Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Προχώρησε ως τη σάλα. Σερβιριζόταν το πρωινό και ένας χαμηλός, υπόκωφος ήχος ερχόταν από τα πρησμένα στόματα όσων ανάρρωναν από τον ύπνο. Ο ένας πίσω από τον άλλον και μόνο οι ήχοι των πιάτων να ακούγονται και ο καφές με ένα δειλό, μικρό νέφος πάνω από τα πιάτα. Σε λίγο πάνω στα τραπέζια θα βρεις μονάχα δίσκους, παραφορτωμένους.

Εκείνη προχώρησε ως τη σάλα. Είχε χρόνια να βγει έτσι μόνη, ανάμεσα στο πλήθος. Μα το ‘χε βάλει μαράζι να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της. Και τώρα, λοιπόν που μεγάλωσαν τα παιδιά, που πέθανε ο σκύλος, τώρα που μπήκε το τρίτο πρόσωπο ανάμεσα σε εκείνη και τον Άρτσι, μια νεαρή στάρλετ με παραφουσκωμένα χείλη και εγωισμό τώρα ήταν η ώρα. Και η Σάρα γύρεψε τις οικονομίες της κάτω από το κούφιο σανίδι, δέκα χιλιάδες δολάρια, θεέ μου μπορεί να θυμηθεί κάθε μια φορά που έκρυβε ακόμη κάτι στα κούφια σανίδια, θεέ μου. Και η καρδιά της στερεωνόταν, έμπαινε στην θέση της, την ίδια πληγωμένη θέση με τ’αρχαίο σύννεφο που βρέχει τον κόσμο.

Εκείνη την Παρασκευή μαγείρεψε ένα λαχταριστό ρολό κιμά με πουρέ από φρέσκιες πατάτες. Και ένα μεγάλο ταψί γαλατόπιτα που αρέσει σε εκείνη και τα παιδιά. Έπειτα έπλυνε, συγύρισε, τοποθέτησε τα ρούχα στις θέσεις τους, σάρωσε την μπροστινή βεράντα και πέρασε στην αιωνιότητα. Ή σε κάτι πάντως τόσο κοντινό, έτσι όπως χάθηκε εκείνο το βράδυ προς άγνωστη κατεύθυνση. Ένα νυσταγμένο ταξί ήρθε, στάθηκε στη δημοσιά. Η Σάρα μπήκε και απάντησε αεροδρόμιο όταν ρωτήθηκε από τον οδηγό. Αεροδρόμιο, παρακαλώ επανέλαβε πιο αποφασιστικά και έπειτα ανάσανε, πρώτη φορά δίχως καμιά απολύτως αγωνία για τα σερβίτσια πορσελάνης Μάισνερ και ένα σωρό άλλα μικροπράγματα που της γεμίζανε τη ζωή. Και ύστερα βρέθηκε στα σύννεφα, ο κυβερνήτης της ευχόταν καλό ταξίδι και η Σάρα ήθελε να ανοίξει το μικρό φινιστρίνι και να τα πετάξει όλα εκεί. Τα παιδιά που φύγανε, τον γέρο Ρεξ, πεθαμένο από καιρό, την στάρλετ και τον άνδρα της που δεν είναι πια δικός της, ωστόσο έχει κρατήσει ένα γενναίο κομμάτι του. Το ξέρει και εκείνος και σε λίγο καιρό θα έλθει να την δει. Μα δεν θα την βρει εκεί την Σάρα, που βούλιαξε και πέθανε νωρίς. Η Σάρα είναι στα σύννεφα, αλλάζει χώρες και ξαναζεί όλα της τα αθώα χρόνια, ξαναζεί παρέα με εκείνο το αστείο πρόσωπό της , τις γραμμές του χλομού δρόμου που σβήστηκαν περνάει με το χέρι φρέσκο μελάνι. Δεν είναι η Σάρα, δεν είναι η Σάρα, είναι ένας άγγελος με τσακισμένα φτερά, ένα τελευταίο πέταγμα Σάρα, μια βόλτα πάνω ψηλά από τις κατάμαυρες θάλασσες, μόνο για σένα, μόνο για σένα.

Κοίταξε απέναντι. Λίγες θέσεις πιο πέρα, ένας νεαρός την κοιτούσε δίχως ντροπή. Και η Σάρα κρύφτηκε από τον εαυτό της, μέτρησε την απόσταση από τον εαυτό της ως το τίποτε. Σαν να ξεχώρισε μερικά χωριά εκεί κάτω, όμως στ’αλήθεια εκείνο που κοιτάζει είναι το καθρεφτισμένο βλέμμα εκείνου του νεαρού. Είναι αδύνατο να αποφύγει την περίσταση. Και έτσι κάνει πως φτιάχνει τα μαλλιά της και πως γυρεύει το σάλι της. Και μες στο μικρό της μπόνι με τον καθρέφτη και τα παραμυθένια σύνεργα του μακιγιάζ, βλέπει τον νεαρό που τώρα χαμογελάει. Νιώθει τρόμο και η καρδιά της θέλει να σπάσει. Η φωνή της τσακίζεται, πάνε χρόνια από τότε που την αγάπησαν για πρώτη φορά. Το σώμα της το σιγοπερνάει μια δειλή φωτιά όσο ο κυβερνήτης, σαν να το ‘χε κανονισμένο χαμηλώνει τα φώτα. Έξω πέφτει η νύχτα, μα μες στην καμπίνα ένα φεγγάρι κύλησε ανάμεσα στα καθίσματα και χάθηκε. Να του μιλήσει, μα τι να του πει; Εκείνη, μητέρα πια και αυτός, δεν πρέπει να’ναι πάνω από είκοσι χρονών. Τι σκέφτομαι, Θεέ μου, μονολογεί μα ο νεαρός είναι ανένδοτος. Και τώρα σηκώνεται από τη θέση του, γλιστρά ανάμεσα στους επιβάτες που για πάντα κάτι θα ψάχνουν μες στις τσέπες των παλτών τους και μες στις αρχαίες τσάντες τους.

´Ιδιος Θεός είναι εκείνος ο νέος που πλησιάζει με τ’αργό βήμα, τόσο απατηλός. Συλλογιέται τι τάχα να του πει, μα εκείνος δεν την πλησιάζει. Και κάθεται στις θέσεις εκείνων που αποκοιμούνται κάτω από τα σβησμένα πορτατίφ. Και η Σάρα; Η Σάρα πόσο λυπάται, δεν το ‘πε κανείς. Και είναι εκείνη η σάλα, παρ’´ότι γεμάτη πλήθη, μια αίθουσα του κάτω κόσμου του δικού της. Και εκείνη μια άγνωστη που δεν την στόλισε κανένας έρωτας, ποτέ. Η Σάρα μια άγνωστη στη μεγάλη σάλα του πρωινού.

«Λυπάμαι, το πρωινό σερβιρίστηκε». Και η Σάρα σιγοκλαίει σαν βροχή και είναι μια απέραντη μοναξιά έτσι που δεν περιμένει τίποτε στο γυάλινο περίπτερο του κήπου. Ποτέ δεν θα ´ναι σίγουρη, μα ύστερα από χρόνια, παραδέχτηκε πως σαν να τον είδε να περνά έξω από το γυάλινο περίπτερο στο τέλος μιας ιστορίας. Και η Σάρα ειπε τρομαγμένα, θα ‘μαι στα λημέρια του και ο κόσμος κάτω από τα μάτια της ράγισε και πάει.

Ο κυβερνήτης ανακοίνωσε πως φθάσανε. Τα κορίτσια δέσανε τα κόκκινα μαντίλια στα μαύρα τους σακάκια και την αποχαιρέτησαν για πάντα. Την παλιά εκείνη Σάρα που δεν θέλει ποτέ της να θυμάται. Γέλασε με τον εαυτό της. Κοιτάχτηκε στο μπόνι της και σαν να ‘χε φύγει εκείνο το ξεπλυμένο ροδόνερο που ‘χε για χείλη. Νέα, ήταν νέα. Αυτό ήταν.

**Cover photo: Image by jcomp on Freepik

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular