Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Καλοβαλμένος», αυτός ήταν ο χαρακτηρισμός για τον κύριο Νίκο, δηλαδή περιποιημένος, απ’ την κορφή ως τα νύχια, ποδιών τε χεριών. «Σαν διαφήμιση κρεμοσάπουνου κυκλοφορεί», έλεγε χαριτολογώντας ο κύριος Περικλής, ο καφετζής που είχε μόνιμο θαμώνα τον κύριο Νίκο. Ηλικία προχωρημένη αλλά απροσδιόριστη, σίγουρα  κατά πως δήλωνε,  συνταξιούχος και μάλιστα των «ευγενών ταμείων»-  εξ ου και η τόση περιποίηση,  καθότι μπεκιάρης ο κύριος Νίκος, λεφτά με τη σέσουλα δηλαδή. Κουστουμάκι στην τρίχα, η τσάκιση μόνο του παντελονιού ήταν τόσο άψογη σα τις ευθείες στις αρχαίες κολόνες, η έρμη η Βαγγελιώ, η γυναίκα που φρόντιζε τα πάντα όλα του κυρίου Νίκου μέχρι αλφάδι έβαζε στη σιδερώστρα μη τυχόν και χαθεί η ευθεία κι ύστερα χαθεί κι η ίδια και το καλό μεροκάματο. Παράξενος  άνθρωπος, ξόδευε μια περιουσία σε κρέμες και σαπούνια, υφάσματα και φόδρες αλλά επέμενε να μένει στο παλιό διαμέρισμα στην οδό Φιλλίπου. Και δεν έφτανε αυτό, μόνο με το εφάπαξ μπορούσε να πάρει ωραιότατο ρετιρέ στο κέντρο, όχι αυτός ήθελε να μένει στην πλήρως εξοπλισμένη αρχαιολογία της Φιλλίπου 31! Κι ενώ όλα τα είχε ανακαινίσει, όπως έλεγε η Βαγγελιώ, εκείνο το ρημάδι το πάτωμα στο σαλόνι, το σκοροφαγωμένο που μόνο για να το βερνικώσει η έρμη έτρωγε τρεις ώρες στα γόνατα με το πανί, αυτό το ρημάδι το είχε πολύ περιωπής.

Kάθε απόγευμα στις τέσσερις ακριβώς, χειμώνα καλοκαίρι, βρέξει χιονίσει, ο κύριος Νίκος ήταν εκεί, στο γωνιακό τραπέζι με πλάτη τη τζαμαρία.  Ο Περικλής ήξερε, μόλις έφτανε μετά τη γνωστή καλησπέρα,  σκούπιζε δυο φορές το τραπέζι, τη τελευταία με οινόπνευμα καθαρό να το βλέπει ο κύριος Νίκος, έψηνε τον καφέ στη χόβολη- διπλό και σκέτο αλλά με καϊμάκι πάντα.  Σερβίριζε στο συγκεκριμένο φλιτζανάκι, το είχε φέρει απ’ την Πόλη ο κύριος Νίκος, τρεις εξάδες μόνο για δική του χρήση στο καφενείο- είχε σχέδια γαλάζια πάνω όχι το λευκό του καφενείου.  Άνοιγε την εφημερίδα και βυθίζονταν μέσα της ως τις έξι ακριβώς, ήταν η ώρα που έβγαινε για τον καθημερινό του περίπατο. Σεργιανούσε την αρχαία αγορά λες κι ήταν η αυλή του σπιτιού του, ώρες απροσμέτρητες περνούσε μπροστά απ’ την Παναγία των Χαλκέων, λες και κάτι της χρωστούσε, λες και κάτι του όφειλε. «Ο καθείς με το σταυρό του» συνήθιζε να λέει ο Περικλής, κι άλλο δε ρωτούσε μήτε έψαχνε.  Άλλωστε είχε τα δικά του βάσανα. Ένα βασικά,  αλλά μεγάλο.  Ο Κρέων, ο γιος του ο μονάκριβος, Άκης στις νεανικές  παρέες, ανύπαντρος ακόμα, δουλειά δε στέργιωνε  κι ας είχε πτυχίο μηχανικού, δεν αρέζονταν στα χαμηλά μίσθια, ετών τριάντα δύο.  Έσερνε κι εκείνο το έρμο το κορίτσι, την Αντιγόνη δώδεκα χρόνια τώρα και κάθε τρεις και λίγο το βασάνιζε με μια ζήλια απίστευτη. Μούτρα δεν είχε πια ο Περικλής να σταθεί, φαντάζονταν πως έμπαινε στο καφενείο ο πατέρας του κοριτσιού να του ζητήσει το λόγο- δεν κοιμόνταν καλά …..ευτυχώς δυο μήνες πριν, καταχείμωνο κι ο Άκης κούρνιαζε σε χειμερία νάρκη, ανακλαστικά πεσμένα, δύσκολα έλεγε όχι,  τον έπεισε και περάσαν ένα δαχτυλίδι. Για τον Περικλή ήταν υπόσχεση, για τον Άκη ανόητοι καθωσπρεπισμοί. «Ξεπερασμένα πράγματα, ξεπερασμένοι άνθρωποι» έλεγε ο Άκης, αλλά Τρίτη, Πέμπτη απόγευμα που τον είχε μόνο στη διαχείριση στο μαγαζί ο Περικλής -και στα έσοδα εννοείται-  βουτούσε το ταμείο χωρίς ισολογισμό κι ότι έβαζε στην τσέπη ήταν γι αυτόν κέρδος, έτρεχε μετά ο Περικλής, τι σημασία είχε, άμα λείπει η μάνα κουμάντο δεν υπάρχει κι εκείνη έφυγε νωρίς, άγουρο τον άφησε να τον πορεύεται μόνος…. Αλλά για τα δικά του βάσανα ποιος να νοιαστεί…. «ο καθείς με το σταυρό του»…

Κι ο κύριος Νίκος ήτανε πάντα εκεί, ευτυχώς δηλαδή, γιατί τι να προλάβει πρώτα κι ο Περικλής που πάλευε με τον ελληνικό στα μηδέν εβδομήντα να τα φέρει βόλτα…  Ευτυχώς είχε μεγάλη κάβα σε οινόπνευμα για να καθαρίζει το τραπέζι του κυρίου Νίκου, ευτυχώς άφηνε δίευρω ο κύριος Νίκος για έναν καφέ και πορίζονταν και για  τα υπόλοιπα ο Περικλής.   Ήταν μια Πέμπτη απόγευμα, ο Περικλής έλειπε, ο Άκης όμως είχε σκουπίσει κι ετοιμάσει  το τραπεζάκι για τον κύριο Νίκο,  «καλησπέρα» και τα συν αυτώ είπε ο κύριος Νίκος, οινόπνευμα καθαρό στο τραπέζι, στη χόβολη το μπρίκι, τα μάτια στην πόρτα είχε ο Κρέων, ο κατά κόσμον «Άκης».  Μεγάλη επιτυχία ο καφές εκείνη τη μέρα, άχνιζαν οι φουσκάλες στο καϊμάκι, άχνιζε κι ο Άκης που περίμενε την Άντυ, έβραζε για την ακρίβεια αλλά προσπαθούσε να το κρύψει. 

Ο καφές σερβιρίστηκε κατά πως πρέπει, ο καιρός άστατος.  Μάης μήνας στα τέλη κι έψαχνες να φορεθείς χειμώνα, η Αντιγόνη μπήκε στο καφενείο λες και ήταν η βασίλισσα των Συρακουσών, αψίκορη με την κόκκινη χαίτη της κώμης της να ανεμίζει καυγά, έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα στον Κρέοντα κι έκατσε στο γνωστό απόμερο τραπέζι, με πλάτη στη τζαμαρία, παραδίπλα ακριβώς από τον κύριο Νίκο.  ‘Έξω βροχή, κρύο φθινοπώρου,  μέσα φωτιά  κι αντάρα…  Ο κύριος Νίκος άνοιξε την εφημερίδα και φάνηκε να βυθίζεται στα νέα της, έξω βροχή, άλλος πελάτης δε τόλμησε να έρθει.  Δύο φρέντο ετοίμασε ο Άκης κι απίθωσε θριαμβευτικά τα ποτήρια στο μικρό μεταλλικό οβάλ, τα μάτια της Αντιγόνης φωτιές σκορπούσαν, σαν της αρχαίας, χαμήλωσε την εφημερίδα ο κύριος Νίκος, ανέβασε πάλι το φύλλο- με τη φωτιά δεν παλεύεις, μόνο κουρνιάζεις να περάσει, σκέφτηκε.   Ο Κρέων όμως δεν ήταν απ’ αυτούς που κούρνιαζαν, χτυπούσε το χέρι στο μαχαίρι κι ας το κομμάτιαζε, νεότητας προνόμιο γαρ.  Εκείνο το απόγευμα όμως δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει το στόμα ούτε για καλησπέρα, ήτανε τόση η καταιγίδα που έφερνε η Αντιγόνη που τον πήρε και τον σήκωσε.  Πολλά δεν καταλάβαινε ο κύριος Νίκος, τι τον ένοιαζαν άλλωστε τα ερωτικά του καθενός, ένα μόνο κατάλαβε, ο νεαρός πάλι τα είχε κάνει θάλασσα με την  απίστευτη ζήλια του κι εκείνη είχε φτάσει στο αμήν. Το ξεπλυμένο γαλάζιο των ματιών του όμως άρχισε να γίνεται γκριζωπό, σα το δέρμα του.

Ξαφνικά η Αντιγόνη σηκώθηκε, έριξε βιαστικά τη ζακέτα της στους ώμους και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα παράπονο αλλά η φωνή της ακούστηκε σταθερή:  «άλλο δε σε αντέχω, φτάνει, τέλος, μην τολμήσεις ούτε να με σκεφτείς πια» , κοντοστάθηκε λίγο στην πόρτα που μόλις είχε ανοίξει, μια παγωμένη ριπή αέρα εισέβαλε βίαια όπως ο  χωρισμός.   Τράβηξε το χέρι απ’ το χερούλι  κοίταξε τη βέρα στο δάχτυλό της,  γύρισε προς τον Άκη έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε και το πέταξε προς το μέρος του. Η βροχή είχε σταματήσει προς στιγμή κι ένα ουράνιο τόξο έκανε την εμφάνιση του, το φως μπήκε απ’ τη θολή τζαμαρία και μια αχτίδα φώτισε στο πάτωμα τη διαδρομή της βέρας. Σπίθες κόκκινες σκόρπισε στη διαδρομή της, κόκκινος χρυσός, σπάνιος για βέρα, αλλά η Αντιγόνη ήταν του καλλιτεχνικού, έτσι το φαντάστηκε το δαχτυλίδι του έρωτα, έτσι το ζήτησε- κι ύστερα από δώδεκα χρόνια πως ο Άκης θα έφερνε αντίρρηση…

Η Αντιγόνη βρόντηξε την πόρτα και χάθηκε στο φως των χρωμάτων της άνοιξης, ο Κρέοντας έμεινε να κοιτά ως να μην έβλεπε, λες κι ότι συνέβη δεν τον αφορούσε, ήταν μια εικόνα από τη ζωή ενός άλλου.  Η κόκκινη βέρα κύλησε φλεγόμενη απ’ το φως του απομεσήμερου μέχρι που σταμάτησε τη διαδρομή της η δερμάτινη σόλα του δεξιού παπουτσιού του κυρίου Νίκου.  Το πόδι ανασηκώθηκε ασυναίσθητα, με ακρίβεια λες και ήταν εκεί γι αυτόν ακριβώς το λόγο, να σταματήσει τη διαδρομή της. Ο χρόνος φαινόταν να είχε παγώσει, τα μάτια του νεαρού, τα σκοτεινιασμένα πριν από ένα λεπτό, έγιναν λίμνες που καθρέφτιζαν το τελευταίο βλέμμα του έρωτα που έκλεισε την πόρτα με την οριστικότητα της στιγμής που γράφει στο χρόνο και χαράζει τη ζωή, κατέρρευσε στην καρέκλα δίπλα στο μεταλλικό οβάλ- δυο παγωμένοι καφέδες ήταν εκεί για να δηλώσουν πως ο χρόνος ήταν πραγματικός.  Τα μάτια του κυρίου Νίκου σκούρυναν κι άλλο, έμοιαζαν πια μ’ εκείνα τα παλιά πανιά προβολής στις αίθουσες των θερινών σινεμά της πόλης που πάνω τους γράφονταν ιστορίες ασπρόμαυρες, ιστορίες παλιές αλλά όχι ξεχασμένες.  Έσκυψε και σήκωσε την κόκκινη βέρα, έμεινε να βυθίζεται μέσα της σα να ζούσε ένα παρελθόν που ποτέ δεν ξεπέρασε.  Πέρασαν κάποια λεπτά, το ουράνιο τόξο χάθηκε, ο ουρανός μαύρισε πάλι.  Παράξενος καιρός, αλλιώτικος, παράξενοι άνθρωποι, ίδια πάθη χρόνια τώρα.  Ο κύριος Νίκος ανασύρθηκε απ’ το βυθό που έπεσε, έσφιξε το δαχτυλίδι στην παλάμη του, σηκώθηκε και πήγε να καθίσει στη διπλανή καρέκλα του μεταλλικού οβάλ τραπεζιού που είχε γεμίσει απ’ την άτακτη κώμη του Κρέοντα- παγιδευμένη ανάμεσα στα χέρια του ταλαντεύονταν με τους λυγμούς του αγοριού.

Την ώρα που ο κύριος Νίκος βγήκε απ’ το καφενείο ο ουρανός είχε πάλι αλλάξει, κομμάτια πηγμένου γάλατος τα σύννεφα καρφιτσωμένα στο στερέωμα δήλωναν πως ησυχασμός δεν υπήρχε, όλα μπορούσαν ν’ αλλάξουν, όλα μπορούσαν να χαλάσουν μια για πάντα ή να φτιάξουν, μια και για πάντα.  Εκείνο το απόγευμα ο κύριος Νίκος δεν έκανε τη βόλτα του, δεν κάθισε στο πεζούλι της κόκκινης Παναγίας να τη ρωτά αυτό που μόνο ο ίδιος ήξερε.  Πήγε σπίτι, έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε με τη γνωστή σειρά, πρώτα στην κρεμάστρα στο χωλ, να φύγουν οι μυρωδιές του κόσμου, ύστερα θα έμπαινε στη ντουλάπα.  Φορέθηκε την κασμιρένια ρόμπα όπως συνήθως κι αυτή ήταν η τελευταία πράξη «όπως συνήθως» εκείνο το απόγευμα.  Πήγε στο κομό στο σαλόνι, άνοιξε και βρήκε το παλιό μπράντυ, το φίλο των μοναχικών ακροβατικών διαδρομών του μυαλού,  διάλεξε ένα ποτήρι που άρμοζε για το περιεχόμενο.  Άνοιξε τη βαριά κουρτίνα του σαλονιού να μπει μέσα η άνοιξη, η απρόβλεπτη, η τα πάντα ρέει, άνοιξε και το παραθυρόφυλλο να δώσει χώρο στην υπόσχεση που έφερνε ο Μαγιάτικος αέρας και βολεύτηκε στην κόκκινη πολυθρόνα.   Τα κομμάτια του πηγμένου γάλατος είχαν διαλυθεί στο στερέωμα, το φως διεκδικούσε το χώρο και το χρόνο, κατέλαβε το ξύλινο παλιοκαιρισμένο πάτωμα, αυτό που πεισματικά αρνιόταν τόσα χρόνια να αλλάξει, φώτισε τις παλιές χαραμάδες.  Κι όπως έλουσε το δωμάτιο μια ξεχασμένη αχτίδα ζωηρή σα μνήμη που αρνείται να σβήσει, πήγε και φώλιασε σε κείνη την παλιά γνωστή χαραμάδα.  Σε κείνη την παλιά πληγή που σαράντα χρόνια τώρα ο κύριος Νίκος αρνήθηκε να σκεπάσει, για να του θυμίζει πάντα πως αυτά που έφερε η ώρα η κακιά,  ο χρόνος θα αρνιόταν να σβήσει.  Η αχτίδα έπαιξε με τη σφηνωμένη κόκκινη βέρα ανάμεσα στα ξύλα, μάτι δεν την έβλεπε παρά μόνο το δικό του- και της Βαγγελιώς που προσπαθούσε χρόνια να την ξεσφηνώσει αλλά αδύνατον, τι σαπούνια πέρασε τίποτα, ένα με το ξύλο είχε γίνει, μόνο που φώτιζε αλλιώς τον μικρό κόσμο του κυρίου Νίκου.  Η αντανάκλαση της φωτιάς της  πέρασε στα γκρίζα μάτια του, πια δεν έκαιγε, τώρα πια η ψυχή δεν ανταριάζονταν, ζεσταίνονταν με μια νοσταλγία απόκοσμη.  Και τότε την είδε, να εξαχνίζεται μέσα απ’ το φως, να προβάλει στα μάτια του όπως τότε.  Είδε την Άννα να στέκει εκεί, στο κατώφλι,  με την εξώπορτα αιχμάλωτη στη λαβή του χεριού της, η κόκκινη χαίτη της μαζεμένη σε κότσο αυστηρό κατά τα πρότυπα της εποχής, όμως ούτε καν νυφιάτικη δέστρα   δεν μπόραγε να συγκρατήσει την ορμή της νιότης,  δραπέτευαν κόκκινες τούφες που χρωμάτιζαν  το φως.   Το δεξί της χέρι κράταγε την πόρτα, κράταγε το χρόνο για κείνον, όμως αυτός αρνήθηκε το χρόνο, αρνήθηκε τον έρωτα, αρνήθηκε τη ζωή. Το χέρι γλίστρησε απ’ το πόμολο και  τράβηξε βίαια την κόκκινη βέρα απ’ τον αριστερό παράμεσο , την πέταξε στον οργισμένο νεαρό που έστεκε απέναντί της,  στον παλιό κύριο Νίκο.  Ύστερα η εξώπορτα έκλεισε και μέσα της έκλεισε κι η ζωή του, εκείνη χάθηκε, θύμα μιας παράλογης ζήλιας βρέθηκε μέρες μετά να επιπλέει στα κύματα της Αγίας Τριάδας, όλοι είπανε για κάποιο άτυχο συμβάν, ένα ατύχημα, αυτός όμως ήξερε πως το δικό του χέρι ήταν αυτό που ατύχησε ένα κορίτσι με ανάρμοστη κόκκινη χαίτη  και συστολή αρμόζουσα στις προσφυγικές καταβολές της,  με  ιδιοσυγκρασία τόσο εύθικτη που προτίμησε το κύμα απ’ το διασυρμό.  Το κονιάκ στριφογύρισε στο ποτήρι, μια τελευταία πνοή αλκοόλ έμενε μέσα του, η κόκκινη βέρα στο πάτωμα έφεγγε ακόμα προβάλλοντας μια ζωή παλιά αλλά όχι λησμονημένη.  Η Παναγία απέναντι ολόφωτη πρόβαλλε στιγμές απ’ τη ζωή που πέρασε, η Άννα στα λευκά να περιμένει, «αλλού δε θέλω να σε στεφανωθώ μόνο εδώ ενώπιον της, κόκκινη Παναγία, κόκκινη βέρα θα φορώ» όμως αυτός δεν πήγε, δέσμιος μια ζήλιας άρρωστης την άφησε να περιμένει εκεί μέχρι που πια δεν άντεξε και σέρνοντας τα πέπλα της πήγε να τον έβρει ατάραχο να κάθεται στην κόκκινη πολυθρόνα του με τον ιστό της ζήλιας να έχει υφάνει τον δηλητήριο που έπνιξε το φως, τον έρωτα, την προσμονή, την αγάπη.  Ο ουρανός φορέθηκε ξανά το γκρίζο χρώμα της λησμονιάς, η κόκκινη βέρα στο πάτωμα επέστρεψε στο σκοτάδι της, ο κύριος Νίκος βυθίστηκε στο δικό του σκότος.  Σαράντα χρόνια στο σκοτάδι της, έβλεπε τώρα μια διέξοδο στο φως, το δρόμο για να ζητήσει τη συγνώμη που ποτέ δεν έδωσε στον εαυτό του τη ευκαιρία να το κάνει.

Τι ειπώθηκε εκείνο το απόγευμα στο καφενείο του Περικλή κανείς δεν έμαθε, όμως ο Κρέοντας έτρεξε πίσω από την Αντιγόνη κι η κόκκινη βέρα πέρασε πάλι στο δάχτυλό της, στον παράμεσο του δεξιού χεριού, ένα απόγευμα στην κόκκινη εκκλησία.  Ένα απόγευμα καλοκαιριού, Ιούλιος ζεστός χωρίς σύννεφα, καθαρός από παλιά φαντάσματα, ο κύριος Νίκος πήρε τη μπομπονιέρα, χάιδεψε τα κουφέτα και γύρισε στην κόκκινη πολυθρόνα.   Ούτε ο Περικλής, ούτε κανείς άλλος τον συνάντησε ξανά, ίσως μόνο η Άννα με τον αυστηρό κότσο να κρύβει την πλούσια κόκκινη χαίτη τον είδε, κάπου εκεί ανάμεσα στα φλογισμένα καλοκαιρινά σύννεφα να ζητά τη συγνώμη που χρόνια τώρα όφειλε.

 *** Η Αθανασία Θεοδωρίδου ζει και εργάζεται στο Καλαμπάκι Δράμας. Ως πάρεργο ψυχής ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική, τη γραφή και τον πολιτισμό γενικότερα. «Η κόκκινη βέρα» είναι ένα από τα αδημοσίευτα διηγήματα που έχουν αναφορά στον έρωτα ως αξία ζωής στο φόντο μιας πόλης που αποπνέει ερωτισμό από τη γέννηση της- της Θεσσαλονίκης. 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular