Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η κυρία Κωνσταντίνου είναι μια ευυπόληπτη κυρία.  Τον τελευταίο καιρό διαμένει στο ρετιρέ του ξενοδοχείου «Filoxenia» στην πλατεία Ομονοίας.  Κάθε πρωί πίνει τον καφέ της στο μπαλκόνι χαζεύοντας τους περαστικούς «αφ’ υψηλού, όπως μου αρμόζει», φτιάχνει το πρόγραμμα της ημέρας και μετά φτιάχνει τον εαυτό της.  Βγάζει τα ρόλλεϋ, φουσκώνει τις μπούκλες της, βάζει το ταγιέρ της το καρό, «πάντα ασφαλής επιλογή» και παίρνει τους δρόμους.  Προμηθευτές το πρωί, πελάτες το μεσημεράκι που είναι πιο δεκτικοί.  Αργά το απόγευμα γυρνάει στο ξενοδοχείο.  Αν έχει νέο εμπόρευμα, το εκθέτει και το εκθειάζει στους υπαλλήλους, μήπως βρει νέους πελάτες, και μετά πάει στο δωμάτιο. Στο δωμάτιο θα δει τηλεόραση, θα διαβάσει κάποιο ελαφρύ βιβλίο, θα λουστεί και θα περιμένει το βέβαιο τηλεφώνημα. Θα αποκοιμηθεί περιμένοντας το τηλεφώνημα.  

Tο επόμενο πρωί θα συνεχίσει όπως και την προηγούμενη μέρα, «στον αγώνα».  Η κυρία Κωνσταντίνου έχει μάθει να αγωνίζεται.  Άλλωστε είναι μια ανεξάρτητη κυρία, που ανέκαθεν στηριζόταν στον εαυτό της και σε κανέναν άλλον.  Δεν επέτρεψε ποτέ σε κανέναν να της δανείσει χρήματα ή να της κάνει διευκολύνσεις.  Ούτε καν χαρτζιλίκι από τον πατέρα της δεν πήρε.  Όχι ότι τον γνώρισε, αλλά αν τον γνώριζε θα τού ‘λεγε πως

«μπορούμε και χωρίς εσένα, κύριε, κι εγώ κι η μαμά ξέρουμε πώς να επιβιώνουμε και δεν έχουμε την ανάγκη κανενός χαρτόμουτρου!»

Από μικρή ειδικεύτηκε στο εμπόριο.  Πότε ως πωλήτρια σε διάφορα μαγαζάκια κοντά στο πατρικό της στον Κολωνό, πότε ως λαχειοπώλης ή σε πάγκο στη λαϊκή.  Όμως δεν άργησε να προαχθεί ήδη από τα είκοσι πέντε της.  Είχε μια γνωστή, στενογράφο στα δικαστήρια.  Το εμπορικό της δαιμόνιο τής ψιθύρισε στο αυτί πως αν τρύπωνε εκεί και πουλούσε μπιζουδάκια, εσώρουχα και αξεσουάρ στις δικηγορίνες και στις δικαστίνες, θα φτιαχνόταν για μια ζωή.

Η στενογράφος τή σύστησε σε όλους και η κυρία Κωνσταντίνου δεν άργησε να πιάσει πελάτισσες.  Ήταν οι κυρίες που θέλανε τσαχπίνικα βραδινά βρακάκια για να αντισταθμίσουν τα σοβαροφανή τους πρωινά σύνολα, οι κοπέλες που λιμπίζονταν τσάντες και κοσμήματα για να δείχνουν μεγαλύτερες και πιο έμπιστες, οι άλλες που έβλεπαν τηλεόραση και θέλανε το «τάδε που φοράει η τάδε» και ήταν κι οι άντρες.  Οι άντρες, οι καλύτεροι πελάτες.  Όσο περισσότερες ήταν οι «σχέσεις» τους, τόσο καλύτερα πήγαιναν οι δουλειές.  Η κυρία Κωνσταντίνου, η ταλαντούχος ντίλερ της οδού Ευελπίδων, χαιρόταν διπλά όποτε έπιανε το αυτί της «νέα, τσουρουφλιστά κουτσομπολιά».  Πως ο Δήμου έχει βρει μια μικρούλα κι αν το μάθει η γυναίκα του θα τον κλωτσήσει, πως ο Νικολάου είναι νέος και ωραίος και βγαίνει με τρεις ταυτόχρονα κ.ο.κ.  Όλες οι σχέσεις, συνοδοί, σύζυγοι είχαν ανάγκη από δώρα για να κρατιούνται θερμές.  Και στο μυαλό της η κυρία Κωνσταντίνου σκιαγραφούσε κάθε μια από αυτές, για να προτείνει τα κατάλληλα εμπορεύματα.  Ανάλογα πάντα με τις περιγραφές που έδιναν οι πελάτες της.

Στον πάγκο του τεχνίτη, του κυρ Τάκη, έβρισκε τα καλύτερα μπιζού για αυτές τις περιπτώσεις.   Κολιέ με καρδούλες για την κυρία Δήμου, να γλυκάνει, μην αρχίσει να ψάχνει τσέπες και κινητά.  Σκουλαρίκια κρίκους διαμέτρου 10 πόντων για τις μοντέρνες νεαρές του Νικολάου.   Καρφίτσες με στρας σε σχέδια λουλουδιών για τις ρομαντικές κοπελιές που θα τις φορούσαν στο πέτο σαν παράσημο, καμαρώνοντας πως είναι δώρο από δικαστικό.  Είχε και καλές τιμές.  Στην τιμή που έδινε ο κυρ Τάκης έβαζε μικρό καπέλο για να είναι ανταγωνιστική.  Τα ποσοστά ήταν κυμαινόμενα, βέβαια, και ανάλογα της περίστασης.  Όσο πιο «δύσκολη» ήταν η γυναίκα, τόσο πιο πρόθυμος ο πελάτης της κυρίας Κωνσταντίνου να δώσει όσα- όσα για να την φέρει στα νερά του. 

Τα ήξερε από πρώτο χέρι αυτά τα κόλπα με τα δώρα η κυρία Κωνσταντίνου και γι’ αυτό είχε απαγορεύσει στον άντρα της να της φέρνει το οτιδήποτε.  Παρότι ο Αντώνης Κωνσταντίνου ήταν αρχιλογιστής, με «συμπαθητικό, αλλά όχι και υψηλό μισθό σε μια μέτρια, και χωρίς προοπτικές εταιρεία», και μπορούσε να διαθέσει κάποια χρήματα για δώρα, τού το απαγόρευε αυστηρά.  Γιορτές, γενέθλια και επέτειοι περνούσαν χωρίς πολλές συγκινήσεις, χωρίς εκπλήξεις ή ευχαριστίες.  Μάλιστα ήταν τόσο αυστηρή με το μέτρο αυτό, που ούτε στο μοναχογιό της δεν είχε πάρει ποτέ δώρο. 

«Τα δώρα, εκτός από περιττά έξοδα, δείχνουν πως κάτι κρύβει αυτός που τα φέρνει.  Αν μ’ αγαπάει, θα μ’ αγαπάει και χωρίς δώρα».

Ο γιος της, o Βασίλης, δεν ήξερε ούτε τι θα πει η λέξη «δώρο» ούτε αν την αγαπούσε.  Τη μάνα του ανέκαθεν την έβλεπε λίγο και της μιλούσε ακόμη λιγότερο.  Όποτε δεν έκανε δουλειές του νοικοκυριού, ήταν με ένα τεφτέρι στο χέρι να σημειώνει ποσοστά, κέρδη, βερεσέδες, ονόματα και λίστες.  Συνήθως κοιτούσε τα κέρδη της και ξαπλωνόταν στην πολυθρόνα με ένα μεθυσμένο χαμόγελο, σα να είχε πιει το νέκταρ των θεών.  Μετρούσε τα χαρτονομίσματα μόνο, «τα ψιλά τα σνομπάρω», κι η μέρα της τελείωνε εκεί, όμορφα και ήσυχα.  Αν, βέβαια, στα τεφτέρια της διαπίστωνε πως κάποιος της όφειλε πολλά λεφτά, γινόταν κατακόκκινη από θυμό και ξανάρχιζε τους υπολογισμούς, να μοιράσει ποσοστά, «καπέλα» και προκαταβολές για να βγάλει τα σπασμένα.  Ανάμεσα στους αριθμούς της, ο μικρός Βασίλης ένιωθε ασήμαντος και περιττός, δεν την ενοχλούσε για κανένα λόγο κι έμαθε να ικανοποιεί τις ανάγκες του μόνος ή με τη βοήθεια του πατέρα του. 

Ο μεγάλος Βασίλης, στα τριάντα του πλέον, γνωρισε τη Μαρία, μια όμορφη και στοργική Κρητικιά.  Όταν αποφάσισαν να συζήσουν η κυρία Κωνσταντίνου παρατήρησε πως τα ρούχα στο πλυντήριο μειώθηκαν, τα πιάτα στο νεροχύτη το ίδιο, τα έξοδα το ίδιο και η φασαρία κι οι μουσικές επίσης.  Ο Βασίλης παρατήρησε πως κάποιες γυναίκες μιλάνε με τους συντρόφους τους, τους φιλάνε και τους αγκαλιάζουν και δεν περνούν τα απογεύματά τους ρουφώντας ζωή από τα τεφτέρια και τα μετρητά τους.  Κι αποφάσισε να την παντρευτεί την Κρητικιά.

Στην προοπτική του γάμου τους η κυρία Κωνσταντίνου είδε μια ευκαιρία.  Ο κυρ Τάκης, ο τεχνίτης, θα έφτιαχνε τις ωραιότερες χρυσές βέρες.  Πρώτη φορά θα παρήγγελνε χρυσό 18 καρατίων για κάποιον. 

«Άλλη γλύκα έχουν αυτά τα τοσοδούλικα κοσμηματάκια που φέρουν πανω τους τόση μεγάλη αξία».

Μάλιστα είχε συγκινηθεί πριν συναντηθούν οικογενειακώς, για να δοκιμάσει το ζευγάρι δείγματα και να βρουν τα μεγέθη τους.  Είχε συγκινηθεί τόσο, που πήγε λίγο νωρίτερα από τους υπόλοιπους για να μιλήσει στον κυρ Τάκη.  Το ζεύγος ήρθε μετά, διάλεξε, και ο κύριος Αντώνης έμεινε στο τέλος για να πληρώσει.  Ήθελε εκείνος να κάνει αυτό το δώρο στο μοναχογιό του.  Το μόνο δώρο που τού επέτρεψε η σύζυγος.  Οι βέρες θα ήταν έτοιμες σε τρεις μέρες. 

Ο κύριος Αντώνης έβλεπε για πρώτη φορά τη σύζυγό του να ασχολείται με κάτι που αφορούσε τον γιο τους, πρόθυμα, με καλή διάθεση και όρεξη.  Ίσως τελικά τόσα χρόνια απλά δεν συναντήθηκαν ποτέ οι κόσμοι τους – εκείνη με το εμπόριό της, ο Βασίλης με τις λογοτεχνικές ανησυχίες του.  Έστω και τώρα που συναντήθηκαν, ήταν καλό.  Στον τεχνίτη εκείνη τους φρόντισε, τους συμβούλεψε με τα διάφορα σχέδια, φάνηκε πως χάρηκε πολύ με το γάμο.  Αργότερα όλο και κάτι θα παρήγγελνε για τη νύφη τους.  Ή και όχι, δεν έχει σημασία.  Ο Αντώνης έδωσε δύο χιλιάδες ευρώ στον τεχνίτη και έφυγε ικανοποιημένος.  Ο γιος του θα ξεκινούσε μια νέα οικογένεια κι η δική του, παρότι είχε μικρύνει, έμοιαζε καλύτερη από πριν. 

Ίσως την είχε παρεξηγήσει τη σύζυγό του.  Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει πώς ακριβώς διαχειρίζεται την «επιχείρησή της», δεν την βοήθησε, δεν κάθισε να ακούσει τις αγωνίες και τα άγχη της.  Αρχιλογιστής ήταν, άλλωστε, σίγουρα θα μπορούσε να της δώσει κάποιες καλές συμβουλές, κι ας ήταν περήφανη και δεν τις ζήτησε ποτέ.  Αυτά που κρατούσε εκείνη στα τεφτέρια της, τα έκανε εκείνος στον υπολογιστή.  Θα μπορούσε να της τα κάνει πολύ πιο γρήγορα, να κουράζεται λιγότερο, να πίνουν κανένα κρασάκι μαζί το βράδυ να τα λένε.  Όσο το σκεφτόταν, έφταιγε κι εκείνος.  Ίσως η γυναίκα του ήθελε να εξασφαλίσει χρήματα για να μην τους λείψει ποτέ τίποτα και δεν ήταν απλά φιλόδοξη και φιλοχρήματη.  Ίσως δεν της έλειπε στοργή, απλά η ενέργεια να δώσει περισσότερη αγάπη και ενδιαφέρον και στους δύο τους.

Μόλις πήγε σπίτι, την ώρα που έλειπε η κυρία Κωνσταντίνου σε πελάτες, έθεσε σε εφαρμογή το πλάνο που είχε καταστρώσει.  Θα κατέβαζε στον υπολογιστή ένα νέο πρόγραμμα που είχε βρει, θα καταχωρούσε όλες τις σημειώσεις από το τεφτέρι της, θα έβαζε το πρόγραμμα να κάνει τους υπολογισμούς του.  Το απόγευμα θα της έδειχνε αναφορές, κέρδη και ζημίες, όλα αυτόματα, χρωστούμενα και πιστώσεις, όλα αυτόματα, και θα της έδινε συμβουλές για καλύτερες αποδόσεις από τα εμπορεύματά της.  Το ότι δεν ήταν μεγάλη επιχείρηση, ούτε καν νόμιμη, δεν σήμαινε ότι δεν είχε δυνατότητες.  Πώς δεν το είχε σκεφτεί τόσο καιρό.

Το τεφτέρι ήταν ακουμπισμένο στο μαρμαράκι δίπλα στην είσοδο.  Ένα άψυχο, χοντρό τετράδιο, με καφέ δερμάτινο εξώφυλλο,  που κουβαλούσε μέσα του, σε μπλε μελάνι, όλες τις μέρες της κυρίας Κωνσταντίνου του τελευταίου τριμήνου.  Όλη της τη ζωή του τελευταίου τριμήνου.  Άρχισε να το διαβάζει για να καταλάβει πώς σημείωνε τι και πού.  Γέλασε με τα σχόλιά της δίπλα στα ονόματα πελατών:  «πλούσια», «αφερέγγυος», «ματσωμένος», «μαγκάκι», «χαζούλα», «αλήτης».  Ώστε αυτά αποστήθιζε τα βράδια!  Με κόκκινο είχε τα ποσοστά της, ανά είδος, ανά πελάτη.  Στο τέλος τα άθροιζε, έβγαζε το κέρδος.  Δίπλα στο κέρδος, με πράσινο, σημείωνε και διασταύρωνε το άθροισμα των χαρτονομισμάτων που είχε μετρήσει από την τσέπη της.  «150 και κάτι ψιλά».  Αν δεν ήταν κοντινές οι τιμές, το πράσινο ήταν μαύρο με θαυμαστικά.  Έφτασε στην τελευταία σελίδα, στις πιο πρόσφατες συναλλαγές.  Αντώνης, συνονόματος.  500 ευρώ, 300%, 1.500 ευρώ, τελική 2.000 ευρώ.  Βέρες, 18 καράτια.  Αστεράκι κόκκινο, θαυμαστικό και πράσινο τσεκ.

 Όταν γύρισε σπίτι η κυρία Κωνσταντίνου, την περίμενε στην είσοδο μια βαλίτσα με τα βασικά.  Δίπλα στη βαλίτσα ήταν το τεφτέρι της, γυρισμένο στην τελευταία σελίδα, μια σπασμένη πορσελάνινη κούπα καφέ στο λερωμένο χαλί κι ένας υπολογιστής που η οθόνη του έδειχνε ένα ακαταλαβίστικο πρόγραμμα με πολλές γραμμές, πράξεις, σύμβολα και γραφήματα. 

Η κυρία Κωνσταντίνου είναι μια ευυπόληπτη, ανεξάρτητη, αξιοπρεπής και οικονομικά εύρωστη κυρία, ένα εμπορικό δαιμόνιο, μια επιχειρηματίας αυτοδημιούργητη.  Τον τελευταίο καιρό διαμένει στον υψηλότερο όροφο του ξενοδοχείου «Filoxenia» στην πλατεία Ομονοίας.  Κάθε πρωί πίνει τον καφέ της στο μπαλκόνι χαζεύοντας τους περαστικούς «αφ’ υψηλού», όπως της αρμόζει, φτιάχνει το πρόγραμμα της ημέρας και μετά φτιάχνει τον εαυτό της.  Μετά παίρνει τους δρόμους, αγοράζει, πουλάει, διαπρέπει στην κοινωνική μηχανική, με μόνο βοηθό ένα χοντρό τεφτέρι.  Όταν κουραστεί, γυρνάει στο ξενοδοχείο και διαβάζει ή βλέπει τηλεόραση μέχρι να νυστάξει.  Κάθε βράδυ περιμένει το βέβαιο τηλεφώνημα από τον κύριο Αντώνη Κωνσταντίνου.  Αποκοιμιέται περιμένοντας το τηλεφώνημα.

****  H Λίζα Καβάγιου  γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μικρά Ασία. Η αγάπη της για τα μαθηματικά την οδήγησε στη σχολή Ηλεκτρολόγων & Μηχανικών Η/Υ στο ΕΜΠ και Computer Science στο Εδιμβούργο. Παράλληλα, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το χορό και το πιάνο.  Διαβάζει γιατί έχει περιέργεια να μάθει και γράφει γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Διαδικτυακά βρισκεται στο www.instagram.com/armadillo_lisa και στο www.liza.gr  

 

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular