Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η Ελένη καπνίζει βαριά τσιγάρα. Τα έχει ακουμπήσει δίπλα της πάνω στο μπαρ του τρένου και κρατά στο χέρι τον αναπτήρα. Σχεδόν ξεδιάντροπα τραβά τον καπνό κάτω και μετά τον φυσά στο πρόσωπο του νεαρού που γνώρισε πριν λίγο. «Κακή, φοιτητική συνήθεια…», λέει και του χαμογελά περιπαιχτικά. Αφήνει να περάσει λίγος χρόνος, όσος χρειάζεται για να τον φέρει σε δύσκολη θέση και ακριβώς την στιγμή που ανοίγει το στόμα του για να πει κάτι, συμπληρώνει μοιρολατρικά με κάποια φιλοσοφική διάθεση, κοιτάζοντας τον καπνό που ανεβαίνει στο ταβάνι «…από αυτές που δεν κόβονται ποτέ και με τίποτα..»

Το είδωλο της στον καθρέφτη, πάνω από τον ώμο του μπάρμαν, την ικανοποιεί. Γκρίζα μάτια – είχαν κάψει πολλές καρδιές – σφριγηλό κορμί, άριστα διατηρημένο για την ηλικία της στα μέσα ήδη της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της, τέσσερις φορές τη βδομάδα συστηματική γυμναστική και δυο φορές τένις. Διόρθωσε φιλάρεσκα τη στάση της στο σκαμπό. Τώρα ήταν σωστή. Ο ψηλός λαιμός της και οι όμορφοι ώμοι της σχημάτιζαν πλέον έναν τέλειο σταυρό.

Οι κραδασμοί του τρένου είναι έντονοι. Κάποιες στιγμές οι θαμώνες του βαγονιού – μπαρ αναγκάζονται να πιαστούν από την μπάρα για να διατηρήσουν την ισορροπία τους πάνω στα ψηλά σκαμνιά.

Προηγουμένως, δεν το έπραξε με αποτέλεσμα να χύσει το καφέ που κρατούσε στο πουκάμισο του νεαρού που περνούσε δίπλα της και τώρα μιλά μαζί της. Δεν έχουν συστηθεί ακόμα…

Πριν λίγο άφησαν πίσω τους τη Λαμία κι ανηφορίζουν στις στροφές πάνω από τον κάμπο. Κοιτάζεται και πάλι στον καθρέφτη. Τελικά είχε δίκιο, ήταν σωστή η απόφαση της να ξεφορτωθεί τα μακριά, μαύρα μαλλιά, που την χαρακτήριζαν χρόνια τώρα, και να περάσει ένα ελαφρό κόκκινο το κοντοκουρεμένο, σχεδόν αγορίστικο νέο look της. Το είχε κάνει λίγο πριν έρθει για διακοπές ο γιός της απ’ το Λονδίνο.

Ευτυχώς, η αλλαγή της κουπ την έκανε να νιώθει ανανεωμένη και με ανεβασμένο το ηθικό. Γιατί στο αεροδρόμιο που πήγαν με τον άντρα της ένα μήνα πριν για να τον υποδεχθούν, τους την παρουσίασε απροειδοποίητα, ως φάντη μπαστούνι. Αν είχε μείνει μ’ εκείνη την μαλλούρα, θα κινδύνευε να την θεωρήσει η Αγγλιδούλα καμία οπισθοδρομική βλαχάρα.

«Από εδώ η Τζέιν», τους είπε, «το κορίτσι μου. Μένουμε στην ίδια γειτονιά… Έτσι γνωριστήκαμε». Έκανε ελάχιστα δευτερόλεπτα να συνέλθει από την έκπληξη κι αμέσως την αγκάλιασε, φιλώντας τη σταυρωτά. Το παλιόπαιδο δεν της είχε πει τίποτα στο τηλέφωνο. Κουβέντα για κοπέλα, πόσο μάλλον ότι θα την έφερνε μαζί του στην Ελλάδα. Η Τζέιν; Συμπαθητική, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα το ιδιαίτερο και ούτε καν φοιτήτρια, απ’ ό,τι κατάλαβε…

Είχε κι εκείνη ίσια, κοντά μαλλιά, ξανθά με πορτοκαλιές ανταύγειες, που της έδιναν αέρα λαϊκού φρικιού. Φάνηκε να εκπλήσσεται από την διαχυτικότητα της Ελένης, ίσως να θεώρησε υπερβολική την αντίδραση της και για μια στιγμή σφίχτηκε, μετά αφέθηκε στην  αγκαλιά της.

Ναι, μπορεί να ήταν υπερβολικά διαχυτική, όμως έτσι ήταν η Ελένη. Απελευθερωμένη, Ελληνίδα και βέβαια αριστερή. Όχι, σαν κάτι και μερικές που μόλις πιάσουν πέντε ψωροδεκάρες το παίζουν και καλά γεννημένες αριστοκράτισσες και δεξιές μέχρι το μεδούλι. Είχε σταθερές απόψεις. Αν ο γιός ήθελε να μείνει στο Λονδίνο για όλη του τη ζωή και να παντρευτεί με την Αγγλιδούλα, γούστο του καπέλο του. Δική του ήταν η ζωή, τι την έκοφτε εκείνη; Οι αποστάσεις σήμερα έχουν μηδενιστεί, οι διαφορετικές γλώσσες ενώνουν αντί να χωρίζουν τους ανθρώπους, εκείνη μιλούσε καλά Αγγλικά, ο άντρας άριστα, αν τους έκαναν εγγόνια δεν θα είχαν πρόβλημα. Θα τα παίρναν το καλοκαίρι στο εξοχικό τους στο Πήλιο και θα τους μάθαιναν μια χαρά τα Ελληνικά. Όπου γης κα πατρίς, διεθνισμός στην πράξη. Τι; Παίζουμε;

Έχοντας την Τζέιν στην αγκαλιά της, με την άκρη του ματιού της έπιασε το ξινισμένο ύφος του άντρα της. Δεν του άρεσε η μικρή, έμοιαζε από μακριά φτωχοκόριτσο και από την προφορά έκανε μπαμ ότι ήταν Cockney. Οπότε ζοριζόταν ο κύριος! Όμως εκείνη, τις μέρες που ακολούθησαν στο Πήλιο – σχεδόν ένας μήνας καλοκαιρινών διακοπών – δεν του έκανε την παραμικρή νύξη. Επίτηδες…

«Καλά να τα πάθει, ο κύριος», σκεφτόταν. «Τώρα, ας τον να ψηθεί, για να μάθει… ‘Όταν φώναζε να βρει το παιδί φτηνό σπίτι, δεν τα περίμενε αυτά; Ποιους θα συναναστρεφόταν στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου; Λες κι βγάζει λίγα ή έχουμε κι άλλον να σπουδάσουμε…. Αλλά τι να πεις; Πετυχημένος γιατρός μεν, μπουνταλάς δε».

Εκείνη δεν την έκοφτε καθόλου. Ήταν σίγουρη πως ο γιος της θα έβρισκε μόνος του την άκρη. Έχει μυαλό το παιδί της. Θα δεις με την Τζέιν, φάση είναι, θα περάσει. Μετά θα βρει μια καλή κοπέλα από σπίτι και θα νοικοκυρευτεί. Και θα βγάλει πολλά λεφτά στη ζωή του, όπως ο πατέρας του. Σ ΄αυτό του μοιάζει, σ’ όλα τ’ άλλα ολόιδιος εκείνη.

Αν ο μικρός αποφάσιζε να μείνει για πάντα στην Αγγλία μετά τις σπουδές του, θα έβρισκε τρόπο να εξισορροπήσει την κατώτερη εθνικά καταγωγή του με μια ανώτερη κοινωνικά θέση. Γιατί, δεν μπορούμε να τα έχουμε κι όλα σ ΄αυτή τη ζωή… Μπορεί να έμενε για πάντα ο «Έλληνας» για τους βέρους Εγγλέζους, αλλά όλοι σε βλέπουν διαφορετικά αν βγάζεις καλά λεφτά και έχεις καλή κοινωνική θέση. Κι ας είσαι ξένος. Τα φτωχαδάκια ζορίζονται να ενταχθούν στις νέες τους πατρίδες, οι υπόλοιποι μια χαρά τα καταφέρνουν. Και σιγά την Αγγλία, πηγμένη από κάθε λογής ράτσα και μετανάστη είναι. Εξ’ άλλου κι ο πατέρας του χωριάτης δεν ήταν; Από ευκατάστατη οικογένεια μεν, χωριάτης δε. Σε τι τον εμπόδισε αυτό να προσαρμοστεί και να γίνει πλήρως αποδεκτός στην Αθήνα; Σε τίποτα. Το ότι ήταν μεγαλογιατρός μετρούσε, όλα τα άλλα ξεχνιούνται γρήγορα. Ξεχνιέται ακόμα και η βαριά προφορά που διατηρεί ακόμα…

Το τρένο τραμπαλίζεται, ενώ περνούν πάνω από μία τοξωτή γέφυρα. Η θέα είναι καταπληκτική. Κάτω ο κάμπος, σ’ όλες τις αποχρώσεις του μελιού, Αύγουστος καυτός και στο βάθος η θάλασσα. Θέλουν πάνω από ένα δίωρο για να φτάσουν στον σταθμό Λαρίσης.

Η ερώτηση του νεαρού διακόπτει την αναπόληση της.

«Να σας κεράσω ένα ποτό; Ένα κονιάκ με σόδα ή αναψυκτικό ίσως; Βλέπω έχουν πεντάρι ΜΕΤΑΧΑ», της προτείνει ευγενικά.

Πλάκα έχει ο μικρός κι είναι ομορφούλης. ‘Όχι δίκαια πράγματα, είναι όμορφος. Κοντοκουρεμένο μαλλί και ευτυχώς τα αυτιά του στην θέση τους. Σιχαίνεται τα πεταχτά αυτιά στους άνδρες. Αλλά πιτσιρίκι, βρε παιδί μου. Σχεδόν στην ηλικία του γιου της, άντε τέσσερα πέντε χρόνια μεγαλύτερος. Όμως και έχει κάτι μάτια, από αυτά που χάνεσαι μέσα τους. Το ένστικτό της την ειδοποιεί: «πρόσεχε, αυτά τα μάτια σε βάζουν σε μπελάδες».

Αμέσως μετά την επεισοδιακή γνωριμία τους, της είπε πως υπηρετούσε στους Πεζοναύτες στο Βόλο. Στην καλοκαιρινή κατασκήνωση στην Κάτω Γατζέα. Η Ελένη ήξερε καλά  το στρατόπεδο . Το ΄βλεπε  καθημερινά  πηγαίνοντας για μπάνιο στην Μπούφα. Μπορεί να ‘ταν κάποιο από τα φανταράκια που φυλούσαν σκοπιά στην πύλη και χάζευαν βαριεστημένα τα περαστικά αυτοκίνητα. Δεν τον έκοβε για μονιμά.

«Κονιάκ με αναψυκτικό όχι, αλλά ένα τζιν τόνικ θα το έπινα. Με τη διαφορά πως θα κεράσω εγώ… Εξάλλου, σας χρωστώ μια αποζημίωση για το πουκάμισο που σας λέρωσα προηγουμένως. Έπειτα, μην ξεχνάτε…, είστε φαντάρος».

Η τελευταία παρατήρηση δεν άρεσε στον νεαρό, αλλά φάνηκε να συγκρατιέται. Περήφανος. Αυτό της άρεσε. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα και το παλιόπαιδο, αντί να βάλει την ουρά στα σκέλια αντεπιτέθηκε.

«Πώς να αντισταθεί κανείς σε μια τόσο ωραία κυρία!»

Χαμογελά και πάλι φιλάρεσκα και παραγγέλνει στον μπάρμαν τζιν τόνικ γι’ αυτήν και κονιάκ με σόδα για τον μικρό. Ανάβει κι άλλο τσιγάρο. Δεν του προσφέρει, δεν μοιάζει να καπνίζει.

«Σας ενοχλεί μήπως;».

«Καθόλου. Κάπνιζα κι εγώ κάποτε και το έκοψα. Παίζω μπάλα και με ενοχλούσε… Αλλά, μην φοβάστε, δεν θα γίνω ποτέ φανατικός αντικαπνιστής. Καθένας ό,τι επιθυμεί…, είναι αρχή μου».

Καλλιεργημένος μικροαστός, με λαϊκά γούστα, ίσως και κάποιες σπουδές, που στάθηκαν αιτία να πάει καθυστερημένα φαντάρος, σκέφτεται η Ελένη. Λίγο άπειρος όμως, φάνηκε από την τελευταία του σπόντα, την τόσο αφελή.

«Ποτέ μη λέτε ποτέ…Το μέλλον είναι πάντα άγνωστο και γεμάτο ανατροπές». Αυτή η ηλίθια φιλοσοφική διάθεση από το πρωί την εκνευρίζει. Μα, τι είχε πάθει τελευταία;

Το τρένο στρίβει και πάλι, διακρίνει την Τζέιν να έρχεται προς το μπαρ. Στηρίζεται στα τοιχώματα  του στενού διαδρόμου. Πρέπει να το παραδεχτεί, λαϊκό κορίτσι αλλά έχει τέλειο σώμα. Και τις καμπύλες εκεί ακριβώς που πρέπει. Τελικά, έχει γούστο ο γιός της. Αλλά, τι να το κάνεις, με τις γυναίκες ολόιδιος ο πατέρας του! Όλα στο χέρι τα θέλει, έστειλε το κορίτσι για καφέδες  κι αυτός θα έχει αράξει με το Walkman στ’ αυτιά.

Η Τζέιν, πλησιάζει, τους χαμογελά, χαιρετά τυπικά και παραγγέλνει τσάι κι ένα φραπέ. Κλασσικός Ελληναράς ο γιος της δεν κόβει με τίποτα τις ανθυγιεινές συνήθειες. Φραπέ μετά από δυο χρόνια στο Λονδίνο; Αύριο μεθαύριο είναι ικανός να πηγαίνει σε συνέδρια νευροχειρουργών  με το σέικερ στο χέρι! Αλλά η Ελένη του τα συγχωρεί όλα, γιατί κατά βάθος είναι ευαίσθητος και τρυφερός. Σ ‘ αυτά τουλάχιστον της μοιάζει.

«Επιτέλους άλλαξες στιλ και σου πάει», της είπε μετά τα φιλιά και τις αγκαλιές στο αεροδρόμιο. «Τώρα θα σε συστήνω σαν την μικρή μου αδελφή!» . «Τη μεγάλη, τη μεγάλη», του απάντησε και ξεκαρδισμένη στα γέλια τον έπνιξε στην αγκαλιά της. Είκοσι χρονών στη Νομική τον κουβαλούσε ήδη μέσα της, γιατί ο «κύριος» δυσκολευόταν να βάλει προφυλακτικό. Τον στένευε έλεγε… Κι αυτή μητέρα στα εικοσιένα της, πήρε πτυχίο αλλάζοντας πάνες και ανακατεύοντας κρέμες. Μετά το κορνίζωσε για να το βλέπει και να διαολίζεται…

Η Τζέιν φορτώθηκε τα ποτά, χαιρέτησε  και πάλι ευγενικά και απομακρύνθηκε. Δεν ρώτησε τίποτα κι εκείνη δεν έκανε καμιά σύσταση. Τι να έλεγε, δηλαδή; Από δω ένας νεαρός που μου κάνει καμάκι; Την παρακολούθησε από τον καθρέφτη του μπαρ να απομακρύνεται, προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία της χωρίς να χύσει τα ποτά τους κι η σκηνή που είδε, κολλώντας το μάτι της αδιάκριτα στην κλειδαρότρυπα του μπάνιου τους στο εξοχικό τους στο Πήλιο –τρελαμένη από την περιέργεια για να δει τι κάνουν τόση ώρα εκεί μέσα –ξεπετάχτηκε μπροστά της. Όπως πολλές φορές είχε συμβεί ήδη τις τελευταίες μέρες.

Ο γιος της καθισμένος στην λεκάνη της τουαλέτας γυμνός, με την Τζέιν κουρνιασμένη ανάμεσα στα πόδια του. Αυτή ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της, αργά και τελετουργικά, έχοντας χουφτώσει με το αριστερό χέρι τον γοφό του, ενώ έχει γλιστρήσει τ’ άλλο ανάμεσα στα πόδια της. Αυτός με το κεφάλι ριγμένο πίσω, παραδομένος, με τα χείλη συσπασμένα από ηδονή και μάτια κλειστά, έδινε τον ρυθμό που επιθυμεί στο ρούφηγμα του πέους του, έχοντας ακουμπήσει το ένα του χέρι στο κεφάλι της, ενώ με το αριστερό του χούφτωνε το δεξί της στήθος. Το πέος του δεν το είδε, είναι αλήθεια. Τα φαντάστηκε, όμως, βαθιά στο στόμα της Τζέιν.

«Γνωστή σας;», Ρώτησε ο νεαρός.

«Κοπέλα του γιου μου που σπουδάζει ιατρική στην Αγγλία. Τους συνοδεύω μέχρι την Αθήνα. Σε δυο μέρες τα παιδιά πετούν πίσω στο Λονδίνο κι εγώ θα μείνω για λίγο ακόμα στα λημέρια μου… Μετά πίσω στο Πήλιο, το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμα…».

«Δεν το πιστεύω! Έχετε τόσο μεγάλο παιδί; Πότε παντρευτήκατε, στα δέκα;». Έκανε πνεύμα ο μικρός και της τα ‘ριχνε κανονικά, αλλά η Ελένη δεν ήταν από εκείνες. Αναδεύτηκε στο σκαμπό της και απέφυγε να σχολιάσει την τελευταία παρατήρηση του.

«Σοβαρά, πρέπει να σας αποζημιώσω για το πουκάμισο», του είπε. «Το σωστό είναι να σας αγοράσω ένα καινούριο. Ο καφές ίσως αφήσει λεκέ…».

Την κοιτά στα μάτια και μιλά ψιθυριστά  για να μην τον ακούσει ο μπάρμαν. «Μόνο αν δεχθείτε να σας συνοδέψω στην Αθήνα για να το διαλέξουμε παρέα…».

Το παραξήλωσε ο μικρός…Πρέπει να του κόψει τον βήχα. Αποστρέφει απ’ αυτόν το πρόσωπό της, γυρίζοντας και πάλι προς τον καθρέφτη του μπαρ, κάνοντας μια αόριστη κίνηση  με το χέρι που κρατά το τσιγάρο. Κάτι σαν άρνηση που μένει μετέωρη στον αέρα. Μετά, σαν κάτι να σκέφτηκε, χαμογελά φιλάρεσκα και γυρίζοντας προς το μέρος του λέει. «Δώστε μου κάποιο τηλέφωνό σας και θα σας καλέσω εγώ, την Τρίτη…».

Ο μικρός κοκκίνησε και σαστισμένος ψιθύρισε ένα νούμερο. Η Ελένη το σημείωσε πάνω στο κουτί των τσιγάρων της, Άσσος Φίλτρο Με Το Χαρμάνι Του Παλιού Άσσου. Μάζεψε πακέτο και αναπτήρα κι έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα.

-//-

Τρίτη νωρίς το πρωί αποχαιρέτησε τον γιο της και την Τζέιν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Φεύγοντας, πριν μπει στο ταξί, βρήκε ένα θάλαμο και κάλεσε το τηλέφωνο του πιτσιρικά. Το σήκωσε στο δεύτερο χτύπημα.

«Είμαι η Εύα…», του είπε η Ελένη. Έτσι του είχε συστηθεί στο τρένο. Εύα, η πρώτη γυναίκα, αυτή που έδωσε το μήλο στον Αδάμ, αυτή που ήθελε να γίνει η Ελένη.

Συναντηθήκαν μετά από δυο ώρες σ’ ένα καφέ στο Θησείο. Δεν είπαν πολλά, δεν χρειάστηκε, εξάλλου και οι δυο το ήξεραν από την πρώτη στιγμή, όταν χύθηκε ο καφές της στο πουκάμισό του, τι θα συνέβαινε. Εκείνη παράγγειλε ένα ποτήρι λευκό κρασί, αν και ακόμα καλά καλά δεν ήταν δώδεκα το μεσημέρι. Εκείνος και πάλι κονιάκ με σόδα, αλλά τι σημασία είχε;

Ήπιαν τα ποτά τους και χωρίς να πουν το παραμικρό, πήραν την κατηφόρα προς το Σταθμό του Θησείου. Το ξενοδοχείο λίγο πιο κάτω ήταν αξιοπρεπές και το είχε εντοπίσει σ’ άσχετο χρόνο. Όταν τα καλοκαίρια με φίλους έτρωγαν στο εστιατόριο του στην ταράτσα με την εκπληκτική θέα στην Ακρόπολη. Με ένα τηλεφώνημα βεβαιώθηκε ότι δεχόταν passant, ενοικίαση για λίγο. Όπως το υποπτευόταν ήδη κι ας ήταν εντελώς άπειρη σε παρόμοια θέματα.

Πήρε εκείνη το κλειδί από την κοπέλα στην ρεσεψιόν, αφήνοντας την δική της ταυτότητα. Δεν την ένοιαζε πλέον. Από δω και μπρος θα διαχειριζόταν την επιθυμία της, δηλαδή τη ζωή της. Στο ασανσέρ δεν αντάλλαξαν λέξη. Μπήκαν στο δωμάτιο και γδύθηκε πρώτη. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και τον παρατηρούσε όση ώρα αμήχανος γδυνόταν κι αυτός. Ο χώρος ήταν άνετος, καθαρός και περιέργως πώς – τον αισθάνθηκε οικείο από την πρώτη στιγμή και – το σημαντικότερο – είχε σοφά τοποθετημένους τους καθρέφτες.

-//-

Η κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου έκλεισε πίσω της αθόρυβα και για λίγο έμεινε ακίνητη μπροστά της. Χωρίς να το θέλει αναλογίστηκε πόσα χρόνια είχαν περάσει από το μεσημέρι που το επισκέφτηκε για πρώτη φορά με το Σωτήρη. Σωτήρη τον έλεγαν. Αυτόν δεν θα τον ξεχάσει ποτέ. Τα ονόματα των άλλων, όσων ακολούθησαν, δεν τα θυμάται ή, πιο σωστά, ηθελημένα τα αγνοεί. Αναγνωρίζει μόνο πρόσωπα. Όταν σπάνια συμβεί να διασταυρωθεί με κάποιον από αυτούς στην πόλη. Μάλιστα, μια φορά βρέθηκε από πολύ κοντά μ’ έναν από τους νεαρούς εραστές της. Σε κοινωνική εκδήλωση ήταν, αρραβωνιαζόταν μια μακρινή ανιψιά του άντρα της. Τους κάλεσαν, δεν κατάλαβε γιατί, κι ο Αντρέας επέμενε να ανταποκριθούν. Γιατί, λέει, είχε ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα της υποψήφιας νύφης, όταν ήταν μικροί στο χωριό τους. Τι να πει, πήγαν. Τόσα χρόνια στην πόλη κι αυτός εκεί. Το χωριό μου, οι συγγενείς, οι ρίζες μου. Πόσο την κούραζε, όταν άρχιζε κάτι τέτοια …

Είναι αλήθεια πως μόλις τους σύστησαν, προς στιγμή πάγωσε. Ευτυχώς, όμως, κι αυτός έκανε πως δεν την αναγνώρισε, χαλάρωσε, κι εντέλει κι όλα πήγαν καλά. Εξάλλου, πώς θα δικαιολογούσε ο κύριος τη γνωριμία μαζί της; Τι θα έλεγε στην αρραβωνιαστικιά του; Ότι γούσταρε μεγαλύτερες και είχαν πηδηχτεί; Άσε, που το κορίτσι είχε μεγάλη περιουσία, όπως έμαθε αργότερα από τον άντρα της. Σειρά ξενοδοχείων κι ο γαμπρός θα αναλάμβανε ένα απ’ αυτά μετά το γάμο…

Συναισθηματικά της ήταν ασήμαντοι όλοι τους. Αλλά σήμερα, που εκ των πραγμάτων κάνει τον απολογισμό της, πρέπει να το παραδεχτεί. Με τον Σωτήρη τα πράγματα ήταν διαφορετικά… Πρέπει να παραδεχθεί ότι μαζί του απέκτησε κάποιο είδος σχέσης, τουλάχιστον λόγω της διάρκειάς της. Σχεδόν ενάμιση χρόνο βρισκόταν στο ίδιο ξενοδοχείο. Εκεί που πήγαν για πρώτη φορά, σ΄ αυτό που βρισκόταν μ΄ όλους στη συνέχεια. Πολλές φορές και στο ίδιο δωμάτιο, μέχρι που εκείνος, ο Σωτήρης, της ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει αναγκαστικά την Αθήνα. Είχε πεθάνει ξαφνικά ο πατέρας του κι η μάνα του ήταν αδύνατον να τα βγάλει πέρα με την ακμάζουσα οικογενειακή επιχείρησή τους. Άπραγη γυναίκα είναι, της είπε, δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή της. Οπότε ο Σωτήρης γύρισε εσπευσμένα στην πόλη καταγωγής του.

Τους πρώτους μήνες έκανε μερικά ταξίδια μόνο και μόνο για να βρεθούν, αλλά κάποια στιγμή η Ελένη του το ‘κοψε με το μαχαίρι. Είχε πια καταλάβει τι ήθελε και, επιπλέον, το είχε αποδεχτεί. Δεν την ενδιέφερε ο Σωτήρης, ο κάθε Σωτήρης. Ό,τι έκανε μαζί του δεν το έκανε γιατί ήταν αυτός, ο συγκεκριμένος. Στη θέση του μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος. Φτάνει να ήταν νεαρός, κατά προτίμηση στρατιώτης, και σε κάθε περίπτωση με κοντά μαλλιά και καθαρό δυνατό σβέρκο. Α, ας μην ξεχνάμε και τ’ αυτιά, Τα αυτιά έπρεπε να είναι  στην κατάλληλη θέση. Απεχθανόταν τα πεταχτά αυτιά. Τα υπόλοιπα την άφηναν αδιάφορη. Αν εξαιρέσει κανείς ότι απεχθανόταν ομοίως τους άντρες που είχαν φαρδιούς γοφούς. Ακόμα κι αν δεν είχαν παραπανίσια κιλά…

Ο Σωτήρης την αναζήτησε στο τηλέφωνο μετά από δυο τρία χρόνια, παντρεμένος πλέον με παιδί. Βρέθηκε, όπως της είπε, στην Αθήνα για λίγες μέρες κι ήθελε οπωσδήποτε να συναντηθούν έστω για έναν καφέ. «Πάντα ήμουν ερωτευμένος μαζί σου και παραμένω», τόνισε. Του το ‘κοψε και πάλι με το μαχαίρι. Όχι, δεν θα τον συναντούσε ούτε για έναν καφέ. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν από εκείνες που κοιμούνται με άντρες άλλων γυναικών. Ακόμα και η σκέψη ότι είναι παντρεμένος με παιδί την χαλούσε. Αντιερωτικό, πολύ αντιερωτικό. Ευτυχώς, φάνηκε ότι όσα του είπε, τον έθιξαν και δεν την ξαναενόχλησε. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε ξανακάνει το λάθος να δώσει τηλέφωνό της ή άλλα στοιχεία της ταυτότητάς της σ’ όσους τον διαδέχθηκαν. Τους αναζητούσε πάντα εκείνη. Όποτε ήθελε και πάντα για λίγες και μόνο φορές, μετρημένες στα δάκτυλα των δύο χεριών.

Γιατί η Εύα, όπως εξακολουθούσε να συστήνεται, αν και δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε τη μέρα που επιστρέφοντας από το Πήλιο με το γιό της και την Τζέιν συνάντησε το Σωτήρη στο τρένο, το ξεκαθάρισε στη συνέχεια και αποφάσισε να το ‘χει: ευκαιριακές επαφές για σεξ με νεαρούς άντρες και τίποτε άλλο. Τα συναισθήματα δεν την ενδιέφεραν καθόλου. Αγαπούσε τον γιό της και τον άντρα της, τον μπουνταλά, της έφταναν. Με το καιρό αγάπησε και τα δυο της εγγόνια. Από αγάπη, λοιπόν, ήταν κομπλέ. Το σεξ όμως ήταν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό.

Αλήθεια, με πόσους κοιμήθηκε; Είχε χάσει το λογαριασμό, πιο σωστά απέφευγε πάντα να κρατάει λογαριασμό, γιατί στο κάτω κάτω της γραφής δεν έδινε δεκάρα. Δεν έπαιρνε μέρος σε πρωτάθλημα, απλά της άρεσε να απολαμβάνει τον αγώνα. Όπως σχολίαζε κι η παρέα του άντρα της, όταν μαζευόταν σπίτι για να παρακολουθήσουν όλοι μαζί κάποιο ματς. ‘Οπου συνήθως έχανε η ομάδα τους και αναζητούσαν δικαιολογίες… Βλαχάκια μια ζωή κι ας ζούσαν μισό αιώνα στην Αθήνα.

Σε κάθε περίπτωση σήμερα όλα αυτό είχε τελειώσει∙ ανεπιστρεπτί. Τελευταία φορά επισκεπτόταν το συγκεκριμένο ξενοδοχείο, τουλάχιστον γι’ αυτόν τον λόγο. Το κατάλαβε πριν λίγο. Όταν την ώρα που πλησίαζε ο οργασμός, στράφηκε στον καθρέφτη όπως έκανε πάντα  κι αντί να απολαύσει τον εαυτό της ως Μαινάδα ιππεύουσα τον νεαρό, η αντανάκλασή του αποκάλυψε το μπράτσο της. Μπράτσο γριάς.

Όχι. Το σώμα της εξακολουθούσε να είναι άψογο. Δεν έχει το παραμικρό ψεγάδι. Κρατιέται καλά. Εξακολουθεί να γυμνάζεται καθημερινά και – όπως αποδείχθηκε – κληρονόμησε άριστο DNA από τη συγχωρεμένη τη μάνα της. Πέθανε σχεδόν ογδόντα πέντε χρονών χωρίς μια ζάρα στο σώμα της. Επιπλέον, η διατροφή της υπήρξε πάντα άψογη, ο ύπνος της αδιατάραχτος και η ψυχική της κατάσταση εξαιρετική. «Ξέγνοιαστο Μοντέλο» την έλεγαν οι φίλες της με διάθεση να την πειράξουν. Όμως, ήταν σίγουρη πως πίσω από τον διακηρυγμένο τους θαυμασμό για το «πόσο καλά κρατιόταν», λάνθανε εμπαθής ζήλια. Και πού να φανταζόντουσαν, αυτά που δεν γνώριζαν και δεν θα μάθαιναν ποτέ. Γιατί ουδέποτε καυχήθηκε για ό,τι έκανε και ουδέποτε ένιωσε την παραμικρή ανάγκη να εκμυστηρευτεί το παραμικρό ακόμα και στην πλέον επιστήθιά της φίλη, τη Μαρίνα. Για ποιο λόγο άλλωστε; Τι θα έβγαινε, αν της ομολογούσε ότι κατά καιρούς βρίσκεται με νεαρούς μόνο για σεξ; Το πιθανότερο να την σόκαρε ανεπανόρθωτα. Αυτή έναν εραστή γνώρισε στη ζωή της, τον άντρα της, και μ’ αυτό είχε πάψει να κάνει έρωτα εδώ και χρόνια. Όπως κι όλες οι άλλες φίλες της άλλωστε. Τι να τους έλεγε και τι να καταλάβαιναν…

Αλήθεια πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνη την πρώτη φορά που ήρθε στο ξενοδοχείο με τον Σωτήρη;  Είκοσι; Ναι, θα κόντευαν είκοσι. Ο  γιος της ήταν ακόμα δευτεροετής φοιτητής στην Ιατρική και τώρα διδάσκει στο πανεπιστήμιο, εγχειρίζει σε μια από τις πιο ακριβές κλινικές του Λονδίνου και την έχει κάνει γιαγιά εδώ και χρόνια. Η μεγάλη της εγγονή, η Ελένη της, πρέπει να τελειώνει το δημοτικό φέτος.

Κι όλα αυτά τα χρόνια, ουδέποτε αισθάνθηκε ότι απατά τον άντρα της. Αν ερωτευόταν κάποιον, ναι τότε θα τον απατούσε. Αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ, ίσως και να μην το άφησε να συμβεί. Κι αυτό λίγο την ένοιαζε. Αν ήθελε έρωτες και μόνιμη σχέση, μπορούσε να τα ‘χει και τα δυο με διάφορους δήθεν οικογενειακούς φίλους που την περιτριγύριζαν από τα πρώτα χρόνια του γάμου της κι ακόμα την περιτριγυρίζουν.  Εκείνη άλλο επιθυμούσε κι άλλο έδρεψε όλα αυτά τα χρόνια. Τη φρεσκάδα τους. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά τους, το δυνατό νεανικό τους σβέρκο, του στενούς λαγόνες τους. Τους «έπαιρνε» – πόσο της άρεσε αυτή η αρσενική λέξη – την πρώτη φορά που βρίσκονταν και μόνο με τον παραδοσιακό τρόπο∙ ιεραποστολικά. Στη συνέχεια ήθελε να τους ιππεύει πάντα εκείνη. Και ποτέ δεν δυσκολεύτηκε να τους βρει. Έφεδροι στρατιώτες σχεδόν όλοι, δυο ή τρεις φορές έτυχε να είναι μονιμάδες, νεαροί υπαξιωματικοί και ένας ανθυπολοχαγός. Τότε θυμήθηκε τον Ωραίο Λοχαγό του Μένη Κουμανταρέα, που είχε διαβάσει στα νιάτα της. Οι λεπτομέρειες της διέφευγαν, είπε να  το ψάξει στη βιβλιοθήκη, κάπου θα το είχε, μετάνιωσε. Γιατί σκέφτηκε ότι πλέον είναι εκείνη που γράφει το δικό της φανταστικό βιβλίο. Στο μυαλό της και μόνο, ποτέ στο χαρτί. Εξάλλου, ποιον θα ενδιέφερε και θα αφορούσε; Αρκετά χρόνια της είχαν υπαγορεύσει άλλοι τις δικές τους σελίδες. Ο αριστερός, πλην όμως βαθιά συντηρητικός, πατέρας της, ο άντρας της ακόμα και ο γιός της με τον τρόπο του, την ύπαρξή του. Εκείνη, όμως, αποφάσισε να συντάξει τις δικές της και το ‘κανε, χωρίς ποτέ να διστάσει.

Σήμερα, όμως, έγραψε ΤΕΛΟΣ. Φτάνει πια, μέχρι εδώ. Τέλειωσε. Οριστικά∙ για πάντα. Γυρίζοντας σπίτι θα το «κρεμούσε» δίπλα στο άχρηστο εδώ και χρόνια πτυχίο της Νομικής – με άριστα παρακαλώ – που ακόμα φιγουράριζε στο γραφείο του άντρα της. Γιατί δικό της γραφείο ουδέποτε απέκτησε. Τι να το ‘κανε άλλωστε; Εκείνος έβγαζε πολλά λεφτά και για τους δυο τους….

Κατηφόρισε μέχρι την Πειραιώς να βρει ταξί. Στο δρόμο έβγαλε από την τσάντα της το δεύτερο κινητό της. Σταμάτησε για λίγο, αφαίρεσε εύκολα την κάρτα SIM – εξάλλου για αυτό είχε διαλέξει το συγκεκριμένο- κι αφού την έσπασε στα δυο, την πέταξε στον επόμενο κάδο σκουπιδιών. Λίγο παρακάτω πέταξε και το τηλέφωνο. Της ήταν άχρηστο πια.

Φτάνοντας στην Πειραιώς, έβγαλε το κινητό της και κάλεσε μέσω της εφαρμογής ένα ταξί. Απεχθανόταν να σταματά οποιοδήποτε στο δρόμο, σηκώνοντας το χέρι και διεκδικώντας το πιθανώς από κάποιον άλλον. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Ένα καλοδιατηρημένο και καθαρό όχημα σταμάτησε μπροστά της. Βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα. «Ψυχικό», είπε μονολεκτικά στον οδηγό. «Μάλιστα, κυρία», απάντησε εκείνος ευγενικά.

Η Ελένη άθελά της έριξε μια ματιά στον σβέρκο του και χαμογέλασε. Δυνατός σβέρκος, κοντοκουρεμένο μαλλί, τα χέρια του στο τιμόνι μυώδη, μακριά και λεπτά δάκτυλα. «Ας είναι», σκέφτηκε. «Ας τα χαρεί κάποια άλλη».

Έβγαλε το κινητό της και κάλεσε την νύφη της στην Αγγλία. Τέτοια ώρα ο γιός της δεν ήταν διαθέσιμος ακόμα. Θα βρισκόταν στο ιατρείο, σε κάποιο μάθημα στο πανεπιστήμιο ή στην  ιδιωτική κλινική που χειρουργούσε, οπότε δεν είχε νόημα να πάρει εκείνον. Δούλευε σαν σκλάβος για να ζει σαν βασιλιάς. «Γεια σου Τζέιν», είπε χαρούμενα. «Τι κάνεις κορίτσι μου; Όλοι καλά, τα παιδιά; Ο γιός μου; Τα γνωστά…  δουλειά και δόξα σοι ο Θεός; Ολόιδιος ο πατέρας του. Μάλιστα, μάλιστα… Ξέρεις τι σκέφτηκα; Φέτος, λέω, καλά θα ήταν να ερχόσουν στο Πήλιο με τα παιδιά να περάσουμε οι τέσσερις μας ένα μήνα παρέα. Πριν πάρει τις διακοπές του ο γιος μου, έρθει κι ο παππούς… Ωραία, ωραία, τέλεια! Ναι, βρε, στο υπόσχομαι, σου λέω! Θα μιλάμε μόνο Ελληνικά. Εξάλλου, ελληνικά δεν σου μιλάω και τώρα;».

Έκλεισε το τηλέφωνο ευχαριστημένη. Θα χόρταινε τα εγγόνια της φέτος. Και την Τζένη. Έκαναν καλή παρέα οι δυο τους εδώ και χρόνια. Καταλαβαινόταν. Η Τζέιν αποδείχθηκε εξαιρετικό κορίτσι. Είχε την εξυπνάδα να στηρίξει τον γιό της στα πάντα κι ας ήταν από λαϊκή οικογένεια. Εξάλλου, κι αυτή από λαϊκή οικογένεια δεν ήταν και μάλιστα διωγμένη για δεκαετίες ως αριστερή. Αλλά ποιος δίνει σημασία σ’ αυτά πλέον; Ο κόσμος είχε αλλάξει εντελώς, ουδείς τα θυμάται.

-//-

Κοίταξε, για λίγο έξω απ’ το παράθυρο. Είχαν περάσει το Σύνταγμα κι η κίνηση στην Βασιλίσσης Σοφίας είχε πυκνώσει πολύ. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της: λες να ‘χει εραστή η Τζέιν; Ή εραστές, όπως εκείνη… Σήκωσε αδιάφορη τους ώμους της; Ε, και; Φτάνει να στεκόταν πάντα δίπλα στον γιο της κι αυτός να μην το μάθαινε ποτέ. Έτσι βυθισμένος στη δουλειά και την μεγάλη καριέρα που ήταν σε τι θα τον ωφελούσε;

Άθελά της το βλέμμα της έπεσε στον καθρέφτη του οδηγού. Όχι, έπρεπε να το παραδεχτεί. Ο νεαρός είχε εκπληκτικό σβέρκο, τα αυτιά τέλεια τοποθετημένα στο κρανίο, μύριζε σαπούνι και είχε λουστεί στην κυριολεξία ένα καλόγουστο άρωμα. Μάλλον, απομίμηση του αυθεντικού Le Male του Gautier. Ναι, αυτό πρέπει να ήταν… Επιπλέον, είχε και υπέροχα μάτια. Γκριζοπράσινα, σπάνιο για άντρα… Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκε στον καθρέφτη και το δικό του έμεινε καρφωμένο επάνω της εξετάζοντάς της εξονυχιστικά. «Τολμηρός», σκέφτηκε η Ελένη και αισθάνθηκε στο υπογάστριό της την πείνα του αρσενικού. «Και άπραγος ακόμα, δεν μπορεί να κρύψει τι αισθάνεται». Η ισόπαλη αναμέτρηση των βλεμμάτων διήρκησε μέχρι το Πολεμικό Μουσείο. Ο νεαρός, αποδείχθηκε άριστος επαγγελματίας. Ενώ δεν έχανε την επαφή του με το δρόμο, εξακολουθούσε να την παρατηρεί αμίλητος.

Η Ελένη αισθάνθηκε το γνώριμο κάψιμο στο στήθος. Απέστρεψε πρώτη το βλέμμα της και κοίταξε για λίγο και πάλι έξω από το παράθυρο. Οι περαστικοί στο απέναντι πεζοδρόμιο συνέχιζαν ανύποπτοι το δρόμο τους, τα αυτοκίνητα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ήταν εντελώς ακίνητα κι η ζωή κυλούσε αδιάφορη για τις αποφάσεις των ανθρώπων. Ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό της – είχε κόψει χρόνια το τσιγάρο αλλά κάποιες στιγμές οι ζημιές του ξεπηδούσαν από το πουθενά – και εντελώς αδιάφορα είπε:

«Με λένε Εύα. Εσάς;».

Cover Image: Free Smoking stock photo

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular