Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 ***Στον Κυριάκο Κατσαδώρο∙  για την προσφορά του στην ψυχική υγεία

Ο δυνατός βοριάς έφερνε κοριτσίστικες ομιλίες, γέλια και χαχανητά προς το μέρους τους. Ξαπλωμένοι εδώ και ώρα στην καυτή άμμο, πίσω από τις θίνες που προστάτευαν τα χωράφια από το χειμέριο κύμα, σήκωναν κατά καιρούς προσεκτικά το κεφάλι να δουν τα κορίτσια. Τα περισσότερα φορούσαν πια μόνο τα εσώρουχά τους. Κάτι γυαλιστερές, τεράστιες κιλότες σε φανταχτερά χρώματα και πρωτόγονους, διαφανείς στηθόδεσμους. Οι μεγαλύτερες κοπέλες είχαν καλυμμένο όλο το σώμα με καμιζόλες, όπως έλεγαν τις φαρδιές, πουκαμίσες που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες του χωριού για νυχτικιές.

Άρχισαν δειλά δειλά να μπαινοβγαίνουν στη θάλασσα. Μόλις οι κοιλιές τους ερχόταν σε επαφή με το παγωμένο κύμα, τσίριζαν κι αγκάλιαζαν η μια την άλλη. Στην άκρη της αμμουδιάς μανάδες και γιαγιάδες ξυπόλυτες με τις φούστες μαζεμένες στη μέση επιτηρούσαν την επιχείρηση και ανακαλούσαν τα κορίτσια στην τάξη, κουνώντας έντονα τα χέρια και φωνάζοντας «όχι στ’ άπατα, θα πνιείτε!!!». Μάταια. Καμιά δεν έδινε σημασία. Συνέχιζαν τα παιχνίδια τους με τα κύματα, αγνοώντας πλήρως την παρουσία και τις προτροπές τους.

Είκοσι έξι Ιουλίου, της Αγιάς Παρασκευής, το έθιμο ήθελε σύσσωμο το χωριό, αφού πρώτα προσκυνούσε στη χάρη της, να κατεβαίνει στην Πλάκα για «τα μπάνια». Έτσι, του ‘πε η μάνα του, πως ονομάτιζαν οι συγχωριανοί της το μπάνιο στη θάλασσα. Παραξενεύτηκε, αλλά τώρα δεν τον απασχολούσε καθόλου το γλωσσικό ιδίωμα του τόπου, έτσι που το μυαλό του ήταν θολωμένο και τα μάτια του πλημμυρισμένα κάτασπρα κορμιά. Ούτε είκοσι μέτρα μακριά του δεν ήταν, ο ήλιος κιόλας στη μέση του ουρανού, το φως εκτυφλωτικό, νόμιζε πως βρισκόταν δίπλα τους. Αν άπλωνε το χέρι του θα χάιδευε στήθη. Και  γυναικείο στήθος δεν είχε χαϊδέψει ποτέ.

Το πέος του σκληρό και άκαμπτο ξεπρόβαλε από το ολοκαίνουριο, κόκκινο μαγιό του. Δώρο που τέλειωσε την πέμπτη δημοτικού με «εννιά», ξεκολλώντας επιτέλους από το «οκτώ» Τρίτης και Τετάρτης. Με δυσκολία συγκρατιόταν να μην το σφίξει στη χούφτα του, να αρχίσει να το παιδεύει όπως ώρα έκανε δίπλα ο Λιανός, της Φλουρής. Φίλος καρδιακός των καλοκαιρινών του διακοπών στο νησί, τρία χρόνια μεγαλύτερος του, προ πέρυσι τέλειωσε το Δημοτικό κι η δουλειά στα χωράφια τον είχε πια αντρέψει.

Ακολούθησε με τον Λιανό από νωρίς το πρωί την κουστωδία, που κατέβηκε στο εκκλησάκι της Αγιάς Παρασκευής στη Πλάκα. Το σχέδιο καταστρωμένο βδομάδες πριν. Όταν άντρες και γυναίκες μετά τη λειτουργία χωριζόταν για «τα μπάνια», οι δυο τους αφού ακολουθούσαν για λίγο το λεφούσι των αντρών, πριν φτάσουν στην παραλία, ξεγλιστρώντας απ’ τους  υπόλοιπους θα κόβαν δρόμο και με μια κυκλωτική κίνηση, θα βρισκόταν στην πλάτη της γυναικείας κομπανίας για «να πάρουν μάτι τα κορίτσια». Όλα τα ΄χε σχεδιασμένα και προβλέψει ο Λιανός. Ήξερε τον τόπο σαν την τσέπη του. Λίγο πιο πέρα, στου Καρά, είχανε μια «πάρτη» που του ‘χε ταγμένη ο αφέντης του. Όλα κανονισμένα τα ‘χε, να μην ανησυχούσε του ‘χε πει, δεν θα τους παίρναν μυρωδιά με τίποτα…

Συμφώνησε αμέσως. Φτάνει που τον κορόιδευαν «Αθηναίο», δεν θα έβγαζε και φήμη βουτυρόπαιδου από πάνω. Έτσι κι έγινε. Ξεκόπηκαν εύκολα από την παρέα των ανδρών, που με φωνές και γέλια κατευθύνθηκαν στην άλλη πλευρά του κόλπου, να παραβγούν ποιος θα φτάσει πρώτος κολυμπώντας στο Πλακωτό, τον μεγάλο ύφαλο που έκλεινε τον κόλπο κάνοντάς τον απροσπέλαστο στα πλεούμενα. Όσοι ήξεραν μπάνιο βέβαια, γιατί οι περισσότεροι δεν ήξεραν, φοβόντουσαν την θάλασσα και θα ‘μεναν να πλατσουρίζουν στα ρηχά…

Χώθηκαν πίσω από τις καλαμιές και διαγράφοντας ένα μεγάλο ημικύκλιο, έφτασαν μέχρι εκεί που έκαναν «τα μπάνια» οι γυναίκες. Σύρθηκαν με την κοιλιά στην άμμο και κρύφτηκαν πίσω από τις θίνες, εξασφαλίζοντας τέλεια θέα στην ποθητή νεανική σάρκα.

Ο Λιανός δίπλα του με το χέρι στο ξεχειλωμένο σώβρακο, χαϊδευόταν τώρα συστηματικά. Μάτια λιγωμένα. «Ξέρεις να τον παίζεις, ρε συ;» τον ρώτησε. «Ή εσείς οι Αθηναίοι μόνο λόγια είστε» και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε να ασχολείται με τον εαυτό του. Δεν αποκρίθηκε. Τα κάτασπρα σώματα είχαν τώρα σημασία, όχι τα λόγια. Και τότε σκέφτηκε ότι μόνο τα χέρια και τα πρόσωπα των κοριτσιών, που έκαιγε ολημερίς  ο Κυκλαδίτικος ήλιος, είχαν εκείνο το γλυκό σοκολατί χρώμα∙ το χρώμα του γυναικείου δέρματος που αγαπούσε ιδιαίτερα και θυμόταν πάντα.

Τώρα η έγνοια του ήταν να διακρίνει μες το πλήθος την Κυριακή, του Αποστολογιώργη. Έξι – εφτά χρόνια μεγαλύτερή του ήταν, μα εκείνος μ’ αυτή ήταν αμουρόζος. Όταν διασταυρωνόταν στην πλατεία του χωριού∙ στη βόλτα προσπαθούσε να την κοιτάξει και να του δώσει σημασία, αλλά αυτή πάντα αλλού το βλέμμα. Επιτέλους, την ξεχώρισε ανάμεσα στις άλλες, όταν βγαίνοντας από την θάλασσα η μάνα της την τύλιξε μ΄ ένα γαλάζιο σεντόνι κι άρχισε να τρίβει με δύναμη πλάτη, χέρια, κεφαλή και μπούτια για να την στεγνώσει. Έξαφνα δυο κορίτσια, οι φιλενάδες της, όρμηξαν και πιάνοντάς την μια από τ΄ αριστερό κι άλλη από το δεξί χέρι την έσυραν πίσω στην αφρισμένη θάλασσα, ενώ οι τσιρίδες τους κάλυψαν το ασταμάτητο βουητό τ΄ ανέμου. Εξαγριώθηκε η μάνα της. Άρχισε τις απειλές. «Τσακίσου κι έβγα όξω γλήορα, γιατί θα τα προφτάξω όλα του αφέντη σου κι αλίμονο σου φωτιοκαμένη ήντα θα πάθεις». Τίποτα η Κυριακή. Αφιονισμένη χόρευε με τα κύματα,  σφιχταγκαλιασμένη με τ’ άλλα δυο κορίτσια, αναμαλλιασμένες κι οι τρεις, σε έκταση.

Παραδίπλα, η γιαγιά της– η Κυριακή άκουγε στ’ όνομά της- δεμένη με ένα χοντρό σκοινί από το  μοναδικό, θαρραλέο αλμυρίκι της παραλίας κι αδιάφορη για τα τεκταινόμενα γύρω της έκανε μικρά επιτόπια πηδηματάκι απολαμβάνοντας το παγωμένο νερό που της έφτανε μέχρι το στήθος. Φορούσε την μαύρη καμιζόρα της – όπως κι όλες οι μεγάλες γυναίκες του χωριού που τολμούσαν να μπουν στο νερό – και το ύφασμα σπρωγμένο από την άνωση επέπλεε γύρω από το παχύ κορμί της, δίνοντας την ψευδαίσθηση ενός τεράστιου σωσίβιου. Πού και πού δοκίμαζε με το χέρι της την αντοχή του σκοινιού. Φόβο είχε κι αυτή μην λυθεί το σκοινί κι ο αέρας την παρασύρει στο χαμό. Νησιώτες, αλλά άπραγοι άνθρωποι στη θάλασσα. Την έτρεμαν περισσότερο κι από τις οχιές που παραμόνευαν κάτω από χαλάρους και χαλάσματα ένα γύρο.

Με τα πολλά η Κυριακή κι οι φίλες της βγήκαν στην αμμουδιά. Τα μουλιασμένα εσώρουχα δεν έκρυβαν πλέον τίποτα απ’ το ώριμο κορμί τους. Οι ρώγες της Κυριακής, ορθωμένες από το νερό και τον κρύο αέρα, νόμιζε ότι τον σκόπευαν στα μάτια. Το ιερό όρος, γη ανεξερεύνητη κι άγνωστη ακόμα γι’ αυτόν, μια κατάμαυρη μουντζούρα ανάμεσα στους μηρούς της που ‘σταζαν θάλασσα και τον καλούσαν. Αισθάνθηκε κάτι γλυκό εκεί χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια, όταν… «Κρυφτείτεεε, χωριανέεεες!!! Άντρηδοι…», μια κραυγή έσκισε στα δυο την παραλία.

Όλα τα κατάπιε ένα μεγάλο μαύρο. Η παραλία, τα κορίτσια με τα κατάλευκα σώματα και τα γλυκά σοκολατί από τον ήλιο των Κυκλάδων άκρα, οι μανάδες κι οι γιαγιάδες τους, η Κυριακή, κι οι φίλες της λες και χάθηκαν κάτω από τη μαύρη καμιζόρα της άλλης Κυριακής, που θυμόταν ακόμα να κάθεται τα απογεύματα – όταν η φύση βαλαντωμένη από τη ζέστη της μέρας ησύχαζε – στο μπουντί απέναντι από το σπίτι της δικής του γιαγιάς.

Αισθάνθηκε να πέφτει κι αυτός μέσα στο μαύρο, σκοτεινό πηγάδι. Αγωνιούσε να πιαστεί κάπου, δεν τα κατάφερνε. Στροβιλιζόταν στην κουνελότρυπα που είχε διαβάσει λίγες μέρες  πριν σ΄ ένα παραμύθι με χοντρό εξώφυλλο. Μα να, επιτέλους, βρίσκεται και πάλι στο φως. Τώρα στέκει παρέα με τον Λιανό στην κορφή ενός βράχου γλειμμένου από τη θάλασσα και τον άνεμο. Λαχανιασμένοι κι οι δυο τους, κάθιδροι μετά από τρελό τρέξιμο. Έχουν κατεβασμένα τα παντελόνια και κατουράνε. Κλείνει τα μάτια και αισθάνεται τον σφικτήρα του να χαλαρώνει. Το καυτό υγρό οδηγείται από την ουροδόχο κύστη στην ουρήθρα∙ ανακούφιση.

-//-

Τον ξυπνά ο μονότονος ήχος του μηχανήματος. Δύο μέρες τώρα στο νοσοκομείο, απομονωμένος με υποστήριξη αναπνοής. Κοιτάζει έντρομος ανάμεσα στα πόδια του, αν και δεν χρειάζεται. Ξέρει ότι η πράσινη  ρόμπα που φοράει είναι ήδη βρεγμένη γύρω από το πέος και τις λαγόνες του. Φως φανάρι. Κατουρήθηκε πάνω του. Τι ντροπή!!! Ένας γέροντας κατάντησε που τα κάνει  πάνω του στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Το μηχάνημα που ελέγχει τις σωματικές του λειτουργίες εξακολουθεί να χτυπά ρυθμικά, σχεδόν καθησυχαστικά στο προσκέφαλό του. Κάνει να πιάσει το κουμπί να καλέσει τη νοσοκόμα βάρδιας, διστάζει. Κι αν είναι αυτή; Η παλιά του μαθήτρια που τον αναγνώρισε τη μέρα εισαγωγής του; Διπλή ντροπή. Να δει τον δάσκαλό της, αυτόν που της έμαθε γράμματα πριν τόσα χρόνια, κατουρημένο πάνω του… Προσπαθεί να σηκωθεί, τα καταφέρνει, αλλά μόλις στέκεται όρθιος βλέπει το αίμα να γυρίζει ανάστροφα στο σωληνάκι του ορού, το συνδεδεμένο με τον αριστερό του καρπό. Φοβάται. Ο θόρυβος από το μηχάνημα γίνεται εντονότερος. Πρώτη φορά βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση και δεν ξέρει πόσο επικίνδυνο είναι…

Τι θα κάνει τώρα; Τι θα απογίνει; Είναι δυνατό να μην καλέσει σε βοήθεια; Να μείνει κατουρημένος όλο το βράδυ; Ακόμα και το σεντόνι,  εκεί που πριν λίγο ήταν ξαπλωμένος, είναι μούσκεμα. Μα τι έγινε; Πόση ώρα κατουρούσε χωρίς να το πάρει είδηση και να ξυπνήσει; Κουνάει το κεφάλι του και δίνει μόνος του την εξήγηση. Ο ορός, τα υγρά που του χορηγούν για να μην αφυδατωθεί, τα ηρεμιστικά που τον έχουν μπουκώσει για να μην βήχει συνεχώς και…. τα χρόνια. Ναι, τα χρόνια που περνούν. Τα χρόνια που πέρασαν. Τα γεράματα που ήρθαν. Το αποφασίζει. Εξάλλου δεν μπορεί, δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι μόνος του. Η μισή ντροπή δική του και η μισή δική της, της νοσοκόμας, ακόμα κι αν είναι αυτή. Πιάνει το κουμπί και το πατάει αποφασιστικά.

Η πόρτα ανοίγει σχεδόν αμέσως. Ναι, είναι αυτή. «Καλησπέρα, κύριε», έτσι τον προσφώνησε και την πρώτη μέρα, όταν τον αναγνώρισε. Εκείνη τον αναγνώρισε, αυτός ήταν αδύνατο να το κάνει. Έξι χρονών παιδάκι ήταν όταν την είχε μαθήτρια στην πρώτη δημοτικού, εκείνος σαραντάρης και. Η Πελαγία, μια κοντούλα με χοντρά γυαλιά, ξανθούλα, φοβισμένη, τσέβδιζε και λίγο ή χαϊδευόταν ακόμα, είδε και έπαθε να της μάθει ανάγνωση. Ή έτσι νόμιζε, μέχρι που μια μέρα, Μάρτης ήταν πια κι αυτός απελπισμένος εντελώς, την άκουσε να διαβάζει νερό το κείμενο που της έβαλε μπροστά της. Την κρατούσε μετά το σχόλασμα με την Ευδοκία τη φίλη της για καμιά ώρα, μπας και πάρουν μπροστά στην ανάγνωση. «Μπράβο Πελαγία μου», την ενθάρρυνε, «αλλά γιατί τόσο καιρό ούτε καν συλλάβιζες;» Τον κοίταξε πάνω από τα μυωπικά γυαλιά της και όλο αθωότητα του απάντησε.  «Φοβόμουν, κύριε». «Εμένα;», την ξαναρώτησε όλο απορία. «Τα άλλα παιδιά στην τάξη, κύριε. Εδώ έχει ησυχία…», απάντησε εκείνη.

Στην συνέχεια, μέχρι τη Δευτέρα τάξη που την είχε μαθήτρια αποδείχθηκε σπίρτο. Τότε ήταν γλυκούλα, τώρα μια όμορφη, δοτική σαρανταπεντάρα. Δούλευε ως νοσοκόμα  εδώ και χρόνια, όπως τον πληροφόρησε με καμάρι και ταυτόχρονα φοιτούσε στην Ιατρική, τελευταίο έτος. Από μικρή είχε πάθος να γίνει γιατρός, αλλά οι γονείς την αρραβώνιασαν με το στανιό  τέλος Λυκείου. Με ένα «καλό παιδί», όπως έλεγαν,  από το χωριό τους. Εκείνος, δεν ήθελε να ακούσει για «ιατρική και σαχλαμάρες», αλλά εκείνη πάτησε πόδι. Τελικά, συμβιβάστηκαν να μπει στη σχολή για νοσοκόμες. Γρήγορα, όμως, το «καλό παιδί» αποδείχθηκε σατράπης κι ακαμάτης. Οπότε κι αυτή λίγο πριν τα σαράντα της τον χώρισε κι ας είχαν δυο παιδιά. Μεγάλα είναι πια, του είπε, καταλαβαίνουν… Είναι αλήθεια πως της στάθηκε και η μάνα της. «Λόγω των ενοχών της», του διευκρίνισε. Χρειάστηκαν, όμως δυο χρόνια να δηλώνει αποκλειστικά νυχτερινή για να διαβάζει το βράδυ και, πράγματι, στο τέλος κατάφερε να εισαχθεί στην Ιατρική. Μετά πείσμα το έβαλε να την τελειώσει και να…, τώρα ήταν στο τελευταίο έτος. Κάτι λίγα μαθήματα της απέμεναν και θα έπαιρνε το πτυχίο. Μετά με τα παιδιά θα ’φευγαν σ’ ένα νησί για το αγροτικό της. Το είχε σκεφτεί πολύ καλά. Όποιο νησί να ΄ταν, φτάνει να είχε σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Ας ήταν και ερημονήσι, του είχε πει, κι εκείνος την άκουγε προσεκτικά κι ας τον βασάνιζε  ψηλός πυρετός. Πού είχε αρπάξει τον ιό, δεν μπόρεσε να καταλάβει. Αυτός και προσεκτικός ήταν και όλα τα εμβόλια έκανε. Αλλά τι έψαχνε να βρει; Τα χρόνια που περνούν, τα χρόνια που πέρασαν, τα γεράματα που ήρθαν. Κι όπως είχε ακούσει να λέει στην τηλεόραση εκείνος ο Έλληνας καθηγητής του ΜΙΤ στην Αμερική, δέκα χιλιάδες στρατιώτες πέθαναν αφού έληξε επίσημα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, πριν το επίσημο ανακοινωθέν λήξης του φτάσει στις γραμμές τους. Λες να την πάθαινε κι αυτός σαν εκείνους του άτυχους στρατιώτες;

Τώρα τον κοίταζε χαμογελώντας. Χαμόγελο κατανόησης. «Δεν είναι τίποτα, κύριε», είπε. «Μην ανησυχείτε, όλοι τον παθαίνουν. Είναι τα υγρά που σας χορηγούμε για να μην αφυδατωθείτε». Αισθάνθηκε τα μάγουλά του να καίνε. «Θα πρέπει να ‘χω κοκκινήσει απ’ την ντροπή μου», σκέφτηκε. Μπορεί να ήταν και λόγω της ζέστης που έκανε στον θάλαμο, καταχείμωνο και το δωμάτιό του έβραζε. Όμως, τι σημασία είχε; Το γεγονός ήταν ένα:

Κ α τ ο υ ρ ή θ η κ ε πάνω του! Αν είναι δυνατόν…

Τον βοήθησε να βγάλει την ρόμπα και μετά πιάνοντάς τον από το χέρι τον οδήγησε προσεκτικά στο ντους, που υπήρχε στην τουαλέτα. Ευτυχώς είχε κάνει εγκαίρως εκείνη την ιδιωτική ασφάλεια και μπορούσε να νοσηλευτεί σε ιδιωτικό νοσοκομείο. Όχι πως εδώ οι γιατροί ήταν καλύτεροι, κάθε άλλο. Απλά ο χώρος δεν απέπνεε τη μιζέρια των δημοσίων. Άνοιξε το ντους, δοκίμασε το νερό και του κατάβρεξε μηρούς και πόδια. Εκείνος ασυναίσθητα γύρισε προς τον τοίχο της ντουζιέρας, πήρε το μπουκαλάκι με το αφρόλουτρο από τη θήκη, το άπλωσε ανάμεσα στους μηρούς του και σαπουνίστηκε. Μόλις τέλειωσε, εκείνη του ζήτησε και πάλι το ντους και τον ξέβγαλε. Μετά τον τύλιξε με την πετσέτα σώματος που κρεμόταν στον τοίχο. «Όπως έκανε κι η μάνα της Κυριακής με ‘κείνο το γαλάζιο σεντόνι» σκέφτηκε και σχεδόν χαμογέλασε βεβιασμένα, ανακαλώντας το όνειρό του.

Βγήκαν από την τουαλέτα και στάθηκε αμήχανος δίπλα της. Ένα γυμνό, γερασμένο και ζαρωμένο σκουλήκι, έτσι αισθανόταν και έτσι ήταν. Με το ανύπαρκτο πέος του να κρέμεται νικημένο διαπαντός ανάμεσα στα πόδια του. Ντρεπόταν, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε πως τα χειρότερα είχαν περάσει. Τουλάχιστον ήταν πια καθαρός. Η παλιά του μαθήτρια άνοιξε μια πλαστική σακούλα, που περιείχε συσκευασμένα ένα νοσοκομειακό εσώρουχο και μια ρόμπα και του ζήτησε να σηκώσει ψηλά τα χέρια ώστε να την βοηθήσει να του τα φορέσει. Στο τέλος έδεσε το κορδόνι της ρόμπας πίσω από την πλάτη του στο ύψος της μέσης και τον παρακάλεσε να την περιμένει για λίγο.

Βγαίνοντας από το δωμάτιο έκλεισε διακριτικά και αθόρυβα την πόρτα πίσω της. Πριν περάσουν δυο λεπτά επέστεψε με καθαρά σεντόνια στο χέρι. Αφαίρεσε τα λερωμένα με γρήγορες αποφασιστικές κινήσεις στο λεπτό, καθάρισε με υγρό αντισηπτικό το πλαστικό στρώμα και άρχισε να στρώνει και πάλι το κρεβάτι.

Στεκόταν στην άκρη του μικρού δωματίου, ενώ εκείνη έκανε τη δουλειά της και την θαύμαζε. Επαγγελματίας με τα όλα της. Κρατούσε, μάλλον στηριζόταν στο σταντ του ορού, αν και δεν υπήρχε λόγος, αφού πριν μπουν στην τουαλέτα η Πελαγία τον είχε αποσυνδέσει από τον καρπό του. Παρατηρούσε την παλίά του μαθήτρια να εργάζεται συστηματικά, γρήγορα και αποτελεσματικά, όταν μια εικόνα – θαμμένη κάτω από τόνους σκουπίδια, σαν κι αυτά που η καθημερινότητα εναποθέτει στο μυαλό μας, μετατρέποντάς το σε χωματερή της ύπαρξής μας –  αναδύθηκε στη μνήμη.

Η Πελαγία εξάχρονο κοριτσάκι. Φορά τα χοντρά γυαλιά της, τόσο αταίριαστα στην ηλικία της, που τονίζουν τον έντονο στραβισμό της. Τα ξανθά μαλλάκια της, όμορφα δεμένα σε δυο κοτσιδάκια, στεφανώνουν το πρόσωπό της, κάνοντάς την να δείχνει σαν αναγεννησιακό αγγελάκι. Στο στήθος σφίγγει το καλαθάκι της και κλαίει σιωπηλά. Είναι καθισμένη στα σκαλιά της πίσω απομονωμένης εισόδου του σχολείου. Πού και πού το σιωπηλό κλάματα της διακόπτεται από ένα χαμηλόφωνο και σύντομο αναφιλητό, σχεδόν λυγμό. Το κολατσιό της, μάλλον κάποιο σάντουιτς τυλιγμένο στο αλουμινόχαρτο, απείραχτο δίπλα της, ανάμεσα σ΄ αυτήν και την  αυτοκόλλητή φιλενάδα της, την Ευδοκία. Άλλο ένα σαμιαμίδι της τάξης του. Η Ευδοκία έχει αγκαλιάσει τη φίλη της από τους ώμους και την παρηγορεί σιωπηλά. Χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της Πελαγίας, ένας νοτισμένος κύκλος σχεδόν μαυρίζει το ύφασμα της γκρίζας φόρμα της. Είναι φανερό ότι κατουρήθηκε πάνω της. Δεν πρόλαβε να πάει τουαλέτα, βγαίνοντας διάλειμμα; Ήπιε πολύ νερό από το παγουρίνο της και δεν κρατήθηκε; Κάτι τη φόβισε ιδιαίτερα; Ποιος ξέρει…

Η ξεχασμένη εικόνα της κατουρημένης Πελαγίας τον κυριεύει και σταδιακά μετατρέπει την  ντροπή για την κατάστασή του σε ανακούφιση. Θυμάται τη συνέχεια. Το χέρι που της άπλωσε χωρίς να πει τίποτα. Το δικό της που του έσφιξε την παλάμη, τη συνεννόηση με τη συνάδελφο της άλλης πρώτης να την αλλάξει διακριτικά στο γραφείο της διευθύντριας. Ευτυχώς, είχε ακούσει τη συμβουλή της πεπειραμένης συναδέλφου και έτσι στην αρχή του σχολικού έτους κι ανάμεσα στα άλλα χρειαζούμενα που ζήτησε από τους γονείς για τη σχολική τσάντα, πρόσθεσε και μια αλλαξιά φόρμες. Σωτήρια σκέψη, εκείνος δεν θα την έκανε από μόνος του, πρώτη φορά μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια δάσκαλος έπαιρνε πρώτη τάξη.

-//-

Τον βοήθησε να ξαπλώσει και πάλι Στα καθαρά αυτή τη φορά. Άλλαξε τον ορό, ρύθμισε τη ροή του υγρού και τον συνέδεσε και πάλι με το μηχάνημα. Τελειώνοντας τη δουλειά της, στάθηκε από πάνω του και του χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Θυμάστε τότε που εσείς με βοηθήσατε; Ε, ήρθε η σειρά μου να σας το ανταποδώσω. Είμαι τυχερή που μου δόθηκε η ευκαιρία… εννοώ χωρίς παρεξήγηση, βέβαια, με καταλαβαίνετε τι θέλω να πω», δήλωσε και ακουμπώντας τρυφερά την παλάμη της στον καρπό του, έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο.

Της χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη και εκείνη ξεγλίστρησε απ’ το δωμάτιο, σαν να κολυμπούσε σε γαλήνια θάλασσα. Όμως, πριν βγει, πριν κλείσει πίσω της την πόρτα κοντοστάθηκε, στράφηκε προς το μέρος του κι αφού του επέστρεψε το χαμόγελο, χαμήλωσε τα φώτα απ’ το ροοστάτη που βρισκόταν δίπλα της.

Χαλάρωσε κι έγειρε πίσω το κεφάλι, ενώ με το δεξί χέρι τακτοποίησε το μαξιλάρι του. Το σφίξιμο σ΄ όλο του το κορμί, αυτό που τον κυρίευσε μόλις διαπίστωσε το νυχτερινό του «ατύχημα», είχε πια χαθεί και στη θέση αναδυόταν ένα αίσθημα πρωτόγνωρης χαλαρότητας. Αυτό που χαρίζει η αποδοχή των όρων της ύπαρξής μας. Ναι, τα χρόνια πέρασαν, τα γεράματα ήρθαν. Διέγραψε έναν κύκλο για να βρεθεί στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Όταν εκείνος είχε ανάγκη τους άλλους για να υπάρξει. Προηγουμένως τα είχε καταφέρει να σταθεί στην κορυφή, εκεί όπου οι άλλοι αφήνονταν με εμπιστοσύνη στα χέρια του. Με δυο λόγια, υπήρξε τυχερός…

Ο χαμηλός φωτισμός κι ο μονότονος ήχος του μηχανήματος τον αποκοίμισαν αμέσως. Ίσως και η εξάντληση… Το μαύρο της καμιζόλας σκεπάζει τα πάντα και, να, φως και πάλι. Τώρα είναι είκοσι χρονών, φοιτητής. Δίπλα του η Emma, μια Γερμανίδα από τις πολλές που υπήρξαν στις καλοκαιρινές του διακοπές στο νησί. Γιατί, αυτή κι όχι μια άλλη; Μετά βίας θα την αναγνώριζε σε κάποια φωτογραφία της εποχής. Ασήμαντη περαστική ήταν, γιατί αυτή; Αλλά ποιος να ελέγξει τα όνειρα… Βρίσκονται στο μπακάλικο του χωριού της μάνας του και πίσω από τον πάγκο του μαγαζιού είναι η Κυριακή. Εξυπηρετεί ένα άλλο ζευγάρι τουριστών. Ο άντρας άγνωστος, η κοπέλα παραπάνω από γνωστή. Είναι η πρώτη του γυναίκα, η Renate. Τριάντα χρόνια έχει να τη δει, από τότε που εγκατέλειψε αυτή και τη Γερμανία για πάντα. Μόνο τους δυο γιούς τους, τα δίδυμα, βλέπει έκτοτε κι αυτά σπάνια. Έρχονται αραιά και πού στο νησί για τις καλοκαιρινές τους διακοπές με τις οικογένειές του. Ζουν στο Μόναχο, εντελώς Γερμανοί κι δυο, δυο ξένοι… Μόνος του έμεινε, μόνος του θα πεθάνει, αλλά δεν τον νοιάζει, όλοι μόνοι πεθαίνουμε…

Η Κυριακή δυσκολεύεται να κινηθεί πίσω από τον πάγκο. Την εμποδίζει η τεράστια κοιλία της, έγκυος. Του πρόλαβε ο Λιανός της Φλουρής ότι παντρεύτηκε τον Βαγγέλη, τον μπακάλη, από συμφέρον, λέει. Φίλος του χρόνια πολλά, αλλά κουτσομπόλης ο Λιανός, κατοικεί στην Αθήνα το χωριό όμως είναι  πάντα μέσα του. Πλησιάζει το ταμείο κι όλα χάνονται. Τώρα είναι πίσω στην παραλία της Πλάκας. Μπροστά του στέκει η Κυριακή με την πράσινη, φανταχτερή κιλότα της, τον διάφανο,  φτηνό στηθόδεσμό της κι αυτός είναι έντεκα χρονών. Μόλις έχει βγει από τη θάλασσα, οι σταγόνες κυλούν στους ώμους της, οι ρόγες της ορθωμένες τον κοιτάζουν στα μάτια. Όπως τότε. Κάνει να αγγίξει το δεξί της στήθος, ένα χέρι τον εμποδίζει. Είναι της Emma, που δεν είναι η Emma, αλλά μια από τις δυο καρδιακές φίλες της Κυριακής. Μετά, ένα άλλο χέρι πιάνει το σαγόνι του και του στρέφει το πρόσωπο αριστερά. Κάποια τον φιλά στα χείλη. Δεν την βλέπει, αλλά το φιλί είναι ζεστό, τρυφερό. Το αναγνωρίζει εκείνο το φιλί και το επιθυμεί ακόμα, είναι της Renate. Ξέρει ότι θα το θυμάται πάντα, μέχρι η μαύρη καμιζόλα της άλλης Κυριακής να καλύψει τα πάντα∙ για πάντα.

Προσπαθεί να στραφεί και πάλι προς την Κυριακή. Το καταφέρνει με πολύ κόπο,  μα τώρα αυτή είναι «μια γριά». Αυτό σκέφτηκε, όταν την είδε τελευταία φορά στο μπακάλικο του χωριού και πάλι, θα έχουν περάσει δέκα χρόνια. Μπήκε δήθεν να αγοράσει κάτι, στην πραγματικότητα επί  τούτου: να την δει τελευταία φορά. Ο Λιανός του το ‘χε προφτάσει και πάλι στο τηλέφωνο, πριν κατεβεί στο νησί. «Πεθαίνει, η παλιαρρώστια». Η σκιά του εαυτού της ήταν η Κυριακή, αλλά του χαμογέλασε. Ίσως για πρώτη φορά. Δεν θυμόταν να του είχε χαμογελάσει ποτέ τόσα χρόνια. Ίσως και να μην τον είχε κοιτάξει ποτέ. Εκείνος έκανε τα δήθεν ψώνια του, πλήρωσε, χαιρέτησε ευγενικά ευχόμενος «καλά να είσαι πάντα» και γύρισε να φύγει, όταν την άκουσε να λέει: «Τώρα πια εμείς, καλά στερνά να ‘χουμε. Τίποτε άλλο», σαν να τον αποχαιρετούσε, να τέλειωνε μια σχέση μεταξύ τους, που δεν είχε αρχίσει ούτε υπάρξει∙ ποτέ. Πάγωσε, δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να το χειριστεί, που λένε. Στράφηκε προς το μέρος της, την κοίταξε για πρώτη φορά στη ζωή του κατάματα και ψέλλισε «αμήν».

Πίσω της, στον γυμνό, άθλιο τοίχο του μπακάλικου, η κλασική αφίσα που συναντούσες σ’ όλα τα μικρομάγαζα τη δεκαετία του 60 «Ο ΠΩΛΩΝ ΕΠΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙ – Ο ΠΩΛΩΝ ΤΟΙΣ ΜΕΤΡΙΤΟΙΣ», ξεβαμμένη πια από το χρόνο και κατάστικτη περιττώματα εντόμων, πλαισιωνόταν από άλλες δυο αφίσες – ζωγραφιές της ίδιας εποχής και τεχνοτροπίας. Θυμόταν και τις τρεις τους στο μπακάλικο του Βαγγέλη, στο ίδιο μέρος από παιδί. Τότε που ο Κόσμος ήταν ακόμα νέος. Στην αριστερή, που έφερε τον τίτλο, Η ΣΚΑΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, αποτυπωνόταν συμβολικά σε μια τριγωνική σκάλα η πορεία ζωής μιας γυναίκας. Στο πρώτο σκαλοπάτι της ανωφέρειάς της ένα κοριτσάκι έπαιζε ξέγνοιαστο σκοινάκι. Στην κορυφή η μικρή, ώριμη μητέρα πλέον, σκύβει στοργικά πάνω από την καθισμένη κόρη της που κρατούσε αγκαλιά  τη νεογέννητη  εγγονή της. Στο τελευταίο σκαλί της κατωφέρειας η ίδια γυναίκα σε βαθιά γεράματα, Στηρίζεται στη μαγκούρα της για να κάνει μερικά δειλά βήματα. Ο άλλος πίνακας στα δεξιά της ίδιας λογικής, εποχής και τεχνοτροπίας, εικόνιζε τη ζωή ενός άντρα κι είχε τίτλο εμπνευσμένο από τη Δημοκρίτια ρήση «ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες»: ΗΛΘΟΝ, ΕΙΔΟΝ ΚΑΙ ΑΠΗΛΘΟΝ. Σε αντίθεση με την Κυριακή, εκείνος δεν βρισκόταν στα τελευταία σκαλοπάτια της κατωφέρειας, σκέφτηκε. Είχα ακόμα λίγα χρόνια στη διάθεσή του. Τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει…

-//-

Ξέρει ότι ονειρεύεται, έχει απόλυτη αίσθηση ότι ονειρεύεται. Εξάλλου, του έχει συμβεί πολλές φορές να παρακολουθεί το όνειρό του, ξέροντας ότι είναι όνειρο, και να μην θέλει να ξυπνήσει. Τελευταία του συμβαίνει όλο και συχνότερα. Ακούει κάποιον να ψέλνει. «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά», είναι η φωνή του γερο – παπά του χωριού της μάνας του. Άλλο πάλι και τούτο… Από πού ξεπήδησαν αυτά τα λόγια; Σ’ όλη του τη ζωή δήλωνε περήφανα κι ήταν αγνωστικιστής. Πού τ’ άκουσε και πώς τα θυμόταν; Ανεπαίσχυντα και ειρηνικά τα τέλη της ζωής ημών. Ποιος δεν το επιθυμεί, ποιος δεν το θέλει… Το έχει σκεφτεί – είναι δυνατό μην το ΄χε σκεφτεί στην ηλικία του; Συμφωνεί και το εύχεται και με το παραπάνω. Αντρόπιαστα και ειρηνικά να πεθάνει. Έτσι θέλει να σβήσει, στον ύπνο του. Χωρίς πόνους, χωρίς εξαθλίωση, χωρίς να το ξέρει. Έτσι κι αλλιώς ότι κάνει, ότι έκανε, θα το αφήσει πίσω του… Το έχει σκεφτεί. Θέλει να φύγει στη μέση ενός ονείρου. Σαν κι αυτό που βλέπει αυτή τη στιγμή.

Και πού ξέρει κανείς; Έτσι, μπορεί να συνεχίσει να ζει για πάντα μέσα σ’ ένα όνειρο. Σε μια παραλία κατακαλόκαιρο τριγυρισμένος από νέα κορίτσι, με κατάλευκα σώματα και μαυρισμένα από τον Κυκλαδίτικο ήλιο μπράτσα, πόδια και πρόσωπα. Γιατί, το Μεγάλο Άλλο μπορεί να μην μοιάζει με την τεράστια μαύρη καμιζόλα της άλλης Κυριακής. Αλλά να είναι φωτεινό. Όπως ήταν εκείνο το πρωινό του Ιουλίου στην παραλία της Πλάκας στο νησί του, εύχεται. Κι ακούει την αναπνοή του να βαραίνει…

Image by Freepik

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular