροντας την ισορροπία του, λες κι έχτισε ο ίδιος τη γειτονιά.  Ο λογιστής τον χαιρετάει στα γρήγορα και κατεβαίνει δυο στάσεις νωρίτερα.  Ανάβει τσιγάρο και περπατάει σχεδόν τρέχοντας προς το σπίτι, σα να τον κυνηγάει κάποιος. 

Η γυναίκα του τον με περιμένει στην πόρτα με μια ποδιά γεμάτη αλεύρια και σάλτσες. Ο δίχρονος Κωστάκης είναι τυλιγμένος στα πόδια της.  Μάνα και γιος μες στα νεύρα και τις φωνές.

«Σε παρακαλώ, πήγαινέ τον παιδική, δεν αντέχεται σήμερα!».

Ο Δημήτρης κουρασμένος και αγανακτισμένος κατεβάζει μούτρα.  Ήθελε να χαλαρώσει, να χαζέψει και τώρα επιβαρύνεται με βόλτα στην παιδική χαρά.  Δείχνει την δυσαρέσκειά του στην γυναίκα του κι αρπάζει τον Κωστάκη αγκαλιά.  Το παιδί φωνάζει «μαμάααα» λες και το απήγαγε κάποιος άγνωστος, μα μόλις αντιλαμβάνεται προς τα πού πηγαίνουν, ξαναβρίσκει την παιδική του χαρά.  Ο Δημήτρης ξέρει τι τον περιμένει – Παρασκευή, έξι το απόγευμα είναι από τις ώρες αιχμής σε αυτά τα μέρη.  Κάνει μια μικρή στάση για καφέ στο χέρι και αργά κι απρόθυμα φτάνουν. 

Προσγειώνει τον Κωστάκη στην πρώτη κούνια που βρίσκει διαθέσιμη.  Τέτοιες ώρες η προσφορά κούνιας είναι ελάχιστη μπροστά στη ζήτηση, οπότε νιώθει τυχερός που τη βρήκε.  Σαν κάτι αδιάφορους στο τρένο, που κάνουν πως δεν βλέπουν την έγκυο ή τον παππού, ο Δημήτρης έχει σύστημα.  Κοιτάει αφηρημένος μεταξύ μονόζυγου και ουρανού και στέκεται σε απόσταση από την κούνια, λες και δεν του ανήκει κάποιο παιδί εκεί.  Μην και πεταχτεί καμιά μαμά «πολλή ώρα έκανε ο δικός σας…να κάνει λίγο και το δικό μου;».  Όχι.  Τα άλλα παιχνίδια είναι πολύ κουραστικά.  Δίνει όση φόρα χρειάζεται για να ανάψει στο μεταξύ το τσιγάρο του.  Συντονίζει με μαεστρία τις κινήσεις του ώστε να προλάβει να καπνίσει, να πιει καφέ και να χαζέψει στο κινητό του- πριν γκρινιάξει ο μικρός ότι θέλει «πιο ψηλά».  Ώσπου, τον βλέπει.  Στο απέναντι σετ από κούνιες ο Βασίλης κουνάει ένα πιτσιρίκι. 

Ο Δημήτρης ήξερε πως ο αποθηκάριος έχει εγγόνι.  Όμως το περίμενε αλλιώς.  Όχι μεγαλύτερο ή μικρότερο, αλλά διαφορετικό.  Διαφορετικό από το δικό του.  Το περίμενε σα μικρόγραφία του Βασίλη – ατσούμπαλο και χαζούλι, λερωμένο παντού, με λιγδιασμένα μαλλιά και τρύπιες κάλτσες.  Το αγόρι όμως είναι σαν τον Κωστάκη του.  Όμορφα κουρεμένο, πλυμένο, με τζιν πεντακάθαρο, γυαλιστερά μπλε αθλητικά και γρήγορο διερευνητικό βλέμμα.  Το παρατηρεί και προσπαθεί να το πιστέψει.  Ο Κωστάκης γκρινιάζει πως έχασε ύψος και τον σπρώχνει γερά για να κερδίσει χρόνο, ενώ κρύβεται πίσω από μια κολώνα.  Ρουφάει τον καφέ του με μανία και εξετάζει το ζεύγος παππού-εγγονού σαν πράκτορας.  Ο Βασίλης φτιάχνει αυτοσχέδια στιχάκια.

«Γεια σου Γιαννάαακη, είσαι καλό παιδάκι, ο παππούς σε αγαπάει, το μαγουλάκι σου φιλάει» και άλλα παρόμοια που ερμηνεύει με την γνωστή παραφωνία του.  Όμως το παιδί διασκεδάζει επαναλαμβάνοντας μαζί του τις καταλήξεις «-άααακη, -άαααει».

Η παράσταση δεν σταματάει εδώ.  Ο Βασίλης στέκεται μπροστά στην κούνια του παιδιού παριστάνοντας τον αμέριμνο.   Σφυρά αδιάφορα κοιτάζοντας αλλού, ώσπου η κούνια τον πλησιάζει κι ο μικρός τον σπρώχνει με τα τεντωμένα πόδια του.  Ο Βασίλης προσποιείται πως σωριάζεται στο έδαφος από την «υπερβολική δύναμη» του μικρού, ο μικρός ξεκαρδίζεται και γελάνε μαζί ενώ ο εγγονός κοιτάει από ψηλά τον παππού να κάνει τούμπες στο έδαφος.  «Για δες ευλυγισία ο Βασίλης…» σκέφτεται ο Δημήτρης.  Ο παππούς-κλόουν σηκώνεται, πιάνει άλλο τραγούδι με μπρίο και ρυθμό.  Χειροκροτούν μαζί και ο Γιαννάκης χαχανίζει σε κάθε λέξη που του ακούγεται αστεία.  Το γέλιο του παιδιού είναι τόσο άγνωστο στον Δημήτρη- γάργαρο, απολαυστικό, μεταδοτικό- τόσο που πιάνει τον εαυτό του να χαμογελάει και παρατηρώντας τους ξεχνιέται, αφήνει την κολώνα-κρυψώνα του και βγαίνει μπροστά να παρακολουθήσει καλύτερα.  Ο Κωστάκης απορεί τι κοιτάει ο μπαμπάς του, ψάχνει, δεν καταλαβαίνει και ζητάει κι άλλη φόρα.  Ο Βασίλης στο μεταξύ εφευρίσκει κι άλλα νούμερα.  Μέχρι και πιρουέτες κάνει.  Με τα κάτω κουμπιά του πουκαμίσου του να λείπουν και την κοιλιά του να παίρνει αέρα σε κάθε στροφή, γελάει κι ο κρυφός παρατηρητής του.  Ο εγγονός του όμως γελάει αλλιώς -διασκεδάζει με την ψυχή του.  Ξελιγώνεται, προσπαθεί να πάρει ανάσα και ανάμεσα τού φωνάζει «κι άλλο, παππού!» χειροκροτώντας. 

Τα παιδιά τριγύρω ουρλιάζουν.  Άλλο επειδή χτύπησε, άλλο επειδή του πήραν την μπουλντόζα ή την σειρά στην τσουλήθρα, άλλο από χαρά.  Μωρά κλαίνε και έφηβοι μαθητές, κρατώντας ο καθένας το κινητό του, βρίζονται με άγνωστες λέξεις, σαν συνθηματικές.  Όμως το ζεύγος Βασίλη- Γιαννάκη μοιάζει να πήρε από αυτό το σύμπαν μόνο την κούνια και να μετοίκησε σε ένα άλλο, παράλληλο, με το οποίο ο υπόλοιπος κόσμος έχει μόνο οπτική επαφή.  Ένα σύμπαν ευτυχίας και μεθυσμένης διασκέδασης.  Δεν ταράζονται από τις φωνές του περιβάλλοντος.  Δεν τους ενοχλεί τίποτα, όσο τα παιχνίδια τους κρατούν καλά.  Σαν οι δυο τους να αποτελούν μια μικρή, κλειστή ομάδα.  Μια κλίκα μονάχα δύο ατόμων, που δεν ασχολείται με το χάος του υπόλοιπο κόσμου γιατί έχει βρει τον τρόπο.  Έχει βρει το μυστικό προς την ευτυχία- αυτό το παιχνίδι τους- και δεν το μοιράζεται με κανέναν.  Φτάνει οι δυο τους να περνούν καλά μέσα στην τεράστια φούσκα γέλιου που τους περιβάλλει.  Μια μεγάλη, διάφανη σαπουνόφουσκα που τους περικλείει, τους προστατεύει και τους μονώνει από το περιβάλλον.  Έτσι συνεννοούνται, τα βρίσκουν, μόνο μεταξύ τους, και απολαμβάνουν τα γέλια τους.

Ο λαχανιασμένος Βασίλης κάνει διάλειμμα να πάρει δυνάμεις, χωρίς να σταματήσει να ασχολείται με το ταλαντευόμενο κοινό του.  Γαργαλάει τον Γιαννάκη, τον σπρώχνει ψηλά, κάνει ήχους αεροπλάνων, σκουπίζει τον ιδρώτα του, την φαλάκρα του, το παντελόνι από τα χώματα…ώσπου ακούγεται ο ήχος του τηλεφώνου του.  Το βγάζει από την τσέπη και το κρατάει σε απόσταση για να καταφέρει να απαντήσει.

«Η γιαγιά…μας περιμένει με ζεστό φαγάκι! Έλα, αγάπη μου», τον βγάζει ήρεμα από την κούνια και το παιδί τον αγκαλιάζει και γέρνει το κεφάλι στον ώμο του.  Η φούσκα είναι ακόμη εκεί, μετακινείται μαζί τους, τους περιβάλλει και τους ενώνει.   Αγκομαχώντας, με τον εγγονό στα χέρια, ο Βασίλης πλησιάζει τον Δημήτρη.  Εκείνος δεν κινείται.  Δεν πλησιάζει τη σαπουνόφουσκά τους.  Σα να συνειδητοποιεί πως δεν ανήκει ούτε καν κάπου κοντά τους.  Το βλέμμα του Βασίλη δεν έχει καμία έκπληξη- ίσως τον είχε αντιληφθεί από πριν που τους παρακολουθούσε.  Τον βγάζει από τη δύσκολη θέση μιλώντας πρώτος.

«Η σύζυγος με τους κουμπάρους ε; », κουνάει το κεφάλι του κι επιβεβαιώνει τον εαυτό του. «Κι εμένα η κόρη μου ξεκουράζεται σήμερα.  Καλά έκανες και τον έβγαλες λίγο, θένε παιχνίδι τα παιδιά.  Η καλύτερη ώρα της βδομάδας!  Αυτό, αυτό εδώ το ζουζούνι, μού δίνει άλλα είκοσι χρόνια ζωής! Άντε, πάμε για μάσα.  Τα λέμε αύριο».  Κι εξαφανίζεται προτού ο Δημήτρης προλάβει να βγάλει το καλαμάκι από το στόμα για να χαιρετήσει. 

 Έχει αφήσει τον Κωστάκη να ταλαντώνεται μόνος του από το σημείο με τις πιρουέτες του Βασίλη.  Το παιδί δεν τον ενόχλησε τόση ώρα.  Το κοιτάει από το πλάι.  Μοιάζει βαριεστημένο, μουντό και άχρωμο.  Το βλέμμα του φωνάζει «σώστε με, όχι άλλη κούνια», μα δε λέει κουβέντα.  Μια παρατηρεί τα παιδάκια στην τραμπάλα, μια κοιτάει κάτω, τα παπούτσια του.  Σοβαρό και λίγο συνοφρυωμένο.  Είναι διαφορετικό από το εγγόνι του Βασίλη – όχι μεγαλύτερο ή μικρότερο.  Είναι αλλιώς.  Λιγότερο παιδί.  Δε μιλάει στον μπαμπά του, ούτε εκείνος σε αυτό, δεν τους ενώνει τίποτα.  Μόνο διαλύονται κι οι δύο, ο καθένας μόνος του, στην αναρχία του ασυνάρτητου πλήθους της παιδικής χαράς.  Μια μαμά ακούγεται από την τσουλήθρα

«Αντώωωνη! Δεν είπαμε δεν χτυπάμε τα άλλα παιδάκια; Με συγχωρείτε κυρία μου, είναι λίγο επιθετικός τελευταία.»

Αν, αν τυχόν, ο Αντώνης ερχόταν και χτυπούσε τον Κωστάκη, τι θα έκανε άραγε; Θα φώναζε τον μπαμπά του; Θα κλωτσούσε, θα χτυπούσε; ή μήπως θα γελούσε; Μπορεί κι αυτό.  Μπορεί ακόμη κι αυτό.

Το αγόρι σα να αναστενάζει για μια στιγμή.  Αυτό που ανησυχεί περισσότερο τον Δημήτρη είναι ότι ο μικρός σταμάτησε να γκρινιάζει, να απαιτεί, να προσδοκά κάτι από τον μπαμπά του.  Πετάει τον καφέ στον κάδο και σβήνει το τσιγάρο.  Κοιτάζει τον κόσμο δεξιά κι αριστερά.  Νομίζει πως τα παιδιά στην αμμοδόχο τον περιεργάζονται λες κι είναι εξωγήινος.  Κι ακόμη δεν έχει κάνει τίποτα.  Λες και ψάχνουν κάτι πάνω του να το σχολιάσουν.  Δε βαριέσαι, σκέφτεται… Σφυράει αδιάφορα κοιτώντας τον ουρανό, η κούνια τον πλησιάζει, τινάζεται με το που τον ακουμπούν τα παπούτσια του Κωστάκη και κάνει μια προσποιητή τούμπα ποδοσφαιριστή στο έδαφος.  Γεμίζει χώματα, τού μπαίνουν χαλίκια στα παπούτσια και στις παλάμες, αλλά ο μικρός σκάει ένα χαμόγελο.  Για κείνον.  Σηκώνεται πάνω στην ώρα για να ξαναπρολάβει την ταλάντωση.  Για να τον «ξαναρίξει» κάτω.  Γελάει πιο δυνατά τώρα το παιδί.  Ο Δημήτρης τεντώνει τα χέρια πάνω από το κεφάλι του – όπως οι μπαλαρίνες κύκνοι- και στρέφεται ενώ ταυτόχρονα σηκώνει τα πόδια του ένα ένα.  Ο Κωστάκης ρίχνεται σε γέλιο νευρικό, σα μεθυσμένος, κρατάει την κοιλιά του και όσο ο μπαμπάς στρίβει, τόσο τον επιβραβεύει. 

«Κι άλλο, μπαμπά, κι άλλο!»

Τι άλλο, τι άλλο; σκέφτεται, σκέφτεται…το άλλο, ναι, αυτό που έκανε μορφασμούς κλόουν…«Κα κα κα» ο μικρός ξεκαρδίζεται.  Το τραγούδι, πώς το έλεγε να δεις…αυτοσχεδιάζει και δεν έχει κανένα πρόβλημα ο Κωστάκης.  Χαχανίζει και τραγουδάει μαζί του.  Πιάνει τα παλαμάκια κι ο μικρός τον ακομπανιάρει με χέρια και πόδια ταυτόχρονα.  «Κοίτα που έχει ρυθμό το παιδί.  Κοίτα που έχει γέλιο το παιδί», παρατηρεί στον εαυτό του ο Δημήτρης.  Έχει ξεμείνει από κόλπα όμως τώρα.  Το τηλέφωνο χτυπάει κι είναι η γυναίκα του.  Νύχτωσε, λέει, κι ανησύχησε, γιατί ποτέ, λέει, δεν κάθονται τόσο πολύ στην παιδική χαρά.  «Η καλύτερη ώρα της εβδομάδας» της εξηγεί και του απαντά πως πέρασαν τρεις ώρες, κι όχι μία.

«Μικρέ, η πίτα που προσπαθεί να φτιάξει η μαμά από το πρωί είναι έτοιμη.  Φύγαμε!» 

Αρπάζει ο μπαμπάς το μικρό – ή ο μικρός τον μπαμπά; τόσο σφιχτά, που δεν ήξερε ότι μπορούσε, και παίρνουν το δρόμο προς το σπίτι.-    

****  H Λίζα Καβάγιου  γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μικρά Ασία. Η αγάπη της για τα μαθηματικά την οδήγησε στη σχολή Ηλεκτρολόγων & Μηχανικών Η/Υ στο ΕΜΠ και Computer Science στο Εδιμβούργο. Παράλληλα, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το χορό και το πιάνο.  Διαβάζει γιατί έχει περιέργεια να μάθει και γράφει γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Διαδικτυακά βρισκεται στο www.instagram.com/armadillo_lisa και στο www.liza.gr  

  

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular