Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Έριχνε χιόνι όλη νύχτα μες το  μακρόσυρτο  και δυσοίωνο όνειρο. Έριχνε χιόνι απαλό σαν παιδική ανάμνηση, ο κόσμος σε λήθαργο και σε μια απόκοσμη ακινησία, προμήνυμα κακών μαντάτων, σκέφτηκε, ενώ  με το χέρι  έδιωχνε ακαθόριστα κάποια σμήνη μελισσών που γόνεψαν, π’ ανάθεμά τον πατέρα τους χειμώνα καιρό κι η μάνα είναι αποθαμένη χρόνια τώρα, που ήξερε να μαζεύει τα γονεμένα μελίσσια. Έκλεισε τα μάτια του ασυναίσθητα μες το όνειρο. Η νύχτα περπατούσε κατάκοπη κι αυτός ακίνητος στον ύπνο του, απολησμονημένος των καιρών του, έρμαιο και ναυαγός μες  το συμπαντικό χάος, που η Ύπαρξη είναι ειρωνεία με αβαρές έρμα με τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις να επικρέμονται μαύρα σύννεφα ή γήινα κτερίσματα νεκρών ενεστώτων.

Έριχνε χιόνι ακόμη, σαν έφτασε  κάποτε ονειρικά  μα κατάκοπος στο έμπα  του  έρημου  χωριού. Κανένας δεν έρχεται ως εδώ αν δεν υπάρχει λόγος κι ανάγκη. Περνούν μέρες, εβδομάδες, ακόμη και μήνες για να φανεί περαστικός και να αναδέψει αλλάζοντας πλευρό κάποιος από τους νεκρούς  και να ρωτήσει:

« Αα, ορέ παιδί τίνος είσαι εσύ κι από που μας έρχεσαι; Τι χαμπάρια από το πάνω κόσμο;

Ο επισκέπτης του ονείρου άκουσε τον αποθαμένο βαριεστημένα, αλλά δεν είχε ώρα να του απαντήσει. Κάπνισε  ένα τσιγάρο, μπορεί και δυο με μισοκατεβασμένο το τζάμι του αυτοκινήτου, καταπίνοντας νεκρική σιωπή. Ξάμωσε πάλι να διώξει το σμήνος το μελισσών, που τώρα είχαν μέγεθος μικρών πουλιών.

Μια πένθιμη αράχνη μετέωρη προκαλούσε κάποια προσκόμματα σε μια  σειρά από αριθμούς που πάσχιζαν να μπουν στη σειρά τους σε πένθιμη αριθμητική πρόοδο. Πιέστηκε να κατουρήσει ξαφνικά  και  βγήκε από  το αυτοκίνητο  μες το χιονισμένο τοπίο, με  την θαλπωρή του κρεβατιού να κάνει το εικονικό κρύο  της ερημιάς ωραίο πρόσχημα, δωρισμένο απ’ το πλεόνασμα της μνήμης. Το κατούρημα πάνω στο  άσπρο χιόνι  αφήνει ένα  υποκίτρινο λεκέ και  μια άχνα που χάνεται  μες το αχανές παιδικών αναμνήσεων που γέρασαν.

Μπαίνει  ξανά  στο αυτοκίνητο και πατάει παρατεταμένα  την κόρνα. Τρομάζει  το σκοτάδι μες το όνειρο και άνοιξη γίνεται άκοπα. Οι νεκροί κι οι αποθαμένοι αφήνουν  τον τάφο  τους  και αφ’ ενός ζυγού παίρνουν το δρόμο  για  την πλατεία. Επαίτες μιας προδομένης  Ανάστασης. Κελαρύζει η αιώνια σιωπή τους σαν την επιπολαιότητα του ανέφικτου.

Φτάνουν χωρίς χρονική απαίτηση, αφού ο χρόνος τους έχει εξαντληθεί κι έχουν πάρει διαζύγιο μαζί του, άχρονοι πια, στην έρημη  πλατεία. Εκεί  τους  περιμένει μια  γυναίκα   με λυπημένα μαλλιά, με ένοχο φόρεμα από μαύρο χιόνι!

Το χιόνι της  στραφταλίζει απόλυτο μαύρο κι επιτίθεται με σκοτάδι σε όλες τις εκδοχές της Αθανασίας. Απώλεσε κάθε αίσθηση φωτός. Τα ορατά  έγιναν αόρατα, τα ρητά άρρητα, τα θεμελιώδη ασήμαντα, οι  υποψίες  έγιναν βεβαιότητες, τα ενεργητικά ρήματα έγιναν νυσταγμένες παθητικές μετοχές αόριστων αισθημάτων.

Η γυναίκα κρύφτηκε μες τις αμφίσημες αιχμές λέξεων που πέτρωσαν. Το όνειρο όμως σαν ποτάμι ή σαν ζωή συνεχίζει κυλάει ασταμάτητα.

Claritas  φωνάζει ξαφνικά, σε μια πεθαμένη γλώσσα, με τη μορφή μιας γυμνασιακής  φιλολόγου, ο Βαπτιστής  Ιωάννης, κρατώντας παιδί τον Ιησού  ή τον ανίκητο Ήλιο στα γόνατα, έτοιμο για την βάπτιση. Πέριξ της Κεφαλής του παιδικού Ιησού ή του ανίκητου Ήλιου ένα Φως Ιλαρό  να γελά αθωότητα. Ενώ η Ζωή να κρατιέται από αόρατες κλωστές φωτός αντιπαλεύοντας  το σκιερό και το απύθμενο της ανυπαρξίας του επέκεινα αληγούς Σκότους…

Χωρίς να τους χαιρετήσει η λυπημένη γυναίκα, μήτε αυτόν ούτε τους αποθαμένους χάθηκε  μες το ακαθόριστο του καιρού. Άφησε  πίσω, όμως, τα παιδιά της, καρπούς ερωτικών συνευρέσεων σαν ιερογλυφική απεικόνιση της καταγωγής του Ανθρώπου.

Το ταξίδι  πήρε πάλι τη στράτα του και  η ζωή τη ρουτίνα της και ένας κακός βοριάς πήρε από τη πλατεία τους αποθαμένους και μερικούς ζωντανούς  που είχαν αναστηθεί σε άλλο όνειρο και σε  άλλο  θάμα.

Μια καραβέλα μπήκε ορθόπλωρη  στο κλειστό από χρόνια  καφενείο  του χωριού.  Ξεχύθηκαν από  τα αμπάρια της  πότες, πειρατές, μαχαιροβγάλτες  αλλά κυρίως κυνικοί, λάτρεις του εφήμερου τίποτα.

-Τι  κάθεσαι και κλαις αυτούς  που τους πήρε η αρρώστια, ούτε  συγγενείς σου να ήταν! Άμα  έρχεται η σειρά  σου  πεθαίνεις θες δεν θες!  Είπαν εν χορώ  και  έπεσαν στα μεθύσια  τους  κάπου στην Αρούμπα ή σε ένα  μπαρ  του Ριο ντε Λα Πλάτα.

Πέθαινε όμως κόσμος  με το σωρό από ανία ή βαρεμάρα  και ο μητροπολίτης του ονείρου βρήκε  τη λύση:

– Θα βαφτίσουμε Ψυχοσάββατο και την Τετάρτη και θα χεστούμε στο τάλιρο με τόσους πεθαμένους, ολολύζοντας ασυγκράτητη η χαρά του μες τη  βουή του ονείρου με πυρακτωμένα μάτια απ την λατρεία της απληστίας, της κατάρας των καιρών του.

Δυο – τρία σκυλιά μάλωναν παραδίπλα του, «να κάνετε αρχηγό τον  πιο άχρηστο, τον πιο ηλίθιο  να  έχετε  κάποιον να κρεμάσετε  σαν τελέψει  το κακό», τον συμβούλεψε  ένας από  τους αποθαμένους  που τον πήρε ο ύμνος  στο παγκάκι της  πλατείας  πριν  σαράντα τόσα χρόνια,  από το αφόρητο βάρος του πόνου που δίνει απτό  σχήμα  στην καιόμενη βάτο της συνείδησης.

Πήρε τον κοντινότερο δρόμο της επιστροφής, από κοντά κουνώντας την ουρά του ο σκύλος του ο Τραχίλης, σκοτωμένος  κοντά πενήντα  χρόνια. Η πλατεία  έμεινε από τότε άδεια, ρίχνει χιόνι, το λειώνει ο καιρός, ανθίζουν τα δέντρα, τα άνθη γίνονται καρποί, πέφτουν τα φύλλα, η γη κάνει ρωγμές γεμάτες σιωπή, το απόλυτο τρώει λαίμαργα το σχετικό, ο πρόσκαιρος καιρός του βυθίζεται στη λήθη.

Αστράφτει και μπουμπουνίζει συχνά πυκνά κι οι αμαρτίες και τα όνειρα τρομάζουν, το ταξίδι τέλειωσε, όπως όλα συνήθως απρόσμενα!  Ποιος  ξέρει  για πόσο  καιρό θα κοιμάται στην προσμονή περιμένοντας  το επόμενο όνειρο για να  μπαρκάρει ξανά  για  την επιστροφή  στην Ιθάκη  του και  να δει ξανά με φωτοστέφανο τον Ιησού παιδί και με φωτοστέφανο  Ιουλίου τον ανίκητο Ήλιο… κι ας λέει  ο ποιητής, «Τυχαίο να ‘ναι λες που μόνο ο Κανένας γύρισε στην Ιθάκη;

Σίσυφος αυτός θα πασχίζει όσο ζει για το ανέφικτο…

***

Ο Πάνος Νιαβής γεννήθηκε το 1956 «στις αιματοβαμμένες πτυχώσεις της ιστορίας» λίγα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου. Ο Γενέθλιος τόπος, ο Μάραθος Αγράφων Ευρυτανίας, ποτίστηκε με αίμα, πόνο, μίσος και λύπες αγιάτρευτες από τη σφοδρότητα μιας αχρείαστης σύγκρουσης. Οι κουβέντες νικητών και ηττημένων, αλλά κυρίως «οι άηχες φωνές» των σκοτωμένων που αχνοδιάβαιναν μες στους θολούς καθρέφτες των ενήλικων αφηγήσεων, έδιναν έναν μυθιστορηματικό αέρα στις αδικοχαμένες τους ζωές και τις διαφύλαξε νοσταλγικά ενθυμήματα κι άλλοτε εξομολογήσεις του πεπρωμένου τους. Εκείνα τα χρόνια νύχτωνε νωρίς και οι νύχτες ήταν μακριές σαν τυφλή προσμονή που κοίταζε μέσα στο σκοτάδι το χαμένο δίκιο τους, που ας ελπίσουμε να το βρουν κάποτε οι ιστορικοί του μέλλοντος… Παραμένει έκτοτε εσωτερικός εξόριστος, τρωτός και ανέστιος, ζώντας πια στην Αθήνα. Γράφει πολύ, αλλά λίγα από αυτά θα δουν το φως της δημοσιότητας. Γράφει κυρίως ποίηση και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. «Ο μαύρος κότσυφας στο χιόνι», Εκδόσεις Samizdat, και «Η Τριγωνομετρία των Παθών», Εκδόσεις Μελάνι. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν, από τις Εκδόσεις Παρουσία, τριάντα ποιήματα της μεγάλης Αργεντινής ποιήτριας Αλφονσίνα Στόρνι με τον τίτλο: «No me olviden» με απόδοσή τους στα ελληνικά από τον συγγραφέα.

***Cover photo: Image by rawpixel.com on Freepik

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular