Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

φανταστική συνάντησις του Γεωργή και της Μάσσιγγας εις μνήμην και ύφος Γεωργίου Βιζυηνού  

 

Μπήκα στο νεκροταφείο την ώρα που σουρούπωνε. Το ύστατο φως μου θάμπωνε τα μάτια∙ δεν ήξερα πού να στραφώ. Ευθύς αμέσως μετά την κηδεία του παππού επέστρεψα στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά με τι μάτια αντίκριζα πλέον τα ραφτικά μου σύνεργα, τον μάστορη που υπομειδιούσε διαρκώς κοιτάζοντάς με, το εργαστήρι που φούσκωνε την ψυχή εντός μου και ήθελε να την κάνει να πεταχτεί, να φτάσει στην τούμβα του παππού και να φωνάξει τον άγγελο.

-Έλα, θε να του ’λεγα. Έλα να παλέψουμε για την ψυχή του παππού μου. Και σαν νικήσω, μου τον φέρνεις πίσω. Κι αν χάσω, με παίρνεις κι εμένα μαζί σου.

Πολλές φορές οι ζωντανοί βλέπουνε, λέει, τους πεθαμένους. Έψαχνα στα τυφλά τον τάφο του παππού, γιατί είχαν ήδη παρέλθει δέκα μήνες από τότε, και καθόλου δεν θυμόμουν προς ποια μεριά είχε δώσει η γιαγιά εντολή να τον θάψουν. Η νεκρική σιγή και το ελάχιστο φως με έκαναν για μια στιγμή να πιστέψω πως τον είδα να μου γνέφει. Άκουσα μάλιστα και τη φωνή του.

-Προς τα εδώ. Προς τα εδώ, Γεωργάκη μου. Άντε και σε πεθύμησα.

Συμμάζεψα την ψυχή μου όσο μπόρεσα -γιατί ακόμα δεκαετές παιδί ήμουν και δεν ήξερα τελικά αν θα μπορούσα να τα βάλω με τον άγγελο, αν τώρα δα εμφανιζόταν μπρος μου- και τράβηξα προς τ’ αριστερά. Έξαφνα ένα τρανταχτό γέλιο, ίδιο με των αερικών, με συντάραξε. Κρύος ιδρώτας με έκοψε∙ ο άγγελος είχε δεχτεί την πρόκλησή μου… Το γέλιο ξανακούστηκε πιο δυνατό. Μα ύστερα μια φωνή, ανθρώπινη τούτη τη φορά:

-Σταμάτα, Μάσιγγα παιδί μου, κηδεία έχουμε. Τι σ’ έπιασε πια;

-Καλά, σταματώ, είπε η φωνή του αερικού. Πάω να βρω τη βρύση να πλυθώ.

Κρύφτηκα πίσω από ένα κυπαρίσσι, γιατί στ’ αλήθεια δεν πίστευα πως αυτό το πλάσμα που πλησίαζε προς το μέρος μου ήταν άνθρωπος. Είχε ένα παράξενο σουλούπι, ούτε με παιδί έμοιαζε ούτε με γυναίκα (γιατί σίγουρα ήταν θηλυκό κρίνοντας από το όνομά του), και περπατούσε άτσαλα κουνώντας τα χέρια του που έβγαζαν παράξενους ήχους. Στο μυαλό μου ήρθαν οι ιστορίες του παππού για τις λάμιες εκείνες που βγαίνουν στη γη για να φάνε τους ζωντανούς. Μα κι αν πάλι ήταν κάποια πριγκίπισσα μαγεμένη που έψαχνε το γενναίο ραφτόπουλο για να τη λυτρώσει από τα μάγια και το κάνει άντρα της;

-Επ, τι κάνεις εδώ πέρα; με ρώτησε και στάθηκε μπροστά μου.

-Τίποτα, ψέλισσα, μα ύστερα το μετάνιωσα.

Έπρεπε να φανώ γενναίος.

-Ήρθα να δω τον παππού μου, είπα με την ψυχή τρέμουσα από τον φόβο.

-Χαίρω πολύ! Εγώ είμαι η Μάσιγγα. Ο παππούς σου πού είναι;

Μου έτεινε το χέρι και ακούστηκε πάλι ο τρομερός ήχος. Φορτωμένο με χρυσά βραχιόλια, μετέωρο μες στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να τυλίγει το νεκροταφείο, έμοιαζε σαν ένα πλάσμα ξέχωρο από το υπόλοιπο κορμί της με τη δική του ιδιαίτερη ζωή. Ήμουν ιδρωμένος ως το μέσα μου και βασανιζόμουν σχετικά με το αν έπρεπε να απαντήσω στην ερώτηση ή αν έπρεπε πρώτα να της δώσω το χέρι μου. Δεν ήθελα να αγγίξω αυτό το χέρι που μου φάνταζε κρύο, σαν μόλις να είχε ξεπηδήσει μέσα από κάποιον τάφο, γιατί φοβόμουν μη με πάρει μαζί της, μα ούτε να της μιλήσω ήθελα, γιατί ο παππούς μού έλεγε πως οι ξωθιές παίρνουν τη λαλιά των ζωντανών και ύστερα μην τις είδατε μην τις απαντήσατε! Σε τέτοια ψυχική κατάσταση βρισκόμουν, όταν μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή του παππού μου:

-Μη φοβάσαι, Γεωργή μου, αυτή μπορεί να είναι η τύχη σου.

Είχε δίκιο ο παππούς! Πόσα και πόσα παλικάρια έχασαν την τύχη τους μόνο και μόνο επειδή δείλιασαν.

-Χαίρω πολύ, είπα χωρίς να της δώσω το χέρι μου. Είμαι ο Γεωργής. Ο παππούς μου είναι κάπου εδώ γύρω. Αλλά δεν ξέρω ακριβώς πού. Μετά την κηδεία δεν έχω ξανάρθει εδώ. Και πέρασε καιρός πολύς.

-Ωωω. Κι εμείς για κηδεία ήρθαμε. Αλλά ούτε που τον ήξερα. Ένας θείος του πατέρα μου. Και εξαιτίας του διακόψαμε το ταξίδι μας προς Παρισίους!

Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Αμέσως όμως ξαναβρήκε την ευθυμία της. Ήταν μεγαλύτερη από μένα. Όχι πολύ, δυο τρία χρόνια ίσως. Φαινόταν πλουσιοκόριτσο. Τώρα που την έβλεπα από κοντά δε έμοιαζε τόσο τρομαχτική. Βέβαια, πρώτη φορά έβλεπα από τόσο κοντά ένα κορίτσι και δεν μπορούσα να ξέρω πώς είναι τα αληθινά κορίτσια ούτε πώς πρέπει να τους φερθείς και η σύγχυσή μου αύξαινε διαρκώς . Τουλάχιστον όμως, ήταν αληθινή, με σάρκα και οστά. Φαινόταν πως, για την ώρα τουλάχιστον, την είχα γλιτώσει από τον άγγελο!

-Έλα, πάμε να ψάξουμε μαζί. Βαρέθηκα τόση ώρα εκεί πέρα.

Με άρπαξε από το χέρι και προχωρήσαμε σιωπηλά. Δεν ήταν κρύο τελικά. Ήταν ζεστό και μαλακό, όπως τα μπουρέκια της Πόλης. Λιγώθηκε η ψυχή μου μ’ αυτό το άγγιγμα. Ήταν λες και είχε σβηστεί μέσα μου όλος ο προηγούμενος κόσμος∙ σαν να είχε αλλάξει ο εντός μου ρυθμός και τώρα πορευόταν σύμφωνα με την αναπνοή της Μάσιγγας. Η φωνή μου είχε κοπεί, σαν να μου την είχαν κλέψει οι ξωθιές. Η Μάσιγγα, όμως, δεν ήταν από αυτά του κορίτσια που κρατούν το στόμα τους κλειστό.

-Λοιπόν, πότε πέθανε ο παππούς σου; Εμείς διακόψαμε το ταξίδι μας, μόλις μάθαμε ότι ο θείος του πατέρα ήταν στα τελευταία του, για να έρθουμε εδώ. Αλλά αύριο το πρωί αναχωρούμε πάραυτα. Ο πατέρας έχει πολλές δουλειές. Αύριο πρωί πρωί φεύγουμε για το Παρίσι∙ αρκετά μας καθυστέρησε ο συχωρεμένος. Αλήθεια, γιατί τους πεθαμένους τους λένε συχωρεμένους;

Η φλυαρία της Μάσιγγας με είχε συνεπάρει. Μιλούσε ακατάπαυστα. Περπατούσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι ψάχνοντας τον παππού. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Κουτουλούσαμε πάνω στους τάφους, στους οποίους η φύση και ο χρόνος είχαν δείξει το πιο σκληρό τους πρόσωπο: γεμάτοι με αγριόχορτα οι περισσότεροι, παρατημένοι από κάθε ζωντανή θύμηση. Οπωσδήποτε, όμως, όλοι είχαν συχωρεμένους μέσα τους. Δεν ήξερα ούτε κι εγώ για ποιο λόγο τους λένε συχωρεμένους. Ίσως γιατί τους συγχωρήσαμε που μας άφησαν τόσο απρόσμενα και πια δεν τους ξαναείδαμε.

-Είναι σίγουρα θαμμένος εδώ; με ρώτησε άξαφνα η Μάσιγγα με ύφος ανακριτή.

-Μα πού αλλού θα μπορούσε να είναι; Δεν έχει άλλο νεκροταφείο στο χωριό.

-Στο Παρίσι υπάρχουν σίγουρα παραπάνω από ένα.

Και άρχισε να μιλά για το Παρίσι. Σίγουρα θα επρόκειτο για τόπο σπουδαίο, γεμάτο ζωή, απ’ αυτούς που οι βρύσες τρέχουν μέλι, γάλα και κρασί. Αχ, σκεφτόμουν, μακάρι να μπορούσα κι εγώ να βρεθώ εκεί. Τότε θα ξεφανερωνόταν η αξία  μου, δεν θα ’μουν ένα ραφτόπουλο που όλοι το εμπαίζουν, παρά ράφτης σπουδαίος και τρανός, από αυτούς που ράβουν ρούχα για τις πριγκίπισσες, όπως το έλεγε ο παππούς. Αχ, Μάσιγγα, έλεγε μια φωνή μέσα μου, πάρε με μαζί σου στο Παρίσι…

Το γέλιο της Μάσιγγας διέκοψε τον ειρμό της σκέψης μου. Μα τούτη τη φορά δε μου ακούστηκε στριγκό ούτε μου τρύπησε τ’ αυτιά. Αγγελικό ηχούσε τώρα μέσα μου και με τα μάτια της ψυχής μου έβλεπα τη Μάσιγγα να φορεί ένα φουστάνι χρυσοπλουμιστό δια χειρός του Γεωργάκη, του σπουδαιότερου όλων των εκ Παρισίων ραφτάδων. Είχαμε ήδη καθίσει πάνω στο μάρμαρο ενός τάφου. Η Μάσιγγα μιλούσε κι εγώ ονειρευόμουν με τα μάτια ανοιχτά.

-Τον αγαπούσες τον παππού σου;

Η ερώτησή της με ξύπνησε.

-Τον αγαπούσες τον παππού σου; με ξαναρώτησε και τώρα η φωνή της ήταν υπόκωφη, τραχιά.

Μου έγλειφε το αυτί με την πύρινη γλώσσα της, ίδια φωνή της Αποκάλυψης. Ο άγγελος, είπα μέσα μου, ο άγγελος πήρε τη μορφή κοριτσιού και με ξεγέλασε. Πετάχτηκα πάνω, στάθηκα προσοχή. Μπορεί να ήμουν μικρός, όμως δε θα τον άφηνα να με νικήσει.

-Τον αγαπούσα, είπα και συγχρόνως έκανα το σταυρό μου τρεις φορές κι έφτυσα τον κόρφο μου.

-Εγώ δεν αγαπώ κανέναν, μουρμούρισε η Μάσιγγα και η φωνή της είχε πάλι την προηγούμενη γλυκάδα.

Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Ένα μικρό παιδί ήμουν, που γνώριζε πιότερα για τα παραμύθια παρά για τη ζωή. Την άγγιξα αμήχανα στον ώμο και δε γύρισε. Απόμεινε να κοιτάζει το φεγγάρι που μόλις είχε αρχίσει να βγαίνει. Κάλλιο να ’χα παλέψει με τον άγγελο, παρά να βρίσκομαι εκεί μ’ αυτό το μυστηριώδες κορίτσι και να μην ξέρω τι να κάνω. Μα ξαφνικά ζωήρεψε πάλι.

-Και δε σου είπα το σπουδαιότερο. Αύριο δε θα φύγουμε μόνοι. Ο πατέρας είπε πως θα πάρουμε μαζί μας τον γιο ενός παλιού του φίλου, που είναι το καημένο ορφανό, και του ’χε κάμει τάμα, αν ποτέ ξαναγυρνούσε στην πατρίδα, να βρει τον γιο του και να τον σπουδάσει σαν να ’τανε δικό του παιδί.

Δεν ήθελα πια να την ακούω, αφού την επαύριο θα την έχανα. Είχε νυχτώσει για τα καλά και ακόμη δεν είχα βρει τον τάφο του παππού. Μα ο καημένος με περίμενε και έπρεπε να τον βρω.

-Γεώργιο τον λένε, νομίζω. Μαθαίνει  την ραφτική στην Πόλη. Μα βρέθηκε εδώ για λίγες μέρες. Και ούτε γνωρίζει τίποτε. Απόψε θα τον δούμε.

Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ παιδί ή και μεγάλος που να έζησε μια τέτοια στιγμή. Τα λόγια της ήχησαν στ’ αυτιά μου γλυκά και χύθηκαν σαν βάλσαμο στην ψυχή μου. Γιατί ποιος άλλος να ήταν αυτός ο Γεώργιος, που μάθαινε την ραφτική στην Πόλη και τώρα βρισκόταν στο χωριό, έξω από μένα; Το δίχως άλλο ήμουν εγώ και κάθε άλλη σκέψη μού ήταν αδιανόητη. Έβλεπα ήδη  τον εαυτό μου με τη Μάσιγγα  στο Παρίσι να χαζεύουμε στις όχθες του Σηκουάνα ή να καθόμαστε σε ένα από τα αμέτρητα ζαχαροπλαστεία του. Χοροί, μουσικές, δεξιώσεις και μέσα και πάνω απ’ όλα η Μάσιγγα με τα χρυσά της βραχιόλια και το κυματιστό της γέλιο. Ω, παππού, υπάρχουν τελικά πριγκίπισσες που παντρεύονται τα ραφτόπουλα! Η σκέψη του παππού με χτύπησε έξαφνα: έπρεπε οπωσδήποτε να βρω τον τάφο του, να προλάβω να τον αποχαιρετήσω πριν αναχωρήσω για την Ευρώπη.

-Έλα, πρέπει να συνεχίσουμε το ψάξιμο, είπα στη Μάσιγγα.

-Μα σκοτείνιασε, μου απάντησε το κορίτσι. Πώς θα τον βρούμε; Καλύτερα να έρθεις αύριο.

-Αύριο θα είναι αργά, της είπα αλλά δε φάνηκε να εννοεί τα λόγια μου.

Μα ήταν φυσικό. Ήξερε μονάχα το όνομά μου και πώς τάχα να της περνούσε από το μυαλό πως αύριο το πρωί θα ταξιδεύαμε μαζί για το Παρίσι. Οι καντήλες φώτιζαν ένα γύρω το νεκροταφείο και έδιωχναν τον φόβο από τις δειλές καρδιές. Με το λιγοστό τους φως ψαχούλευα τους τάφους προσπαθώντας, αν δεν μπορέσω να δω για να διαβάσω το όνομα του παππού, να τον αναγνωρίσω τουλάχιστον από το σχήμα του σταυρού που είχε βάλει να χαράξουν η γιαγιά στον τάφο του. Η Μάσιγγα με ακολουθούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Η έξαψή μου μάλλον την είχε παρασύρει τόσο ώστε δε ρωτούσε τίποτε, παρά μόνο έτρεχε από πίσω μου σαν το σκυλί.

Όποιος δεν έχει φτάσει τόσο κοντά στην ευτυχία με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει σίγουρα θα γελάσει με όλα τούτα. Όμως εγώ βρισκόμουν ήδη στον Παράδεισο μέσα σ’ εκείνο το μισοσκότεινο νεκροταφείο! Και τι ανακούφιση, όταν ψηλάφισα τον σταυρό στον τάφο του παππού. Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου και καθόλου δεν ντρεπόμουν που ήταν δίπλα μου ένα κορίτσι. Τότε ακούστηκε η φωνή του πατέρα της.

-Μάσιγγα. Μάσιγγα, πού είσαι; Έλα, φεύγουμε.

-Τώρα, έρχομαι, απάντησε το κορίτσι.

Γύρισε προς εμένα.

-Γεια σου, Γεωργή. Χάρηκα που βρήκες τον τάφο του παππού σου.

-Μη με χαιρετάς, Μάσιγγα, της είπα. Πολύ σύντομα θα με ξαναδείς.

Είδα την έκπληξη στο μισοφωτισμένο πρόσωπό της και γέλασα μέσα μου. Μα πριν προλάβω να της εξηγήσω ένας μανιασμένος αέρας άρχισε να φυσάει ξαφνικά. Λένε πως καμιά φορά τα στοιχεία της φύσης συνταιριάζονται με τη ζωή των ανθρώπων∙ ωστόσο τι σήμαινε εκείνος ο αέρας έμελλε να το καταλάβω σε λίγο. Οι ριπές του αέρα παράσερναν τη φωνή μου και η Μάσιγγα δεν άκουσε τίποτα για τα Παρίσια, τους Σηκουάνες, τους χορούς και τα ραφτόπουλα. Για μια μονάχα στιγμή κόπασε το μανιασμένο του μούγκρισμα και τότε ακούστηκε πεντακάθαρη η φωνή του πατέρα της.

-Άντε, Μάσιγγα. Σε περιμένει και ο Γεώργιος να τον γνωρίσεις.

-Έρχομαι, φώναξε η Μάσιγγα και εξαφανίστηκε από τα μάτια μου.

Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν το κοκκίνισμα της έξαψης στα μάγουλά της. Ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Το καντήλι του παππού έσβησε, τα γόνατά μου λύθηκαν∙ η ψυχή μου ήταν έτοιμη για τον άγγελο και ούτε που θα τον πολεμούσα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν ακόμη σκοτάδι. Απόμεινα ξαπλωμένος στο μάρμαρο. Αχ, παππού, έλεγα, τίποτε δεν είδα στη ζωή μου, τίποτε.

 

 

 

***Η Στέλλα Τσίγγου – πτυχιούχος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. με μεταπτυχιακές σπουδές στο θέατρο, την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία & Πολιτισμό και τη Δημιουργική Γραφή – είναι συγγραφέας και αφηγήτρια. Γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει βραβευτεί για το συγγραφικό της έργο από φορείς της Ελλάδας και της Κύπρου, με πιο πρόσφατο τον έπαινο στον 64ο διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Γράφει παραμύθια και ποίηση για παιδιά (Η γάτα του Αϊ-Βασίλη, εκδόσεις Οσελότος, Αθήνα 2010. Η ώρα που το ’σκασε, εκδόσεις Ars Poetica, Βέροια 2013. Ντετέκτιβ Γριφίδης: η υπόθεση του παράξενου σκύλου και των μπαλονιών των περασμένων γενεθλίων, εκδόσεις Εντύποις, Αθήνα 2019. Το Κρυφτό, e-book, υπό έκδοση από τον Πολιτιστικό Όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς) και διηγήματα και ποίηση για μεγάλους (συμμετοχές σε συλλογικά έργα των εκδόσεων Παράξενες Μέρες, 121 Words, Πνευματικοί Ορίζοντες Λεμεσού, Κέδρος και δημοσιεύσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά).

 

 

*** Cover photo:  https://wallpaperaccess.com/paris-art

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular