Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ο κύριος Φρίντριχ, ένας μπαρουτοκαπνισμένος, βλοσυρός γεράκος, με ευθυτενή στάση σώματος και λεβέντικη κορμοστασιά για την ηλικία του που θα την ζήλευε 20χρονος αθλητής, βαδίζει σε μια μεταποκαλυπτική, παρηκμασμένη πόλη. Στο σκαμμένο του πρόσωπο τα αυλακωμένα του μάγουλα θυμίζουν κρατήρες ηφαιστείου, μπορείς να διακρίνεις όλες τις χρονικές γραμμές της ζωής του. Ένα πρόσωπο που προδίδει τη σφριγηλότητα του πρότερου βίου που κάποτε έσφυζε από ζωντάνια, ενώ η χρωματική παλέτα του προσώπου του εκτείνεται σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και του μπεζ.

Μια πόλη εξαθλιωμένη και καχεκτική, άμορφα κτήρια που πλέον έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια να αντισταθούν έχοντας λυγίσει τις άμυνές τους στη σήψη της φθοράς, έτοιμα να παραδοθούν στην εντροπία της φύσης. Εκεί που τα συγκροτήματα των κατοικιών μοιάζουν με νεκροταφεία μπετόν και παλιοσίδερων. Ως οπτική βεβήλωση της καλαισθησίας, προκαλούν το λιγότερο δυσφορία στον αμφιβληστροειδή του κυρίου Φρίντριχ και η αποκρουστικότητά τους είναι τέτοια, που ένα φευγαλέο βλέμμα να πέσει καταλάθος στα κατακρεουργημένα τζάμια των κτηρίων, αρκεί για την προξένηση μιας ψυχοσωματικής αναγούλας.

Η ανάγκη του να ανάψει ένα τσιγάρο όχι απλώς είναι επιτακτική, αλλά θα του επισπεύσει μια έσχατη απόλαυση στην τελευταία από τις πέντε αισθήσεις που έχει απομείνει αλώβητη από αυτή την αισθητικά στείρα όψη της πόλης, αυτόν τον απρόσωπο υλικό συρφετό που λειτουργεί σαν ολετήρας κάθε έμβιου όντος. Περιδιαβαίνει κραδαίνοντας με ραθυμία το τσιγάρο του στα ρυπαρά, εξαθλιωμένα σοκάκια που έχουν ομογενοποιειθεί παρέα με τα γερασμένα, δυσειδή κτήρια, σαν να μην μπορεί να διακρίνει σε ποια από τις τρεις διαστάσεις κινείται, σαν να πρόκειται για ενα αδιευκρίνιστο μορφολογικά μέρος, απροσδιόριστο χρονικά και ασαφούς προέλευσης.

Καθώς προχωράει αναρωτιέται για μια στιγμή αν κάποια εξωγήινη επέλαση σύλησε την πόλη αυτή και εξόντωσε το ανθρώπινο είδος αφήνοντας ερείπια, αλλά μία που αναρωτήθηκε μία που το πήρε πίσω όταν καθησύχασε τον εαυτό του ότι αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί. «Ποιός αφελής, άλλωστε, θα ήθελε να είχε κάνει επιδρομή σε ένα τέτοιο άγονο μέρος;», αναρωτήθηκε.

Αναζητάει με το βλέμμα του μια ανθρώπινη παρουσία για να του επιβεβαιώσει ότι πρόκειται για κάποιον εφιάλτη που θα μπορέσει να τον τερματίσει απλώς και μόνο περισυλλέγοντας ένα από τα πάμπολλα σπασμένα κομμάτια τζαμιών που βρίσκει στο διάβα του και το μπήξει στις αρτηρίες του, όποτε εκείνος επιθυμεί. Δεν θα το κάνει όμως, τουλάχιστον για την ώρα. Δεν είναι σίγουρος αν η απόφασή του αυτή θα προκαλέσει το λυτρωτικό ξύπνημα από τον εφιάλτη ή θα ενεργοποιήσει την έκρηξη ενός πίδακα αίματος από την αρτηρία, που θα σημάνει το βιολογικό του τέλος.

Προσπαθεί να αποσπάσει μια ακμάδα χρώματος για να μπορέσει να διαπιστώσει αν το όνειρο που βλέπει είναι ασπρόμαυρο ή αυτό που ζει στην πραγματικότητα δεν έχει γνωρίσει ποτέ του χρώμα. Μάταια. Συνεχίζει την προμενάδα του ανεβαίνοντας κάτι σκαλοπάτια που έχουν σχηματιστεί όχι για την πολεοδομική τους ανάγκη αλλά είναι αποτέλεσμα της κατακρήμνισης των τοιχωμάτων από παρακείμενα κτήρια που έχουν ανασυνθέσει μια άλλη εδαφική πραγματικότητα.

Είναι πλέον πεπεισμένος ότι βρίσκεται σε μια πόλη βιασμένης αρμονίας. Επιχειρεί μετά δυσκολίας να ανέβει τα ανόμοια σε διαστάσεις σκαλιά για να μπορέσει να συνεχίσει την άνευ προορισμού διαδρομή του. Ο βηματισμός του αρχίζει να γίνεται όλο και πιο οκνηρός, η ανάσα του πιο βαριά και η ανάγκη του να επισπεύσει το βήμα του χωλαίνει στην αδυναμία του να το κάνει εξαιτίας της ξαφνικής απονέκρωσης τον ποδιών του. Ένα βάρος εκπηγάζει από την ψυχή του και καθρεφτίζεται στην εξωτερική του αδυναμιία να κινηθεί έτι περαιτέρω.

Κοντοστέκεται για λίγο θέλοντας να νομίζει οτι αυτενεργεί και όχι ότι αυτό δεν εναπόκειται πια στις δυνάμεις του. Πλέον αδυνατεί να κινηθεί ολωσδιόλου, έχει παραλύσει. Αυτή η λυσιμελής συνθήκη τον έχει καθηλώσει σωματικά σε μια όρθια, ωστόσο, στάση. Έχει μείνει να παρατηρεί απορρημένος με την περιφερειακή του όραση πλέον και τα βιδωμένα στο πάτωμα πόδια του. Το τσιγάρο του που το αγνοούσε αυτά τα λεπτά τον εκδικείται, καθώς το ίδιο προχωράει επιταχυνόμενο προς τη βάση του. Έχει γίνει πλέον σχεδόν μόνο στάχτη, μια στάχτη που έχει επεκταθεί απειλητικά εκεί που ενώνονται τα γερασμένα, φλεβώδη ακροδάχτυλα που το κρατάνε.

Κανένα στοιχείο της φύσης δεν προδίδει την παρουσία του. Η γη καταχωνιασμένη κάτω από το τεχνητό, εξαθλιωμένο μπετό. Ο αέρας υπάρχει μόνο ως υπενθύμιση της δικής του ανάσας κατά την εκπνοή του καπνού από το τσιγάρο. Η φωτιά φανερώνεται αποσπασματικά στο κάθε του ρούφηγμα από το τσιγάρο και το μόνο που προσιδιάζει σε νερό, είναι ο ιδρώτας του που στάζει σαν ρυάκι στο πρόσωπό του και εκχύνεται στο στόμα του. Δεν θα αντιδράσει. Δεν θα νιώσει το αίσθημα του καψίματος από το τσιγάρο στα δάχτυλά του. Δεν ξέρει αν βρίσκεται σε όνειρο ή πραγματικότητα. Ελπίζει τίποτα από τα δύο. Πλέον δεν έχει σημασία.

Το μόνο που θέλει είναι να μην αποτελεί τον πρωταγωνιστή μιας κατάστασης που το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για αποκύημα της κόλασης. Διότι αν θες να αντιληφθείς αν κάτι ειναι αληθινό, χρειάζεται να αναρωτηθείς αν προκαλεί οδύνη. Αυτή τη γεύτηκε. Δεν αντιλαμβάνεται τον οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο αυτό το μέρος θα μπορούσε να φιλοξενήσει οποιαδήποτε μορφή ζωής.

Η γνώση του και οι μνήμες του λειτουργούν συνεργατικά για να του υπενθυμίσουν ότι κάποτε εδώ υπήρχε ζωή, ασχέτως που η παρακμή της πόλης και η ερήμωσή της συνωμοτούν για το αντίθετο. Δεν τον ενδιαφέρει πια. Θέλει απλά να χαθεί μαζί με τις όμορφες μνήμες του στη λήθη για να συμπαρασύρουν και τις κακές. Θα καταφέρει να μαζέψει από χάμω ένα κομμάτι γυαλιού. Μια κίνηση αρκεί με κατεύθυνση στις αρτηρίες που θέλουν να αποσχιστούν σαν φυλακισμένο ζώο που απελευθερώνται στη φύση μετά από χρόνια στο κλουβι.

Αίφνης, ένας εκκωφαντικός μονότονος ήχος εισβάλλει απηνώς στο ακουστικό του σύστημα. Ένα ηλεκτρονικό ακατάληπτο “μπιπ” που φανερώνει τη νεκρική σιγή που επικρατούσε και θα διακοπεί με τη φράση: «Τον χάνουμε, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε, εξάλλου τόσα χρόνια άντεξε στο κώμα». Μια αντρική φωνή που σπάει τον μονόλογο του απαντάει: «To ξέρω, τουλάχιστον έφυγε ήσυχος χωρίς να καταλάβει τίποτα όλο αυτόν τον καιρό. Είναι και αυτό μια παρηγοριά όπως και να χει!».

Κανένας δεν θυμάται τον κύριο Φρίντριχ. Κανένας δεν ήξερε για αυτόν.

Cover Photo: Free Image By vecstock

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular