Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

***Photo by Ryan Smart from FreeImages 

 

Ο Θεόφιλος Εμπειρικός είχε έναν από τους πιο περίεργους θανάτους στην ιστορία: πέθανε από ερωτική ασφυξία στο Μανδράκι της Ύδρας το 1769. Ήταν η ημέρα που αντίκρισε για πρώτη –και τελευταία– φορά τα μελένια μάτια της Ιωσηφίνας Σαΐτη.

Ο Θεόφιλος Εμπειρικός δεν ήταν όποιος κι όποιος: από την παιδική του ηλικία κουβαλούσε μια κατάρα. Κάθε φορά που ερωτευόταν (κι ερωτευόταν πολύ εύκολα, πίστεψέ το) μια νεαρή κοπέλα ή μια γυναίκα, στην αρχή αισθανόταν ένα σκίρτημα, που πολύ γρήγορα έφτανε ως το έσχατο βάθος της ψυχής του, στην τρομερή χοάνη του νοήματος. Με αυτόν τον τρόπο ένιωθε να βρίσκεται στον πυρήνα της ύπαρξής του· κι ακόμη παραπάνω: αισθανόταν να κεντρίζει τον πυρήνα κάθε ύπαρξης – αν υπάρχει, τέλος πάντων, αυτό το πράγμα.

Ερωτευόταν λοιπόν, κι αμέσως δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την ομορφιά που τον κατέκλυζε, κι ήταν τόσο έντονο αυτό το συναίσθημα, που ούτε κι οι γυναίκες που τον κοίταζαν να κλαίει μπορούσαν να το αντέξουν: μεμιάς τους κοβόταν η ανάσα και χωρίς άλλη προειδοποίηση έπεφταν χάμω νεκρές. Μέχρι τα τριάντα χρόνια της ζωής του ο Θεόφιλος Εμπειρικός είχε σκοτώσει με τον έρωτά του περισσότερες από εκατό γυναίκες, συζύγους, ερωμένες, ακόμη κι απλές περαστικές, για τις οποίες ένιωσε το σκίρτημα του θανάτου. Ήταν γεγονός πως εντυπωσιαζόταν εύκολα, δεν ήξερες πού μπορεί να τον βρει ο έρωτας: οι γυναίκες απέφευγαν το βλέμμα του, έσμιγαν τα χείλη και τάχυναν το βήμα τους για να μη βρουν θάνατο από ασφυξία. Αλλά δεν ήταν μόνο οι γυναίκες: ακόμη κι οι άντρες έκοβαν λάσπη στο πέρασμά του· ο Θεόφιλος Εμπειρικός δεν είχε ερωτευτεί ποτέ του άντρα, αλλά, και πάλι, είναι να παίζεις με τη φωτιά με αυτόν τον τρισκατάρατο;

Έτσι, μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ο Θεόφιλος Εμπειρικός αποξενώθηκε από την κοινωνία της Ύδρας παρά τη θέλησή του. Στο τέλος αποφάσισε να καταφύγει στον οικογενειακό πύργο στο Μανδράκι που χρησιμοποιούσε η οικογένειά του τα παλιά χρόνια ως εξοχική κατοικία. Πήρε ελάχιστα ρούχα μαζί του (τι να τα ’κανε άλλωστε, στην απομόνωση θα πήγαινε), μερικά βιβλία και το αψέντι του, γιατί η ερημιά δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλει και το κατιτίς της για να ξεγελιέται.

Μέσα στη μοναξιά του είχε αρχίσει να αισθάνεται ενοχές για όλες εκείνες τις νεκρές γυναίκες: τα βράδια έπινε το πράσινο αψίνθιο που καίει τα σωθικά κι έκλαιγε για τον χαμό τους, για τον χαμό κάθε ομορφιάς που κρύβει η γυναικεία παρουσία. Αυτά τα ακριβά δάκρυα τα μάζευε ένα-ένα και τα συγκέντρωνε σε μικροσκοπικά φιαλίδια, κι όσο περνούσαν οι μέρες και τα δάκρυα πλήθαιναν, τα φιαλίδια έγιναν μπουκαλάκια, μέχρι που δεν χωρούσαν ούτε εκεί. Στο τέλος έβγαλε από την αποθήκη τη γυάλινη σκάφη που λουζόταν μικρός, έριξε μέσα τα δάκρυα κι ύστερα σκέπασε την επιφάνεια της λεκάνης με μαύρο βελούδο.

Το επόμενο βράδυ τράβηξε το βελούδο της λεκάνης αντικρίζοντας ένα θέαμα πρωτόφαντο: μικροσκοπικοί μαύροι κύκνοι έφερναν βόλτες στην επιφάνεια της λεκάνης με τα δάκρυα. Ήταν τρία τοσοδά πλασματάκια, σαν μινιατούρες, που χωρούσαν στην παλάμη του χεριού. Δεν ήξερε πώς στην ευχή βρέθηκαν οι κύκνοι μέσα στη σκάφη, ούτε είχε ακουστά για την ύπαρξη τόσο μικρών κύκνων, ωστόσο από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα κάτι έμελλε να αλλάξει.

Από εκείνο λοιπόν το βράδυ και μέχρι τη μοιραία συνάντηση με την Ιωσηφίνα Σαΐτη, ο Θεόφιλος Εμπειρικός δεν ξαναέχυσε ούτε ένα δάκρυ για τη χαμένη ομορφιά. Τα βράδια τα μάτια του έμεναν στεγνά κοιτάζοντας μαγεμένος τούς κατάμαυρους κύκνους να πλατσουρίζουν στο νερό και μια στο τόσο να βουτούν το κεφάλι και να πίνουν από τα δάκρυα της λεκάνης. Λίγο πριν πέσει για ύπνο, τα ’βγαζε στο περβάζι. Γιατί, για να τα λέμε όλα, κύκνοι ήταν, δεν μπορούσαν να μένουν κλεισμένοι σε δώματα όλη τη μέρα: όπως τα περισσότερα πλάσματα, έτσι κι αυτά ήθελαν τον ήλιο τους.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες, κι οι λιλιπούτειοι κύκνοι τράβηξαν την προσοχή των χωρικών. Ένας σερσερής άκουσε πρώτος τα κρωξίματα των μαύρων κύκνων κι έδειξε με το δάχτυλο το πιο ψηλό παράθυρο του πέτρινου πύργου. Σύντομα, όλοι είχαν να το λένε, όχι τόσο για τον άντρα που σκότωνε τις γυναίκες με τον έρωτά του –αυτό είχε πια παλιώσει– όσο για τους μαύρους κύκνους που γεννήθηκαν εν μία νυκτί από τα δάκρυά του.

Μέχρι που ένα βράδυ, η έφηβη Ιωσηφίνα Σαΐτη, μικρότερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας εργατών, το πήρε απόφαση: να σκαρφαλώσει από το αναρριχώμενο φυτό του πύργου μέχρι το πιο ψηλό παράθυρο, για να δει από κοντά τους κύκνους. Φυσικά και γνώριζε για την κατάρα του Εμπειρικού, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό: ήθελε διακαώς να νιώσει τους κύκνους στην παλάμη της και να χαϊδέψει τους γυαλιστερούς λαιμούς τους.

Έτσι μια μέρα, γύρω στο ξημέρωμα, βρέθηκε να σκαρφαλώνει τον πύργο από το αναρριχώμενο που οδηγούσε στο πιο ψηλό παράθυρο. Πάτησε τα πόδια της στο δώμα και χωρίς να χάσει χρόνο, πήρε έναν κύκνο από τη σκάφη στην παλάμη της. Ο Θεόφιλος σαν άκουσε θόρυβο, τράβηξε το μεταξωτό μαντίλι που σκέπαζε τα μάτια του· σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε να δει. Μόλις η Ιωσηφίνα σήκωσε το κεφάλι της αντικρίζοντας τον Θεόφιλο Εμπειρικό, τα μελίρρυτα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

Βλέπεις, ερωτεύτηκε τον ήρωά μας μεμιάς, κι αμέσως ο Θεόφιλος Εμπειρικός, για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε μια μέγγενη να του φράζει τον λαιμό και να του κόβεται η ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που τον ερωτευόταν μία γυναίκα. Μεμιάς έπεσε κάτω, και λίγο πριν ξεψυχήσει, σκεφτόταν πως έτσι είναι η αληθινή, η άχραντη αγάπη, σε πιάνει απ’ τον λαιμό και δεν σ’ αφήνει να ανασάνεις, και πως άδικα έριξε τόσα δάκρυα για τις νεκρές γυναίκες και τη χαμένη ομορφιά, γιατί κι αυτές, όπως κι αυτός, έφυγαν χαρούμενες απ’ τη ζωή, νιώθοντας στα σπλάχνα τους το σκίρτημα του θανάτου.

*** Ο Κώστας Δρουγαλάς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1985. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ όπου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Το 2016 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν (εκδ. Πικραμένος, β’ έκδοση 2017). Το 2020 το μυθιστόρημα εντάχθηκε στην προτεινόμενη βιβλιογραφία του προπτυχιακού μαθήματος «Η πεζογραφία της κρίσης» στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Από το 2013 γράφει κριτικά κείμενα για την bookpress.gr. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Θεσσαλονίκη.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular