Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

***Γράφει η Ισιδώρα Μάλαμα, Φιλόλογος, Med

(για την ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου, Αλιρρόη: το μηδέν στον καθρέφτη, εκδ. ΑΩ, 2023)

Η ποιητική συλλογή Αλιρρόη – το μηδέν στον καθρέφτη, γεννημένη το 2015 ως αναστοχαστικό και ερμηνευτικό ποιητικό αντίδοτο των πολλαπλών αδιέξοδων που μας επεφύλαξε με τον ερχομό του ο 21ος αιώνας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο και ολοκληρωμένη το 2021-2022 με προφανές το κλειστοφοβικό και αποπνικτικό άγγιγμα της καραντίνας, έχει αποτελέσει τον παλμογράφο μιας περιόδου έντονης και νοσηρής καρδιακής συχνότητας. Μιας συχνότητας που αποτυπώνεται στον ποιητικό αισθητήρα παλμών μέσω μιας γραφικής παράστασης εναλλασσόμενων συναισθημάτων με τις κυματοειδείς στιχένιες της καταγραφές να «παίζουν» τις περισσότερες φορές στα άκρα. Ωστόσο, η ακρίβεια του ποιητικού εργαλείου σε συνδυασμό με το πετυχημένο ραντεβού του Δελιόπουλου με τη Μούσα συνέβαλε αποφασιστικά στην ευόδωση όλων των ποιητικών πειραμάτων και στην προσέγγιση κάθε συναισθηματικού και στοχαστικού ύψους ή βάθους. Βασικό πείραμα η επιλογή από έναν άντρα δημιουργό μιας γυναικείας αφηγηματικής φωνής, ενός θηλυκού ποιητικού εγώ, που πέρα από τις δύσκολες συνθήκες που βιώνει, προσλαμβάνει διαφορετικά τα μηνύματα, αποκωδικοποιεί αλλιώς την πραγματικότητα, συναισθάνεται με άλλον τρόπο τους κοσμικούς χτύπους. Ένα μεγάλο διακύβευμα, μία μεγάλη πρόκληση για τον ποιητή, μία απόπειρα επέκτασης της πρόσληψης της ιδέας και του τρόπου μετουσίωσής της μέσα από ένα άλλου είδους σώμα, τόσο ίδιο μα τόσο διαφορετικό. Μία έμπρακτη θεώρηση της οικείωσης του Άλλου, μία εν-σωμάτωση της τέχνης σε νέο κορμί.

Ο ποιητής οργανώνοντας τη συλλογή του σε έξι θεματικές, σκιαγραφεί τις συναισθηματικές εποχές που διανύει, καταγράφοντας με προσοχή τις αυξομειώσεις του ψυχικού παλμού κατά το πέρασμα του από την άρνηση στην οργή, στον μηδενισμό, στη θλίψη και, τέλος, στην αυτογνωσία του καθρέφτη. Πέντε συναισθηματικές εποχές, μέσα στις οποίες φωλιάζουν ποιητικά νοήματα  που ωριμάζουν στις ιδιαίτερες συνθήκες της καθεμιάς. Κι όπως κάθε καλός σπιτονοικοκύρης, ο ποιητής προϋπαντεί τον αναγνώστη με κάποιους εισαγωγικούς στίχους και με μία ανακοίνωση, μια ειλικρινή δήλωση που διαμορφώνει την όλη επικοινωνία στη βάση της αλήθειας. Στην είσοδο της ποιητικής οικίας του Δελιόπουλου, λοιπόν, ο αναγνώστης συναντά σαν σε κάδρο γραμμένη μία παράκληση σε κάθε «εσύ» να του αφήσει φυλαχτό τη μαγεία του παρελθόντος, που επιμένει να λάμπει μέσα από το κίτρινο της φθοράς του, καταδεικνύοντας το πολύτιμο των κοινών εμπειριών. Στην ανακοίνωση που ακολουθεί ο ποιητής ανάγει την ποιητική πράξη από τη μεριά του σε μία κατάθεση των απολύτως απαραίτητων, με μόνιμο σύμμαχο κι εχθρό την τρέλα, όπως αρμόζει με την παράνοια της συγκυρίας: «… και η τρέλα / μία πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις» («γράμμα δίχως όνομα»).

Η «εποχή της άρνησης» σηματοδοτεί την αρχή του κάθε εγκλεισμού, με στίχους που ψελλίζουν την κλιμακωτή προσέγγιση μέχρι την τελική αποδοχή του: «Δεν είμαι Εγώ φυλακισμένη / είμαι Εγώ φυλακισμένη; / Εγώ φυλακισμένη! / φυλακισμένη». Μια πρώτη προσπάθεια συμβιβασμού με τα όρια, με τα στενά ή ανύπαρκτα περιθώρια. Το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί αναγνώριση του χώρου με μια κλειστοφοβική συχνά διάθεση. Ο πλέον σκοτεινός χώρος, οι ντουλάπες του σπιτιού αποπνέουν μέσα από τη σιωπή τους μια ηχηρή απουσία ζωής, με τα ρούχα άσαρκα να θυμίζουν σκιάχτρα που σκιάζουν και κραυγάζουν το απαγορευτικό της εξόδου και μέσα από τη συνεχή ακύρωση της ιδιότητάς τους εγκαθιδρύουν τη νέκρωση των κατόχων τους («ζητείται σάρκα»). Οι τοίχοι στενεύουν απειλητικά και μονοπωλούν το βλέμμα, τσιμεντοποιώντας την οπτική και φράζοντας το ενδεχόμενο διαφυγής. Το ποιητικό υποκείμενο νοιώθει ότι η άγκυρα του υλικού φορτίου, στο οποίο αναγκαστικά διαβιεί, μηδενίζει σταδιακά τη δυνατότητα να ανοίξει πανιά, ενώ παράλληλα το τικ τοκ του βιολογικού ρολογιού συνεχίζει να γράφει τον βιωμένο χρόνο αντίστροφα («εφιάλτης»). Όλες οι ελπίδες επενδύονται σε μιαν Ανάσταση, που ενώ είναι καθιερωμένη κι ακάθεκτη, πιστή στο ραντεβού των δώδεκα, στη δική μας περίπτωση, αδιαφορώντας για κάθε θρησκευτικό, ηθικό και λογικό κώδικα, επιμένει να μην έρχεται ποτέ, παρά τα αγκάθινα στεφάνια και τα σκουριασμένα καρφιά στα σώματα εκατομμυρίων μελλοθάνατων («δώδεκα και»). Παρά το γεγονός ότι κάπου πέρα μακριά κάποιοι αρνούμενοι «να κεντούν σε μια γωνιά και μόνοι να ξηλώνουν» έχουν καταφέρει να καταργήσουν τον πόνο και να ζητούν ως μύστες στο γλέντι μιας ζωής που επιμένει να συνεχίζεται («γλέντι»). Μοναδική καταφυγή η γνωστή προσευχή σε έναν «Πατέρα ημών», που συνέτριψε με σκληρότητα τα δημιουργήματά του, να δώσει λύση, φως στο αδιέξοδο τούνελ, να επιτρέψει, επιτέλους, να γίνει πραγματικότητα το θέλημα όχι το δικό του, μα το ανθρώπινο («προσευχή»).

Κι όταν η προσευχή μένει ανεπιστέγαστη, οι άνθρωποι περνούν στην «εποχή της οργής», μια εποχή κατά την οποία το ποιητικό υποκείμενο μάχεται για τη συντριβή της ήττας, που με τόσα κοσμητικά επίθετα μεταμφιέστηκε σε κανονικότητα κι οδήγησε σε χέρια τρύπια και σε παλάμες ικανές για κάθε λογής αυτοχειρία («Ξύπνησα»). Απαιτεί από τον εαυτό και τον άλλον να αρνηθεί τον ρόλο του δοκιμαστή θλίψης, να αυτοδιωχθεί πριν χάσει τη δύναμη να ονειρεύεται και να διεκδικεί, πριν συρρικνωθεί αφυδατωμένος από τη ζωογόνο υγρασία του («Διώξου!»). Οργισμένο με την παραπλανητική περί θαυμάτων υποσχεσιολογία («Βηθεσδά»), στρέφεται «Στον ναό του Ανθρώπου», για να επιβεβαιώσει ότι κανένας θηριοδαμαστής δεν κατέχει την τέχνη της εξημέρωσης του πιο κτηνώδους θηλαστικού, του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που συμπορεύεται καθ’ όλη την πορεία του πλάι σε άλλους, έχοντας απωλέσει την πρόθεση «συν» κι έχοντας αντί αυτής επιλέξει την «επί» της επιφύλαξης και της επίθεσης. Οργισμένο και με την τέχνη της ποίησης ακόμη, που φυλάσσει τους στίχους σε γυάλινα δοχεία, που αναγκάζει σε κοινότυπες ανακυκλώσεις, που παρά το εναγώνιο σπριντ του ποιητή κρατά πάντα για αυτόν τη δεύτερη θέση σε έναν αγώνα σικέ («Αλιρρόη Β΄»). Σε έναν αγώνα όπου ο ποιητής μάταια συνεχίζει να κουνά τη γραφίδα του, επιχειρώντας να δώσει σημεία ποιητικής ζωής, συντεθλιμμένο έντομο κάτω από την άτεγκτη ανθρώπινη πατημασιά («νυχτερινή σύλληψη»).

Με ένα χαρακτηριστικό για το περιεχόμενο της ενότητας μότο («Τώρα; πρέπει να γυμνάσω της ζωής μου τα μηδέν») γίνεται το πέρασμα στην «εποχή του μηδενός», σε μια εποχή που η ποιητική περσόνα κινείται στα στενά όρια μεταξύ του -1 και του +1, φλερτάροντας με το παιχνίδι των πρόσημων, για να στεφανωθεί τελικά την κουλούρα του μηδενικού, όταν περιμένοντας στον τερματισμό αντιλαμβάνεται ότι οι πολλαπλοί βίοι που είχε στην αφετηρία τα παράτησαν στη μέση του δρόμου: «[…] σαν / τις πολλές ζωές που είχα στην εκκίνηση / ‒δεν έφτασε καμιά τους‒ // όπως και να μετρήσω τ’ άστρα / η κάθε πράξη έχει το μηδέν» («0 = +1-1»). Αντιθέτως, ο μόνος βίος που τελεσφόρησε είναι αυτός του τρόφιμου, που αποτελεί άθυρμα μιας κοινωνίας που περιμένει εναγωνίως να τον δει να παραπατά, για να τον τσαλαπατήσει και να τον εγκαταλείψει αδιάφορα μόλις τελειώσει η βάρδια της («φάρσα»). Σε τούτες τις συνθήκες, το φως είναι λιγοστό, οι γρίλιες σφραγιστές μα οι ακτίνες του ήλιου ακανθώδεις· επιχειρούν επιδέξιες νυχτερινές εισβολές και καθιστούν αιχμηρό το άγγιγμά τους («Υποχωρώ, I»). Η περίπτωση διαφυγής από τα στενά τείχη αποβαίνει μάταιη, γιατί μόλις κατορθώσει να τα υπερβεί κανείς έρχεται αντιμέτωπος με τα χτυπήματα από τις πέτρες ενός ακόμη μεγαλύτερου τοιχίου, που συμπεριφέρονται στο άτομο σαν ένα αδιάφορο μηδενικό, σαν μια αόριστη αντωνυμία που άλλοτε το καθιστούν «κάποια» ή «κάτι» αλλά τις περισσότερες φορές το κατατάσσουν στο «τίποτα»  («μακαρισμοί»). Και η ποίηση, έγκλειστη και αυτή στα στεγανά όρια του μηδενός, ένας υγρός πλανήτης σε μια αέναη περιστροφή πάνω στην ίδια τροχιά, μια ωοειδής λίμνη όπου βυθίζονται καθημερινά οι λέξεις, συμπαρασύροντας παράλληλα και τους δημιουργούς («άδειες λέξεις»).

Παγωμένο το ποιητικό εγώ από τις πολικές θερμοκρασίες του πλανήτη του μηδενός, διερωτάται «Πόσο κρύο μετά δικαιούται την άνοιξη;», ελπίζοντας σε μία σωτηρία λογιστικού τύπου ‒μιας και η σωτηρία των ψυχών έχει από καιρό εγκαταλείψει τον πόλεμο,‒ στη συμπλήρωση ενός ικανού βάρους πόνου ως ξεπλήρωμα σε κάποια πατρογονική κατάρα, για να καταλήξει στο αδιάψευστο ευαγγελικής φύσης συμπέρασμα «Αιωνία η θλίψη  μου». Με αυτό το μότο παίρνει τη σκυτάλη «η εποχή της θλίψης», μια εποχή κατά την οποία η ποιητική κραυγή ακούγεται μακριά, υπόκωφα, αδύναμα, αποτυγχάνοντας την επαφή, την εύρεση παραλήπτη («κραυγή, I»). Μια εποχή που αναπαράγει σε ολοένα και πολλαπλασιαζόμενα αντίγραφα τη φθορά καμουφλαρισμένη με ψιμύθια και που εναρμονίζεται με τον ρυθμό της πτώσης, έως ότου αυτή να γίνει συνήθειο («θυρωρός»). Μια εποχή που συνενώνει ζωές φορεμένες σε λάθος νούμερο, που συγκεντρώνει ατομικά ναυάγια εκεί στο βάθος του βυθού, για να σημάνει τη λήξη του παραμυθιού της ζωής, που έχει πάντα το ίδιο τέλος («η μπαλάντα του βυθού»). Μια εποχή που θα κερδίσει τη διαχρονία της αφήνοντας παρακαταθήκη σε ομόκληρους κατοπινούς «μια μόνιμη θλίψη στην πρίζα / που για χρόνια συρμάτωνε φως» («διαθήκη»).

Η τελευταία εποχή, η «εποχή στον καθρέφτη», βιώνεται από την ποιητική φωνή στο κάτοπτρο, όχι όμως με τη συνήθη του εκδοχή, αυτή που αντανακλά το ορατό φως, αλλά με εκείνη την ποιητική κατασκευή που ανακλά άλλα μήκη κύματος, πέρα από το ορατό, το υλικό, το φθαρτό. Μόνο σε τούτη την απελευθερωτική πραγματικότητα μπορεί η ποιητική φωνή να τραγουδά και με κομμένες χορδές: «Με ξυράφι ανοξείδωτο / οι χορδές κομμένες // κι όμως τραγουδώ» (από το μότο της ενότητας). Φαίνεται ότι η κατακόρυφη συναισθηματική και σωματική της πτώση ήταν ένας ακόμη δρόμος·  γρατζουνισμένη κι αποτελματωμένη φτάνει να σφίγγει τη γροθιά της, να επιχειρεί αντιστροφή φοράς, διεκδικώντας στον Κάτω Κόσμο ‒όπου έγκλειστη διαβιεί‒ κάποτε μια δυναμική ανάβαση παρά το βάρος στους ώμους: «Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά / στη γλώσσα των μετάλλων / για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι // και αντίθετα στο ρεύμα ν’ ανεβαίνει / της καμπάνας σκαλοπάτια σ’ όποια νύχτα / η φωνή μου με τακούνια γιορτινά», «μυστήριο»). Αβαρής κι ανάλαφρη, θα μπορέσει ακόμη και με τα τσαλακωμένα της φτερά να πετύχει την απογείωση, καθώς το καύσιμο της ποίησης είναι μοναδικής ποιότητας και υπόσχεται ασφαλείς πτήσεις ακόμη και στα πιο δυνατά κενά αέρος: «να μην ξεχάσω μόνο τα φτερά / τσαλακωμένα και κρατούν / το σχήμα τους ακόμη στη βαλίτσα // όπως αόρατα στα χείλη μου παυσίπονα / εφημερεύουν ποιήματα» («φτερά στη βαλίτσα»). Πτήσεις σε τόπους μόνιμα εαρινούς, παρά τους επιτήδειους γεωμέτρες που στήνουν διόδια («προφητικό»), σε τόπους αγαπημένους που πωλούνται μόνο για να ξανακατοικηθούν δυναμικά («αντιπαροχή»), σε τόπους άχρονους που σημειώνουν απανωτές νίκες απέναντι στη φθορά («την επομένη της πείνας»).

Ο Γιώργος Δελιόπουλος μέσα από την Αλιρρόη του επιχειρεί μια «δοκιμή πρόσκρουσης» (crash test) αφενός του ανθρώπου σε παρά φύσιν συνθήκες, αφετέρου του ποιητή ως χρεώστη απέναντι στην ανθρωπότητα, ως ενός οφειλέτη που δεν του επιτρέπεται η αποπληρωμή, γιατί οξυγονώνεται από το χρέος του. Η διπλή ταυτότητα του παρά φύσιν εκλωβισμένου ανθρώπου και του εξαναγκασμένου από τη μοίρα ποιητή (επίσης παρά φύσιν ανθρώπου) διευρύνεται ακόμη περισσότερο λόγω της πλαστοπροσωπίας που επιχειρεί ο ποιητής, ενδυόμενος ‒παρά φύσιν‒ ένα γυναικείο πρόσωπο. Οι τρεις αυτές αφύσικες φωνές συνηχούν σε μία μοναδική συγχορδία που ‒παρά τα φάλτσα που έξωθεν επιχειρούνται‒ επιμένει να εναρμονίζεται με τη φύση του ανθρώπου, να την αφουγκράζεται, να τη χαρτογραφεί. Κρατώντας έναν εσωτερικό ρυθμό που διαφοροποιείται προσαρμοσμένος κάθε φορά στα νοήματα, ενσαρκωμένη σε λέξεις απλές, καθαρές, η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου γράφεται πάντα σε α’ πρόσωπο, όχι γιατί με τον τρόπο αυτό εκφράζει την υποκειμενική θεώρηση του κόσμου του, αλλά γιατί έτσι κατορθώνει κι εξακτινώνεται σε μία θέαση καθολική, εκεί όπου το εγώ συναντά το εσύ, εκεί όπου οι πολλαπλές ατομικότητες συναθροίζονται στη γροθιά του «εμείς» και κατορθώνουν «Σε κάθε λίθινη του τέλους εποχή / να ανακαλύπτουν μια φωτιά στα σωθικά τους» (από το μότο της «εξόδου»).

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular