Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η Σιμπέλ συνόδευσε ως την έξοδο τον τελευταίο -όπως νόμιζε- πελάτη σέρνοντας τα κεντητά της πασούμια.  Εκείνος έβγαλε 120 ευρώ από την τσέπη και της τα έδειξε.

«Δεν τα πιάνω αυτά.  Όχι μες στον χώρο αυτό. Σας παρακαλώ ακουμπήστε τα εδώ, στο ραφάκι.  Πότε θέλετε να τα ξαναπούμε; Εκτός αν καλυφθήκατε από την πρώτη μας συνάντηση…»

«Αύριο, ίδια ώρα», έσπευσε να προγραμματίσει το επόμενο ραντεβού του εκείνος.

Η Σιμπέλ απλά ανοιγόκλεισε τα μάτια της με ηρεμία και του άνοιξε την πόρτα.  Είχε σουρουπώσει κι επιτέλους θα ξεκουραζόταν.  Άναψε τα φώτα στο σκοτεινό σαλόνι.  Η βαριά μυρωδιά μόσχου από τα ρεσώ τής έφερνε νύστα.  Έλυσε τον χοντρό της κότσο και ελευθέρωσε τα μαλλιά της από το μεταξωτό τουρμπάνι.  Με το ίδιο δαμασκηνί μετάξι είχε φτιάξει και το καφτάνι της – δετό στη μέση, με χρυσαφιές φούντες να κρέμονται στον ποδόγυρο.  Πάνω που έκανε να λύσει την ζώνη, χτύπησε το τηλέφωνο.  Το άφησε να χτυπήσει αρκετές φορές.  Αν ήταν ανάγκη, θα επέμενε. 

Ήταν ανάγκη.  Η μπακάλισσα.  Για να τηλεφωνεί τέτοια ώρα, θα ήθελε τη βοήθεια της.  Ο άντρας της την απατούσε, το ήξεραν κι οι πέτρες.  Εκείνη ήλπιζε πως τα πράγματα θα γίνουν όπως πριν και μυαλό δεν είχε για τίποτε άλλο.  Ούτε για το μαγαζί, ούτε για τον έφηβο γιο της. Σίγουρα ούτε για τον εαυτό της.  «Μόνο ο Πέτρος μου να με ξαναθελήσει όπως παλιά και τι στον κόσμο!», έλεγε στη Σιμπέλ όποτε πήγαινε στο μαγαζί για αναψυκτικά.  Ποτέ, όμως, δεν είχε ζητήσει την επαγγελματική της βοήθεια.  Η Σιμπέλ ήξερε πως αργά ή γρήγορα, χωρίς να της το προτείνει καν, θα της χτυπούσε την πόρτα.

«Βρε Μαρία μου, δεν ξεκουράζεσαι σήμερα, πάει κι εννιά η ώρα…να τα πούμε αύριο καλύτερα;»

«Όχι! Σήμερα θέλω. Είναι σημαντικό! Έρχομαι, δεν θα σε καθυστερήσω – δέκα μόνο λεπτάκια, δέκα λεπτά! Σε παρακαλώ, μια φορά να βοηθήσεις κι εμένα, πρέπει να μάθω!»

Η Σιμπέλ θα της χρέωνε τα δέκα λεπτά σαν εξήντα, αλλά απόψε ήταν εξαντλημένη και οι παρακλήσεις της Μαρίας την κούραζαν ακόμη περισσότερο.  Συμφώνησε, ωστόσο, γιατί ήξερε πως το καλύτερο ψάρι το αγκιστρώνεις πεινασμένο.  

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.  Η εμφάνισή της όφειλε να συμβαδίζει με το επάγγελμα.  Ξανασουλούπωσε τον κότσο, κόλλησε όλες τις τούφες στο κεφάλι με λακ και εφάρμοσε το τουρμπάνι.  Το μαύρο μολύβι ματιών είχε ξεθωριάσει -το πιο σημαντικό.  Τα μάτια της ήταν οι δαγκάνες που άρπαζαν την προσοχή του πελάτη και την έριχναν εκεί που ήθελε εκείνη.  Με αυτά επιβαλλόταν στο νου τους.  Κι όσο πιο έντονο το μαύρο περίγραμμα, τόσο μεγαλύτερη επίδραση είχε κάθε της έκφραση στον εκάστοτε συνομιλητή.  Σχεδίασε τις γραμμές τέλεια και έσπρωξε από συνήθεια το V του ντεκολτέ της πιο χαμηλά. 

Η Μαρία κατέφτασε σχεδόν αμέσως.  Θα πρέπει να βρισκόταν έξω από το σπίτι της Σιμπέλ όταν τηλεφώνησε κι άφησε να περάσουν λίγα λεπτά, έτσι, για λόγους αξιοπρέπειας.  Τα μαλλιά της κρέμονταν στους ώμους λιγδιασμένα, μισά γκρίζα – μισά ξανθά.  Φορούσε μια καφέ φόρμα, που είχε μπιμπικιάσει από την πολλή χρήση.  Έπιασε τα μαλλιά της σε μια πρόχειρη αλογοουρά και κοίταξε την Σιμπέλ.  Εντυπωσιάστηκε που την είδε με τα μεταξωτά της και το τέλειο μακιγιάζ – πρώτη φορά την έβλεπε έτσι μεταμφιεσμένη.  Έκανε ένα βήμα πίσω, την χάζεψε για λίγο με δέος και, επιστρέφοντας στις σκέψεις της, όρμησε στο σαλόνι.  Έκατσε στην ψάθινη πολυθρόνα, όπως της υπέδειξε η Σιμπέλ, και προσπάθησε να βολέψει τα πόδια της κάτω από την κοντή ροτόντα. 

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε, ήταν μια προτομή που έβγαινε από τον απέναντι τοίχο.  Θυμήθηκε ένα ταβερνείο στο χωριό της.  Ο ταβερνιάρης -και κυνηγός- είχε κρεμάσει στους τρεις από τους τέσσερεις τοίχους τα λάφυρά του.  Προτομή ελαφιού, προτομή αγριογούρουνου και έναν αετό ολόκληρο.  Κάθε σούρουπο, την ώρα που ξεκουραζόταν στην πολυθρόνα του και ερχόταν αντιμέτωπος με τα κουφάρια, τούς υπενθύμιζε σιωπηλά «εγώ νίκησα».  Και τα τρία προκαλούσαν ανατριχίλα στη μικρή, τότε, Μαρία.  Η Σιμπέλ είχε στον τοίχο της, ακριβώς πάνω από το τζάκι, την προτομή μιας γυναίκας.  Προφανώς ήταν ψεύτικη κι όχι κάποιο λάφυρο φόνου.  Η γυναίκα είχε μακριά, λευκά, ανάκατα μαλλιά, στρογγυλά καστανά μάτια και μια τρομαγμένη έκφραση όπως αυτή της Μέδουσας, όταν την εξαπάτησε ο Περσέας στην φαντασία του Καραβάτζο.  Το στόμα της σχημάτιζε ένα μεγάλο Ο απ’ όπου ξεπρόβαλλαν τα σκονισμένα δόντια της.

Η Σιμπέλ κάθισε με την πλάτη στη Μέδουσα, ακριβώς απέναντι από τη Μαρία.  Η προτομή ήταν τόσο μεγάλη που, ακόμη και με την προοπτική του βάθους, οι δυο γυναίκες έδειχναν σα να στεκόταν η μια κάτω από την άλλη.  Η Μαρία σκέφτηκε για μια στιγμή πως η Σιμπέλ, περήφανη εργένισσα, κάποια στιγμή θα καταντούσε μόνη, γριά και φρικαλέα όπως η επάνω γυναίκα.  Βέβαια προς το παρόν ήταν όμορφη, ζεστή και γλυκιά.  Της χαμογελούσε κι έγερνε ελαφρά το κεφάλι της όποτε μιλούσε, με ευγένεια.  Χωρίς προειδοποίηση, ύψωσε τον δείκτη της τεντωμένο προς το ταβάνι και την κοίταξε κατάματα.

«Πρόσεξέ με.  Τώρα θα σβήσω το φως.  Το υποσυνείδητο μάς οδηγεί και το υποσυνείδητο θέλει όσο το δυνατόν λιγότερα εξωτερικά ερεθίσματα.  Θυμήσου, το τονίζω, δεν μαντεύουμε πράγματα εδώ – ό,τι ήδη γνωρίζουν το ένστικτο και το υποσυνείδητό μας, η θαυμαστή αυτή δυάδα, θέλουμε να ακουστεί και να μας συμβουλεύσει.  Ο θόρυβος, που πνίγει τις εσωτερικές μας φωνές, μάς βγάζει από τον δρόμο που έχουμε ανάγκη να ακολουθήσουμε.  Σύμφωνοι;  Ξεκινάμε ». 

Χαλάρωσε τον δείκτη του δεξιού χεριού, που μαγνήτιζε το μονομελές κοινό της, και σηκώθηκε.  Άναψε ένα λυχνάρι μπακιρένιο, αντίκα, το τοποθέτησε στη ροτόντα μεταξύ τους κι έπειτα έσβησε το φως.  Στη μαρμάρινη πρόσοψη του τζακιού στεκόταν μια τράπουλα τέλεια ευθυγραμμισμένη με την προτομή, λες κι η αναμαλλιασμένη γυναίκα καθαγίαζε τα χαρτιά.  Η Σιμπέλ την πήρε στις χούφτες της προσεκτικά, κάθισε κρατώντας ευθεία την πλάτη της και έκοψε τρεις φορές.  Χωρίς να μιλάει, πήρε τραπουλόχαρτα διαδοχικά από κάθε στοίβα και τα τοποθέτησε κολλητά το ένα στ’ άλλο μέχρι να σχηματίσουν έναν σταυρό και μια γραμμή.  Άρχισε να τις γυρνά μια-μια.  Μεθοδικά μεν, διστακτικά δε.  Σα να μην το έκανε αυτό κάθε μέρα.  Σα να ήταν η πρώτη της φορά, και ακολουθούσε τις σιωπηλές οδηγίες της προτομής.  Κάθε γύρισμα κάρτας έμοιαζε να είναι έκπληξη και σε κείνη.  Πήρε βαθιά εισπνοή και, αφού αποκάλυψε τις τέσσερις πρώτες, μίλησε. 

«Το θέμα δεν είναι οικονομικό … Όχι, όχι, το Άρμα είναι.  Το Άρμα λέει πως νιώθεις πολλή οργή – πολλή οργή που καταπνίγεις μέσα σου.  Σε τρώει σαν το σαράκι.  »

Η Μαρία περίμενε σιωπηλή, για να δει αν τα χαρτιά όντως θα αποκάλυπταν αυτό που είχε έρθει να μάθει.  Η Σιμπέλ συνέχισε να δείχνει και να εξηγεί.

«Λοιπόν, ναι, αυτό είναι.  Να, η Ιέρεια.  Η Ιέρεια σου μοιάζει και δεν σου μοιάζει.  Μάλλον, σου μοιάζει σε αυτό που κάνει, αλλά όχι σε αυτό που είναι- ναι, το βλέπω, μοιράζεστε κάτι».

«Μόνο κάτι; Τον Πέτρο μου ολόκληρο…Σιγά μη μου έμοιαζε.  Αμ για το ίδιο δε μας αφήνουν, φιλενάδα…» ξέφυγε της Μαρίας και κατευθείαν κοίταξε πάλι προς τα χαρτιά, σα να την ντρόπιαζε η αλήθεια.

«Ναι, το βλέπω ξεκάθαρα.  Είναι μικρή, ε;».

Η Σιμπέλ ήθελε να συντομεύει.  Να τη στριμώξει, να μιλήσει και να σχολάσει για απόψε.  Η Μαρία, στο άκουσμα της λέξης «μικρή», άναψε.  Ζεσταινόταν.  Οργίστηκε και ζεσταινόταν περισσότερο.  Κοκκίνιζε και δεν βολευόταν.  Έσφιγγε τα πόδια της ανάμεσα στα σιδερένια πόδια του τραπεζιού.  Ένιωθε τη φλόγα του λυχναριού να λιώνει το μέτωπό της σταγόνα τη σταγόνα.  Δε μιλούσε.  Κι όσο δε μιλούσε, η Σιμπέλ την πίεζε με το έντονο βλέμμα της, για να εκμαιεύσει.

«Τον Τρελό βλέπω. Εσύ είσαι ο Τρελός.  Ο Τρελός από ζήλεια, από διάθεση για εκδίκηση. Σε πνίγει το δίκιο σου.  Η Εγκράτεια σε αυτή τη θέση δείχνει πως κάνεις υπομονή.  Όμως δεν γεννηθήκαμε για να υπομένουμε, σωστά; Xρειάζεσαι άλλη στρατηγική εσύ, γυναικεία, έξυπνη.  Αυτό θα προσπαθήσουμε να βρούμε.  Ελπίζεις να γυρίσει σε σένα- να έχει μάτια μόνο για σένα, έτσι δεν είναι ;» 

«Ναι, αλλά πρώτα πρέπει να φύγει αυτή από τη μέση.  Πρέπει να βρούμε ποια είναι.  Δε λένε, εκεί τα χαρτιά σου, δε λένε; Έχω υποψίες ποια είναι, μια επιβεβαίωση θέλω. Ποια; Ποια;  Πες μου αν έχω δίκιο! » Από το λαιμό της έβγαινε μια πνιγμένη παράκληση, μια φωνή αγωνιώδης, τρεμάμενη.

«Σε παρακαλώ, θέλει τον χρόνο του.  Άσε με να δω.  Ναι, ναι, η Ιέρεια ξέρει ποια σκέφτεσαι.  Καστανές μπούκλες, νέα, κομψή.  Διαβάζει, διάβασμα βλέπω…κοίτα που θα τον βάλουνε μέσα για αποπλάνηση…» ψάρεψε η Σιμπέλ.

«Ε, όχι και τόσο μικρή.  Φοιτήτρια.  Στο φροντιστήριο στη γωνία πάει για αγγλικά.  Κι από μας αγοράζει τσιγάρα το τσόκαρο!» .  Η Μαρία τόνισε τις τελευταίες συλλαβές στερεώνοντας την φωνή της στη βρισιά.

Αν μη τι άλλο, η Σιμπέλ, η πιο ανατολική δηλαδή Σίβυλλα – στο ληξιαρχείο Ελένη Καργάκη-, είχε προσέξει τις όμορφες της γειτονιάς και γνώριζε τα εν δυνάμει ενδιαφέροντα του Πέτρου.  Με λίγη βοήθεια από τη Μαρία, οι λεπτομέρειες την οδήγησαν στη συγκεκριμένη μία, που κουβαλούσε ένα χαρακτηριστικό κόκκινο σακίδιο.  

«Ναι, αυτή είναι, το βλέπω, κρατά κόκκινη τσάντα. »

Η Μαρία έσκασε ένα χαμόγελο όταν επιβεβαιώθηκε η υποψία της – το χαρτί αποκάλυψε την ίδια γυναίκα με αυτήν που σκεφτόταν. 

«Ο Πύργος, ο Πέτρος δηλαδή, φαίνεται να στέκεται δίπλα στην Ιέρεια.  Την θέλει, τι να κάνεις…ομορφιά είναι αυτή.  Το χαρτί της Δύναμης, όμως, εσύ δηλαδή…»  .

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή της.

«Αυτό είναι! Επιτέλους, τώρα ξέρω – τώρα ξέρω, Σιμπέλ μου.  Είναι η σειρά μου να πάρω τη μοίρα στα χέρια μου.  Δεν θα το αφήσω έτσι.  Αυτό είναι η Δύναμη. Ανάθεμα, κουράστηκα να παίζω το κορόιδο στο ίδιο μου το σπίτι. Τέρμα η Μαρία, το θύμα! »

Τα χείλη της σχημάτιζαν στο πρόσωπο μια παγωμένη κούρμπα, που ακροβατούσε μεταξύ παραφροσύνης και ικανοποίησης.  Κάπως έδειχνε να γαλήνευσε η οργή της, να βρήκε διέξοδο σε έναν αλλόκοτο διανοητικό παράδρομο.

«Αν δεν αλλάξει η στάση σου, όπως μας επιτάσσει εδώ το Άστρο, το βλέπεις, εδώ είναι – η ελπίδα- όποια και να είναι η περιβόητη…»

Η Σιμπέλ προσπαθούσε να επαναφέρει τη Μαρία στο διάλογό τους με τα συνήθη επιχειρήματά της. Άλλωστε σκοπός ήταν να χαράξουν τη «στρατηγική» μαζί.  Για τουλάχιστον ένα εξάμηνο ακόμη.

«Το ήξερα, το ήξερα! Αυτή πρέπει να πληρώσει!»

«Μαρία, τα χαρτιά θα μας δείξουν κάτι από το μέλλον για να ερμηνεύσουμε το παρόν.  Μη βιάζεσαι, πρέπει να τα διαβάσουμε όλα.  Το μέλλον θα εξηγήσει το παρόν, αλλιώς περπατάμε σαν τους τυφλούς, ευθύγραμμα, από το τώρα στο μετά, χωρίς καθοδήγηση, σαν τον Τρελό, σε λάθος πορείες! Η γραμμή θα μας πει…»

Σιώπησε τον εαυτό της, καθώς η Μαρία δεν παρακολουθούσε.  Χτυπούσε ελαφρά τη γροθιά της στο τραπέζι και επαναλάμβανε – σε ποιον;- «αυτή, αυτή!» με ικανοποίηση.  Μα της είχε μόλις επιβεβαιώσει πως ο άντρας της πήγαινε με την φοιτητριούλα και χαμογελούσε;  Η Σιμπέλ συγχύστηκε.  Δεν μπορούσε να ευθυγραμμίσει την σκέψη της με αυτή της Μαρίας.  Όπως η πελάτισσα τρελαινόταν, αντίστοιχα έχαναν τη λογική τους και τα χαρτιά.  Δεν έβγαζαν νόημα.  Τι δουλειά έχει τώρα ο ανάποδος Διάβολος δίπλα στο Άστρο. 

Η Μαρία ξαφνικά σταμάτησε να μιλά. Είχε το αδιαπραγμάτευτο ύφος του ανθρώπου, που η ζωή του επιτέλους αποκτά στόχο.  Έσκυψε προς την Σιμπέλ.

«Αυτή είναι, αυτή, αυτή, το ήξερα.»  Ύψωσε τον τόνο της φωνής της και άρπαξε το χέρι της μάντισσας.  «Το ήξερα σου λέω!»  Η Σιμπέλ, προσπαθώντας να την τιθασεύσει, την κοίταξε έντονα στα μάτια.  Δεν μπορεί, το μαύρο μολύβι θα έκανε τη δουλειά του.  Το βλέμμα της έγινε ακτίνα λέιζερ, δυνατή και ακριβής- μια μικρή ευθεία που έβγαινε διαγώνια κάτω από τα φρύδια της και έβρισκε τα μάτια της Μαρίας.  Εκείνη για μια στιγμή σάστισε με το κρύο, αυστηρό ύφος της Σιμπέλ. 

Κοίταξε λίγο πιο ψηλά και βρήκε την προτομή, σε μια τρομακτική, ασαφή κραυγή.  Φοβόταν ή ήθελε να προκαλέσει τρόμο; Γιατί φαινόταν τόσο ατημέλητη, άσχημη και γριά ενώ τα χαρακτηριστικά της ήταν κομψά; Ποιος την κατήντησε έτσι; Κάποιος θα της φέρθηκε άσχημα κι αυτηνής.  Θα την έπνιξε το δίκιο της ή θα το έπνιξε εκείνη.  Την κραυγή όμως την έβγαζε, την τολμούσε, δεν έκανε πίσω.  Με τι ερχόταν αντιμέτωπη και φώναζε;  Άκουγε τις φωνές της η Μαρία, παρότι το ορθάνοιχτο στόμα δεν έβγαζε άχνα.  Για μια στιγμή σκέφτηκε πως η μάντισσα έχει βαλσαμώσει κάποια μάγισσα, που τής σφυράει τις απαντήσεις.  Κι η μάγισσα αυτή διέβλεπε τις σκοτεινές σκέψεις της Μαρίας καλύτερα και από τα χαρτιά και από τη μάντισσα την ίδια.  Η Σιμπέλ αντιλήφθηκε πως η Μαρία είχε επικεντρωθεί στην φιγούρα πάνω από το τζάκι κι άρχισε να αγανακτεί.  Η μπακάλισσα τής έσφιγγε και με τα δυο χέρια την αριστερή ωλένη και την πονούσε ελαφρά.   

«Λοιπόν, κάθε μέρα, αυτό το τσουλί, με το που τελειώσει το μάθημα στο φροντιστήριο, περιμένει με το τσιγάρο στο χέρι τον Πέτρο.  Δεν τους έχω δει μαζί, αλλά ποιον άλλον να περιμένει.  Άλλωστε, το είδαμε και στα χαρτιά.  Κι η Αγγλικού- την ψάρεψα όταν ήρθε στο μαγαζί για τσίχλες- μου τα μασούσε. Αυτή, αυτή μπήκε ανάμεσά μας.  Αυτή μου διέλυσε το σπίτι! »

Χτύπησε την παλάμη της στο τραπέζι και το λυχνάρι παραλίγο να πέσει.  Έπιασε την Σιμπέλ από τους ώμους και την ταρακούνησε δυνατά λες και ήθελε να την βγάλει από λήθαργο.  Δυο γυναίκες – ή τρεις;- αντιμέτωπες με το αδιέξοδο, που τα χαρτιά περιέγραψαν.  Η μια τα ερμηνεύει, η άλλη καλείται να δράσει κι η τρίτη παρακολουθεί με φρίκη. Η Μαρία πήρε δύναμη από την ισχυρή μορφή στον τοίχο κι ανακοίνωσε με βραχνάδα.

«Αν φύγει αυτή από τη μέση, ο Πέτρος θα γυρίσει.  Το ξέρω, όλα τα ξέρω, στο είπα; Ένα θέλω μόνο από σένα- το ξόρκι. Έχεις! Πες μου πως έχεις!»  Έστρεψε το βλέμμα της στην αναμαλλιασμένη προτομή, που πλέον είχε αποθεώσει στο μυαλό της.

Η Σιμπέλ απεχθανόταν να την πιάνουν οι πελάτες της, ειδικά το μεταξωτό της καφτάνι! Τι ασέβεια, τι θράσος, σκέφτηκε. Και ξόρκι; Για τι την είχε περάσει, για καμιά μάγισσα των παραμυθιών; Αν είναι δυνατόν.

«Ποια ξόρκια, Μαρία, σύνελθε, θέλει άλλη στρατηγική η κατάσταση – φέρσου έξυπνα, οι κάρτες θα μας βοηθήσουν!»

Η Μαρία εξαγριώθηκε που η μάντισσα δεν την στήριζε παρότι ήξερε πόσο υπέφερε.  Η εμμονή της είχε ανακατευθυνθεί από τον σύζυγο στην φοιτήτρια.  Έφερε το πρόσωπό της δίπλα στη μύτη της Σιμπέλ και φώναξε

«Με κοροϊδεύεις ! Μη με κοροϊδεύεις!  Ποια Δύναμη, ποια στρατηγική, που κοντεύω να πεθάνω από την στεναχώρια μου; Δεν θες να βοηθήσεις ε; E, βέβαια, πού ξέρεις εσύ από άντρες και γάμο και αγάπη; Τώρα, τώρα που ξέρω, θα πεθάνει για το κακό που μου έκανε!»

Η λεπτή διαφορά μεταξύ σφαλιάρας και χαστουκιού- αφότου η έννοια του πρώτου γενικεύτηκε πέρα από το σβέρκο – έγκειται ξεκάθαρα στον ήχο. Ένα σφφφφ είναι πολύ πιο ισχυρό και εντυπωσιακό από ένα χσσσς.  Αν θα διαλέξεις σφαλιάρα ή χαστούκι είναι, τελικά, κυριολεκτικά στο χέρι σου.  Η ένταση της οργής καθορίζει και την επιλογή που θα κάνει τελικά η παλάμη. Η Σιμπέλ γνώριζε μόνο να εντυπωσιάζει.

Η σφαλιάρα προσγειώθηκε στο μάγουλο όπως το μανιασμένο κύμα σκάει στα βράχια. Ξαφνικό και ορμητικό, γέννησε ένα εκκωφαντικό σφφφφ.  Ακολούθησε μια ανακουφιστική σιωπή.  Η Σιμπέλ σηκώθηκε όρθια κι άναψε τα φώτα, ενώ η Μαρία κρατούσε ακόμη το σαγόνι της.  Δε μίλησε.  Γδύθηκε κι άρχισε να περιφέρεται με το κομπινεζόν μες στο σπίτι ενώ ξεβαφόταν με ένα κομμάτι βαμβάκι.  Σα να μην βρισκόταν η μπακάλισσα εκεί, τακτοποίησε το σαλόνι.  Η Μαρία κοίταξε την προτομή, πόσο διαφορετική φαινόταν με τα φώτα αναμμένα και το αίμα στο κεφάλι.  Τελικά δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από μια φοβισμένη, αποτροπιασμένη και γερασμένη γυναίκα.  

 

 

****  H Λίζα Καβάγιου  γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μικρά Ασία. Η αγάπη της για τα μαθηματικά την οδήγησε στη σχολή Ηλεκτρολόγων & Μηχανικών Η/Υ στο ΕΜΠ και Computer Science στο Εδιμβούργο. Παράλληλα, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το χορό και το πιάνο.  Διαβάζει γιατί έχει περιέργεια να μάθει και γράφει γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Διαδικτυακά βρισκεται στο www.instagram.com/armadillo_lisa και στο www.liza.gr  

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular