Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Μα τι χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;»

                                                                                Φρήντριχ Χαίλντερλιν

 

Το Literature ανοίγει τον φάκελο Ελληνική Ποίηση 2018-2019 και εγκαινιάζει μια νέα σειρά συνεντεύξεων με τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Στο πλαίσιο αυτό θα φιλοξενηθούν οι απόψεις των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών της σημερινής εποχής με σκοπό να φανούν οι απόψεις των δημιουργών αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής ποίησης. Στόχος είναι επίσης να παρουσιαστεί το έργο, οι ιδέες αλλά και η προσωπικότητα των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι επιμένουν να λειτουργούν ποιητικά σε καιρούς τόσο «μίζερους», γράφοντας εκλεκτή ποίηση, στη γλώσσα του Ομήρου και συνεχίζοντας επάξια την αδιάλειπτη για 3000 χρόνια παρουσία της ποίησης στην Ελλάδα.

Επιμέλεια:  Τέσυ Μπάιλα

 

Ο Γιάννης Δούκας είναι ένας νέος σημαντικός ποιητής, από τους πιο καταξιωμένους της γενιάς του. Γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα και είναι γιος της Μάρως και του Νίκου Δούκα. Σπούδασε φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και Digital Humanities στο King’s College του Λονδίνου. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, “Στα μέσα σύνορα” (Πόλις, 2011), τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή του Περιοδικού Διαβάζω. Για την ποιητική του συλλογή “Το σύνδρομο Σταντάλ” (Πόλις, 2013) τιμήθηκε με το Βραβείο “Γιώργου Αθάνα” Ακαδημίας Αθηνών. Κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά “Διαβάζω” (2009-2012), “Ποιητική”, κ.ά., καθώς και στο προσωπικό του ιστολόγιο (http://dokime.wordpress.com). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα σερβικά. Ζητήσαμε από τον Γιάννη Δούκα να μας μιλήσει για την ποίηση και τη δική του ενασχόληση. Για τον τρόπο που ο ίδιος γράφει ποίηση και για το πώς βλέπει το μέλλον της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Με πολλή ευγένεια απάντησε στις ερωτήσεις μας:

 

Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει ως οδηγός επιβίωσης στις μέρες μας;

Αν την αναγνωρίσουμε και την αντιληφθούμε ως απόσταγμα της καθημερινότητας και ως εκφραστική απόκλιση από την τριβή της καθομιλουμένης, η ποίηση σχετίζεται αμφίθυμα με την πραγματικότητα: από αυτήν εκπορεύεται, αλλά (θα όφειλε να) καταλήγει στο ξεπέρασμά της. Έτσι, καθώς η ύπαρξη προσκρούει στις ανάγκες του βιοπορισμού και υφίσταται τους περιορισμούς της ίδιας της ακατάσχετης φθοράς της, η μόνη πρακτική οδηγία που θα μπορούσε να της υπαγορεύσει η ποίηση, σε πείσμα, φυσικά, της κάθε νόρμας και χωρίς την όποια αξίωση, συνίσταται στο εξής: να διανοίγει, όσο της είναι δυνατό, ρωγμές στο περιβάλλον της, να μην καταδέχεται την ευκολία, να μάθει να φυλάγεται, αν χρειαστεί, και να κρυφτεί, όποτε πρέπει, στην αθέατη, «νεκρή γωνία» των πραγμάτων. 

 

 

Η ποίηση μπορεί να είναι επαναστατική, υπερβατική, αφαιρετική, συνθετική, να δηλώνει φυγή από τα αισθήματα, άρση των αντιφάσεων ή ακόμα και καταφυγή μέσα στις αντιθέσεις. Στις μέρες μας μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, ώστε να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον στις κοινωνίες;

Κακά τα ψέματα: η ποίηση δεν παύει ν’ απευθύνεται σ’ ένα εξόχως ολιγάριθμο κοινό, που παραμένει, ό,τι εντυπώσεις και ν’ αφήνει η έξαρση των εκδόσεων, των διαδικτυακών αναρτήσεων και των δημόσιων εκδηλώσεων, εγκλωβισμένο στον αεροστεγή χώρο της εσωτερικής της κατανάλωσης. Μπορεί μόνο κανείς, όσο γίνεται, να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, να επιζητά την αισθητική τελείωση της εργασίας του και να ελπίζει στην έκπληξη της επικοινωνίας. Από κει και πέρα, παραμένει, εδώ και δεκαετίες, έγκυρη στην εντέλειά της η διατύπωση του Τίτου Πατρίκιου για «μια λύτρωση ατομική», με τη φιλοδοξία «μόνο μιαν άκρη της αλήθειας» να σηκώσει, ώστε να ρίξει «λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή».

 

Πότε γράφει κανείς ποίηση; Όταν δονείται από το πάθος των συναισθημάτων ή όταν απομακρύνεται από αυτό και βλέπει καθαρότερα;

Ο καθένας πορεύεται με τη δική του τακτική – κι όπου τον βγάλει. Σε ό,τι με αφορά, νομίζω πως ενδείκνυται, ακόμη και ως επιβεβλημένη άσκηση αυτοπειθαρχίας, το φίλτρο μιας απόστασης. Κι αν αυτό δεν είναι δυνατόν, αν το γεγονός βιώνεται «σαν κάψιμο στην άκρη των δαχτύλων», είναι πάντοτε ωφέλιμη η επανεπίσκεψη της επεξεργασίας και η συνάντηση με τον πρότερο εαυτό ως άλλον.

 

Πότε περιορίζεται η ποιητική δύναμη ενός ποιητή;

Όταν, ίσως, αφήνεται στην οξείδωση των εκφραστικών του μέσων. Ή όταν τα εμπιστεύεται υπερβολικά. Όταν αρχίσει να τον ενδιαφέρει λιγότερο η γραφή και περισσότερο το περιτύλιγμά της. Όταν μετατρέπει την ιδιότητά του σε ρόλο που υποδύεται ακατάπαυστα ή, ακόμη, σε διέξοδο προς τη διασημότητα και τη δημοσιότητα. Όταν η εξομολόγησή του εκφυλίζεται σε όχημα της εγωπάθειάς του. 

 

Ο Βαλερύ έλεγε ότι: «ένα Ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο εγκαταλείπεται». Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;

Ναι, με τη λογική ότι ο καλός κόπος της γλωσσικής επεξεργασίας δεν τερματίζεται παρά μόνον αυθαίρετα∙ από την άλλη, ωστόσο, όπως και σε όλες τις χειροτεχνίες, δεν μπορεί και να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Κάποια στιγμή, το ποίημα παραδίδεται στη χρήση – και τότε, όμως, δεν τελειώνει: συνεχίζει να ξαναγράφεται μέσα από τις αναγνώσεις και τις ερμηνείες που θα του τύχουν.

 

«Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Ποια πρέπει να είναι τα όπλα ενός ποιητή στην υπηρεσία της ποίησης;

Το ἔνδον σκάπτε του Μάρκου Αυρήλιου και το πᾷ βῶ καὶ κινῶ τὰν γᾶν του Αρχιμήδη. Σαν να λέμε, η σχέση του με τον εαυτό του και η θέση του στον κόσμο. Και πάντοτε ν’ ακροάζεται τη γλώσσα, όπως μιλιέται κι όπως γράφεται.

 

Είναι η ενασχόληση με την Ποίηση μια επικίνδυνη διαδικασία;

Είναι, και σήμερα, επικίνδυνη, εκεί όπου ο ολοκληρωτισμός καταδιώκει την ελεύθερη σκέψη και την έκφρασή της. Πρόσφατο παράδειγμα, λόγου χάρη, ο παλαιστινιακής καταγωγής Ασράφ Φαγιάντ που δικάστηκε στη Σαουδική Αραβία, μαστιγώθηκε  και φυλακίστηκε με την κατηγορία της αποστασίας από το Ισλάμ. Στον δυτικό κόσμο, προς το παρόν, η ταυτότητα και η πολιτική δράση των δημιουργών δεν συνεπάγονται τέτοια διακυβεύματα. Απολαμβάνουμε ως πολυτέλεια τα κεκτημένα μας αυτονόητα – μακάρι να μην αποδειχθούν επισφαλή και πρόσκαιρα. 

 

 

Πώς αρχίσατε να ασχολείστε με την ποίηση;

Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που ευνοούσε την ανάγνωση και πρώτος μου σταθμός υπήρξαν τα εφέστια ράφια. Από παιδί και πριν, ακόμη, από την ίδια τη συστηματική ανάγνωση, με τράβηξε, μ’ έναν κάποιο φετιχισμό, το βιβλίο ως αντικείμενο, η μυρωδιά του κίτρινη, το τρίξιμο της ράχης – λεπτής, ιδίως, των ποιητικών συλλογών. Και η σελίδα άνοιγε σαν πόρτα προς τις απρόοπτες λέξεις και από κει στις πρώτες συναντήσεις με τη μεταφορά. Όλο να διαφεύγει απ’ την πραγματικότητα, να λακωνίζει και καταλυτικά να ευστοχεί. Κι απ’ τις αρχές της εφηβείας, όχι χωρίς διακοπές και παρακάμψεις, άλλοτε παρασυρόμενος απ’ «τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων» κι άλλοτε αποφεύγοντάς την, γράφω κι εγώ.

 

Σε μια εποχή που κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος εσείς γράφετε σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο στίχο. Μιλήστε μας γι’ αυτή σας την επιλογή.

Όντως, τα δυο μου, ως τώρα, ποιητικά βιβλία είναι έμμετρα – Το Σύνδρομο Σταντάλ, το δεύτερό τους, αποτελείται αποκλειστικά από σονέτα. Παρά το καίριο αίτημα γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αναμάγευση του ποιητικού λόγου», δεν θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο νεοφορμαλιστή, υποστηρικτή των καθαυτού παραδοσιακών μορφών ή νοσταλγό του καρυωτακισμού. Έγραψα ομοιοκατάληκτα διότι εκεί με πήγαινε, εκτός από την προσωπική μου έφεση, η ανάγκη, ενδεχομένως, να επιβάλλω τάξη στο χάος της εποχής (ή στο εντός μου χάος). Ακόμη, περισσότερο, όμως, αποδεχόμενος την ποίηση ως πειραματικό παιχνίδι με τις μορφές και την εναλλαγή τους, με γνώμονα και τις εκάστοτε ανάγκες των θεμάτων της. Αγαπώ, κατά τ’ άλλα, τον μοντερνισμό κι ακούω τη μουσική του – και ζω στο σήμερα.

 

Πώς βλέπετε το μέλλον της ελληνικής ποίησης; Υπάρχει σήμερα μια ελληνική σχολή ποίησης με τον τρόπο που τη γνωρίσαμε από την περίφημη γενιά του ’30, ή τη γενιά του ’70;

Παρά τις ταξινομικές διευκολύνσεις που παρέχει στη φιλολογία η διάκριση των γενεών, δεν παύει να πρόκειται για μια κατασκευή και, συχνά, να παραγνωρίζει ότι μπορεί να βαραίνει η ένταξη στον κάθετο χρονικό άξονα περισσότερο απ’ ό,τι στον οριζόντιο – η σχέση μας με το παρελθόν, δηλαδή, παρά με τα συγχρονικά μας συμφραζόμενα. Ισχύει, όμως, ότι μπορούν να διαγνωστούν υπαρκτές τάσεις και κοινές συνισταμένες σε όσους εκδίδουμε από τις αρχές της περιόδου που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Κρίση»: παρόμοιες αναφορές, κοινά βιώματα, παραπλήσιες αγωνίες – χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι μας διέπουν οι ίδιες αισθητικές αρχές, ότι ταυτίζονται οι θεματικές μας. Και είναι, ακόμη, ίσως πρόωρο και παρακινδυνευμένο να εικάσουμε το μέλλον μας, όταν είμαστε, οι περισσότεροι, συγγραφείς των δύο ή τριών βιβλίων. 

 

Τι μέλλον πιστεύετε ότι έχει η ελληνική ποίηση στο εξωτερικό; Πόσο γνωστή είναι;

Οι καλές προσπάθειες της Κάρεν Βαν Ντάικ (Austerity Measures) και του Θοδωρή Χιώτη (Futures), το δίχως άλλο, αύξησαν τα τελευταία χρόνια την ορατότητα της ελληνικής ποίησης στον αγγλόφωνο, ιδίως, κόσμο. Η δημοσιότητα αυτή, βέβαια, δεν θα μπορούσε να νοηθεί έξω από τη σχέση της με την τρέχουσα πολιτική και οικονομική επικαιρότητα – όταν εξαντληθεί η επίγευση της Κρίσης, θα αξιολογηθεί και η χρονική της εμβέλεια.

 

Ο σύγχρονος αναγνώστης είναι ικανός να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά της ποίησης ή έχει χάσει την παρθενικότητα των αισθήσεών του σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να κατανοήσει τη μαγεία της;

Η πρόσληψη της ποίησης βρίσκεται πάντοτε στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εμπειρία και την ερμηνεία, τη συγκίνηση και την κατανόηση – άλλοτε πρυτανεύει το ένα, άλλοτε το άλλο. Κι η ερώτηση, έτσι όπως τίθεται, θα μπορούσε και ν’ αφορά το σύνολο της  ανθρώπινης εμπειρίας, και σήμερα και πάντα – εφόσον διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας για την πιθανότητα ενός απολεσθέντος ρομαντικού ιδεώδους. Και για ν’ αντιστρέψουμε το ερώτημα: ο σύγχρονος ποιητής κρύβει μυστικά; Προσπαθεί να μαγέψει; Τι θέλει να πει;

 

Ο έρωτας τι ρόλο έχει παίξει στην ποιητική σας διαδρομή; Είναι μια ανυψωτική δύναμη ή η ποίηση είναι μια εσωτερική διαδικασία που χρειάζεται απομόνωση;

Άλλοτε γράφουμε υπό την επήρειά του, άλλοτε ερήμην του – τα συναισθήματα, εξάλλου, είναι αγρίως ευμετάβολα, όπως και οι συμπτώσεις που τα κυοφορούν.

 

Τελικά, κ. Δούκα, χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;

Ναι: αν, κάτι αποτυπώνοντας, γίνεται να παρηγορήσουν.  

 

 

** Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν στο  Literature.gr  με την άδεια του κ. Δούκα.

Tessy Baila – Editor in Chief

 

 

 

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular