Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 Οι κραυγές για να γραφτούν – για ν ‘ακουστούν – θέλουν σιωπή, ειδεμή θα’ τανε ψίθυροι σε βουητό ψυχορραγούσας θύελλας.

 

Είμαι η Μάχη. Έτσι νομίζω. Κι επιλέγω να πω αυτή την ιστορία τώρα. Απόψε τη θυμήθηκα. Να έτσι δα, ρίχνω λίγο λίγο φως στη νύχτα απ’ τις κιλοβατώρες της μνήμης μου. Θα’ μουν δε θα’ μουν δεκαοχτώ, μα θυμάμαι τα μισά, σα να κάνω πέρα δώθε μέσα στις φλόγες μ’ ένα ποτήρι νερό στο χέρι που προσπαθώ να ρουφήξω. Δεκαοχτώ, καλούτσικη ηλικία για ξεσκαρτάρισμα. Άριστη ηλικία για ταξίδια έξω, για φίλους ανήμερους, για ταχείς γνωριμίες, για γκόμενους. Καλή ηλικία για σπουδές και δουλειές του ποδαριού. Σκατά ηλικία για θάνατο.  

Εγώ τα καλοκαίρια μου δε τα’ δεσα με συνδετήρα απ’ τ’ αυτιά με θάλασσες, πλατείες και χορό. Τα’ πιασα σφιχτά με λάστιχο ενός σαράβαλου. Τα τύλιξα, τα’ στριψα σαν άντερα – γιατί μ’ έπιανε ναυτία έτσι κι αλλιώς απ’ το καμίνι – και τα’ πνιξα μέσα σε κατράμι, πηχτό πετρέλαιο. Πάνω σε μια καρότσα με λαμαρίνα χοντρή, κυματιστή ανώμαλη που μου διαγράμμιζε τα κόκαλα. Κι αέρας μπόλικος, ν’ ανασαίνουν εξήντα έλατοι σκασμένοι. Να μου παίρνει τα μαλλιά το ανεμοδούρι, να με τανύζει με τη φούρια του, μα πιο πολύ με θύμωνε που με ξεχνούσε πίσω. Που δε μ’ έπαιρνε μαζί του. Ο ηλίθιος. Απάνω στη καρότσα ανάσκελη, μπρούμυτη, δυνατή και ανήμπορη να μυρίζω αυτό το διαόλι. Κι απ’ το τζάμι οι οδηγοί. Αυτός κι αυτή. Ο πατέρας κι η μάνα τέλος πάντων. Κολλούσα πάνω στο τζάμι της καμπίνας να τους δω ή και μέσα απ’ το καθρέφτη. Σα να’ τανε βιτρώ το τζαμιλίκι κι αυτοί άχραντοι ξένοι θεοί, που δε τολμούσα ν’ ακουμπήσω. Αυτοί καλά, εγώ γκαπ γκουπ να χοροπηδώ όταν περνούσαμε βράχια και λάκκους. Αυτοί δε γύρναγαν να δουν, ήτανε σίγουροι πως ήμουνα καλά εκεί πίσω. Εγώ στο μεταξύ σακατεμένη. Γεμάτη με πετρέλαιο ως τη τραχεία. Ήτανε βέβαια κι αυτά τα κάγκελα που τους κάνανε πιο βέβαιους πως δε θα με χάσουνε. Πού να ξεστρατίσω με τα σιδερικά σε χέρια, πόδια και μυαλό. Και στο στόμα μια ραπτομηχανή. Κι όσο αυτή έραβε τόσο κάτι μέσα μου ξήλωνε. Κι από κει, απ’ το ξήλωμα δα, έτρεχε η ψυχή μου και λίγο λίγο την έχασα. Μαζί της χύθηκε κι η δύναμη κι άντε να τη μαζέψεις. Απορροφήθηκε αλλού: στη λαμαρίνα, στις ρόδες, στο τιμόνι του οδηγού. Και μ’ άφησε μετά ένα άδειο ξεφούσκωτο σακί. Δε βαριέσαι, η ενέργεια δε χάνεται μας μάθανε σχολείο, αλλάζει μόνο μορφή.

Εγώ τι μορφή να’ χω πάρει τώρα; Θα’ θελα να γίνω ένας λυγμός ή ένα δώρο. Πάντως δε θα’ θελα ποτέ να γίνω σκυλί ή καρδερίνα. Με τίποτα. Τι γιιατί; 

Ήμασταν νομίζω στο εξοχικό, στο σπίτι κάτι πεθαμένων θειάδων δε καλοθυμάμαι. Λάσπες πολλές, σάπια η φύση από μπουρίνια σεπτεμβριανά κι είχαμε λέει έναν μεγαλόσωμο σκούρο σκύλο, στο χρώμα της πρώτης τρύπας στην άμμο που βρήκες νερό ή της μυρμηγκοφωλιάς που ζύμωσες με τ’ άρβυλά σου – δε θυμάμαι σου λέω καλά. Ήταν ο σκύλος μας λέει καλόκαρδος και μεγάλος πολύ. Δε ξέρω πως, μα στα καλά καθούμενα βγαίνει αυτός, ο πατέρας δηλαδή, με μια καραμπίνα στα χέρια – εμείς παιδιά ξυπόλυτα έξω παίζαμε στις αμυγδαλιές κάτω – κι αρχίζει να ρίχνει. Πυροβόλησε μια… το ζωντανό έπεσε στις λάσπες και φώναζε. Κάτι μας έλεγε στη γλώσσα του. Αν θα γινόμουνα σκύλος θα γινόμουνα μόνο γι’ αυτό, για να μεταφράσω αυτό το ρημαγμένο γααααβ γααααβ. Εμείς φωνάζαμε να σταματήσει, εκείνος συνέχιζε πράος κι ήσυχος, σα ναρκωμένος πύθωνας. Σα να ευχαριστιόταν που κοιτάζαμε, μας έδειχνε κάπως τη πρόοδο του πεθαμού. Θέλαμε να βοηθήσουμε, αλλά μαζί φοβόμασταν μη μας έρθει καμιά αδέσποτη στο δόξα πατρί, κατά λάθος εξ’ επίτηδες. Τρέξαμε να κρυφτούμε στην αποθήκη – το βάλαμε κανονικά στα πόδια, τα τομαράκια! – γεματή σκόνη, που παραδόξως την βάφτιζε ένα κατακίτρινο μεσημεριάτικο φως. Βάλθηκα να παρηγορήσω την αδερφή μου που έκλαιγε. Τέτοιο κλάμα δεν έχω ξαναδεί. Πήγα ξανά στη πόρτα να δω τι γίνεται έξω. Αυτός πυροβολούσε ξανά και ξανά το σκυλί, κι αυτό ως εκ θαύματος ή ως εκ πείσματος δε πέθαινε. Σαν άνθρωπος πάλευε να’ ρθει να μας βρει στην αποθήκη. Ίσως και να’ νιωσε την αγάπη μας. Λες γι’ αυτό να το σκότωσε αυτός; Επειδή τ’ αγαπούσα; Τώρα το σκέφτηκα αυτό. Λίγο πριν φτάσει στη πόρτα μας σωριάστηκε στο πλατύσκαλο και κούρνιασε σαν ταλαίπωρο μωρό. Ήταν η πρώτη μου θανή. Θα’ μουν δε θα’ μουν έντεκα χρονώ.  

Ένα απόγευμα, άλλο πάλι, σε μια νότια θάλασσα, εγώ κι η μάνα σε περίπατο μάλλον, σαν εκείνους που συνηθίζαμε γύρω στα δεκατέσσερά μου. Αμίλητες βέβαια, όχι περιττές κουβέντες και μυστικά, ήμαρτον. Καθόμασταν στην άμμο να σωθεί η ώρα, να γυρίσουμε πίσω. Και κάπως μες την ησυχία, ποια πρώτη το κατάλαβε, πως από κάτω μας ήταν χωμένα λέει αυγά. Αυγά πιο μεγάλα απ’ της κότας και πιο μυτερά. Άρχισα την εκταφή τους σβέλτα με δυο χέρια βρόμικα απ’ το αίμα ενός φραγκόσυκου. Τα’ πιανα, ήταν στο χρώμα του κεριού που ευχήθηκες τα όνειρά σου κι είχαν τη μυρωδιά του ιδρώτα σου μετά τον πρώτο σου έρωτα. Νόμιζα πως ήταν χελωνάκια. Ήταν πάρα πολλά, μιλιούνια από κάτω μας και σαλεύανε την άμμο, σα να μας σουρώνανε, απ’ την ανάποδη όμως. Όταν φανήκανε και σκάσανε – σάματις φοβάμαι μη με περάσεις για τρελή, νομίζεις; Σιγά – ε, βγαίνανε από μέσα καναρίνια μωρά. Με φτέρωμα έτοιμο ξανθό. Αλλά δε ξέρω πως μου’ ρθε κι αντί να τ’ αφήσω να πετάξουν τα’ ριχνα ένα ένα στη θάλασσα να δω αν κολυμπάνε. Έβγαλα ένα λίγο πριν πνιγεί κι αυτό. Τα άλλα φουσκωμένα στον αφρό ακούνητα με τα ποδαράκια τους απάνω πρησμένα σαν φλεβίτσες της θάλασσας. Γέμισε η άρμη της θάλασσας φτερά και ράμφη κερένια. Η μάνα ασφαλώς ποτέ της δε μου’ συγχώρεσε το λάθος, γιατί ήθελε καρδερίνες κι εγώ ήμουνα έτοιμη για χελώνες. Αμ πώς; Άμα δε συνεννοείσαι αυτά παθαίνεις. Λυπάμαι.  

Τουλάχιστον κράτησα μια καρδερίνα, αυτή που άρπαξα απ’ το νερό. Νεκρή – και λάθος μου – ας ήταν εγώ είπα θα την αγαπούσα. Μα δεν ήταν ψόφια εν τέλει. Έτσι λέγαμε σ’ αυτούς. Εκείνη είχε ταχθεί με το μέρος μου, ν’ ακούει τα μυστικά και το πόνο μου. Αχ τον πόνο μου. Της μίλησα για το σκυλί, για τη ανάσα μου που λίγωνε σαν έβλεπα πως μεγαλώνω. Της τα’ πα όλα. Κάθε που έκλαιγα μου τσίμπαγε τα μάτια, κάθε που μούγγαινα μου κελαηδούσε. Κι όταν μου’ λέγαν πως δε μπόραγα, αυτή με κοίταζε με το ένα μάτι και με τη βραχνή απ’ τον μισοπνιγμό φωνή ψιθύριζε: ο θρήνος είναι πολυτέλεια, θέλει λιβάνια και λικέρ κεράσματα κι εσύ ακριβά έχεις μόνο πληγώματα, κοίτα να τ’ ανταλλάξεις με φτερά, να βρεις κουρέλια και παπούτσια να φτάσεις. Να φτάσω πού, τη ρώταγα κι αυτή πετούσε μακριά, και μ’ άφηνε μ’ έναν οίκτο να ζω αλλιώτικο, τονωτικό. Γυρνούσε μόνο σε περιόδους κυνηγιού. Κι έφερνε μαζί της σμήνη ολόκληρα με καρδερίνες. Γλεντούσανε παράδοξα μέσα στο πανηγύρι των σφαιρών, περνούσανε ξυστά τα καραφλά κεφάλια των κυνηγών, τα σαλιωμένα δόντια των κυνηγόσκυλων και κορδωνόντουσαν απάνω στις κάνες των όπλων. Να έτσι, σαν μικρά ελεύθερα αγάλματα, που δεν τρόμαζαν, μονάχα θύμιζαν κάτι παλιό. Άλλες σωριάζονταν στα βράχια σαν ματωμένα στουπιά, με τα βόλια των πολεμοχαρών κουμπιά στα πούπουλά τους. Κι εγώ πήγαινα και τις μάζευα. Μία μία. Φυλαγόμουνα απ’ τις σφαίρες, απίθωνα τα κίτρινα θηράματα – όχι δικά μου βέβαια – στα βράχια και μία μία τις έπιανα και τους άνοιγα τα φτερά. Να έτσι, σαν μικρές ελεύθερες σαΐτες. Και τις έκανα πάλι να πετούν. Να κελαηδάνε. Μετά τις έπιανα απ’ το κεφάλι – αν ήταν βέβαια απείραχτο από σκάγια – και τις έβαζα να φάνε, χορταράκια, μικρά ψόφια έντομα, να πιουν νερό από καμιά τρυπούλα. Κι έτσι νόμιζα πως τις ζωντάνευα. Στ’ αλήθεια το πίστευα. Έπειτα, άνοιγα πάλι άλλη μια φορά τις μικρές φτερούγες τους και τις θρόνιαζα αγέρωχες πάνω στις κουντουρδιές.  Αυτές δε μ’ έβλεπαν, είχαν τα μάτια σφαλισμένα. Βασιλεμένα κάπως, κάπως σα να οραματίζονταν χρησμούς. Τι βλέπανε άραγε; Εγώ βέβαια νόμιζα ότι θα τα ξανάνοιγαν σύντομα. Κι έβρισκα την ευκαιρία ανάμεσα στο σφάλισμα και στο ξανάνοιγμα – που φυσικά ποτέ δε θα γινόταν – να τρέξω αστραπή. Να εξαφανιστώ. Να μη με δουν να φεύγω και στεναχωρηθούν, οι φίλοι μου. Να μη με πάρουν στο κατόπι. Και τις άφηνα εκεί. Κρατούσα αυτή την εικόνα μέσα μου, όχι την άλλη με τα αίματα στα φτερά τους. Την άλλη μέρα ξαναπήγαινα στο κυνήγι, με τον πατέρα μου, να ξανακάνω την ίδια δουλειά. Το ίδιο κουραστικό παιχνίδι της νεκρανάστασης.

Αυτά τώρα συμβαίνανε όταν ήμουνα ακόμα πιο μικρή. Εφτά χρονώ, κάπου εκεί. Πού να’ ξερα πως τώρα, είκοσι τόσο πια, αυτό το παιχνίδι θα το ξανάβγαζα στην επιφάνεια, με φόρα αυτή την φορά, γιατί μου είναι αναγκαίο. Όταν ντεραπάρισε το αμάξι και βρέθηκε η καρότσα του αμαξιού από πάνω μου να με ραίνει με τα λάδια της, εγκλωβισμένη κι ακίνητη, δε μπορούσα τίποτα άλλο να σκεφτώ, παρά πόσο θα’ θελα τώρα δα να’ μουν μια σταλιά καρδερίνα για να μπορέσω να ξεφύγω από τη τρύπα που έβλεπα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Κι όπως με πλάκωνε η πλάτη του γέρικού μας αμαξιού – ένα φορτηγάκι με τα διπλά μου χρόνια που ξερόβηχε στις ανηφόρες – έστριβα το κεφάλι μου ανάποδα να δω μπροστά στη καμπίνα, πίσω απ’ τα βιτρώ. Να δω τι απέμεινε. Κι έβλεπα δυο κούκλες με μάτια κλειστά, να’ χουν απλώσει τα σπλάχνα τους προς τα έξω, να χουν τρυπήσει το παρμπρίζ και να’ χουν ξεφυτρώσει τα μαλλιά τους στο δρόμο. Με χέρια αλλιώτικα σα να με χαιρετούσανε. Πού πάτε; Μου’ ρθε να φωνάξω, αλλά γύρισα πάλι τα μάτια μου στη θέση τους, καρφωμένα στη καρότσα που με κουκούλωνε σα φέρετρο και με θήλαζε πετρέλαιο. Ήθελα να φύγω πάλι, να τρέξω. Να πάω να τους πιάσω, κι όπως τις καρδερίνες να πάω να τους στήσω τα πόδια να τρέξουν, να τους τεντώσω τα χέρια να πετάξουν και να τους βάλω να κάτσουνε – όσο μεγάλοι κι αν ήταν – στη παραλία που δεν είχαμε προφτάσει να πάμε για μπάνιο. Να τους βάλω έτσι δα αγκαλιασμένους και μετά πριν ανοίξουνε τα μάτια τους, να τρέξω γρήγορα αστραπή, για να τους θυμάμαι για πάντα έτσι: αγκαλιά μέσα σ’ ένα κοπάδι χελώνες – που αργότερα διάβασα πως συμβολίζουν τη μακροημέρευση, και τους αρραβώνες του ουρανού και της γης.  

Αλλά πια αιχμάλωτη βρέθηκα στο κλουβί κι έπρεπε ένα μερόνυχτο σχεδόν να τα δω όλα. Όλα. Γιατί έρημος ο δρόμος και σπάνια περνούσανε τ’ αμάξια. Κι όσο κι αν κραύγαζα τίποτα δεν άκουγε. Τίποτα δεν απαντούσε. Ήταν σα να με τιμωρούσε ο πατέρας τελικά, που του ζωντάνευα τις καρδερίνες που σκότωνε στο κυνήγι. Τώρα μ’ εγκλώβιζε να μάθω να πεθαίνω. Να μάθω πως πεθαίνουν. Γι’ αυτό μ’ έπαιρνε μαζί. Γι’ αυτό μου σκότωσε το σκύλο. Για να μάθω. Μα δε με δίδαξε σωστά. Μάθε μου πρώτα να ζω, έπρεπε να’ χω πει. Και τώρα θα’ μαι δε θα’ μαι τριάντα δύο. Καλή ηλικία για ξεσκαρτάρισμα, για στέριωμα, για τρέξιμο, αλλά μου είναι ακόμα αδύνατο να απαντήσω σ’ εκείνο το πού να φτάσω και να μεγαλώσω, τόσο που φοβάμαι.   

 

 

***Ο Δημήτρης Βιτζηλαίος γεννήθηκε το 1993 στην Πάρο, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε Επιστήμες της Αγωγής και Κοινωνιολογία των Κοινωνικών Μειονοτήτων, ενώ συνεχίζει με σπουδές στην Ψυχολογία και την Ειδική Αγωγή. Εργάζεται με παιδιά και εφήβους με μαθησιακές και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες. Ποίηση και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά.

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular