Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Έξω η βροχή πέφτει ακατάπαυστα. Μπροστά στη τζαμένια μπαλκονόπορτα του κήπου, στέκομαι όρθιος κοιτάζοντας λοξά το μελανιασμένο ουρανό. Τα σύννεφα έχουνε κατέβει τόσο χαμηλά, που φαίνεται ν’ αγγίζουν τις κορφές των ευκαλύπτων στη ρεματιά. Ο αέρας δυναμώνει κι όπως περνά από τα φαγωμένα παράθυρα, ακούγεται σαν αλύχτισμα παραπονιάρικου σκυλιού. Μια βροντή πέφτει κάπου μακριά κι η γάτα, δίπλα στο γραφείο, ανασηκώνεται.

Γυρίζω στη βιβλιοθήκη. Το μάτι μου καρφώνεται στο μεσαίο ράφι, με τα ξεχωριστά. Έτσι ταξινομώ τα βιβλία πλέον. Αδιάφορα, συνήθη, ξεχωριστά. Σχεδόν μηχανικά το χέρι μου πιάνει ένα μικρό τόμο με σχισμένη ράχη. Απ’ έξω γράφει: Θόδωρος (Λάκης) Βιδάλης. Συγκείμενα. Ποιήματα και μικρά πεζά.

Κάθομαι στην πολυθρόνα, πηγαίνω κατευθείαν στην τσακισμένη σελίδα και διαβάζω: 

Αέρα και φως κάθε μέρα

Οι σάρκες τους μαζεύουν 

Ανάσες, βογγητά και γέλια

Για αυτό σου λέω, μη,

Μην καθαρίζεις τους τοίχους

Κι αυτό το βράδυ, στο μισοσκόταδο

Οι ρυτίδες τους θα τρεμουλιάσουν

Θα σαλέψουν οι σκιές

Κι εγώ θ’ ακούσω ανάσες, βογγητά και γέλια

Μήπως και θρέψουν

Οι σπασμένες γραμμές των ονείρων

 

Οι λέξεις χορεύουν και πλέκονται. Υφαίνουν διηγήσεις και μνήμες. Ένα τέτοιο βράδυ άγριο ήτανε πριν σαράντα τόσα χρόνια, αρχές του ’73.  Ο πατέρας μου, άνθρωπος της παρέας, καλός και φιλότιμος λέγανε όσοι τον ξέρανε καλά, καθόταν με φίλους του στο μοναδικό καφενείο του χωριού. Πίνανε ρακές για να ζεσταθούν. Όταν άνοιξε η πόρτα, μαζί μ’ ένα παγωμένο φύσημα του αέρα, μπήκε κι ο Σπίνος ο χωροφύλακας. Ξενομερίτης που ‘χε ριζώσει στο νησί, παντρεύτηκε μια ντόπια. Κανείς δεν ήθελε να έχει πολλά μαζί του. Στάθηκε στη μέση και τους είπε για μια πλάκα, έκνομη ενέργεια την αποκάλεσε, που το προηγούμενο βράδυ έλαβε χώρα στο τοπικό κλιμάκιο της χωροφυλακής.

Είχε υπηρεσία, λέει, και ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί, όταν κατά τα μεσάνυχτα άκουσε ένα γδούπο στο διπλανό χώρο της υποδοχής. Κάποιος είχε πετάξει από το παράθυρο μια κούτα με πεινασμένα ποντίκια κι αρουραίους. Ευτυχώς σήμανε συναγερμό κι ήρθαν απ’ τα σπίτια τους δυο ακόμα χωροφυλάκοι κι όλο το βράδυ κυνηγούσανε τα τρωκτικά.

Οι πιο πολλοί έμειναν ανέκφραστοι. Λίγοι ήταν αυτοί που χαμογέλασαν συγκρατημένα. Μόνο ο πατέρας μου έβαλε τα γέλια χορτασμένα. Και μετά είπε: «Βρε το μπαγάσα το Λάκη!»

Το μυαλό του πήγε κατευθείαν σ’ αυτόν. Επειδή κατά βάθος τον συμπαθούσε, παρόλο που ήταν αριστερός. Ο Λάκης ήτανε τότε δευτεροετής στη Φιλοσοφική. Οι φίλοι του λέγανε ότι το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Κάθε απόγευμα, βρέξει χιονίσει, κατέβαινε στον Πειραιά κι έπιανε ένα πεζούλι στην άκρη της Πλατείας Αλεξάνδρας. Καθότανε πάντα οκλαδόν. Έχοντας παρέα ένα τετράδιο με σημειώσεις και στριφτά τσιγάρα, παρατηρούσε τη θάλασσα να ρουφάει τους τελευταίους σπασμούς της μέρας. Κι όταν κατέβαινε στο νησί, όργωνε τα μονοπάτια ανάβοντας σβησμένα καντήλια σ’ έρημα εικονοστάσια. Παράξενο παιδί. Ήτανε και πειραχτήρι, όμως, κάθε που ερχότανε ξανά στον εδώ κόσμο. Όλοι διασκεδάζανε με τα καμώματά του.

Προφανώς ήταν αυτός, σκέφτηκε ο πατέρας μου. Και το ‘πε αυθόρμητα, χωρίς να το ζυγιάσει. Όλο το καφενείο μούδιασε. Ο Σπίνος κοίταζε μια αυτόν και μια τους άλλους, χαμογέλασε πονηρά – εδώ, σκέφτηκε, έχω μια καταγγελία, παρουσία όλων – έκανε μεταβολή κι έφυγε. Την άλλη μέρα, μάθανε ότι ο Λάκης ο Βιδάλης είχε βουτήξει από το καράβι, όταν τον κάνανε μεταγωγή στον Πειραιά για ανάκριση. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.

Δέκα χρονών ήμουν εγώ τότε. Έβλεπα τη μάνα μου να χτυπιέται με κατάρες για την αφέλεια που στοίχειωσε δυο σπίτια κι αφάνισε ένα παιδί. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Μου ‘πανε μόνο να προσέχω τον πατέρα του Λάκη, το γερο – Βιδάλη.  

Ο γέρος δεν έκανε τίποτε. Κανείς δεν τον άκουσε να μιλήσει ξανά. Περιφερόταν σαν το στοιχειό στα καντούνια πίσω από την πλατεία με βήμα αργό, πάντα με μια ελαφρά κλίση προς τα μπροστά λες και βάδιζε με κόντρα τον αέρα. Μόνο όταν με συναντούσε, στεκόταν ακίνητος και με κοίταζε. Εμμονικά. Με μάτια ήρεμα και γυάλινα. Έβλεπα ότι έψαχνε την εκδίκηση. Δεν μπορούσα να ξέρω, όμως, ποια θα ήταν αυτή.  

Τα χρόνια πέρασαν. Πέρασα κι εγώ στη Φιλοσοφική, ειρωνεία θα μπορούσε κανείς να το πει. Και μόλις τελείωσα γυρόφερνα κάποια χρόνια σε δουλειές του ποδαριού. Το συμβάν είχε σχεδόν ξεχαστεί. Αλλά κάθε φορά που πήγαινα στο νησί, φοβόμουνα το συναπάντημα. Όπως το καλοκαίρι του ’93, λίγους μήνες μετά την πρόσληψή μου ως επιμελητής σε έναν εκδοτικό οίκο, γεγονός που δεν άργησε να μαθευτεί στις ντόπιες παρέες των γνωστών μου.  

Ρουφούσα την αρμύρα του λιμανιού, παρατηρώντας τα χρώματα του να ξεθωριάζουν με το σουρούπωμα της μέρας, όταν τον είδα και πάλι να στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Βαστιόταν από ένα στύλο. Χωρίς να ξέρω ακριβώς το λόγο, αποφάσισα να του μιλήσω και κατευθύνθηκα προς το μέρος του. Φάνηκε να με περιμένει.

Με κοίταξε μάλλον αδιάφορα. Πλησίαζε τα ογδόντα, αλλά φαινόταν ακόμα μεγαλύτερος. Τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα κι ανακατωμένα. Φορούσε ένα λιγδιασμένο πουκάμισο και κρατούσε μια μικρή σακούλα με φρούτα.

«Έλα μαζί μου», μου είπε μετά από λίγο. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει, αλλά τον ακολούθησα.

Βαδίσαμε αμίλητοι προς το σπίτι του, δυο δρόμους παραπάνω. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που κάθονταν σε ένα μπαλκόνι, κοίταζαν άφωνοι την περίεργη εικόνα. Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε, μια μυρωδιά ξεχύθηκε απ’ το εσωτερικό του σπιτιού λες κι είχε χυθεί κόκκινο κρασί παντού. Σπονδή σ’ έναν άγνωστο θεό. Μετά το θάνατο της γυναίκας του είχα ακούσει ότι αφέθηκε τελείως. Προτίμησα να σταθώ στο κεφαλόσκαλο. Τον έβλεπα στο βάθος να ανοίγει ένα παλιό σκαλιστό ερμάρι και να ανασκαλεύει τα συρτάρια. Μετά από λίγη ώρα, βγήκε έξω με δυο μεγάλα πακέτα χαρτιά. Κίτρινες, πολυκαιρινές σελίδες με χειρόγραφες σημειώσεις. Τα κρατούσε σαν κάτι πολύτιμο.

«Παρ’ τα», μου είπε. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Έκανε ένα απότομο νεύμα του κεφαλιού σαν να με αποχαιρέτησε κι έκλεισε την πόρτα.

Λίγους μήνες μετά, έμαθα ότι τριγύριζε ολημερίς στους δρόμους κρατώντας συνεχώς ένα βιβλίο. Κι όταν το επόμενο καλοκαίρι, ένα ζεστό μεσημέρι που καθόταν στην άκρη του καφενείου και ρέμβαζε τη θάλασσα, το άκουσαν να φεύγει απ’ τα χέρια του και να πέφτει στο πεζοδρόμιο, γύρισαν και είδαν τη ζωή να βγαίνει απ’ το στόμα του, ήσυχα κι απλά, σαν μια φυσαλίδα.

Προσπαθώ να διαβάσω μερικές σελίδες ακόμα, παρόλο που τα μάτια μου βαραίνουν. Ύστερα κλείνω το βιβλίο και το βάζω στη θέση του. Έχει νυχτώσει κι έξω η βροχή συνεχίζει να πέφτει ακατάπαυστα.

*** Ο Γιάννης Δενδρινός γεννήθηκε στην Ιθάκη και ζει στην Αθήνα. Μηχανικός ΕΜΠ, έχει σπουδάσει ακόμη οικονομικές και πολιτικές επιστήμες. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες. 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular