Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

” So let’s put a new coat of paint on this lonesome old town…”

 

 

 Πως αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν

πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε

μια θέση στην αντίληψη των άλλων.

Γιάννης Ρίτσος

Αποζητούσα μια αλλαγή  στη ζωή μου. Την προτιμούσα συγκλονιστική, αλλά δεν μου προέκυπτε κι έτσι χαμήλωνα τις προσδοκίες μου. Όταν με παρατηρούσα σαν ξένος προς τον ίδιο μου τον εαυτό, με έβρισκα τόσο ασήμαντο και γι’ αυτήν ακόμη την ”αυτοπαρατήρηση’…ένα συνονθύλευμα πεθαμένων αισθημάτων. Τι περίμενα να εκφράσω στο χαρτί, ποιο πάθος θα με οδηγούσε στο να αφηγηθώ κάτι που θα ενδιέφερε κάποιον αναγνώστη;  ‘Ηταν κι εκείνη η θλίψη από τον θάνατο του πατέρα μου που δεν έλεγε να φύγει από μέσα μου. Αντίθετα η μάνα μου έδειχνε πιο χαρούμενη σαν να είχε διώξει ένα βάρος που την πίεζε χρόνια. Σχεδόν την κάκιζα γι αυτό, όσο κι αν αναγνώριζα την ελευθερία που της έδωσε ο θάνατός του στο να έχει επαφή και με το άλλο, το διωγμένο παιδί της. Τελικά σ΄ όλη την κοινή τους ζωή υποτασσόταν στην θέλησή του, ίσως έπρεπε να την συμπονώ γι αυτό, έστω και χωρίς να την καταλαβαίνω, όπως ίσως πολλοί δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τους δικούς μου δισταγμούς και φόβους. Μήπως εγώ θεωρούσα λογική την αιτία τους …

Απέφευγα να πηγαίνω συχνά στο σπίτι της μητέρας μου ή πήγαινα μετά από τηλεφώνημα που επιβεβαίωνε την απουσία του Χάρη. Αρνιόμουν τη μετωπική με τη σεξουαλική του επιλογή, που ήταν το αντικείμενο του φόβου μου.

Στην τελευταία επίσκεψή μου η μάνα μου δεν μ΄ αναγνώρισε ”Ποιος είστε;” με ρώτησε με την γνωστή της ευγένεια. Δεν κατόρθωσα να την πείσω για την ταυτότητά  μου. Προς στιγμή απαλλάχθηκε από το χαμένο ύφος της και με βεβαιότητα μου δήλωσε ότι είχε ένα μόνο παιδί που το λένε Χάρη. Η φουκαριάρα  ήθελε ν΄ αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο με τον ένα της γιο, να του χαρίσει την αποκλειστικότητα της αγάπης της. ‘Ηταν αυτό που επιβεβαίωνε την αντιεπιστημονική μου άποψη ότι το αλτσχάιμερ ήταν ασθένεια της επιλογής της . Λυπήθηκα αφάνταστα όταν αναγκάστηκα  να την πάω σ΄ ένα ίδρυμα  αφού έψαξα ανάμεσα σ΄ αρκετά,  για να της προσφέρει μία αξιοπρεπή διαβίωση κι ας ροκάνιζε ένα μεγάλο μέρος των εσόδων μου. Τις περισσότερες φορές  ενημερωνόμουν τηλεφωνικά για την πορεία της υγείας της, σ΄ αντίθεση με τον αδελφό μου που οι επισκέψεις του ήταν πυκνές. Δεν άντεχα όλες εκείνες τις σχεδόν άψυχες φιγούρες που τριγυρνούσαν με κενά βλέμματα. Πόσο άραγε αντιλαμβανόταν  την ουσιαστική μη αποδοχή  των δικών τους  γι αυτό το πλάσμα δίχως μνήμη, δίχως παρελθόν, χωρίς συναίσθηση του παρόντος, που είχαν μετατραπεί; Κι όμως κάποτε υπήρξαν αγαπημένοι, ευυπόληπτοι, αξιοπρεπείς, έχαιραν εκτίμησης…που πήγαν όλα αυτά; ‘Εκανα την σκέψη ότι ίσως ακόμη και ο καρκίνος στην χειρότερη μορφή του είναι πιο αξιοπρεπής αρρώστια.

Είναι τελικά ο στόχος κάθε ενέργειάς μας στη ζωή, το τέλος; Μορφωνόμαστε για να χάσουμε κάθε γνώση, αποκτούμε εμπειρίες για να τις ξεχάσουμε, ζούμε για να μη ζούμε πια …

Μετά τον αιφνίδιο θάνατό της από οξύ έμφραγμα, γέμισα τύψεις γιατί, αν ήθελα να το ομολογήσω στον εαυτό μου, χάρηκα. Ναι, χάρηκα που γλίτωσε από εκείνη την μη συνειδητοποιημένη, αλλά αναμφισβήτητα αθλιότητα,  στην οποία ζούσε. Τον τελευταίο καιρό πριν το θάνατό της την επισκεπτόμουν όλο και πιο σπάνια. ΄Εφευγα άρρωστος, όσο κι αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι η ίδια δεν είχε επίγνωση αυτού που της συνέβαινε. ‘Εφευγα άρρωστος κι από την σκέψη ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει θύματα μιας παρόμοιας κατάστασης. ‘Αρρωστος γιατί καθόλου δεν με παρηγορούσε η σκέψη ότι δεν πονούσε, ότι αυτό μπορούσε να κρατήσει για χρόνια κι εγώ να βασανίζομαι από τύψεις όταν αρνιόμουν να την δω  από απέχθεια γι αυτό στο οποίο είχε μετατραπεί εκείνη η αξιοπρεπής, κάποτε όμορφη, ευγενική γυναίκα που ακόμη και σ΄ αυτή την εξευτελιστική κατάσταση εξακολουθούσε να είναι η μητέρα μου. ‘Αρρωστος γιατί δεν μ΄ αναγνώριζε πια για παιδί της, γιατί ότι κι αν της πήγαινα, όσο γλυκά κι αν της φερόμουν εκείνη δεν ήξερε παρά μόνο μία λέξη: ”Χάρη”.

Συναντηθήκαμε με τον Χάρη υποχρεωτικά στην κηδεία της. ΄Ηρθε κι έπεσε στην αγκαλιά μου μ΄ έναν θεατρικό τρόπο  κι έκλαιγε γοερά .Τα χέρια μου έμεναν καρφωμένα παράλληλα με το σώμα μου. Δεν με συγκίνησε. ‘Ισως είχα πιο πολύ το νου μου στο θέαμα που και πάλι προσφέραμε σε συγγενείς και φίλους . Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα επάνω μας.  ‘Ηταν παρανοϊκό, άκαρδο, απεχθές από μέρους μου που σκέφθηκα ότι θα προτιμούσα να είχε πεθάνει εκείνος . Και δεν σταμάτησε ο νους μου εκεί. Σκέφθηκα ότι θα γλίτωνα από τούς φόβους μου απ΄ όλα τα ειρωνικά σχόλια, τον διασυρμό, το περιγέλασμα,  της οικογένειάς μου  που θ΄ ακολουθούσε  μετά και την τωρινή του παρουσία. ‘Οτι η μάνα μου θα είχε γλιτώσει το αλτσχάιμερ, ότι ίσως ο πατέρας μου δεν θα είχε πεθάνει. Θα είχα γλιτώσει δύο θανάτους με μόνο έναν. Ερχόταν η σκέψη αυτή ξανά και ξανά  κι ενώ έψεγα τον εαυτό μου για την ποταπότητά της, μου τριβέλιζε σχεδόν ακατάπαυστα το μυαλό.

«Μείναμε οι δυο μας, μόνοι τώρα», μου είπε ο Χάρης καθώς μας αποχαιρετούσε κι ο τελευταίος των φίλων. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω. ‘Ηθελα να φύγω όσο γινόταν πιο γρήγορα από εκείνη την κακόγουστη  αίθουσα ”δεξιώσεων” ήθελα να βρεθώ κάπου που θα άδειαζε το μυαλό μου από τις προηγούμενες σκέψεις. «Πάμε κάπου να μιλήσουμε σαν αδέλφια» με παρακάλεσε. Γύρισα και τον κοίταξα. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, ήταν έκδηλος ο σπαραγμός του. ‘Ισως, σκέφθηκα η λύπη του ήταν ανάμεικτη με τύψεις. «Μια άλλη φορά» απάντησα σχεδόν αυστηρά. Με κοίταξε έντονα με κράτησε από το μανίκι και μου είπε: «Εκείνους τους καταλάβαινα αλλά εσένα όχι…τι έχεις μαζί μου; Κοίταξέ το Γιάννο, για το καλό σου το λέω…κοίταξέ το». Τον παράτησα έκανα μια απότομη στροφή και βγήκα έξω.

Οδηγούσα με ταχύτητα τόσο που κόντεψε να τρακάρω μ΄ ένα φορτηγό στην απότομη στροφή προς Χαριλάου, καθώς έφευγα από τα κοιμητήρια. Με είχε απορροφήσει πέρα από τη θλίψη, η άθλια σκέψη ότι προτιμούσα να πεθάνει κάποιος άλλος. Στην προσπάθεια να βρω εναλλακτικές είχα εμπλέξει κι άλλα αγαπημένα μου πρόσωπα. ‘Οχι τόσο αγαπημένα  πια …

Γύρισα σπίτι, στριφογυρνούσα για ώρες σαν φυλακισμένο ζώο. Δεν άντεξα την μοναξιά ούτε είχα κουράγιο να δω οποιονδήποτε.

Περπάτησα στην παραλία. Η θάλασσα πάντα με παρηγορεί μου δίνει μια αίσθηση  φυγής. Βύθισα τις σκέψεις μου μέσα στο μπλε-μαύρο χρώμα της, μια προεξόφληση για το γαλάζιο της αυριανής μέρας. Κι όμως  μαύρες εικόνες επέμεναν καρφωμένες στο νου μου. Δεν αντιστάθηκα στην ανακούφιση που θα μου πρόσφερε το αλκοόλ. Κατέληξα σ΄ ένα μπαρ  κοντά στο λιμάνι. Μετά το δεύτερο ποτό άρχισα κάπως να χαλαρώνω. Οι προηγούμενες ανόητες, ανόσιες, φρικτές σκέψεις άρχισαν να ψυχορραγούν στο κρανίο μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που με βασάνιζε η ιδέα ότι ήμουν ένας άθλιος.  ‘Εβλεπα τα φώτα του λιμανιού που αντιφέγγιζαν και λικνιζόταν πάνω στην ελαφρά ταραγμένη θάλασσα και στο θολωμένο μου μυαλό φάνταζαν σαν λεπτομέρεια από πίνακα ιμπρεσσιονιστή ζωγράφου Μια μικρή παρηγοριά ότι ακόμη και σ΄ αυτή την κατάσταση η αισθητική μου δεν με είχε εγκαταλείψει τελείως. Οι υψωμένοι γερανοί σαν σιδερένιοι δράκοι περιφρουρούσαν την ομορφιά του τοπίου, δεν ξέρω γιατί με φόβιζαν… Η μουσική  ενός θλιμμένου μπλουζ  μ΄ εκανε να κινώ το σώμα μου στον αργό ρυθμό του. ΄Επινα  το τρίτο ποτό όταν κάθισε δίπλα μου. Μου ήταν άγνωστη. Παράγγειλε ένα τζιν και χαμογελώντας μου είπε «Ελπίζω να μου το κεράσεις». Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Στην ζωή!» μου είπε και τσούγκρισε το ποτήρι μου, που έμεινε για  ελάχιστα δευτερόλεπτα  ανέπαφο πάνω στον πάγκο. «Στη ζωή!» της είπα και δεν συγκράτησα ένα χαμόγελο που καρφώθηκε αυθαίρετα στα χείλη μου.

Η ανάγκη της επιβίωσης γίνεται έντονη, απαιτητική,  μετά μια κοντινή επαφή με τον θάνατο, παρ΄ όλο ότι ανάμεσα στους ”εναλλακτικούς” δεν είχα συμπεριλάβει τον εαυτό μου.

«Τι σε κάνει τόσο θλιμμένο, σε είδα από την πρώτη στιγμή που μπήκες  λες κι ήρθες από κηδεία…».

Το χαμόγελο πέταξε από τα χείλη μου. Κατέβασα δυο γερές γουλιές. Η βότκα έκαψε τον οισοφάγο μου  και σ΄ ελάχιστο χρόνο έφθασε μέχρι το τελευταίο κύτταρό μου. Την κοίταξα εξεταστικά. Τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της έλαμπαν πάνω στο λευκό δέρμα των ώμων της, παρά τον χαμηλό φωτισμό. Τα πράσινα μάτια της μεγάλα εκφραστικά,  σαν λαμπερά υγρά σμαράγδια, με κάρφωναν μ΄ ένα διεισδυτικό, απορημένο βλέμμα.

«Είσαι τόσο όμορφη» της είπα, «γιατί χαλάς τον χρόνο σου μαζί μου;» Δεν μου απάντησε. Συνέχισε να με κοιτάζει έντονα. Καθώς κατάπιε την τελευταία γουλιά του ποτού της μισόκλεισε τα μάτια της, το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση οδύνης, σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει έναν λυγμό.

«Ελα να χορέψουμε», πρότεινε. Ο  Tom Waits κλαψούριζε  ”So let’s put a new coat of paint on this lonesome old town…” κι εκείνη σχεδόν σε έκσταση κινούσε ρυθμικά το σώμα της πάνω στο σκαμπό.    
Κανείς δεν χόρευε σ΄εκείνο το μπαρ. Ποτέ. Της το είπα.

«Εμείς θα κάνουμε την αρχή» μου αντιγύρισε. «Θέλω να μ΄ αγκαλιάσεις, έχω ανάγκη να νιώσω επαφή με  ανθρώπινη σάρκα».

‘Ηταν τόσο παρακλητικός ο τόνος της φωνής της κι εγώ τόσο ζαλισμένος και με τόση ανάγκη ν΄ αποκοπώ από τις σκέψεις μου, που σηκώθηκα. Ο μπάρμαν μας κοίταξε παράξενα, όμως  του άρεσε η κίνησή μας. Έδωσε την δική του ερμηνεία στην μελαγχολία μου. Η βραχνή φωνή του B.B. Κing στο ” Τhrill is gone” και δυο κιθάρες που έκλαιγαν πλημμύρισαν το χώρο. Καθώς λικνιζόμασταν σφιχτά αγκαλιασμένοι στον ρυθμό του μπλουζ. ” It’s gone away for good” σιγοψιθύριζε κι εκείνη ”It’s gone away for good  ….. I” m free, free, free now……thrill is gone ”.

Το άρωμά της τρύπησε τα ρουθούνια μου, ένιωσα ξαφνικά να ποθώ σαν τρελός την άγνωστη γυναίκα που ούτε καν το όνομά της  ήξερα κι ούτε μ΄ ενδιέφερε να το μάθω. Μου καρφώθηκε στο μυαλό  μια φράση του Μπέρναντ Σω ”Χορός είναι η κάθετη έκφραση οριζόντιων επιθυμιών ”, βάλθηκα να μη τον διαψεύσω, με βοήθησε κι εκείνη.

«Αποπλάνησέ με» μου ψιθύρισε στο αυτί. Της χάρισα ένα υποσχετικό χαμόγελο. Αυτόματα χαράχτηκε στο μυαλό μου η εικόνα της νεκρής μητέρας μου και με κόπο συγκράτησα ένα αυθόρμητο δάκρυ.

«Θα πιούμε ακόμη λίγο και ίσως μετά..» της είπα. Τα θολά βλέμματα των λιγοστών θαμώνων ήταν καρφωμένα επάνω μας. Διέκρινα την ζήλια του ηλικιωμένου που καθόταν έρημος στο τραπέζι μπροστά στη τζαμαρία. Μια μικρή σπίθα θριάμβου αναστάτωσε τη ροή της σκέψης μου.

Δεν θυμάμαι με πιο τρόπο μεταφερθήκαμε στο σπίτι μου. Φέρνω συχνά στο νου μου την λαχτάρα και των δύο να ενώσουμε τα σώματά μας σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να γαντζωθούμε από την ζωή, σαν η ένωσή μας εκείνη θα μπορούσε  να νικήσει τον θάνατο. Κι ήταν αυτή  ακριβώς η τελευταία αίσθηση εκείνης της τραγικής βραδιάς της ζωής μου που  έμεινε καρφωμένη, αναλλοίωτη,  στη μνήμη μου νικώντας τον χρόνο. Ξύπνησα με βαρύ κεφάλι από το ποτό. Με μισόκλειστα τα μάτια ψιλάφησα το διπλανό μαξιλάρι, τέντωσα το χέρι μου αλλά δεν ήταν εκεί. Ανασηκώθηκα  στο κρεβάτι να τη φωνάξω και τότε μόνο κατάλαβα ότι δεν ήξερα τ΄ όνομά της. Είχε εξαφανιστεί το ίδιο αθόρυβα όπως μπήκε στη ζωή μου, έτσι που αν δεν υπήρχε μέσα μου η μνήμη της σπαρακτικής ένωσής μας θα έλεγα ότι ήταν πλάσμα της φαντασίας μου.

***Cover Photo ¨Image by drobotdean on Freepik

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular