Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«Μα τι χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;»

                                                                                Φρήντριχ Χαίλντερλιν

Το Literature ανοίγει τον φάκελο Ελληνική Ποίηση 2018-2019 και εγκαινιάζει μια νέα σειρά συνεντεύξεων με τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Στο πλαίσιο αυτό θα φιλοξενηθούν οι απόψεις των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών της σημερινής εποχής με σκοπό να φανούν οι απόψεις των δημιουργών αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής ποίησης. Στόχος είναι επίσης να παρουσιαστεί το έργο, οι ιδέες αλλά και η προσωπικότητα των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι επιμένουν να λειτουργούν ποιητικά σε καιρούς τόσο «μίζερους», γράφοντας εκλεκτή ποίηση, στη γλώσσα του Ομήρου και συνεχίζοντας επάξια την αδιάλειπτη για 3000 χρόνια παρουσία της ποίησης στην Ελλάδα.

Επιμέλεια:  Τέσυ Μπάιλα

Με τη γλυκύτητα ενός χαμογελαστού παιδιού μάς υποδέχτηκε στο σπίτι του ο βραβευμένος ποιητής και ψυχίατρος Μανόλης Πρατικάκης. Ένας ευρηματικός «Λιθοξόος» της ελληνικής γλώσσας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Με το έργο του εξεικονίζει την απαράμιλλη ομορφιά της σκέψης του, άλλοτε λεπταίσθητης ευγένειας και ευαισθησίας– «Και μικρά θαλασσοπούλια τσιμπολογούν τον ύπνο μου»– και άλλοτε δυναμικής επαναστατικότητας–  «όσο υπάρχουν Εφιάλτες θ’ αντιστεκόμαστε ως την τελευταία μας ρίζα».

Ο Ποιητής της «Λιβιδώ» παραμένει ένας άνθρωπος προσηνής, ισορροπημένος και γενναιόδωρος. Αρέσκεται να μιλά περισσότερο για τους μεγάλους μας ποιητές, με τους οποίους διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις, και λιγότερο για τον εαυτό του, σίγουρος πως το έργο μιλά πάντα καλύτερα από τον ίδιο τον δημιουργό του.

Ο Μανόλης Πρατικάκης γεννήθηκε στο Μύρτο Ιεράπετρας. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρουσιάστηκε στα γράμματα γύρω στα 1970 με δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Έχει γράψει 13 ποιητικές συλλογές, κριτικά κείμενα και άρθρα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει συνεργαστεί σε ανθολογίες και περιοδικά, ελληνικά και ξένα, και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια. Ποιήματα από τη συλλογή του «Λιβιδώ» έχουν μελοποιηθεί από το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και κυκλοφορούν σε CD με τίτλο «Αθέατος Σφυγμός»· πρόσφατα ο ίδιος συνθέτης έγραψε συμφωνικό έργο βασισμένο στις ποιητικές συλλογές «Γενεαλογία», «Η Λήκυθος» και «Αφημένα ήσυχα στη χλόη», η παγκόσμια πρώτη του οποίου ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής με τίτλο «Η Συμφωνία της Ίασης». Το 1999 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του «Η Κοίμηση και η Ανάσταση των Σωμάτων του Δομήνικου». Το 2003 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Το νερό». Το 2006 τιμήθηκε ως ποιητής και επιστήμονας από την Παγκρήτια Ένωση Επιστημόνων και το 2012 με το βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του.

Μας μίλησε για τον γενέθλιο τόπο του και τον τρόπο που σηματοδότησε τη ζωή και την εξελικτική του πορεία, τη σχέση του με τη θάλασσα και το υγρό στοιχείο, για τον τρόπο με τον οποίο η ποίηση τον βοηθά να συναρμολογήσει τα σπασμένα κομμάτια των παιδικών του ονείρων, για την ηρακλήτεια μαθητεία του και τη σχέση του με τον χρόνο. Μας εκμυστηρεύτηκε τις αναγνωστικές του αναφορές και το πώς διαχειρίζεται τη διττή του ιδιότητα, αυτή του ψυχιάτρου και του ποιητή. Κυρίως όμως μας έκανε να αισθανθούμε το οντολογικό βάθος της ποίησής του. Και φεύγοντας είχαμε στο νου τις φράσεις του: «Ταξιδέψτε σε τούτο το μικρό μνημείο της ανωνυμίας. Και για σπονδές αποθέστε λίγα κρινάκια της θάλασσας».

 

«Μήνες πριν γεννηθώ γνώρισα τον ρυθμό της θάλασσας». Τι σημαίνει για τον ποιητή Μανόλη Πρατικάκη η θάλασσα και πόσο έχει επηρεάσει την ποιητική αγωγή του ο γενέθλιος τόπος του;

Ο στίχος «Μήνες πριν γεννηθώ γνώρισα το ρυθμό της θάλασσας» είναι κυριολεκτικός, γιατί στο ημιτροπικό Μύρτος ο άνθρωπος τα καλοκαίρια κοιμόταν στην άμμο και εκεί πρέπει να με συνέλαβαν οι γονείς μου. Kαι έγκυος η μητέρα μου μπροστά στη θάλασσα ζούσε, αφού στο σπίτι μας έμπαινε η άμμος και τα φύκια ως κάτω από τα παιδικά κρεβάτια μας.

Τι σημαίνει η θάλασσα; Τα πάντα. Αυτή με έμαθε να μιλώ και να γράφω. Να με πηγαίνει από την Αγία Γαλήνη στην Αγία Ταραχή κι αντιστρόφως. Και οι φωνές της από τα βογγητά ως τους άγριους θρήνους κι από τους θρήνους στους φλοίσβους που την ακούγαμε σαν μουσική δωματίου. Μέσα στο σπίτι μας ήταν πάντα μια ορχήστρα πνευστών, κρουστών και εγχόρδων που δεν έπαυε να παίζει ακατάπαυστα, με αέναο μαέστρο στο πόντιουμ τον άνεμο ανατολής, δύσης, βορά και νότου. Οι στρογγυλές λείες πέτρες έμοιαζαν με νερά τρικυμίας, οπότε ιδού η μεγάλη Λιθοξόος που έγραψε την ομώνυμη συλλογή. Εγώ απλώς μετέφρασα τα ιερογλυφικά της.

Δε θυμάμαι το όνομα του συγγραφέα που όταν τον ρώτησαν «ποιος είστε;» απάντησε: «Είμαι τα παιδικά μου χρόνια». Ο δικός μου γενέθλιος τόπος προσδιόρισε σε μέγιστο βαθμό την ιδιοσυγκρασία μου και έδωσε μια υφάλμυρη γεύση στη συνείδησή μου. Έζησα πλάι σε έναν παράδεισο και μια μορφή κόλασης, με τα ερείπια στο τέλος της κατοχής, το συλλογικό πένθος από τους σκοτωμένους και τα γκρεμισμένα σπίτια. Ήταν παράξενο να ακούς θρήνους και κελαηδίσματα πουλιών, να λάμπει όλο θέλγητρα το μαγικό τοπίο και κάθε σπίτι να έχει έναν επιτάφιο. Τα παράθυρα του σπιτιού μας ήταν φινιστρίνια απ’ όπου βλέπαμε τη θάλασσα να στραφταλίζει και δυτικά, σε μικρή απόσταση πάνω σε λόφους δυο Προμινωικούς οικισμούς, δίπλα το ποτάμι, η λίμνη με τα τροπικά πουλιά και ένας έφορος κάμπος με οπωροφόρα και τροπική βλάστηση. Όταν πάω έρχονται μαζί μου όλα αυτά τα μυθικά πλάσματα. Πηγαίνοντας εκεί γεμίζω τις μπαταρίες.

 

 

Έχετε πει ότι: «Η ποίηση είναι μια μορφή γλωσσικής παραφροσύνης». Είναι ταυτόχρονα και ο τρόπος για να συναρμολογήσει κανείς τα σκορπισμένα κομμάτια των παιδικών του ονείρων;

Η Ποίηση παραμένει αρχέγονη, μαγική και απευθύνεται σε ολόκληρη την ύπαρξη, στην οντολογική και αισθητική της διάσταση. Είναι ανατρεπτική καθώς δεν είναι ενεργούμενον κανενός συστήματος που μας καταπιέζει με τους αυταρχικούς και υποκριτικούς του κώδικες. Αντιστρατεύεται τον θεσμοθετημένο λόγο και τη γλωσσική άρχουσα τάξη που μπλοκάρει τη δημιουργική εξέλιξη. Δεν υπακούει σε καμιά ορθοφροσύνη. Επομένως, συχνά είναι γεμάτη παραδοξότητες που μοιάζουν με τον παραληρηματικό λόγο των ψυχωτικών χωρίς να έχουν βέβαια στην κυριολεξία καμιά σχέση με την πραγματική παραφροσύνη. Η γλώσσα της ποίησης είναι το περιβάλλον μας, η ιστορία μας, το πνευματικό μας οικοσύστημα. Είναι η αληθινή μας πατρίδα και γι’ αυτό είπε ο Πιαζέ ότι: «περισσότερο από μια χώρα κατοικώ μια γλώσσα». Αν ο αέρας είναι ο πατέρας των ήχων, η γλώσσα είναι η μητέρα του πολιτισμού. Δεν περιγράφει τον κόσμο. Αποτελεί κόσμον ένα δικό της αισθητικό σύμπαν, παράπλευρο με το υπαρκτό με το οποίο βρίσκεσαι σε διαλεκτική σχέση. Έτσι το ποίημα αποτελεί το δραστικότερο, το αυθεντικότερο πρόσωπό μας και ως εκ τούτου προσπαθεί να συναρμολογήσει τα σκορπισμένα παιδικά μας χρόνια.

 

Πόσο καθόρισαν τα παιδικά σας χρόνια και οι αντιφάσεις που βιώνατε ανάμεσα στο οικογενειακό πένθος και τη μαγεία του έργου σας;

Η ηρακλήτεια μαθητεία με έμαθε να συναρμόζω τις αντιφάσεις και να βγαίνει η κρυμμένη αρμονία από αυτές. «Παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης». Αντιθετική αρμονία ανάμεσα στο τόξο-δοξάρι και στις χορδές της λύρας. Ενώ η μια αντιτίθεται στην άλλη  βγαίνει υπέροχη μουσική. Τελικά από το πένθος και τα μετακατοχικά χαλάσματα του Μύρτου υπερίσχυσε η ομορφιά, η γαλήνη, το αισθητικό κάλλος. «Πλάι σε εκείνο το βασίλειο», όπως θα έλεγε ο Μποντλέρ. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι η απαισιοδοξία είναι μια πολύ βολική θλίψη, μια μορφή παραίτησης. Αλλά ουσιαστικά υπήρχαν μέσα μου οι υποδοχές, ο δικός μου έφορος υποθάλαμος, όπου «ακόμα και το πένθος έχει το δικό του πτέρωμα», ή «δώρο της πτώσης το κάθε μας φτερούγισμα». Είμαι φύσει αισιόδοξος, με την προϋπόθεση ότι χρειάζεται αφάνταστη προσήλωση, αφοσίωση, αυτοσυγκέντρωση, διαρκή αποθησαύριση από την παγκόσμια γνώση από τον δικό σου κρυμμένο ορυκτό πλούτο. Και η απόδειξη:

«Άμα δεν έχεις πάθος θα κλωτσάει το σκαρί. Θα τραυλίζουν οι σκαρμοί και τα ξύλα

Αν ο νους σου δεν έχει

Του ωκεανού τους τρόπους».

Από το ποίημα ΤΑΟ της συλλογής «Η μαγεία της διεκδίκησης».

 

Ποιοι είναι οι λόγοι που σας έκαναν να στραφείτε στα γράμματα; Μπορεί ο θυμός για μια οδυνηρή απώλεια και η φίμωση του λόγου να γίνουν η γενεσιουργός αιτία μιας τόσο σημαντικής ποιητικής μορφής;

Όχι φυσικά. Οι οδυνηρές αυτές ψυχοτραυματικές εμπειρίες αποτέλεσαν το έναυσμα. Από εκεί και πέρα είναι η ψυχοδιανοητική υποδομή και γλωσσική ευαισθησία που θα σου δώσουν τη χάριν. Αλλιώς όλοι που βίωσαν παρόμοιες εμπειρίες θα είχαν γίνει ποιητές.

Ο αυθεντικός ποιητής, όπως και ο αυθεντικός μουσικοσυνθέτης, ζωγράφος, μυθιστοριογράφος, κ.τ.λ. γεννιέται. Αλλά παρ’ ότι γεννιέται χρειάζεται να αφιερώνει τη ζωή του και όλο τον χρόνο του να γράφει κάθε στιγμή ακόμα κι όταν δε γράφει. Να γράφει και να πετά. Να έχει έρωτα γι’ αυτό που κάνει. Μέγιστο παράδειγμα ο Διονύσιος Κόντης Σολωμός. Μας άφησε έναν μισοτελειωμένο γλωσσικό Παρθενώνα, γιατί δεν ήθελε να νοθεύσει το μεγαλείο της γλώσσας του.  

Δώρο του ποιητή Νίκου Καρούζου στον Μανόλη Πρατικάκη με ιδιόχειρη αφιέρωση

 

Τελικά μας εγκαταλείπουν ποτέ τα παιδικά μας χρόνια κ. Πρατικάκη;

Έχω γράψει ολόκληρη ποιητική συλλογή για το τι γίνονται και πού πάνε τα παιδιά που υπήρξαμε. Έχει τίτλο: «Το αόρατο πλήθος» των παιδιών που υπήρξαμε. Ποτέ δεν μας εγκαταλείπουν αλλά εξαρτάται από την αλλοτρίωση του καθενός η σχέση του με αυτά. Οι ενήλικες της λογικής και της ορθοφροσύνης τα έχουν ανεπανόρθωτα σχεδόν φυλακίσει, ή τα έχουν μέσα τους θάψει και οι ίδιοι αποτελούν τα φέρετρά τους. Οι τρελοί και οι συγγραφείς παίζουν μαζί τους ή τ’ ακούν να χτυπούν την πόρτα στο υπόγειο και συχνά κατεβαίνουν να τους ανοίξουν. Τα βλέπουν να τους ακολουθούν πίσω τους, πλάι τους ή να έρχονται από εκεί που πηγαίνουν. Έχουν κρυφούς διαλόγους μαζί τους. Ας μου επιτρέψετε παρακαλώ να παραθέσω λίγους χαρακτηριστικούς στίχους από τη συλλογή που σας προανέφερα:

«Φύγανε τα παιδιά. Κι όμως. Όποιος μ’ ακούει τ’ ακούει.

Έρχονται από εκεί που πηγαίνουν.

Πάνε τρυπώντας τον ορίζοντα πώς να τα φτάσουν.

Κάθε φεγγίτης είναι των φτερών τους το άνοιγμα.

Οι λέξεις που φυτρώνουν στο στήθος μου είναι δικές τους.

Με την πνοή τους κυματίζει το αυριανό μας σπαρμένο.

Τα βήματά μου μπερδεύονται στα βήματά τους.

Σε κάθε μονοπάτι, μητρική συνομιλία η σάρκα τους με τη μυρτιά.

Σ’ όποια αλάνα κι αν περάσεις θα περπατήσεις πάνω τους.

Έρχονται κρυμμένα στο μελτέμι· φύκια αλμυρά μυρίζουν

Τα φτερά τους…»

 

«Μόνο στην Ποίηση, στην ασωτία, στον έρωτα και στο όνειρο είναι απών ο χρόνος». Στη δική σας ζωή τι ρόλο έπαιξε η απουσία του χρόνου;

Η απουσία του χρόνου είναι η αιωνιότητα κλεισμένη στις πιο πάνω προνομιούχες στιγμές, όπου υπάρχει μια ασύλληπτη διαστολή στις αισθήσεις μας που μες στην ευτυχία του παροξυσμού της χάνεται η αίσθηση του χρόνου. Τα δευτερόλεπτα γίνονται αιώνες, όπως απέδειξε με τις θεωρίες της σχετικότητας ο Αϊνστάιν. Όπως τα υποατομικά σωματίδια, όταν επιταχυνθούν λίγο παραπάνω από την ταχύτητα του φωτός, χάνουν την υλική τους υπόσταση και γίνονται κύματα. Από ύλη γίνονται αντιύλη, δηλαδή ενέργεια που είναι άχρονη και άφθαρτη. Έτσι και ο χρόνος στο πάθος του έρωτα χάνει όλους τους προσδιορισμούς του και κρατάει μόνο τον μεγάλο Ενεστώτα. Στα όνειρα βλέπουμε ζωντανούς να συνομιλούν με πεθαμένους κ.λπ. σε κάθε στιγμή μούρλιας ή μέθης της ζωής έχει μηδενιστεί κάθε σωφρονιστικό διακύβευμα· δεν ξέρουμε αν είναι  νύχτα ή μέρα, φθινόπωρο ή χειμώνας κ.λπ και η ποίηση παίρνει το ενοίκιο από όλους αυτούς τους παροξυσμούς, αποφυλακίζοντάς μας από όλες τις ορθοφροσύνες και τα λογικά κατηγορήματα.

Η ποίηση δημιουργεί συχνά μια ανατροπή των δεδομένων, μια πνευματική ανυπακοή σε κάθε θέσφατο. Μια αισθητική εξέγερση όπου καταρρέουν όλες οι γραμμές και τα επιμέρους διανοητικά οδοφράγματα, καθώς ασύνταχτο προχωρεί το ανείπωτο, σαν δημιουργίες που έρχονται στην επικράτεια του λόγου από άγνωστα αστεροειδή. Έρχονται σαν θύελλες λευτεριάς δημιουργώντας την εκρηκτική ύλη, που μας αφήνει εμβρόντητους σαν αναπάντεχος αστραποβόλος έρωτας…

 

 

Στις συγγραφικές και ποιητικές σας αναφορές μιλάτε πολύ συχνά για τους: Σολωμό, Κορνάρο, Καβάφη, Σεφέρη, Λειβαδίτη, Παπαδίτσα, για να αναφέρουμε μερικούς αλλά και στους Έλιοτ, Δάντη, Βαλερύ, Πάουντ. Θα ήθελα να μου πείτε όμως τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας ο Καζαντζάκης και συγκεκριμένα το έργο του: «Αναφορά στον Γκρέκο;» 

Η «Αναφορά στον Γκρέκο» ήταν από τα πρώτα βιβλία που διάβασα και μάλιστα ήταν η αιτία να παντρευτώ την αείμνηστη Μαρία, που όντας φοιτητές μου το δάνεισε. Με άφησε κεραυνοβολημένο, καθώς ερχόμουν από μια νωχελική, μακάρια επαρχία, όπου ο εφησυχασμός ήταν πάντα πρωταθλητής. Έμεινα μετέωρος για πολύ. Όμως αργότερα ήρθαν οι μοντερνιστές συγγραφείς και ποιητές. Υπήρχε ένα εχθρικό κλίμα στη δεκαετία του 1970 για τον Καζαντζάκη, κι εγώ ανώριμος και αδαής, επηρεάστηκα, ακούγοντας π.χ τον Κουμανταρέα και άλλους της νεωτερικότητας να τον καταδικάζουν ως μεγαλόστομο και εργαστηριακό. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, όπου σε ένα παγκόσμιο συνέδριο γι’ αυτόν, στην Κρήτη, τον ξαναανακάλυψα. Είναι μέγιστο πνευματικό ανάστημα. Αλλά αυτοί που με προσδιόρισαν ποιητικά από την παράδοση είναι ο «Ερωτόκριτος» του Κορνάρου και ο Πατριάρχης της Ελληνικής ποίησης Διονύσιος Σολωμός και αργότερα οι μοντερνιστές, οι προσωκρατικοί και η φιλοσοφική ποίηση της Ανατολής. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξοικειωθώ με την πελώρια επικής πνοής Οδύσειας με τον τεράστιο γλωσσικό πλούτο που περιέχει. Είναι μέγιστο πνευματικό ανάστημα. Και μόνο την «Αναφορά στον Γκρέκο» να είχε γράψει θα ήταν μέγιστος.

 

Η διττή σας ιδιότητα, τόσο του Ποιητή όσο και του ψυχιάτρου, αλληλοεπέδρασαν και σε ποιο βαθμό στην ανάλυση και στη σύνθεση μιας ποιητικής ιδέας; Είναι δυο αντιφατικές λειτουργίες;  

Φαινομενικά είναι λειτουργίες αντιφατικές αλλά στην ουσία υπάρχουν έντονοι δεσμοί αλληλοπεριχώρησης. Και οι δύο δουλεύουν, κυρίως με τα ασυνείδητα περιεχόμενα, τα όνειρά, τους εμβολισμούς και τις παραδρομές της γλώσσας. Και οι δύο έχουν ως πρωταρχικό εργαλείο τον Λόγο. Η ψυχιατρική ανεβάζει στο φως της συνείδησης μπερδεμένα συναισθήματα, αδιαφοροποίητες ενοχές, αντιφάσεις (είμαστε οι αντιφάσεις μας) και ασυνείδητη αυτοκαταστροφικότητα, κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να μας απαλλάξει από φοβίες μας και φανταστικές απειλές, βρίσκοντας τι συμβολίζουν τα συμπτώματα και τα κρυμμένα τους αίτια. Σε ένα δοκίμιό μου γράφω: «Τα συμπτώματα είναι τα φυσιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων, (λέω αυτή την παραδοξότητα). Τα συμπτώματα είναι μια μεταγλώσσα του σώματος και της ψυχής. Είναι οργανικό ανθρώπινο ράγισμα μπρος στη συνωμοσία του αδιάλλακτου και πανούργου «Εγώ», που ζητά επαρκώς συσκότιση και επικυριαρχία. Κρύψιμο των ελαττωμάτων και προβολή της εξειδίκευσης. Τα συμπτώματα είναι η κατακραυγή της απονενοημένης μας μέριμνας για εξαπάτηση, παραποίηση του φθόνου και της μικρότητας που κρύβεται στα μέσα μας σκοτάδια. Και τέλος, είναι η αποκάλυψη της αναφθεντικότητας και του κάλπικου πορτρέτου μας στην καθημερινή του συναλλαγή».

Εκεί που διαφέρουν: Η ψυχιατρική αναλύει, ερμηνεύει, νουθετεί, απομαγεύει, στηρίζεται στην ορθοφροσύνη, στο αίτιο και στο αιτιατό.

Αντίθετα η Ποίηση παραμένει αρχέγονη, μαγική, απευθύνεται σε ολόκληρη την ύπαρξη, στην οντολογική και αισθητική της διάσταση. Είναι ανατρεπτική (όπως και η ψυχιατρική, καθώς συχνά πίσω από έναν φόβο κρύβεται μια επιθυμία), καθώς δεν είναι ενεργούμενο κανενός συστήματος που καταπιέζει τον άνθρωπο με τους αυταρχικούς και υποκριτικούς του κώδικες. Αντιστρατεύεται τον θεσμοθετημένο λόγο και τη γλωσσική άρχουσα τάξη που φιμώνει καταστατικά και ανεπαισθήτως τη δημοκρατία του ελεύθερου λόγου και των εφαρμοσμένων ιδεών. Όπως είπα και πριν δεν προσπαθεί να αποδείξει καμιάν αλήθεια. Δεν περιγράφει τον κόσμο. Αποτελεί κόσμον. Ένα δικό της αισθητικό Σύμπαν, παράπλευρο με το υπαρκτό, το οποίο αντιμάχεται, αν και βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση μαζί του. Λατρεύει τη μεταφορά και την παραδοξότητα. Είναι ελλειπτική, συμπυκνώνει και προσπαθεί να μιλήσει μέσα από την πρωταρχική μας φύση. Έτσι το ποίημα είναι το εκφραστικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας. Και η γλώσσα; Θα μπορούσα να σας μιλάω μέρες. Η γλώσσα αποτελεί την Ιστορία μας. Το περιβάλλον μας. Το πνευματικό μας οικοσύστημα και οφείλουμε να το διαφυλάξουμε όπως το φυσικό. Ο Πιαζέ είπε ότι: «περισσότερο από μια χώρα κατοικούμε μια γλώσσα». Με αυτήν επιβιώσαμε της τουρκοκρατίας. Και μόλις προχθές άκουγα μια βουλευτίνα της Ελληνικής μας βουλής να πετάει προκλητικά και ακρίτως κάθε τρίτη ελληνική λέξη μια ξενόφερτη, για να μας δείξει την αξιοθρήνητή της πολυμάθεια. 

 

Έχετε πει ότι η Ποίηση μπορεί να είναι: ελλειπτική, ενορατική αφαιρετική, συνθετική. Μπορεί να είναι ερμητική όμως;

Τα τελευταία χρόνια μαζί με τον μοντερνισμό λάτρεψα τη ζωντανή παράδοση, την οποία προσπαθώ να παντρέψω σε μεγάλα συνθετικά ποιήματα, που μοιάζουν συμφωνικά έργα. Όπου υπάρχει ο λυρισμός με την στοχαστικότητα. Ο προφορικός λόγος με την ονειρική γραφή. Η ελλειπτικότητα με τη διαύγεια. Ο πεζός με τον ενορατικό λόγο. Η φιλοσοφία με την αισθητική και γλωσσική τελειότητα. Η προσωκρατική αντιστοιχία με τους Ανατολικούς στοχαστές και ποιητές. (Οι Ουπασινάδες π.χ. και το συγκλονιστικό έργο Μπακαβά Γκιτά κατά βάθος είναι ποίηση). Όλα αυτά ανεβάζουν υψηλές θερμοκρασίες. Η γλώσσα είναι μια τίγρης που είναι αφάνταστα δύσκολο να τη δαμάσεις. Υποπτεύομαι ότι ποτέ δε θα μπορέσω μέσα από αυτές τις ουράνιες αντιφάσεις να δώσω ποιητικά εκείνο που ονειρεύομαι, π.χ. ένα έργο σαν τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του Έλιοτ. Αυτός τα σπούδασε επιστημονικά νωρίς όλα αυτά και φυσικά είχε ασύγκριτα μεγαλύτερο ταλέντο και πνευματικότητα για να κάνει αυτή την τεράστια τομή στην ποίηση του 20ου αιώνα.

Ναι, μπορεί να είναι κάποτε ερμητική, όπως ορισμένα Κάντος του Πάουντ, στην πρώτη της προσέγγιση η «Έρημη χώρα» και τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του Έλιοτ, γιατί η ελλειπτικότητα, η διαχρονικότητα και τα ενδιάμεσα χάσματα (χρονικά και αισθητικά) είναι τόσο μεγάλα, που είναι φυσικό να φαντάζουν ανοίκεια στο δικό μας περιορισμένο πεδίον πρόσληψης. Αναφέρομαι στη μεγάλη ποίηση και όχι στη σκόπιμη ερμητικότητα και σκοτεινότητα που συχνά βλέπουμε στη σύγχρονη μοντέρνα και μεταμοντέρνα ποιητική.

 

Σύμφωνα με τους μελετητές του έργου σας η Ποίησή σας χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους: η πρώτη αρχίζει το 1970 και ολοκληρώνεται το 1984. Η δεύτερη εκτείνεται από το 1985 έως το 1994 και χαρακτηρίζεται ως μια πιο γόνιμη περίοδος κατά την οποία ο Ποιητής αναζητά την πρωταρχική φύση της Ποίησης και απομακρύνεται από τους επαναστατικούς βερμπαλισμούς και η τρίτη από το 1995 έως σήμερα. Χαρακτηρίζεται από τη συμπύκνωση της β΄ περιόδου οπότε και ο Ποιητής ασχολείται με την Προσωκρατική φιλοσοφία και τη σχέση της με την Ανατολική. Πόσο μεγάλο είναι το ποιητικό άλμα του Μανόλη Πρατικάκη από την πρώτη του εμφάνιση μέχρι σήμερα;

Κάπως έτσι είναι όντως τα στάδια και οι σταθμοί της ποιητικής μου πορείας και διαδρομής. Εκείνο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή είναι η προσπάθεια συναίρεσης λόγου και ακουστικής φαντασίας, αλλά κυρίως η συναίρεση Ανατολικής φιλοσοφίας με τους Ίωνες φιλοσόφους σε συνδυασμό πάντα με τη λατρεία μου στη φύση, στη Γλώσσα και στην ψυχανάλυση. Ήταν μια δοκιμασία γόνιμη και δημιουργική. Και το σημαντικότερο νομίζω, ότι προσπάθησα να βάλω τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση στην ποίηση, χωρίς να φαίνεται αυτό, δηλαδή χωρίς να γίνω εγκεφαλικός ποιητής, αλλά αντίθετα διατήρησα τον στοχαστικό λυρισμό μου. Βέβαια σε πολλά μέρη της ποίησής μου υπάρχουν πλατειασμοί και πληθωρικά στοιχεία, τα οποία προσπάθησα να συμμαζέψω κάπως στον «Λιθοξόο». Από την άλλη μου αρέσει η ποιητική πρόζα και η πεζόμορφη ποίηση, όπου μπορεί κανείς να πάρει μεγάλες ανάσες μέσα σε ευρύχωρες συλλήψεις. Το ποιητικό άλμα από το πρώτο μου βιβλίο (το οποίο το κρύβω ως νόθο) σε διάρκεια περίπου 45 χρόνων είναι όντως εντυπωσιακό.

 

 

Πώς βλέπετε το μέλλον της ελληνικής ποίησης; Μήπως τελικά η δική σας γενιά, η γενιά του 1970 ή κατ’ άλλους η Γ΄ μεταπολεμική γενιά είναι η τελευταία μεγάλη γενιά της ελληνικής Ποίησης;  

Δεν ξέρω αν η δική μας γενιά, η λεγόμενη και της Αμφισβήτησης, μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη γενιά. Σημαντική είναι οπωσδήποτε γιατί τουλάχιστον δέκα ποιητές στα 45 περίπου χρόνια της παρουσίας της έχουν δώσει σημαντικό και ώριμο ποιητικό έργο. Ίσως να μην είμαι σε θέση να την κρίνω, όντας από μέσα. Πάντως είναι μια προνομιούχα γενιά γιατί είχαμε τη στήριξη κυρίως των ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς και την εύνοια της κριτικής. Δεν ξέρω γιατί. Έχω την αίσθηση ότι ασχολήθηκε μαζί μας δυσανάλογα υπερβολικά με την ποιότητα και την έκταση του έργου μας.

Προσωπικά αισθάνομαι υπερβολικά ευνοημένος από την κριτική παρ’ ότι δεν ανήκω σε παρέες και οι δημόσιες σχέσεις μου είναι ελάχιστες. Αισθάνομαι μια λατρεία που αμφιβάλλω αν την αξίζω. Ίσως ο ήπιος χαρακτήρας μου και το ότι ως γιατρός με διευθυντική θέση μπορώ βοηθώ όσους μπορώ, αλλά αυτό ήταν από παιδί συστατικό γνώρισμα του χαρακτήρα μου, καθώς με μεγάλωσε μια μητέρα που πορευόταν πάντα σε μια πολιτισμική αγιότητα και η οποία έφυγε τόσο νωρίς χωρίς να προλάβει να δει τίποτα από την ποίησή μου. Όταν πέθανε ο πατέρας μου έγραψε ένα μοιρολόι σε δεκαπεντασύλλαβο, εφάμιλλο του Βιτζέντζου Κορνάρου, χωρίς να έχει δώσει ως τότε δείγματα της ποιητικής της φύσης.

Όχι, διαφωνώ. Μετά τη δική μας γενιά, στη γενιά κυρίως του ’80 υπάρχουν αρκετοί ποιητές που έχουν δώσει αξιόλογα δείγματα γραφής. Βέβαια δεν ξέρω πώς θα εξελιχτούν. Υπάρχει βλέπετε στον τόπο μας η τεράστια ποιητική παράδοση. Όταν σήμερα στη Γαλλία (κατά τον Μισέλ Βόλκοβιτς) σ’ αυτή τη χώρα της πρωτοπορίας δε γράφεται αξιόλογη ποίηση.

 

Θα μπορούσατε να μας πείτε, κ. Πρατικάκη τι ετοιμάζετε σήμερα;

Προσπαθώ να γράψω το τρίτο μέρος της τριλογίας που άρχισε με την «Κιβωτό» και τον «Λιθοξόο». Συναντώ δυσκολίες γιατί θέλω τη μέγιστη αλληλοπεριχώρηση μορφής και περιεχομένου, που να μοιάζει με συμφωνικό έργο. Με περισσότερα στοιχεία της Ανατολής από της Δύσης, αλλά παρόλα αυτά να τείνουν σε ένα πάντρεμα. Σε ένα γλωσσικοδιανοητικό Σατόρι. Ίσως να μην το μπορέσω.

Παράλληλα τα τρία τελευταία χρόνια δουλεύω ένα φιλόδοξο «μυθιστόρημα» σε τέσσερα διαφορετικά φινάλε, που και στα τέσσερα γίνονται θεμελιώδεις ανατροπές, που λυτρώνουν τους ήρωες από τις αυταπάτες μιας ζωής, αφού πρώτα τους έχουν σπρώξει σε ένα τραυματικό και αξιοθρήνητο περιθώριο. Οι συμβολισμοί του και οι παραδοξότητές του είναι ψυχαναλυτικοί και ο βασικός ήρωας έχει μια μακρινή συγγένεια με τον Ντοστογιεφσκικό πρίγκηπα Μίσκιν, από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Με τη διαφορά ότι το έργο δεν τελειώνει με έναν φόνο αλλά με έναν μεγαλειώδη έρωτα, γεμάτον ταπεινότητα, ευαισθησία, ερωτισμό, απέραντη καλοσύνη και ευγένεια. Καθώς το ζευγάρι έχει τρυπήσει το σκοτεινό δίχτυ του κόσμου, όπου είμαστε πιασμένοι σαν τ’ αγρίμια. Υπάρχουν σελίδες σκοτεινές που απηχούν τη βαναυσότητα των καιρών και σελίδες γεμάτες λυρισμό και τρυφερότητα που διαβάζονται σαν ποιητική πρόζα. Ελπίζω να είναι έτοιμο ως το τέλος το χρόνου.\

Μανώλης Πρατικάκης, Τέσυ Μπάιλα

Ντίνα Σαρακηνού, Τέσυ Μπάιλα, Μανώλης Πρατικάκης 

 

Ο  κ. Μανώλης Πρατικάκης διαβάζει για το Literature.gr το ποιημά του με τίτλο: ”Νήσος Χρυσή” από το βιβλίο του ”Λιθοξόος, εκδόσεις Κέδρος 

Tessy Baila – Editor in Chief

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular