Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

                                                           

στην Έφη

που αφιέρωσε μια ζωή στην ειδική αγωγή 

Ήταν κάπου προς το τέλος του δημοτικού σχολείου, όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη γειτονιά. Ξέραμε, όμως, ότι υπήρχε∙ πάντα. Είχε πάρει το αφτί μας κάτι μισόλογα των μεγάλων, δεν καταλαβαίναμε τι εννοούσαν ακριβώς, αλλά υποπτευόμασταν ότι αυτό το παιδί – ο Νικολάκης το μογγολάκι όπως τον αποκαλούσαν- δεν ήταν σαν και μας. Μέχρι εκεί∙ τίποτα άλλο.

Από κοντά τον είδα πρώτη φορά σ’ έναν από τους αυτοσχέδιους ποδοσφαιρικούς μας «αγώνες» στη Μεγάλη Αλάνα. Ξεπρόβαλε απροειδοποίητα από κάποιο στενό λίγο πριν αρχίσει το ματς, κουβαλώντας ένα καρεκλάκι. Ένα τόσο δα καρεκλάκι, προσαρμοσμένο στο μέγεθός του. Προφανώς ειδική παραγγελία του πατέρα του σε κάποιον από τους μαραγκούς της συνοικίας μας. Το έστησε σε μια άκρη της αλάνας, κάθισε, σταύρωσε τα χεράκια του πάνω στα γόνατα κι έμεινε ακίνητος. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του. Επικράτησε απόλυτη ησυχία στο «γήπεδο», αλλά ο Νικολάκης δεν έδειξε να αντιδρά με οποιονδήποτε τρόπο ή να αισθάνεται άσχημα κάτω απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα που τον παρατηρούσαν. Τον κοιτούσαμε εξεταστικά, αυτός όχι. Κρατούσε καρφωμένο το βλέμμα του λίγο ψηλότερα από τα κεφάλια μας σε κάποιο σημείο του χώρου που δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε επακριβώς. Κάποια στιγμή, η αμήχανη κατάσταση διακόπηκε ξαφνικά και απροειδοποίητα, όταν κάποιος κλώτσησε δυνατά την μπάλα προς το μέρος του.

Τον βρήκε στα πόδια, έκανε γκελ και κύλησε αργά προς το μέρος μας. Ο Νικολάκης και πάλι δεν αντέδρασε. Η ομήγυρη ξέσπασε σε γέλια και γιουχαΐσματα. «Είναι χαζό, ρε! Δεν καταλαβαίνει»,  φώναξε κάποιος. «Ναι, ρε. Βλαμμένο είναι, έτσι γεννήθηκε… Μου το ‘πε η μάνα μου…», συμπλήρωσε άλλος. Γέλια έκαναν και πάλι το γύρω της συμμορίας και μετά σιγά σιγά κόπασαν. Αφού το θύμα των πειραγμάτων δεν αντιδρούσε, δεν είχε νοστιμιά το πείραγμα. Η σκληράδα μας τρεφόταν απ’ την αντίσταση, αν δεν έβρισκε, γινόταν πλαδαρή κι έσβηνε. Ο Νικολάκης παρέμενε ατάραχος, οπότε δεν παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι ένα οποιοδήποτε αντικείμενο. Η σκληράδα των παιδιών της αλάνας ήταν αφάνταστη, όπως γνωρίζουν όλοι όσοι πέρασαν την παιδική τους ηλικία στα σύννεφα της σκόνης της.

Κάποιος από τους αντιπάλους μάζεψε την μπάλα, την έστησε στη φανταστική σέντρα, έβγαλε μια δεκάρα από την τσέπη, συνεννοήθηκε με τον αρχηγό της δικής μας ομάδας, η δεκάρα τινάχτηκε στο αέρα, έπεσε στη γη, ο ιδιοκτήτης την περιμάζεψε κάνοντας μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας κι ο αρχηγός μας σούταρε στα κουτουρού και μ’ όλη του τη δύναμη προς το αντίθετο τέρμα. Φωνές, προτροπές και ουρλιαχτά γέμισαν τον αέρα. Το ματς είχε αρχίσει.

Πού και πού κοίταζα λοξά προς το μέρος του. Ο Νικολάκης παρακολουθούσε πλέον τον αγώνα, σωστότερα – και μου έκανε τόση εντύπωση που το θυμάμαι ακόμα- ακολουθούσε με το βλέμμα του τις αναπάντεχες διαδρομές της μπάλας κι όχι εμάς, χωρίς να εκδηλώνει και πάλι την παραμικρή ένδειξη ότι συμμετείχε στο πανηγύρι που εξελισσόταν μπρος στα μάτια του. Αλωνίζαμε κάθιδροι την αλάνα, σηκώναμε τόνους σκόνη, βρίζαμε ακατάσχετα και κατά καιρούς δερνόμαστε ανηλεώς μεταξύ μας. Μην φανταστεί κανείς τίποτα άγριες συμπλοκές, συνήθως μερικές ξώφαλτσες γροθιές, καμιά καλαμιά όλο μίσος, αραιά και πού κεφαλοκλειδώματα μέχρι να μας χωρίσουν οι ψυχραιμότεροι. Ουρλιάζαμε ενθουσιασμένοι, όταν έβαζε γκολ η ομάδα μας, κλωτσούσαμε από αγανάκτηση πέτρες και χώμα, όταν κάποιος συμπαίκτης μας έκανε πατάτα, αλλά ο Νικολάκης εκεί∙ ακούνητος και ανέκφραστος. Ιδρώναμε, ξεϊδρώναμε, κοκκινίζαμε, παλεύαμε, λερωνόμαστε, ακούγαμε από μακριά τις απειλές των μανάδων μας – «θα σου δείξω εγώ μόλις μαζευτείς σπίτι»- , λοξοκοιτάζαμε προς τα κορίτσια που έπαιζαν δήθεν αδιάφορες σκοινάκι, κουτσό ή σκουντώντας η μια την άλλη κοιτούσαν προς το μέρος μας σχολιάζοντας ειρωνικά – αλήθεια, τι έλεγαν εκεί στην άκρη της αλάνας; – αλλά εκείνος εκεί. Καθισμένος πάντα στην ίδια θέση παρακολουθούσε την μπάλα ακούνητος, αμίλητος και αγέλαστος.

Για όση ώρα διήρκησε εκείνο το ματς, έμεινε απόλυτα προσηλωμένος στις διαδρομές της μπάλας και σαν τέλειωσε το απογευματινό μας πατιρντί, πήρε και πάλι το σκαμνάκι του και τον κατάπιε το στενό δρομάκι απ’ όπου είχε έρθει. Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι τράβηξε προς την κατεύθυνση του σπιτιού της θειάς μου και θυμήθηκα το σκοτεινό και πάντα κλειστό σπίτι που συνόρευε με το δικό της, το σπίτι της οικογένειάς του. Ποια οικογένεια, δηλαδή, τρία άτομα ήταν όλα κι όλα. Οι οικογένειες εκείνη την εποχή απαριθμούσαν έξι- επτά μέλη και πάνω. Ένας αυτός, ο Νικολάκης το μογγολάκι, όπως κυκλοφορούσε παντού στη γειτονιά. Δύο ο πατέρας του, ένας ηλικιωμένος βιοπαλαιστής μάλλον μπογιατζής αν θυμάμαι καλά και τρίτη η μάνα του. Μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από τις μανάδες μας, μάλλον στην ηλικία της γιαγιάς μου, που και το ντύσιμό της θύμιζε κείνο των γυναικών του νησιού καταγωγής μας, όπου παραθερίζαμε τα καλοκαίρια. Συν ένα μαντήλι ανοιχτού μπλε χρώματος που σκέπαζε πάντα τα μαλλιά της και σχεδόν έκρυβε εντελώς το μόνιμα αγέλαστο πρόσωπό της, όπως διαπίστωσα με τα χρόνια.

-//-

Από εκείνο το απόγευμα και στο εξής, ο Νικολάκης έκανε πάντα την εμφάνισή του ως δια μαγείας, όπου κι αν στήναμε «αγώνα». Ακόμα κι όταν τα ματς έπαιρναν «διαγειτονικό» χαρακτήρα και για τις ανάγκες τους έπρεπε να μετακινηθούμε μερικά οικοδομικά τετράγωνα μακρύτερα απ’ τα στενά όρια της γειτονιάς μας σε κάποια άλλη αλάνα, όπου η φανατισμός, το μίσος για τον άλλο και η βία εκτοξευόταν στη νιοστή κι οι τραυματισμοί ήταν σε ημερήσια διάταξη. Ακόμα και τότε, ο Νικολάκης ακολουθούσε την ομάδα μας, ως ορκισμένος σιωπηλός της φαν, χωρίς να αλλάζει κάτι στη συμπεριφορά του. Εμείς χτυπιόμασταν, τα δίναμε όλα για όλα κι εκείνος εκεί με το καρεκλάκι του, αμίλητος και ανέκφραστος, ακόμα κι όταν οι συμπλοκές προσλάμβαναν διαστάσεις ανοιχτής σύγκρουσης και το αίμα από σπασμένα κεφάλια έβαφε το χώμα της αλάνας. Έμενε εκεί ακούνητος, αμίλητος και ανέκφραστος μέχρι να τελειώσει η συμπλοκή κι ο αγώνας, να πάρει και πάλι το καρεκλάκι του και να εξαφανιστεί από τα μάτια μας, ακολουθώντας τα στενά της συνοικίας μας, που τον έβγαζαν πάντα στο σκοτεινό, πνιγμένο στη σιωπή σπίτι τους.

Γιατί ο Νικολάκης- που δεν έγινε ποτέ Νίκος για τους άλλους-, ακόμα κι όταν άρχισε δειλά δειλά να κυκλοφορεί στη γειτονιά και στη συνοικία μας, ποτέ δεν ακολουθούσε κάποιον από τους μεγάλους παράλληλους και κάθετους δρόμους της, που την κόβουν σαν ταψί μπακλαβά οριζόντια και κάθετα και οδηγούν οι μεν στις κοίτες των δυο ποταμών, φυσικών της συνόρων  με τις διπλανές μας συνοικίες, οι δε στη  θάλασσα και την παραλία με την χρυσή, ψιλή άμμο, που δεν υπάρχει πια. Στις αρχές του ’70 την σκέπασε η Χούντα με μπάζα, προσπαθώντας να υλοποιήσει ένα ακόμα από τα «μεγαλόπνοα», φαραωνικά και καταστροφικά της σχέδια. Πάντα από τα «στενά» και τους παράδρομους πήγαινε ο Νικολάκης. Λες και ήθελε να κρύψει την ύπαρξή του, λες και ντρεπόταν γι’ αυτήν. Όπως ήταν φανερό πως ντρεπόταν η μάνα του. Όταν σπάνια και μόνο απ’ ανάγκη έβγαινε στην αυλή του μικρού σπιτιού τους και πάντα με απώτατο όριο κινήσεων τη σιδερένια εξώπορτά τους, για να σκουπίσει τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Όσα η νοτιά σώρευε ανενόχλητη, όταν φυσούσε μέρες πολλές στη σειρά και η υγρασία σάπιζε τα πάντα. Αλλά ακόμα και τότε σκούπιζε στα γρήγορα και τόσο όσο ήταν απολύτως απαραίτητο, ώστε το μόνιμα κλειστό και σκοτεινό σπίτι – ποτέ δεν είδα ανοιχτά τα παντζούρια του μοναδικού παραθύρου του – να μην δείχνει εντελώς εγκαταλελειμμένο και ακατοίκητο. Και μετά εξαφανιζόταν και πάλι βιαστικά πίσω από την πόρτα του, χωρίς να ανταλλάξει έστω δυο κουβέντες με κάποια από τις  γειτόνισσες, παρά μόνο μια ξερή καλημέρα με τη θειά μου. Και είμαι παραπάνω από βέβαιος ό,τι τη βιασύνη της δεν υπαγόρευε η έλλειψη νοικοκυροσύνης, αλλά η ντροπή.

 -//-

Μετά από εκείνη την πρώτη συνάντησή μου με τον Νικολάκη, γρήγορα ήρθε η εφηβεία κι ο ξέφρενος καλπασμός της κάλυψε τα πάντα. Απέκτησα άλλα ενδιαφέροντα – πιο «σοφιστικέ»  τρομάρα μου – και εγκατάλειψα πολύ νωρίς και μια για πάντα τις αλάνες και το ποδόσφαιρο, κάπου εκεί στην αρχή του δέκατου τέταρτου χρόνου της ζωής μου. Τότε σταμάτησαν να διασταυρώνονται κι οι δρόμοι μας με τον Νικολάκη. Τον συνομήλικο και συνονόματό μου, Νικολάκη, που – όπως έμαθα κάποια στιγμή από τη θεία μου και γειτόνισσά τους – είχε γεννηθεί ίδιο μήνα και χρόνο με μένα, μόλις μια ή δυο μέρες πριν. Τότε που η συνοικία μας είχε ακόμα χωμάτινους δρόμους.

Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πώς ήρθε η συζήτηση με τη θειά μου στον Νικολάκη. Βλέπετε η ύπαρξή του ποτέ δεν αφορούσε ιδιαίτερα τους τρίτους. Ίσως η θειά μου έψαχνε κάτι να μοιραστεί μαζί μου, τον «αγαπημένο της ανιψιό» όπως με κορόιδευαν τα ξαδέλφια μου. Θυμάμαι, όμως, την έκφραση που χρησιμοποίησε όταν αναφέρθηκε σ’ αυτόν. «Το καημένο». Η προσφώνηση «μογγολάκι» έμοιαζε να ‘χε πλέον εξαφανιστεί ως απαραίτητο συνοδευτικό του ονόματός του. Ίσως και να ‘χε ήδη αρχίσει η εποχή που τα άτομα με ειδικές ανάγκες γινόταν ορατά στην κοινωνία μας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θυμάμαι ότι η συγκεκριμένη συζήτηση έγινε το πρώτο καλοκαίρι που επέστρεψα στην Αθήνα από το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου σπούδαζα για να γίνω δάσκαλος.

Είχα επισκεφτεί τη θεία μου με σκοπό να την ευχαριστήσω κι από κοντά, για το χαρτζιλίκι που μου έστελνε κάθε μήνα μαζί με το έμβασμα των γονιών μου. Καθόμασταν στην πίσω, νότια βεράντα του σπιτιού της που έβλεπε προς το παλιό, εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και τα απογεύματα του καλοκαιριού είχε σκιά. Η μάντρα του εργοστασίου έκλεινε το στενό δρόμο μετατρέποντάς τον στο αδιέξοδο στενάκι, όπου δέσποζε το σπίτι της. Δεν είχαν κατεδαφιστεί ακόμα τα παλιά του κτήρια κι έστεκαν ταλαιπωρημένα από το χρόνο,  φαντάσματα της αλλοτινής του δόξας. Σήμερα στη θέση του παλιού εργοστασίου ανοίγεται μια συμπαθητική πλατεία και το αδιέξοδο στενάκι έχει μετατραπεί σε πεζόδρομο που οδηγεί στην καρδιά της, εκτοξεύοντας την αξία των ταπεινών κατοικιών της περιοχής. Αλλά ο Νικολάκης δεν είναι πια εδώ…

Η θειά μου με είχε τρατάρει το περίφημο παρφέ κρέμα παγωτό που αγόραζε από το τυροπιτάδικο του Γκανούδη στη λεωφόρο Μακρυγιάννη κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Ήξερε ότι το λάτρευα και το απολάμβανα όσο τίποτα άλλο κι ίσως να ΄ναι αυτός ο λόγος που δεν θυμάμαι, πώς έφτασε η κουβέντα στον Νικολάκη. Είμαι γλυκατζής κι όταν αραιά και πού αφήνομαι στο πάθος της ζάχαρης, ξεχνάω τα πάντα. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ο Νικολάκης να είχε μόλις γλιστρήσει κάτω από τη βεράντα του σπιτιού της, που επόπτευε όλη τη γειτονιά ως το μοναδικό διώροφο χτίσμα της, να τον είδε η θειά μου και να γύρισε σ΄ αυτόν τη συζήτηση. Γιατί ο Νικολάκης τα χρόνια που μεσολάβησαν από το τέλος της παιδικής μας ηλικίας μέχρι την αρχή της ενήλικης ζωής μας, της ζωής που αυτός ποτέ δεν έζησε, δεν περπατούσε στους δρόμους της συνοικίας μας. Γλιστρούσε ανάμεσά τους έχοντας μετατραπεί σταδιακά σ’ ένα είδος καλόκαρδου ξωτικού ταγμένου στη φύλαξή .

Καλόκαρδου, αλλά ταυτόχρονα και σε αντίθεση με τη στερεοτυπική εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας για τα παιδιά με σύνδρομο Down, αγέλαστου. Γιατί έτσι ήταν πάντα ο Νικολάκης. Όπως εκείνο το πρώτο απόγευμα που ήρθε με το καρεκλάκι του και το έστησε για να μας παρακολουθήσει: αγέλαστος, ανέκφραστος και καλός.  Γνωρίζω ότι η εικόνα του αγέλαστου παιδιού που πάσχει από το συγκεκριμένο σύνδρομο, δεν ταιριάζει με ό,τι έχουμε στο μυαλό μας οι περισσότεροι για τα παιδιά με Down. Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι ο Νικολάκης πέρασε όλη την παιδική του ηλικία φυλακισμένος στο θεόκλειστο σπίτι τους, ίσως και να δικαιολογείται η ιδιομορφία του.

Σε ξωτικό, λοιπόν, είχε εξελιχθεί ο Νικολάκης. Κι ας παραλειπόταν από τους περισσότερους πια η λέξη «μογγολάκι» ως το βάρβαρο προσδιοριστικό της ταυτότητάς του. Η συνοικία μας άλλαζε, οι πολυκατοικίες φύτρωναν η μια μετά την άλλη και κατάπιναν τις αλάνες, νέοι κάτοικοι έρχονταν από παντού να ζήσουν μαζί μας, όλα έχαναν σταδιακά τις οξείες γωνίες που είχαν στο παρελθόν, η λαϊκή σκληράδα των παιδικών μας χρόνων έδινε τη θέση της στον μικροαστικό καθωσπρεπισμό και μαζί του η αποξένωση έκανε την εμφάνισή της, που κατά περίεργο τρόπο αφορούσε πλέον ακόμα και γείτονες χρόνων.

Μόνο ο τρόπος του Νικολάκη δεν άλλαζε με μια μικρή διαφορά. Αγέλαστος πάντα, ανέκφραστος και αμίλητος κυκλοφορούσε πλέον μ’ ένα κασελάκι λούστρου στον ώμο. «Το εγαλείοο, το εγαλείοοοο μου», όπως τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά να το ονομάζει, φωνάζοντας αγριεμένος τη φορά εκείνη που στάθηκα μάρτυρας μιας από τις πολλές απρέπειες απέναντι του. Κάποιοι αργόσχολοι ψευτόμαγκες της συνοικίας, δήθεν για «πλάκα», προσπάθησαν να του αρπάξουν το κασελάκι από τον ώμο. Έτσι, για να γελάσουνε… Γιατί μόνο τότε αντιδρούσε ο Νικολάκης, όπως έμαθα και αποδείχθηκε στην πράξη. Όταν κάποιος προσπαθούσε να του αποσπάσει το σύμβολο της ταυτότητάς του. Αυτής που κατόρθωσε, ποιος ξέρει με πόσο κόπο, να αποκτήσει στη ζωή του, της ταυτότητας του λούστρου.

Ευτυχώς, η σκληράδα που επέδειξαν τότε οι ψευτόμαγκες αποδοκιμάστηκε άμεσα από τους περαστικούς, αν και ο Νικολάκης δεν θα χρειαζόταν την παρέμβασή τους για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ήταν τόσο δυνατός που κράτησε με πείσμα το δερμάτινο λουρί τις εξάρτησης  στον ώμο του και με τ’ άλλο χέρι τους απώθησε μακριά του. Έτσι, κάτω από τις ιαχές και τις αποδοκιμασίες του πλήθους που συγκεντρώθηκε, οι αλητήριοι έκοψαν λάσπη κι ο Νικολάκης σε δυο λεπτά σαν να μην είχε προηγηθεί το παραμικρό εγκαταστάθηκε στη θέση του.

Δεν γνωρίζω και δεν νομίζω να ήξερε κανείς, ποιος τον έμαθε να αποκαλεί «εργαλείο» το κασελάκι του. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αποτέλεσε το μαγικό ραβδί της επαφής του με τον Κόσμο, τα χρόνια που ακολούθησαν την εφηβεία μας μέχρι και το χαμό του. Αυτό το κασελάκι τον έκανε να βγαίνει από το σπίτι του, συστηματικά και με πρόγραμμα, κάθε μέρα εκτός Κυριακής.  Κοντός, πάντα με υπερβολικά φαρδιά παντελόνια για τα κιλά του και μακριά για το ύψος του, πρόχειρα γυρισμένα σε στρίφωμα, με κάτι περίεργα χοντροπάπουτσα, το πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι πάνω στο λαιμό κι εκείνο το απροσδιόριστου είδους και χρώματος πανωφόρι χειμώνα καλοκαίρι – κάτι ανάμεσα σε σακάκι και υφασμάτινο μπουφάν – μόνιμα τσαλακωμένο και με μπόλικα μπαλώματα, καθώς κι εκείνο το περίεργο κασκέτο που φορούσε και δεν έβγαλε ποτέ από το κεφάλι απ’ τη στιγμή που εμφανίστηκε ως λούστρος στη συνοικία.

Μαύρο ήταν το κασκέτο του, με δυο σειρές ξεθωριασμένα από τον ήλιο σιρίτια στο πλαστικό γείσο του ως κακόγουστο αστείο. Και με τα χρόνια αυτό το κασκέτο μετατράπηκε σ’ ένα είδος περικεφαλαίας – προστάτη του από τους Άλλους. Μια περικεφαλαία που δεν έβγαλε ποτέ από το κεφάλι, τόσο που συχνά αναρωτιέμαι, όταν ο νους μου πάει στην ύπαρξή του, αν τελικά τον έθαψαν μ’ αυτό. Γιατί ο Νικολάκης πρέπει πια να έχει πεθάνει. Αυτό τουλάχιστον υποθέτω, αφού στην πραγματικότητα ακόμα και σήμερα ξέρω ελάχιστα γι’ αυτόν και την ζωή του, όπως οι κι όλοι του οι γείτονες άλλωστε. Ορθότερα δεν έμαθα ποτέ, παρά ελάχιστα γι’ αυτόν και μοναδική πηγή πληροφόρησής μου υπήρξε η θειά μου και γειτόνισσά του. Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά πάντα αναρωτιέμαι που βρήκε εκείνο το κασκέτο. Του το χάρισε κάποιος ή το «κληρονόμησε» μαζί με το κασελάκι του; Και πώς πείστηκε να το φορέσει για πρώτη φορά;

-//-

Σε κάθε περίπτωση, πέρα από εκείνο τα απόγευμα που έμαθα όσα ελάχιστα γνωρίζω μέχρι σήμερα για τον Νικολάκη και θα σας τα μεταφέρω εδώ, δεν θυμάμαι να ξαναμίλησα μ΄ εκείνη ή άλλον κανένα για αυτόν. Η μάνα του – όπως με πληροφόρησε η θεία Φλώρα – μεγαλοκοπέλα και κόρη μπακάλη σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό στη βόρεια Πελοπόννησο – ξεχνάω το όνομά του – παντρεύτηκε από έρωτα τον πολύ μικρότερό της πατέρα του Νικολάκη. Και απέκτησε το παιδί, όταν πια ζύγωνε στα πενήντα. Η θεία μου είχε μάθει τα καθέκαστα από τη γυναίκα ενός ξαδέλφου του άντρα της, του Μίμη, που ήταν κοντοχωριανός τους. Τον πρώτο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα της, το ζευγάρι ζούσε στο χωριό, όπου κρατούσε το οικογενειακό της μπακάλικο. Εμπόδιο στο γάμο της πρέπει να είχε σταθεί ο πατέρας της, που θεωρούσε τον υποψήφιο γαμπρό προικοθήρα, συνεπώς αυτός ήταν και η αιτία του γεγονότος ότι απέκτησε με τόση μεγάλη καθυστέρηση παιδί. Τον πρώτο καιρό το ζευγάρι ζούσε ήσυχα και ευτυχισμένα τον έρωτά τους και ήταν μέσα στη χαρά που θα αποκτούσαν μωρό. Μόλις όμως το παιδί γεννήθηκε και μεγάλωσε λίγο δεν μπορούσε να μείνει μυστικό ότι είχε σοβαρό πρόβλημα. Τότε ήταν που άρχισαν τα κουτσομπολιά στο χωριό, μάλιστα – όπως υποστήριξε η θειά μου – μέχρι και η πελατεία στο μπακάλικο αραίωσε. Λες και θα κολλούσαν κάτι από τον μικρό, οι ανόητοι. Έτσι, το ζευγάρι βρέθηκε σε δύσκολη θέση.  Πούλησαν  το μπακάλικο κι ό,τι άλλο είχε και δεν είχε η γυναίκα στο χωριό – ο άντρας ήταν πάμπτωχος – πρόσθεσαν τα χρήματα στο κομπόδεμα που της είχε αφήσει ο πατέρας της, πήραν των ομματιών τους και ήρθαν στην Αθήνα. Τότε αγόρασαν και το μικρό σπιτάκι που ‘χε μεσοτοιχία μ’ αυτό της θειάς μου, αφού η ξαδέλφη του άντρα της είχε απευθυνθεί στο κοντοχωριανό της θείο Μίμη για να τους βοηθήσει να βρουν σπίτι. Όμως, και παρά τη σχετική γνωριμία τους, με τη γυναίκα ελάχιστες κουβέντες αντάλλαξαν όσα χρόνια έζησαν δίπλα δίπλα, όπως μου εκμυστηρεύθηκε η θειά μου. Στη αρχή προσπάθησε να πιάσει κουβέντα και σχέσεις μαζί της, αλλά η μάνα του Νικολάκη απαντούσε πάντα μονολεκτικά και φανερά ενοχλημένη έσπευδε να εξαφανιστεί στο εσωτερικό του σκοτεινού σπιτιού της. Την ημερομηνία και χρόνο γέννησης του μικρού η θειά μου πληροφορήθηκε από τη γυναίκα του ξαδέλφου, που συμπωματικά ήταν στο χωριό την εποχή που γεννήθηκε ο Νικολάκης, επειδή ταυτόχρονα γεννούσε και η αδελφή της και είχε σπεύσει σε βοήθεια της.

Ντροπιασμένοι, λοιπόν, κατά που φαίνεται για το γέννημά τους, έφτασαν στην  Αθήνα οι γονείς του Νικολάκη ή τουλάχιστον ντροπιασμένη η μάνα του. Κι ούτε πέρασε από το μυαλό τους να στείλουν το παιδί σε κάποιο ειδικό σχολείο, όταν έφτασε η ώρα να πάει στην πρώτη δημοτικού, εκεί στις αρχές του ’60. Αντίθετα το έκρυψαν απ’ τον κόσμο, πιο σωστά το φυλάκισαν στο σπίτι τους. Μέχρι την εποχή που τα βράδια το παιδί άρχισε να βγάζει κραυγές και να φωνάζει όλη νύχτα, οπότε αναγκαστικά και δειλά δειλά η μάνα του τον έβγαζε τα πρωινά στη μικρή αυλή τους για να παίρνει αέρα. Εξάλλου, το στενάκι ήταν αδιέξοδο, ποιος θα περνούσε να τον δει;

Εκείνη όμως έμενε πάντα κλεισμένη στο σπίτι και τον επιτηρούσε πίσω από το παράθυρο, ανασηκώνοντας λίγο την κουρτίνα. Η θειά μου δεν θυμόταν να την είδε ποτέ έξω από την αυλή τους. Όλα, μέχρι τα ψώνια που τότε ακόμα ήταν αποκλειστικά γυναικεία δουλειά, τα έκανε ο άντρας της, ο οικοδόμος, γυρίζοντας τα βράδια απ’ τη δουλειά του κι ας ήταν τσακισμένος στην κούραση. Μόνο εκείνος αντάλλασσε αραιά και πού δυο κουβέντες με τον θείο μου, όταν και αν τύχαινε να συναντηθούν έξω από τις αυλές τους και τίποτα παραπάνω. Παρά το γεγονός πως ήταν κοντοχωριανοί και τότε ακόμα κάτι τέτοια μετρούσαν πολύ στις ανθρώπινες επαφές στις συνοικίες της Αθήνας, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά χωριά κολλημένα το ‘να δίπλα στ’ άλλο.

Σε κάθε περίπτωση, η οικογένεια ζούσε σε πλήρη απομόνωση, μέχρι που ο Νίκος έφτασε δεκατεσσάρων – δεκαπέντε χρόνων. Αν εξαιρέσει κανείς τις «εξόδους» του από το σπίτι για να παρακολουθεί τους αγώνες μας στις αλάνες. Τότε ήταν που το αφεντικό του πατέρα του – κοντοχωριανός κι αυτός του θείου μου- τον έπεισε ότι το παιδί έπρεπε να μάθει κάποιο επάγγελμα και του σύστησε έναν γνωστό του λούστρο στην Ομόνοια,  που πριν λίγο καιρό είχε αποσυρθεί απ’ το επάγγελμα. Αυτός ανέλαβε να μάθει στον μικρό την τέχνη του γυαλίσματος των παπουτσιών και του κληρονόμησε το κασελάκι του. Έναντι αδρής αμοιβής, όπως ισχυρίστηκε η θειά μου. Έτσι ο Νικολάκης έγινε ένας από τους τελευταίους λούστρους της Αθήνας.

-//-

Έγινε, όμως, κάτι. Ταπεινό και ξεπερασμένο∙ έστω. Αλλά έγινε κάτι κι άρχισε να βγαίνει από το σπίτι καθημερινά μ’ έναν σκοπό. Ξεκινούσε κάθε πρωί γύρω στις εννιά και γύριζε το μεσημέρι, λίγο πριν κλείσει η αγορά. Ξανάβγαινε τα απογεύματα, μόνο όταν άνοιγαν και πάλι τα μαγαζιά κι αυτό ήταν όλο. Σάββατο απόγευμα, Κυριακές, γιορτές ποτέ δεν τον είχε δει η θειά μου να βγαίνει από το σπίτι. Και πολύ περισσότερο χωρίς το κασελάκι του.

Το απόγευμα που έμαθα αυτά τα λίγα για τη ζωή του Νίκου, του συνονόματου και συνομήλικού μου Νίκου, η μάνα του είχε ήδη πεθάνει. Η θειά μου είπε ότι μάλλον την είχε χτυπήσει η παλιαρρώστια κι η ίδια δεν ήξερα ακριβώς από τι πέθανε. Υπέθετε πως πήγε από το κακό, γιατί τον τελευταίο καιρό, όταν πολύ σπάνια πια έβγαινε στην αυλή τους, έδειχνε πολύ αδυνατισμένη. Περπατούσε με κόπο κι απαντούσε στον χαιρετισμό της μ’ ένα αδιόρατο νεύμα και μόνο. Ο θάνατός της ήταν πρόσφατος, λίγους μήνες πριν, όταν η θεία μου έλειπε στο νησί μας για Πάσχα, οπότε και δεν ήξερε λεπτομέρειες. Ούτε και ρώτησε ποτέ. Εξάλλου, τι νόημα θα είχε; Άσε που απεχθανόταν τα κουτσομπολιά και ιδιαίτερα με τις γειτόνισσές της.

Πέρασαν τα χρόνια από κείνο το απόγευμα στη βεράντα της θειάς μου κι η σχέση με τη γειτονιά που μεγάλωσα υπήρξε πάντα «διακεκομμένη». Απουσίες για σπουδές, μακρόχρονη θητεία, δουλειά σ’ άλλες γειτονιές της Αθήνας και εκτός Αθηνών, κάποια χρόνια στο εξωτερικό… Ακόμα κι όταν αποκτήσαμε με τη γυναίκα μου το δικό μας σπίτι, λίγα μέτρα μετά το πατρικό μου, τίποτα δεν έμοιαζε να ‘ναι όπως πριν. Σαν να ήταν πια μια άλλη γειτονιά. Η παλιά συνοικία μας με τις αλάνες, τα χωράφια και τους χωμάτινους δρόμους, όταν ακόμα και στις λεωφόρους της έπαιζαν μπάλα μικρά παιδιά, είχε μετεξελιχθεί από «χωριό» μέσα στην πόλη σε αστική συνοικία. Συνεπώς, είχαν διαφοροποιηθεί κι οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι άνθρωποι πια κλείδωναν τις εξώπορτές τους, ακόμα κι όταν ήταν μέσα στα σπίτια τους.

Μόνο ο Νικολάκης ήταν ακόμα εκεί. Πάντα σε σταθερές ώρες και μέρες στη συμβολή Σολωμού και Μακρυγιάννη, καθισμένος σε κείνο το παλιό καρεκλάκι με το κασελάκι του ανάμεσα στα κοντά ποδαράκια του, περίμενε καρτερικά πελάτες. Κι αυτοί όλο και λιγόστευαν. Μόνο κάποιοι διπλανοί μαγαζάτορες και μικροεπιχειρηματίες από καιρό σε καιρό σήκωναν τα μπατζάκια για να τους γυαλίσει ο Νίκος τα παπούτσια, ως πράξη φιλανθρωπίας και μόνο. Ως αφορμή για να του δώσουν μερικά ψιλά, χωρίς να τον προσβάλουν, όπως έμαθα καλά από προσωπική εμπειρία. Γιατί ο Νικολάκης δεν δεχόταν γυμνή ελεημοσύνη…

Τα πράγματα έγιναν ως εξής: κάποια στιγμή προσπάθησα άτεχνα και στανικά, περνώντας από το πόστο του, να του αφήσω ένα σάντουιτς και λίγα χρήματα. Αντέδρασε πεισματικά, δεν τα δεχόταν με τίποτα. Είχα σταθεί από πάνω του, του είχα προτείνει τη σακούλα με το σάντουιτς, ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα και κάποια ψιλά, αλλά αυτός όχι μόνο δεν άπλωσε το χέρι να τα πάρει, αλλά έδειξε εκνευρισμένος. «Γυαλίσω παπούτσια, γυαλίσω παπούτσια», είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα να με κοιτάξει. Το κρατούσε καρφωμένο στα παπούτσια που φορούσα, κοιτώντας τα υποτιμητικά ή έτσι μου φάνηκε. Τότε συνειδητοποίησα πως ήταν αθλητικά περιπάτου. Είχα βγει βόλτα στην αγορά, τον πήρε το μάτι μου στη γωνιά του κι είχα την ατυχή έμπνευση και πρωτοβουλία, να του αγοράσω ένα σάντουιτς από τον απέναντι φούρνο και να του το προσφέρω μαζί με τα ρέστα που πήρα από την αγορά.

Ντράπηκα για τον τρόπο μου και για λίγο έμεινα αμήχανος μπροστά του. Ευτυχώς ένας μαγαζάτορας από δίπλα έσπευσε σε βοήθειά μου. Δεν ξέρω πώς κατόρθωσε να τον μεταπείσει, πάντως κράτησε μόνο το σάντουιτς. Τα χρήματα επ’ ουδενί. Ήταν αδύνατο να δεχτεί λεφτά ως ελεημοσύνη, όπως μου εξήγησε ο μαγαζάτορας. Έτσι, κάπως διευθετήθηκε η κατάσταση, αλλά έφυγα ντροπιασμένος και με σκυμμένο κεφάλι. Καλά, δεν καταλάβαινα τίποτα; Τόσες σπουδές, τόση εμπειρία δεν μ’ είχαν διδάξει ότι η αξιοπρέπεια δεν σχετίζεται με τον δείκτη νοημοσύνης; Αν ήταν έτσι, όλοι οι ευφυείς θα ήταν και αξιοπρεπείς.

-//-

Από εκείνο το επεισόδιο και μετά όλο έλεγα να περάσω από το πόστο του Νικολάκη φορώντας κατάλληλα παπούτσια για βάψιμο, αλλά συνεχώς το ξεχνούσα ή το ανέβαλα για την επομένη. Η τριβή της καθημερινότητας; Το γεγονός ότι ο Νικολάκης ήταν πάντα εκεί και δεν ζητούσε τίποτα από κανέναν; Η γνωστή μου αναβλητικότητα; Κάποιο είδος συναισθηματικής μου υστέρησης, για να μην πω αναπηρίας, που με αδρανοποιεί σε παρόμοιες καταστάσεις; Μπορεί όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια είναι και πως ως δάσκαλος δεν μπόρεσα και δεν δούλεψα ποτέ με μαθητές με βαριά νοητική υστέρηση. Με μαθησιακές δυσκολίες, όπως είχα κι εγώ κάποτε, σταθερά και επίμονα. Το απολάμβανα όσο τίποτα άλλο. Αλλά με νοητική υστέρηση ποτέ, μου ήταν αδύνατον. Ομολογώ ότι θαύμαζα τους συναδέλφους και τη γυναίκα μου που για χρόνια και μ’ όλη την ψυχή τους  δούλευαν με παρόμοια παιδιά κι όχι για τα γλίσχρα κίνητρα που κάποτε δινόταν από την Πολιτεία αλλά μέχρι εκεί. Ο διδασκαλικός μου ναρκισσισμός δεν μου το επέτρεπε. Γιατί περί ναρκισσισμού πρόκειται. Ένας ναρκισσισμός που εκδηλώνεται με την προσδοκία της δικαίωσής σου ως δάσκαλος, διαμέσου των μελλοντικών επιτευγμάτων των μαθητών σου. Πώς να τον τροφοδοτήσεις, όταν το σπουδαιότερο επίτευγμα που ενδεχομένως θα πετύχουν οι μαθητές σου στο μέλλον είναι η μερική αυτοεξυπηρέτηση ή να παίρνουν το λεωφορείο σε γνωστές διαδρομές χωρίς την βοήθεια τρίτου; Ποιος απ’ τους μαθητές με βαριά διανοητική υστέρηση θα είχε έστω απειροελάχιστη πιθανότητα να διακριθεί σε οποιοδήποτε τομέα στο μέλλον, ώστε διαμέσου αυτής της διάκρισης να ικανοποιηθεί η κοινή δασκαλίστικη φαντασίωση πως αποτέλεσες σημαντικό παράγοντα γι’ αυτήν του την επιτυχία; Και μην ακούσω τις γνωστές κοινοτοπίες περί παιδιών με ειδικές ικανότητες, γιατί εκνευρίζομαι. Δέστε το δεξί σας χέρι στην πλάτη σας- εφόσον, βέβαια, είστε δεξιόχειρες- και προσπαθήστε να κάνετε απλά πράγματα με το αριστερό. Τότε να δείτε πόσες ειδικές «δεξιότητες» διαθέτετε…

Δεν μπορώ να πω ότι μπήκα ποτέ στη θέση του Νικολάκη. Μεγάλες κουβέντες είναι αυτές χωρίς πραγματικό περιεχόμενο. Αλλά από ‘κείνο το απόγευμα στη βεράντα της θείας μου, ένιωθα ότι κάτι απροσδιόριστο με συνδέει μαζί του. Συνέβη όταν η θειά μου αναφέρθηκε στη σχεδόν ταυτόσημη ημερομηνία γέννησής μας. Τότε κι έσκασε στο μυαλό μου σαν χειροβομβίδα σε κλειστό χώρο. Άφησα το μπολ με το παγωτό που έτρωγα στο μαρμάρινο τραπέζι της Φλώρας για έμεινα να κοιτάζω αμήχανος και για αρκετή ώρα προς το μέρος του σπιτιού του. Κι αν στη θέση του Νικολάκη ήμουν εγώ; Αν εγώ είχα γεννηθεί με σύνδρομο Down; Εξάλλου, θέμα πιθανοτήτων ήταν και μόνο. Πόσα παιδιά επί τοις εκατό ή τοις χιλίοις γεννιούνται με αυτό ή άλλα σοβαρά σύνδρομα; Γιατί να μην ήμουν εγώ ένα από αυτά;  Εντάξει η μητέρα του Νίκου ήταν πολύ μεγάλη, όταν τον γέννησε, η δική μου μόλις είκοσι έξι χρόνων. Αλλά και πάλι αυτό δεν μπορούσε να αποκλείσει τίποτα. Ένα παιδί με σοβαρό σύνδρομο μπορεί να γεννηθεί κι από μητέρα νεαρής ηλικίας και πλήρως υγιή. Όλοι είμαστε πρωταρχικά παιδιά της Τύχης. Έτσι είμαι κι εγώ, έτσι κι εκείνος. Ό,τι αποτελεί την εικόνα που έχουμε γι’ τον εαυτό μας και θρέφει καθημερινά το ναρκισσισμό και το Εγώ μας, που γιγαντώνεται με το πέρασμα των χρόνων, ό,τι έθρεφε τον ναρκισσισμό μου από παιδί, ό,τι τον έκανε να θεριέψει ως ενήλικας και επαγγελματίας, δεν οφείλεται παρά στην Τύχη, τη Φύση, τον Θεό ή Εκείνον, τον Μεγάλο Φαρσέρ, που κανονίζει τα ανθρώπινα πράγματα και μετά γελάει εις βάρος μας. Διαλέξτε και πάρτε κατά τα γούστα και προτιμήσεις σας. Το αποτέλεσμα είναι ίδιο.

-//-

Εννοείται ότι όλα αυτά δεν τα σκέφτηκα τότε, εκεί στην αρχή της ενήλικης ζωής μου. Δεν ήμουν ακόμα σε θέση να το κάνω, η ηλικία μου και η εποχή δεν το επέτρεπαν. Εκείνο το απόγευμα απλά αισθάνθηκα να με δένει μαζί του μια περίεργη συγγένεια. Σαν να κινούμαστε παράλληλα στην ίδια αλάνα και η σκόνη της να καλύπτει τα πρόσωπά μας, καθιστώντας σταδιακά δυσδιάκριτα, συντήκοντάς τα τελικά στο ίδιο πρόσωπο. Ποιος ήμουν εγώ και ποιος αυτός; Κι αυτή η αίσθηση συγγένειας, όχι μόνο δεν με εγκατέλειψε με τα χρόνια, αλλά γινόταν ισχυρότερη στο πέρασμά τους. Ο τοίχος του εργοστασίου που έκανε το στενό της θειάς μου αδιέξοδο έπεσε, ο Νικολάκης κάποια στιγμή χάθηκε μυστηριωδώς-  για μένα τουλάχιστον- από τη συνοικία μας, όλα γύρω μας άλλαξαν, αλλά η αίσθηση του ότι κάτι με συνέδεε πάντα με τον συνονόματο, συνομήλικο και γείτονά μου Νικολάκη έμεινε αναλλοίωτη (τότε που ο όρος «γειτονία» είχε ακόμα νόημα).

Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που περνάμε όλο και πιο συχνά έξω από το κατάκλειστο και πλήρως εγκαταλελειμμένο πλέον σπίτι του, κάνοντας βόλτα με το σκυλί μας, συχνά σκέφτομαι, πως θα ήταν, αν εγώ είχα περάσει όλα μου τα παιδικά χρόνια εκεί, κλεισμένος κι αποκλεισμένος από όλους ως η ντροπή των δικών μου. Εξάλλου, όπως λένε και οι ειδικοί, μόνο αν φανταστούμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου, μπορούμε να τον καταλάβουμε. Μάλλον, να μας καταλάβουμε υποστηρίζω εγώ. Γιατί στη θέση του «άλλου» ποτέ δεν μπαίνουμε στην πραγματικότητα. Ξώφαλτσα μόνο, σαν τις γροθιές που ρίχναμε στις αλάνες. Γιατί το να κατανοήσεις πλήρως τον άλλο, ισούται με μεταφυσική, εξωσωματική εμπειρία, που λένε… Να κατανοήσουμε την τυχαιότητα αυτού που είμαστε και κατορθώσαμε να γίνουμε, ενδεχομένως με κόπο αλλά πάντα με πολύ τύχη και επειδή μας το επέτρεψε ο Μεγάλος Φαρσέρ, όπως διαλέγω να Τον λέω, αυτό ναι. Αλλά μέχρι εκεί.

Μάλιστα, την τελευταία φορά που περάσαμε με την Έφη και την Πίκα μας, έξω από το σπίτι του μια εικόνα, σωστότερα ένα μικρό φιλμ, αναδύθηκε από τα βάθη του υποσυνείδητού μου. Επιτέλους, είχα θυμηθεί κι είχα φορέσει ένα ζευγάρι κατάλληλα παπούτσια για λουστράρισμα κι είχα κινήσει για το στέκι του Νικολάκη. Βρίσκομαι ήδη στη διασταύρωση Μακρυγιάννη και Σολωμού και διασχίζω διαγώνια το δρόμο προς την απέναντι γωνία, όπου  περιμένει καρτερικά ο Νικολάκης κάποιον πελάτη. Περπατάω σκυφτός, ως συνήθως, και παρατηρώ τις άκρες των παπουτσιών μου με φόντο την άσφαλτο και μετά το πεζοδρόμιο. Επιτέλους, φτάνω εμπρός του μετά από μια αιωνιότητα, σηκώνω το δεξί μου πόδι και το αποθέτω στην ειδική θέση στο κασελάκι του Νίκου. Εκείνος αναζητώντας το βλέμμα μου σηκώνει τα μάτια και τότε συνειδητοποιώ ότι αυτός που με `κοιτάζει είμαι εγώ.

Λέτε κάπως έτσι να είναι η Κόλαση; Μια σισύφια επανάληψη των αμαρτιών, των παραλήψεων και των απουσιών μας; Αν πίστευα σ’ αυτήν ή τον Παράδεισο θα μπορούσα να το υποθέσω. Αλλά η ύπαρξη του Νικολάκη και η ταπεινή ζωή που πέρασε, χωρίς την  παραμικρή δική του επιλογή, δεν μου επιτρέπει να το κάνω. Γιατί δεν μπορεί. Δεν είναι δυνατόν. Ακόμα κι ο χειρότερος κι ο πιο εκδικητικός Μεγάλος Φαρσέρ, δεν θα έστηνε μια τόσο φρικτή φάρσα σε ένα τόσο καλό, ανθρώπινο πλάσμα. Μόνο και μόνο για να δοκιμάσει εμάς τους άλλους.

***Cover Photo by Guillaume de Germain on Unsplash

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular