Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Μεσημέρι, στα τέλη του καλοκαιριού το 1963.

Το χώμα στους δρόμους είχε ανοίξει απ` το λιοπύρι κι έχασκε άνυδρο. Κανονικά η γειτονιά τέτοια ώρα κοιμόταν, τα ξώφυλλα ήταν κουφωτά παραδομένα στον ήλιο και τα στρώματα μουσκεύονταν απ’ τα ιδρωμένα σώματα.

Κανονικά…  

Σήμερα όμως γινόταν μεγάλος καβγάς κι όλη η γειτονιά ήταν στο πόδι. Είχαν μαζευτεί όλοι μπροστά απ’ το σπίτι της Πόλυς της παστρικιάς. Τα παράθυρα ήταν διάπλατα κι ο κόσμος είχε στριμωχτεί για να μην χάσει το θέαμα. Εγώ χώθηκα ανάμεσα στα σκέλια της Γιαννούλας μιας γεροντοκόρης που έμενε μια μεσοτοιχία από μας. Μέσα στο σπίτι έπεφτε άγριο ξύλο, η χοντρή η Στάσα είχε πιάσει απ` τα μαλλιά την Πόλυ και την στριφογύριζε γύρω απ` το στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας.

Τραπεζομάντηλο, πιάτα ποτήρια, κουταλοπήρουνα όλα χόρευαν ανάλογα με τα τραβολογήματα που τους έκαναν οι δυο γυναίκες. Πουτάνα, φώναζε η Στάσα τον δικό μου άντρα βρήκες ν` αρμέξεις που `χει τρία παιδιά να θρέψει;  

Παλιοβρόμα, ούρλιαζε, και εκσφενδόνιζε κατάρες και απειλές και συγχρόνως της τραβούσε με δύναμη την μπλούζα μετατρέποντάς την σε κουρέλια.

Το περιστατικό τέλειωσε όταν η Πόλυ έφτυσε στ` αλήθεια αίμα και η Στάσα έπαθε δύσπνοια απ τον πολύ ζάλο. Αφού κατάλαβε ότι δεν αντέχει άλλο να μάχεται, της έδωσε μια κλωτσιά στα ψαχνά, την έφτυσε στο στόμα, σκούπισε τα σάλια της, σφύριξε ένα τσούλα απ` τον θεό να το `βρεις και βγήκε απ` το σπίτι. Η έρμη η Πόλυ έμεινε πεσμένη στο μωσαϊκό με τα στήθια εκτεθειμένα και το στόμα της να στάζει αίμα. Τότε, η Γιαννούλα έδωσε ένα σάλτο κι όρμησε μέσα στο σπίτι. Χαμπάρι δεν είχε πάρει ότι είχα σφηνώσει το κεφάλι μου ανάμεσα στα σκέλια της, και παραλίγο να μου το ξεκολλήσει. Έκλεισε με βρόντο την πόρτα πίσω της και ίσα που πρόλαβα να συρθώ μέσα, έπειτα έδιωξε τον κόσμο που είχε κρεμάσει τα κεφάλια του μέσα απ` τα παράθυρα και τα έκλεισε ένα-ένα.

Η Πόλυ μόλις την είδε από πάνω της έσμιξε μες τις χούφτες τα βυζιά της και της είπε φοβισμένα, αφήστε με κυρία Γιαννούλα δεν έκανα τίποτα κακό. Να, δείτε έλεγε ξεψυχισμένα, πάνω στο κομοδίνο είναι μόνο μια δραχμή. Τόσα του ζήτησα να μου δώσει, μόνο και μόνο, για να μην του τσαλακώσω το φιλότιμο και νομίζει ότι τον λυπούμαι και τον αφήνω να με παίρνει τζάμπα. Η Γιαννούλα την έπιασε απ` τα χέρια και προσπαθούσε να την βάλει να κάτσει στην καρέκλα της κουζίνας. Η Πόλυ τρέμοντας σαν το ψάρι συνέχισε ν` απολογείται. Εγώ να ξέρετε είχα δώσει όρκο να μην κάνω τίποτα το επιλήψιμο στο σπίτι μου μέσα. Ήθελα να το κρατώ καθαρό για να ξαλαφρώνει και μένα η ψυχή μου. Αυτός ήρθε μια μέρα στην πιάτσα και με διάλεξε, εγώ στην αρχή δεν τον γνώρισα. Όταν έγινε ότι έγινε, εκείνος μου είπε ότι είναι γείτονας κι έπεσε στα πόδια μου να μην τον μαρτυρήσω. Δεν το `χω σκοπό, ούτε σε ξέρω, ούτε έχω και με κανέναν στην γειτονιά νταραβέρι, τον καθησύχασα, και τον κέρασα ένα τσιγάρο. Από τότε ερχόταν κάθε Σάββατο πριν πάει στην αγορά, νομίζω ότι είχε πιο πολύ ανάγκη να μου μιλάει παρά, καταλαβαίνεις…

Η Γιαννούλα είχε σκίσει μια πετσέτα και το ένα κομμάτι το πίεζε πάνω στα σκισμένα χείλη που τρέχανε αίμα και το άλλο κομμάτι το `χε βρέξει και της καθάριζε το σαγόνι. Άστα αυτά τώρα, άσε να σε κάνουμε άνθρωπο πρώτα, της είπε και ταυτόχρονα γύρισε σε μένα και με προειδοποίησε ότι δεν πρέπει να τα ακούω αυτά, κι ότι αν το μάθει η μάνα μου θα με σκοτώσει και μένα κι εκείνη. Από που θα το μάθει της είπα δεν έχει έρθει ακόμη απ` την δουλειά. Δεν νομίζω ότι την ένοιαζε η απάντησή μου, γιατί δεν μίλησε, τράβηξε σιωπηλή προς την κρεμάστρα πήρε μια ρόμπα και προσπαθούσε να την φορέσει στην Πόλυ. Εκείνη σωριασμένη στην καρέκλα συνέχιζε να εξιστορεί τα γεγονότα με μια φωνή υπόκωφη βγαλμένη θαρρείς απ` τον κάτω κόσμο.

Την περασμένη βδομάδα που ήρθε, συνέχισε, δεν μπόρεσε, καταλαβαίνετε, ίδρωνε και ξίδρωνε τίποτα, με κάτσιασε. Τότε πήρα την απόφαση και του είπα να `ρχεται εδώ, να μην χάνω κι εγώ το μεροκάματο μου κι εκείνος να μην πληρώνει άδικα, φτωχός άνθρωπος. Η Γιαννούλα αφού τέλειωσε με το ντύσιμο της, έβαλε ένα ποτήρι κρύο νερό. Ορίστε, της είπε, πιες να συνέλθεις κι άστα αυτά δεν είσαι υποχρεωμένη να μου πεις, δικός σου λογαριασμός, εγώ μόνο σε περιθάλπω για να `χω την συνείδηση μου καθαρή και να λογοδοτώ χωρίς τύψεις στον Θεό. Θέλω να σας πω, πρέπει να σας πω, επέμεινε η Πόλυ κάντε ακόμη ένα καλό να μ` ακούσετε.

Τόσα χρόνια πάλεψα πάνω σ` ένα στρώμα γι` αυτό το σπίτι. Δέχτηκα χιλιάδες διεισδύσεις και…, δεν συνέχισε, γιατί την σταμάτησε απότομα η Γιαννούλα, ενώ αμέσως γύρισε προς τα μένα. Τράβα πίσω να ποτίσεις τα λουλούδια μου είπε και μόλις τελειώσω θα σε φωνάξω για να σε πάω σπίτι σου. Έφυγα αλλά δεν πήγα στην αυλή, στάθηκα σε μια γωνιά στο σκοτεινό φις κι άκουγα τα ψελλίσματα της Πόλυς.

Καλά κάνατε είπε στην Γιαννούλα, παρασύρθηκα και παρέβλεψα ότι μας ακούει, ίδια γίνομαι κι εγώ ίδια, ψιθύρισε η Πόλυ και συνέχισε να εξομολογείται. Χιλιάδες άντρες ανέβηκαν πάνω μου και οι περισσότεροι ήταν βάναυσοι, ωμοί, τα ζώα μπροστά τους είναι χίλιες φορές πιο… πιο συμπονετικά. Στην ζωή μου δεν θέλησα τίποτα, ούτε οικογένεια ούτε παιδιά ούτε φιλίες τίποτα-τίποτα. Ήταν για μένα όλα αυτά ένα τελειωμένο κεφάλαιο, κλειστό. Το μόνο που ήθελα ήταν ένα σπίτι να το νοικοκυρεύω, ν` ανοίγω τα παράθυρα να βλέπω την ανατολή και να μυρίζω τους λεμονανθούς. Τίποτα άλλο, και να που τώρα το χάνω…

Η Γιαννούλα χτυπούσε τα κατσαρολικά και δυσκολευόμουν ν` ακούσω. Όταν σταμάτησε, της είπε, πιες λίγο τσάι να τονωθείς. Θα σ` ακούσω, συνέχισε να της λέει αλλά μην περιμένεις από μένα να σε δικαιολογήσω, ο καθένας όπως στρώνει κοιμάται. Όχι ,όχι δεν ζητάω τίποτα, μόνο να τα πω, να μιλήσω θέλω, ικέτευσε η Πόλυ. Η Γιαννούλα δεν μίλησε κι εκείνη συνέχισε, δεν ζητάω συμπόνια, δεν μου λείπεται. Ξέρω καλά ποια είμαι και μέχρι που φτάνει η δύναμη μου. Από μένα δεν θα ακούσεις να καυχιέμαι για την δουλειά μου όπως άλλες που λένε ότι άντρεψαν στρατιές αγόρια λες κι αυτό είναι κανέναν ανδραγάθημα. Ούτε θα κλαφτώ για την κακιά μου τύχη που μ` έφερε στο πεζοδρόμιο γιατί ξέρω από πρώτο χέρι ότι άλλες γυναίκες για να γεμίσουν την κατσαρόλα τους φαί σαπίζουν στις ξένες σκάφες μεροδούλι-μεροφάι. Εγώ δεν αξίζω ούτε για να γλύψω το σάλιο τους. Μόνη μου διάλεξα την ζωή μου, παραδόθηκα άνευ όρων κι έκανα το κορμί μου δρόμο, λεωφόρο για ιππείς.

Έχω μια αδελφή, Ασπασία την λένε εκείνη είναι απ` άλλο χαρμάνι έπιασε την ζωή και την έστυψε, την άρμεξε. Θυμάμαι όταν η μάνα μας, μας κράταγε τα χέρια με δύναμη μες το παγωμένο νερό της σκάφης, για να μας μάθει πως να βγάζουμε το ψωμί μας τίμια, εκείνη έκανε τα χέρια της γέφυρες πάνω στα δικά μου, για να με προστατεύσει απ` τον πόνο. Η μάνα μας ήταν σκληρή, είχε μια καρδιά μπετόν αρμέ, ένεκα οι συνθήκες όπως έλεγε η Άσπα. Εκείνη όλα τα ανεχόταν καρτερικά… ακόμα κι όταν η μάνα μας σφύριζε σαν το φίδι απειλητικά και μου `λεγε με ωμότητα ότι θα καταντήσω παλιοπουτάνα σαν την Ζαχαρούλα, να με τρυγάνε τα δίποδα κτήνη και να σαπίζω σ’ ένα παλιοντίβανο, ακόμα και τότε η αγαπημένη μου αδελφή, μου έκλεινε το μάτι τρυφερά για να μην σκιάζομαι. Γιατί βλέπεις ήμουν ακόμα ένα μικρό παιδί που δεν νοούσα πολλά απ` αυτά που ξεστόμιζε η μάνα μας.

Η Ζαχαρούλα έμενε πιο κάτω στην γωνία, το σπίτι της ήταν περικυκλωμένο από κατακόκκινες τριανταφυλλιές. Ήταν ένας όρθιος σκελετός και κρατούσε μόνιμα ένα τσιγάρο στο χέρι, έμοιαζε με ξωτικό. Όποτε περνούσαμε από μπροστά εγώ προσπαθούσα να δω τι κρυβόταν πίσω απ’ τις κλειστές κουρτίνες. Η Άσπα μου έσφιγγε το χέρι και μ` έβιαζε να προσπεράσω, αλλά εγώ με το ξερό μου το κεφάλι επέμενα να κοιτώ. Τις περισσότερες φορές η μάνα μας το `παιρνε χαμπάρι και τότε σήκωνε το βαρύ της χέρι και με χαστούκιζε τόσο δυνατά που τ` αυτί μου βούιζε για πάνω από δυο μέρες.

Φάε μια κουταλιά την διέκοψε η Γιαννούλα ,το σπίτι μοσχομύριζε ρυζόγαλο … Ένα απόγευμα μ` έστειλε να πάρω πράσινο σαπούνι για την μπουγάδα είπε σαστισμένη η Πόλυ, ήξερα ότι με κατασκόπευε απ` το παράθυρο, για να δει αν θα κοιτάξω το απαγορευμένο σπίτι. Δεν το χα κανένα σκοπό, γιατί το αυτί μου δεν είχε γιάνει ακόμη απ` το τελευταίο φούσκο κι ούτε είχε προλάβει να καταλαγιάσει ο φόβος μέσα μέσα μου, αλλά μια γνώριμη σκιά μου τράβηξε το βλέμμα. Γύρισα το κεφάλι μου, σαν τον πατέρα μου είναι σκέφτηκα, σάστισα, κοκάλωσα το βήμα και κοίταξα με θράσος. Ναι αυτός ήταν, περίμενε σκυφτός έξω απ’ την πλαϊνή πόρτα μέχρι που το χέρι της Ζαχαρούλας τον τράβηξε μέσα. Αυτή η εικόνα ήταν πιο βάναυση κι απ’ το χαστούκι της μάνας μου.

Προσπέρασα βιαστικά, κι έλεγα συνέχεια, ο πατέρας μου είναι δίποδο κτήνος, ο πατέρας μου τρυγά παλιοπουτάνες, ο πατέρας μου δίνει αλλού τα λεφτά του κι’ όχι στα παιδιά του που περπατούν χειμώνα καλοκαίρι με τα ίδια μπαλωμένα παπούτσια. Έτσι επαναλάμβανα συνέχεια τα λόγια της μάνας μου, σαν χαλασμένος δίσκος. Δεν πήγα στο μπακάλικο, έστριψα στην επόμενη γωνία και πέρασα απέναντι στον μεγάλο δρόμο. Τα φώτα στις κολώνες είχαν ανάψει, με μαγνήτισαν κι’ οδήγησαν μακριά τα βήματα μου. Ήμουν δεν ήμουν στα δέκα πέντε…

Μια κουταλιά έχει μείνει ακόμη, την διέκοψε η κυρά Γιαννούλα έλα φάε την να σε μαλακώσει. Έχουν περάσει κάπου τριάντα πέντε χρόνια από τότε, συνέχισε εκείνη λες και δεν την άκουσε, γνώρισα και γνώρισα ανθρώπους δεν γύρεψα πότε τίποτα από κανέναν, την δουλειά μου την δουλειά τους, ούτε έρωτες ούτε αγάπες ούτε περίσσια λεφτά. Δεν ήταν που δεν τα άξιζα ουρές κάνανε για μένα αλλά δεν τα `θελα. Η Γιαννούλα την σήκωσε για να την πάει στο κρεβάτι, εκείνη έτρεμε έσερνε τα πόδια της κι ήταν έτοιμη να κυλιστεί στο πάτωμα, κι έβλεπα την Γιαννούλα πως την κρατούσε με δυσκολία. Τότε άφησα πίσω τα προσχήματα κι έτρεξα να βάλω ένα χεράκι, όσο μπορούσα, παιδί πράμα εγώ κι εκείνη μια γυναίκα νταβραντισμένη. Τελικά τα καταφέραμε την σκεπάσαμε και κάτσαμε στην κουζίνα να την θωρούμε που έκλαιγε και συνταρασσότανε το στρώμα. Όταν αποκοιμήθηκε, η κυρά Γιαννούλα συμμάζεψε την κουζίνα κούφωσε τα πατζούρια να παίρνει αέρα το σπίτι έκλεισε την πόρτα και με πήγε σπίτι μου.  

Ο ήλιος ήταν ακριβώς πάνω από το καμπαναριό της εκκλησίας κι η μάνα μου όπου να `ναι θα φαινόταν στην βρύση. Έκανε πάντα εκεί μια στάση για να γεμίσει τον τενεκέ με το νερό, λούφαξα λοιπόν στο σπίτι και την περίμενα. Η Πόλυ εξαφανίστηκε, σφράγισε το σπίτι της και χάθηκε στην ανωνυμία της πόλης, δεν την ξανάδαμε ποτέ. Οι λεμονανθοί κιτρίνιζαν και σάπιζαν στα πλακάκια της αυλής.

Η Γιαννούλα, όπως πάντα κάθε απόγευμα περνούσε απ` το σπίτι μας μπροστά, άλλαζε δυο κουβέντες με την μάνα μου και πήγαινε στην εκκλησία ν` ανάψει ένα κερί. Εκείνη μόλις την έβλεπε να ξεμακραίνει έλεγε στον πατέρα μου, ότι η Γιαννούλα παρακαλούσε την Παναγία να της βρει έναν άνθρωπο για να μοιραστεί την μοναξιά της. Την είχε λέει «πειράξει» όταν ήταν μικρή ο θείος της κι έτσι χαλασμένη καθώς ήταν, δεν την έπαιρνε κανείς για γυναίκα του. Ο πατέρας μου πήγαινε να της αντιγυρίσει κάτι πάνω σ` αυτό, αλλά εκείνη τότε μόνο θυμόταν ότι ήμουν κι εγώ μπροστά και του έλεγε, σώπαινε δεν είναι αυτές κουβέντες για να τις ακούνε παιδιά. Εγώ όμως ήξερα ότι η Γιαννούλα δεν γύρευε απ` την Παναγία σύντροφο, ούτε παντρολογήματα κι οικογένειες για εκείνη ήταν όλα αυτά «ένα κεφάλαιο τελειωμένο, κλειστό». Ένα κερί άναβε, έτσι, για να φεγγάει σε κάθε ψυχή που περιπλανιόταν στον «πάνω» κόσμο.

Αυτά θυμάμαι πάνω κάτω για την Πόλυ.   

Πολυξένη, αυτό ήταν τ` όνομά της, είπε χαμηλόφωνα, η κυρία Ασπασία που μ` άκουγε προσεχτικά ενώ συγχρόνως μάζευε τα ρούχα της αδελφής της. Τ ` ακούμπαγε στο στήθος της, τα μύριζε κι ύστερα τα τοποθετούσε προσεχτικά σ` ένα ξύλινο μπαούλο. Σ` ευχαριστώ μου είπε και στέναξε. Τώρα τι θα κάνετε τόλμησα να της πω, το σπίτι; Το σπίτι τ` άφησε στα παιδιά της Στάσας, ήρθα να πάρω τα ρούχα της, είπε, κι ένα κλαρί απ`την λεμονιά…

 

Η Άννα Βήτα γεννήθηκε το 1962 στα Δυτικά Προάστια της Αθήνας. Σπούδασε Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων και εργάζεται σε  εμπορική επιχείρηση. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια ραδιοφωνικής παραγωγής, στιχουργικής, και θεατρικής γραφής. Ασχολείται με το θέατρο, ως μέλος θεατρικών ομάδων όπως είναι η Πειραματική Σκηνή-Ανδρέας Βαρούχας και το θεατρικό εργαστήρι του Εθνικού Θεάτρου.  Σε δύσκολες περιόδους καταφεύγει στην τέχνη της σιωπής όπως έχει ονομάσει την ζωγραφική. Έχει γράψει δύο θεατρικά έργα, πολλά μικρά διηγήματα, μονολόγους και ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Λατρεύει την ποίηση και θεωρεί στέρφα την μέρα που στην διάρκεια της δεν θα καταφέρει να γράψει έναν στίχο…

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular