Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Τις Κυριακές συναντούσαμε τους εαυτούς μας.

Σφίγγαμε τα χέρια σαν να ΄χαμε καιρό να ανταμώσουμε. Να ΄ξερες για τι πράγμα σου μιλώ (ανωνύμου)

 

Η είδηση έκανε τον γύρο του διαδικτύου. Έπειτα χάθηκε κάτω από στρώματα πληροφοριών που και αυτά με τον καιρό θα σβήσουν. «Σε ηλικία 89 ετών επιστρέφει στην γενέτειρά του ο μετανάστης Α.Μ.». Ώστε λοιπόν τόσο χρειάστηκε, οκτώ δεκαετίες, για να επιστρέψει στο φινάλε αυτός ο άνθρωπος, στην αφετηρία του την πιο προσωπική. Τον φαντάζομαι εμπρός από το πατρικό του σπίτι, να γονατίζει και να κάνει το σταυρό του για όλα όσα πεθάνανε μαζί του. Θα ανάψει το καντήλι πάνω στο διάσελο στη μνήμη του πατέρα και της μάνας του, εις ανάμνηση όλων εκείνων των μορφών που σάρωσαν τα χρόνια. Να αγγίζει τις πέτρες τον βλέπω, να περπατά σαν σε τελετή μες στα δωμάτια που ήσαν μια φορά. Και το βράδυ, με όσους απέμειναν, φίλους και συγγενείς κάτω από τον πλάτανο στο κέντρο της Κρανιάς να πίνουν και να θυμούνται. Τι προσκλητήριο είναι αυτό μωρέ, στην πλατεία του χωριού με τα ξεχασμένα παλικάρια που ξαναβγαίνουν στη ρούγα, που επιστρέφουν με σκούρο κοστούμι και τη βαλίτσα στο χέρι, χαράματα της Πασχαλιάς από το Ντόρτμουντ, τη Φρανκφούρτη και τις γερμανικές πολίχνες που κράτησαν όρθια τα ελληνικά χέρια του 1960. Μια γριά τον κοιτάζει καλά, έπειτα σταυροκοπιέται και του φιλά τα μάτια. Γιατί ξανά θα χωρίσουν οι δυο τους. Πολλοί ήρθαν εδώ. Γύρισαν μα δεν βρήκαν τίποτε. Μεθυσμένοι μόνο, στα καφενεία της αγοράς, τους είδαν να πνίγονται. Γκασταρμπάιτερ. Σε χίλια χρόνια θα ανταμώσουν και πάλι, συλλογιέται, με αυτό το τίποτε και με την παλιατσαρία που γίνηκε λόγγος μετά από τόσα χρόνια. Πάνε μωρέ τόσα, Παντελή; Μα κανείς δεν αποκρίνεται επειδή μετά από οκτώ δεκαετίες ο άνθρωπος με τη ζωή του όλα τα έχουν πει.

Και έπειτα είναι εκείνο το βιβλίο. Που έρχεται με τον τρόπο του να συμπληρώσει την είδηση. Μονάχα που στο βιβλίο της Αγλαΐας Μπλιούμη οι γκασταρμπάιτερ, οι Έλληνες της Γερμανίας που έκαναν την έξοδό τους καθ΄όλη τη διάρκεια του 1950 και του 1960 είναι πέρα για πέρα αληθινοί. Μοιάζουν με εκείνους που συνωστίζονται στο σταθμό του Μονάχου ή κερδίζουν τη ζωή τους με δυσκολία στα εργοστάσια του Ανόβερο και του Λούντβιγκσμπουργκ. Θα τους δεις στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, άλλος από την Κρανιά και άλλος από την Αετοράχη και από το Σολωμό, να γελούν μες στα σακάκια τους, νέοι, ωραίοι και ανυποψίαστοι για το φορτίο που σηκώνουν στους ώμους τους. Οι περισσότεροι θα φτιάξουν οικογένειες, θα γίνουν κάτι καλύτερο από ότι φανταστήκανε σαν φθάνανε στη Γερμανία με τα τραίνα, διαλυμένοι από το κρύο και τη νοσταλγία. Κάτι περισσότερο από γκασταρμπάιτερ, ίσως πολίτες β΄κατηγορίας, μα κατόρθωσαν να βρουν μια κάποια ζωή. Και τώρα με σπαστά τα γερμανικά τους – πάντα σπαστά και ξένα – αφηγούνται τη ζωή τους. Και όταν η κουβέντα φθάνει στο χωριό και τα περιβόλια, που ΄ταν καμάρι με τα σπίτια και τις γαρδένιες του, πώς κλαίνε όλα τότε σιγά και η φωνή τους πώς κομπιάζει σαν στοχάζεται τα ιερά και για τα όσια.

«Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα» είναι ο τίτλος του τόσο προσωπικού μυθιστορήματος που οι εκδόσεις Κέδρος φέρνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Διά χειρός Αγλαΐας Μπλιούμη, με το έργο του εξωφύλλου από την Σμαρώ Τζενανίδου να στολίζει μοναδικά την καινούρια έκδοση, ετούτος ο «Αποχαιρετισμός» δεν είναι άλλο από μια μεγάλη και αδιαμφισβήτητη νοσταλγία. Γραμμένο σε σταθμούς, που κοιτάζουν πότε στο παρελθόν της δεκαετίας του ΄70 ενός περασμένου αιώνα και άλλοτε μεταφράζουν το σήμερα με λεπτούς όρους κριτικής και άρνησης της επικαιρότητας. Αφηγήσεις για εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που συνοψίζουν τις βιογραφίες. Πορτραίτα ανθρώπων που τα έβαλαν με τη ζωή και πολέμησαν για χρόνια στις παγωμένες πολιτείες του ευρωπαϊκού βορρά. Έλληνες της ξενιτιάς που κράτησαν όρθια τη μνήμη και κουβάλησαν σε κάθε γωνιά του γερμανικού θαύματος την αξιοπρέπεια και την αγωγή. Αυτό το είδος της παιδείας που μας κρατά όρθιους και στερεώνει μια μικρή Ελλάδα όπου παλεύουν οι ψυχές.

Δεν θα μπορούσε να απλωθεί αλλιώτικα το υφάδι της Αγλαΐας Μπλιούμη. Γεννημένη στη Γερμανία από Έλληνες γονείς μετανάστες, σπούδασε γερμανική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, ενώ έγινε διδάκτορας στο τμήμα της Γερμανικής Φιλολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Βερολίνου. Ειρωνεία θα πει κάποιος που ένα γνήσιο τέκνο εκείνων των Γκασταμπάιτερ διδάσκει σήμερα τα γερμανικά. Έχει να κάνει με τη στόφα των ανθρώπων που θέλησαν κάτι καλύτερο για τη ζωή τους και το είδαν στα παιδιά τους να πραγματώνεται. Η συγγραφέας θα εμφανιστεί στη λογοτεχνία με το γερμανόφωνο διήγημα «Το ξένο μέσα μου» ενώ οι συμμετοχές της σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες συμπληρώνουν τις πληροφορίες που δίνει το λιτό βιογραφικό σημείωμα των εκδόσεων Κέδρος για την κυρία Μπλιούμη.

Όλα τα υπόλοιπα κατοικούν μες στις σελίδες του βιβλίου, διακοσμημένα με αποσπάσματα της καβαφικής ποίησης, με εκείνους τους στίχους που γίνηκαν κλασικοί επειδή μας αφορούν όσα χρόνια και αν περάσουν. Στίχοι που χαράκτηκαν στο δέρμα, τοπία που  σημάδεψαν την εικονογραφία του βίου μας, πρόσωπα του οικογενειακού δράματος έξω από τα πορτραίτα τους, σε μια δεύτερη ευκαιρία. Ετούτο εκπληρώνει αυτό το ξεχωριστό και συγκινητικό μυθιστόρημα με τις πινελιές της ποίησης και τις σπάνιες κριτικές αποτιμήσεις που φανερώνουν τη διεισδυτική ματιά και τη βιωμένη εμπειρία. Πρόκειται για έναν κόσμο ελληνιστικό που φτιάχτηκε από το υστέρημα του κουράγιου και της θέλησης των ανθρώπων, όσων με αφετηρία τους την αγία ελληνική επαρχία κουβάλησαν στις πλάτες τους το ευρωπαϊκό, βιομηχανικό θαύμα. Άνθρωποι που έζησαν πάντα ανάμεσα σε δυο πατρίδες, που δεν ξέχασαν και υπέμειναν και έζησαν μελαγχολικά προτού φιλήσουν το χώμα της μικρής τους πατρίδας, χρόνια μετά.

«Για να ανοίξει η βαλίτσα μου χρειάζεται κωδικό. Την αγόρασα κάποτε σε ένα ταξίδι μου στην Στουτγάρδη», γράφει η  δημιουργός στο «Καλωσόρισμα», το πρώτο κεφάλαιο αυτής της εθνικής βιογραφίας που γράφτηκε στα μεγάλα, βιομηχανικά κέντρα της Γερμανίας, που βάσταξε τον καημό και την πικρή ξενιτιά με ένα κλωνάρι μες στο νου και με μια αυλή. Μες στα όρια αυτού του κόσμου η Αγλαΐα ενηλικιώνεται όσο τα πρόσωπα της ζωής της περνούν στην αιωνιότητα του χρόνου. Κοριτσίστικα δάκρυα που ανατρέφουν μια γενναία ψυχή, παγωμένα πρωινά σφυρηλατημένα μονάχα με τη θέληση για μια καλύτερη ζωή, για μία ευκαιρία. Την εποχή που ο κόσμος λογαριάζει τα πάντα πιθανά, σε αυτές τις χρυσές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα τα παιδιά των Γκασταρμπάιτερ κερδίζουν πια το μέλλον στα σημεία και παίρνουν πίσω όση αθωότητα τους στέρησε η ξενιτιά. «Βελόνα με κόκκινη κλωστή πάνω σε λευκό σεντόνι, να δέσεις απ΄άκρη σε άκρη το αρχείο, χωρίς χάρτη, με με πυξίδα», σημειώνει στο κεφάλαιο «Βαλίτσα Κοντραπλακέ» η συγγραφέας κυρία Μπλιούμη και είναι σαν τούτο το βιβλίο από χρέος να γεννιέται. Και όσα νοσταλγείς παίρνουν όψη και γίνονται μια παράλληλη πραγματικότητα, τόσο φυσικά δοσμένα έτσι που να μας ανταποδίδουν αυτήν την αμεσότητα, εμπλουτισμένη με μια ποιητική ματιά. Σαν τάχα παντού να μας βρίσκει η ποίηση, ακόμη και όταν μιλούμε για πράγματα δύσκολα, για τη βρώμικη πράξη που ακυρώνει όλα τα θεωρήματα και διδάσκει από την αρχή στον άνθρωπο το πώς και το γιατί της ύπαρξής του. Όμορφες μητέρες στην πρώτη τους νιότη, γλυκό του κουταλιού και δροσιά και φτώχεια και κοινωνικά φρονήματα. Είναι τόσοι οι λόγοι που αναγκάζουν εκείνους τους ανθρώπους να φύγουν. Είναι οι ίδιοι λόγοι που θα κάνουν την Αγλαΐα Μπλιούμη να επιστρέψει με το πρώτο της μυθιστόρημα, «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη Αστυάνακτα». Δεν έχει ομηρικά ακρογιάλια σε τούτη την συλλογική μυθολογία μας, μονάχα δύσκολες πόλεις με κλειδωμένους ανθρώπους. Εκείνος που φεύγει καταδικασμένος μοιάζει να ζει στις εργατικές κατοικίες, προσέχοντας τι λέει, κρατώντας μια Κυριακή στα φύλλα της ψυχής και το τελευταίο τσιγάρο που του΄δωσε ο φίλος πριν την τελευταία, την μεγάλη τους αγκαλιά. Όλα είναι φυλαχτά για τον ξενιτεμένο και όλα αποκτούν μια σημασία προστιθέμενη.

Η ελληνική μετανάστευση συνιστά έναν από τους πιο αποφασιστικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Στέκει μια μεγάλη παρένθεση στην ελληνική μεταπολίτευση, μια παρένθεση που χωράει το κουράγιο και το σθένος ενός λαού σε έξοδο. Οι γερμανικές πόλεις, αθεράπευτα μελαγχολικές φιλοξένησαν ένα ολόκληρο έθνος και σημάδεψαν για πάντα τη ζωή του με εκείνες τις εκκωφαντικές σειρήνες της βάρδιας που επαναλαμβάνονται δεκαετίες τώρα. Πάντα η Ελλάδα, «πατρίδα μας γλυκιά» δίχως τα εισαγωγικά της, με σκοτωμένες ελπίδες και προσδοκίες και μπαλκόνια και επιστροφές μέσω Λιουμπλιάνας και Ευζώνων, φορτωμένων με δώρα και πικρούς καημούς. Ω, λόγια γλυκά κλεισμένα στο βιβλίο, λόγια ειπωμένα από πρόσωπα πικρά που φωτογραφήθηκαν για πάντα εμπρός από προσόψεις «με κόκκινα και πορτοκαλί τουβλάκια και τεράστια τετράγωνα παράθυρα». Είναι από ποίηση εκείνα τα χρόνια, τα προικίζει βλέπεις η απόσταση και η διαδοχή των γενεών και εκείνο το γραφικό που απέμεινε από την τραχιά ζωή. Ένα ολόκληρο χρονικό, από αυτά που σήμερα συνθέτουν μια πτυχή της νεότερης, ελληνικής ιστορίας, ζει μες στο μυθιστόρημα της Αγλαΐας Μπλιούμη. Μια υπόγεια διάβαση για το ελληνικό όνειρο που περνά από τις συμπληγάδες της ξενιτιάς, γυρεύοντας σαν άλλος Οδυσσέας τον δρόμο για τον γυρισμό. Ένας κόσμος αφημένος πίσω, με τις εποχές και με τα σύμβολά του, ένας κόσμος γλυκός που λιώνει αργά μες στην ψυχή της Ελλάδας που ταξιδεύει και πεθαίνει και ξανασηκώνεται, μιλώντας ακατάπαυστα άλλες γλώσσες, περπατώντας σε άλλες πολιτείες με μια κατατρεγμένη καρδιά, στερεωμένη στον άθλο που κατορθώνεται καθώς το Έθνος φωτογραφίζεται στο σταθμό του Μονάχου, σε αιώνια νιότη, σε εθνική αμηχανία, μια αξία σταθερή μες στην λαϊκή μας ιστορία με τη «βαλίτσα να ταξιδεύει παντού», τότε και τώρα απάντηση διαυγής στο ηθικό ζητούμενο της εποχής μας.

Ακόμη τον σκέφτομαι εκείνον τον ηλικιωμένο κύριο που επισκέφτηκε τα πάτρια εδάφη για πρώτη φορά μετά τον ξενιτεμό του. Ίσως και εκείνος να είναι ένας Γκασταρμπάιτερ, να ανήκει στις προσωπογραφίες που μας κοιτούν από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, με την ελπίδα ζωγραφισμένη στα μάτια τους ακόμη. Ίσως να άφησε πίσω του πριν από δεκαετίες το σπίτι, την αυλή και τους φίλους για να γυρέψει κάτι περισσότερο από τη σπιθαμή του χώματος που του ΄δινε η πατρίδα. Ίσως πάλι να τον ξυπνάνε τις νύχτες οι ήχοι των φανταστικών σειρήνων που καθορίζουν αυστηρά τις βάρδιες μια ολόκληρη ζωή τώρα. Ίσως είναι ο Παντελής του εξαιρετικού μυθιστορήματος της Αγλαΐας Μπλιούμη που επιβάλλει μετά από αυτήν την πρώτη της επαφή με το ελληνικό κοινό, να επανέλθει με το ύφος και την ένταση του στοχαστικού της πνεύματος, ικανού να αναπαραστήσει σκηνές από την νεότερη ιστορία των Ελλήνων, αυτή που γράφτηκε μέσα σε βαγόνια και σε σταθμούς, σε εργατικές κατοικίες και κυριακάτικα κεντράκια. Την ιστορία που γράφει με πικρές σελίδες η αθρόα, ελληνική μετανάστευση και που τόσο έξοχα συλλαμβάνει η συγγραφέας και καθηγήτρια κυρία Μπλιούμη.

«Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα», από την Αγλαΐα Μπλιούμη και τις εκδόσεις του Κέδρου. Η συγγραφέας, χρόνια μετά, ξαναστήνει την μεγάλη σκάλα του καιρού και αντικρίζει τη ζωή που πάλεψε, στέριωσε στις γερμανικές συνοικίες, αυτήν που έγραψε τους στίχους από τα μεγάλα μας τραγούδια και γέννησε μια λογοτεχνία εξίσου πραγματική με την πραγματικότητα. Ο Ντόριαν ποζάρει στην Στουτγάρδη με το πορτραίτο του που παλιώνει και γίνεται πια ένα ακέραιο και ατόφιο ιδανικό.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular