Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Όταν αρχίζουν να λένε το ρο γίνονται άνθρωποι.  Μικρά ανθρωπάκια.  Με μικρά χέρια, μικρές πατούσες, μικρά παπούτσια, μικρές τσάντες.  Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ονειρεύομαι να κάνω ένα παιδί.  Ένα δικό μου παιδί.  Να του μάθω να λέει το ρο.  Να με λέει μαμά. Μανούλα. 

Έφτασα ξημερώματα.  Το βρήκα εύκολα το σπίτι.  Και το κλειδί στο πιθάρι με τον βασιλικό, όπως μου είχε πει η σπιτονοικοκυρά στο τηλέφωνο.  Μόλις μπήκα πήρε η μάνα μου.

Ρώτησε αν έφτασα. 

Ναι. 

Ρώτησε πώς είμαι. 

Καλά. 

Ρώτησε ήταν ανάγκη να πάω τόσο μακριά. 

Τα είπαμε αυτά, της είπα.  Θες κάτι άλλο; 

Τίποτα, είπε, μόνο να είσαι καλά. 

Μια χαρά είμαι, σκέφτηκα.  Εδώ ανήκω.  Έπιασα άγονη γραμμή.  Να μ’ αφήσετε ήσυχη όλοι σας. 

Έριξα μια ματιά στο σπίτι και βγήκα.  Πήρα μόνο κλειδιά και πετσέτα.  Στάθηκα στο πλατύσκαλο και κοίταξα τη θάλασσα.  Κόντρα φως.  Κατέβηκα τα σκαλιά κι έφτασα στην παραλία.  Ερημιά.  Κάτι ξεχασμένοι τουρίστες κι ένας δυο ντόπιοι που ψάρευαν στα βράχια. 

Κάθισα στο χαλίκι.  Το κύμα έσκαγε ήρεμο στην ακτή.  Βούτηξα.  Ένιωσα την κούραση να ξεκολλάει από πάνω μου σαν ξεραμένη λάσπη.  Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα στη θάλασσα μετά την επέμβαση.  Αφέθηκα ακίνητη να επιπλέω στο νερό.  Στη θέση της μήτρας ένιωσα ένα κενό.  Μια τρύπα.  Ανατρίχιασα.  Κολύμπησα μέχρι τα βράχια.  Σκαρφάλωσα κι έκατσα στον ήλιο. 

Ελληνίδα, ρώτησε ο ψαράς. 

Ναι, είπα. 

Μόνη σου, ρώτησε πάλι. 

Ναι. 

Θα είσαι η καινούργια δασκάλα, είπε. 

Αυτή είμαι.  Ζωή.  Χάρηκα. 

Βασίλης.  Θα ’χεις τον γιο μου στην πρώτη.  Καλώς ήρθες. 

Δώσαμε τα χέρια.  Το βλέμμα του στάθηκε στο τατουάζ μου.  Προσπάθησε να το κρύψει.  Το είχα χτυπήσει αμέσως μετά τη διάγνωση. «Στα καραβοτσακίσματά μου μη γελάς».  Στίχος του Μάρκου.  Δεν ξέρω γιατί το έκανα.  Σαν απειλή ή σαν παράκληση. 

Πώς και δήλωσες Καστελόριζο, ρώτησε.  Είναι ζόρικα εδώ τον χειμώνα. 

Γι’ αυτό. Μ’ αρέσει η ησυχία. 

Η πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν το κάτι άλλο.  Δεν έχω ξανανιώσει έτσι.  Οι γονείς με κοίταζαν με ευγνωμοσύνη.  Τα παιδιά με τάραξαν στις ερωτήσεις.  Από πού είμαι, πόσων χρονών είμαι, αν είμαι παντρεμένη, αν έχω παιδιά.  Μάθημα δεν κάναμε εκείνη τη μέρα.  Ήθελαν να μου τα πουν όλα.  Τι αγαπάνε και τι μισούν, τι φοβούνται και τι λαχταρούν.  Τα κοίταζα.  Δεν ξέρω αν άκουγα.  Τα κοίταζα και σκεφτόμουν σκεφτόμουν σκεφτόμουν. 

Πρέπει να αποδεχτώ την πραγματικότητα λέει ο γιατρός. 

Κουβέντες πολλές δεν είχα με κανέναν.  Μετά το σχολείο έπαιρνα τα τετράδια των παιδιών και τα βιβλία μου και κατέβαινα στη θάλασσα.  Διόρθωνα τις εργασίες τους.  Αδέξια γράμματα.  Κύκλοι και μπαστουνάκια.  Μπράβο.  Πολύ καλά.  Και μετά διάβαζα.  Ποίηση.  Τίποτ’ άλλο.  Δεν ήθελα λόγια πολλά.  Κάποια ποιήματα τα μάθαινα απ’ έξω.  Χωρίς να προσπαθώ.  Οι λέξεις καρφώνονταν μόνες τους στο μυαλό μου. 

Το παιδάκι μου κοιμάται σαν πουλάκι 

όλη μέρα τραγουδούσε ρορορί (*) 

Η πιο δύσκολη ώρα ήταν το μεσημέρι.  Στο σχόλασμα.  Οι γονείς μαζεύονταν έξω απ’ το σχολείο και περίμεναν να χτυπήσει το κουδούνι.  Τους έβλεπα απ’ τα μεγάλα παράθυρα της τάξης ενώ τα παιδιά ζωγράφιζαν.  Πάντα την τελευταία ώρα τους διάβαζα παραμύθια και τα έβαζα να ζωγραφίσουν.  Μόλις χτυπούσε το κουδούνι πετάγονταν απάνω, έχωναν τα πράγματά τους στις σάκες κι έτρεχαν έξω. 

Πρέπει να αποδεχτώ την πραγματικότητα λέει ο γιατρός. 

Ανακάλυψα ένα ύψωμα πάνω απ’ το λιμάνι μ’ ένα παγκάκι που αγνάντευε το πέλαγος.  Συνήθως ήταν άδειο.  Καθόμουν εκεί και κοιτούσα τη θάλασσα.  Κάποιες φορές άκουγα δελφίνια.  Ποτέ δεν τα είδα όμως.  Έπαιρνα μαζί μου τα κιάλια και προσπαθούσα να τα εντοπίσω.  Λένε πως τα δελφίνια σώζουν τους ναυαγούς.  Ποτέ δεν κατάφερα να τα δω. Πώς γίνεται να θηλάζουν μέσα στο νερό ήταν πάντα η απορία μου.  Έχουν στ’ αλήθεια βυζιά και θηλάζουν ή λέγονται θηλαστικά απλά επειδή δε γεννούν αυγά;  Όλο έλεγα να το ψάξω.  Ποτέ δεν το έκανα. 

Τα Σαββατοκύριακα καθόμουν στο σπίτι. Καθάριζα. Μαγείρευα για όλη την εβδομάδα. Άκουγα ραδιόφωνο. Δεύτερο Πρόγραμμα. Έστελνα μηνύματα και ζητούσα τραγούδια του Μάρκου. Τα παλιά τα αυθεντικά που άκουγε ο πατέρας μου, όχι διασκευές του κώλου που κάνουνε κάτι σύγχρονοι γιεγιέδες. Με είχαν μάθει όλοι οι παραγωγοί. Η Ζωή απ’ το Καστελόριζο. 

Ένα μεσημέρι στο σχόλασμα ο γιος του κυρ Βασίλη, ο Νικόλας, ήρθε κι έπεσε στην αγκαλιά μου.  Είναι ένα μικροκαμωμένο αγόρι μια σταλιά.  Δεν τον πιάνει το μάτι σου ότι είναι πρωτάκι.  Ακόμα δε λέει το ρο.  Έτσι όπως μ’ αγκάλιασε έχωσα το πρόσωπό μου στο λαιμό του και τον φίλησα.  Ένιωσα τη μυρωδιά του.  Σαν μωρό μύριζε κι ας ήταν έξι χρονών παιδάκι.  Γάλα και παιδικό σαμπουάν. 

Το παιδάκι μου κοιμάται σαν πουλάκι 

όλη μέρα τραγουδούσε ρορορί 

μόλις έκλεισε το ένα του ματάκι 

και το άλλο να τ’ ανοίξει δεν μπορεί 

Γύρισα σπίτι κι άρχισα να φαντάζομαι πως έχω μωρό.  Πως είμαι λεχώνα.  Και θηλάζω.  Άρχισα να μιλώ στο μωρό.  Να του τραγουδάω.  Να το νανουρίζω.  Τις πρώτες μέρες τα έκανα όλα κανονικά.  Πήγαινα στο σχολείο.  Κατέβαινα στη θάλασσα, διόρθωνα τα γραπτά.  Διάβαζα ποίηση.  Έψαχνα τα δελφίνια.  Και ταυτόχρονα από μέσα μου μιλούσα στο μωρό.  Το ένιωθα ότι τρελαίνομαι μα δεν μπορούσα να σταματήσω.  Το μωρό έπαιρνε όλο και πιο πολύ χώρο. 

Και ρορορί και νανινά

έχει τη θάλασσα νονά

και θα του στείλει νανινά

δυο άλογα θαλασσινά 

Ξεχνούσα να πάω στο σχολείο.  Ξεχνούσα να φάω.  Δε σήκωνα το τηλέφωνο.  Το μωρό έκλαιγε.  Το μωρό γελούσε. Είχα χαθεί.  Όμως ένιωθα ευτυχισμένη.  Το θυμάμαι αυτό. Ένιωθα ευτυχισμένη.  Μετά από δυο μέρες που δε φάνηκα στο σχολείο ήρθαν οι συνάδελφοι και με βρήκαν στο κρεβάτι να κοιτάω το ταβάνι. 

Με πήγαν στη Ρόδο, στην ψυχιατρική κλινική.  Παραληρηματική μελαγχολία με ακουστικές ψευδαισθήσεις.  Υπάρχουν ένα σωρό χάπια γι’ αυτό το πράμα.  Μετά με φέρανε εδώ. 

Πρέπει να αποδεχτώ την πραγματικότητα λέει ο γιατρός. 

Είμαι τριάντα χρονών.  Δεν έχω μήτρα.  Η αρρώστια μπορεί να ξαναχτυπήσει ανά πάσα στιγμή.  Στο στήθος, στο συκώτι, στο κεφάλι.  Οπουδήποτε. 

Κι αν δε θέλω, ρωτάω. 

Δε μπορώ να κάνω αλλιώς, λέει ο γιατρός.   

 

Και ρορορί και νανινά

έχει τη θάλασσα νονά

και ρορορί και νανινά

καινούρια μέρα ξεκινά.- 

(*) Ποίημα της Αγαθής Δημητρούκα. 

 

***Η Βαλεντίνα Παπαδημητράκη σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή Βεάκη και Εκπαιδευτικό Δράμα στο Εργαστήρι του Θεάτρου Πόρτα. Εργάστηκε ως ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το 2001 δημιούργησε το «Θέατρο του παπουτσιού πάνω στο δέντρο» και μέχρι σήμερα σκηνοθετεί και παίζει σε παραστάσεις για παιδιά. Παράλληλα, εργάζεται στον ραδιοφωνικό σταθμό Δίκτυο fm 91,5 στα Χανιά, όπου γράφει και παρουσιάζει την εκπομπή «Ανέβα μήλο, κατέβα ρόδι». Επίσης, σχεδιάζει και εμψυχώνει εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και εφήβους στο Μουσείο Τυπογραφίας και στις εκπαιδευτικές δράσεις του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. «Ένα μπαλόνι μυστικά» (θεατρικό έργο για παιδιά, συν-συγγραφή με τη Νικολία Καραγιάννη), εκδόσεις Κέδρος. «Σκανδιναβικό σταυρόλεξο», diastixo.gr.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular