Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 Ηλιοτρόπιο ονείρων, Γιάννης Σ. Αναστασόπουλος, Εκδόσεις Βακχικόν

Ηλιοτρόπιο ονείρων επιγράφεται η πέμπτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Γιάννη Αναστασόπουλου, η οποία κυκλοφορήθηκε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν και περιλαμβάνει σαράντα οχτώ ελευθερόστιχα και ολιγόστιχα, κυρίως, ποιήματα. Από αυτά κάποια – τα περισσότερα – ανθολογούνται από παλαιότερα ποιητικά βιβλία του δημιουργού, ενώ κάποια άλλα δημοσιεύονται στην παρούσα έκδοση για πρώτη φορά. Κύρια χαρακτηριστικά τους η απλότητα και η σαφήνεια του λόγου με οξυμμένη την αισθαντική αποτύπωση στιγμών, απόψεων, καταστάσεων που μοιάζουν παρελθοντικές αλλά υπόρρητα και ανομολόγητα, πολλές φορές, είναι πέρα ως πέρα διαχρονικές. Το ποιητικό υποκείμενο συχνά πλανιέται στη νύχτα και αυτή η περιπλάνηση στο σκοτάδι, όπου το ισχνό νυχτερινό φως διακριτικά πλαισιώνει, το καθοδηγεί, ώστε να εντοπίσει τα διακριτικά γνωρίσματα της δικής του ταυτότητας. Μιας ταυτότητας λειψής, αν αφαιρέσει κανείς την φαντασιακή παρουσία του αγαπημένου προσώπου που μετατρέπει το «εγώ» σε «εμείς». Αυτό ακριβώς το «εμείς» γυρεύει το ποιητικό υποκείμενο ψαύοντας τον πόνο της νύχτας, τον πόνο της ψυχής. Τα βράδια καταργούν τις αποστάσεις της μέρας, του φωτός και προσφέρουν τον χώρο και την ευκαιρία στο ποιητικό υποκείμενο να σεργιανίσει ελεύθερα και δίχως ενοχή σε μνήμες σωτήριες και όνειρα μακρινά. Αντίθετα με το πρώτο φως της ημέρας, το ποιητικό εγώ αισθάνεται σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Απογοητεύεται, όταν συνειδητοποιεί το πέρασμα μιας ακόμη ειδυλλιακής νύχτας, και μαραίνεται, όταν έρχεται αντιμέτωπο με την υποκρισία και την προσποίηση. Μια προσποίηση κοινωνικής ανοχής, της οποίας η βδελυγμία ξερνιέται λυσσαλέα τις νύχτες, οπότε το ποιητικό υποκείμενο, αν και εξαντλημένο από τη βαναυσότητα της μέρας, διατρανώνει με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει τη δική του αλήθεια κάτω απ’ το χλωμό φως του φεγγαριού. Και είναι η αιτία αυτή για την οποία ο δημιουργός επιλέγει να σκαλίζει πλάνες του άλλοτε και του νυν και να αποτιμά το όποιο κέρδος εγγίζοντας με τη γραφή του λέξεις που ανατριχιάζουν, λέξεις που δείχνουν τη δική του απογυμνωμένη αλήθεια και αποκηρύσσουν τη μικροψυχία, το ξεπούλημα της αξιοπρέπειας, την ψυχρή καιροσκοπική διάσταση του νου και τις πρόστυχες ευεργεσίες. Ακόμα κι όταν η αποτίμηση της νύχτας (και των όσων συνδαυλίζει) φαντάζει αμφίβολη, μικρή, ευτελής, ακόμα κι όταν το ποιητικό εγώ αναμετριέται με το άδειο, με το κενό, βρίσκει τρόπους να παρηγορήσει εαυτόν με αναδρομές σε στιγμές γαλήνιες, ήρεμες και συναισθηματικά έντονες. Είναι αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ποίησης του Αναστασόπουλου η σύνδεση φωτός – φωτιάς. Η ποιητική φωνή ηχεί σθεναρή τις νύχτες με το αδύναμο φως της σελήνης ή το ισχνό φως των λαμπτήρων αλλά το φως της φωτιάς με τις σκιάσεις του της θυμίζει καημούς αλλοτινούς, όνειρα απόκρυφα, πληγές ανεπούλωτες.

Είναι ακόμα αισθητή η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να επιστρέψει στην εποχή της χαμένης νεότητας και να κερδίσει ξανά τον χαμένο χρόνο, να κερδίσει τη χαμένη παρτίδα της ζωής από την οποία παραιτήθηκε μισά συνειδητά μισά ασυνείδητα. Η πικρία της παραίτησης, η μάταιη ελπίδα, το αίτημα για μια δεύτερη ευκαιρία, ο φόβος για τη γραμμή του τέλους που κονταίνει αποτυπώνονται με ειλικρίνεια, ενώ το όνειρο διαστέλλεται συγκρατημένα, για να προσφέρει λίγες στιγμές ξεκούρασης, απανεμιάς και ψυχικής τόνωσης. Με αυτή την τελευταία πτυχή συντάσσεται η συχνή απεύθυνση, σε λόγο συζητητικό, προς το αγαπημένο πρόσωπο. Παράλληλα, η παρουσία της μουσικής και της μουσικότητας των ήχων και των εικόνων στην ποίηση του Αναστασόπουλου λειτουργεί νοσταλγικά με την αναπόληση εξιδανικευμένων στιγμών του παρελθόντος και της νεότητας ή ανακουφιστικά και λυτρωτικά για το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο μέσω της μουσικής – ή καλύτερα μέσω της ποίησης – εξομολογείται τα κρίματά του και όλα όσα το βαραίνουν. Θέλω στέκοντας όρθιος να σας πω «ευχαριστώ»./ Θέλω πριν λυγίσω να τραγουδήσω/ τα πρώτα κρίματά μου/ ένα φιλί, πολλά φιλιά./ Θέλω πριν χαθούμε να συναντηθούμε,/ να ʼναι βράδυ/ και το τραπέζι να ʼχει ψωμί και κρασί. («Επιθυμία», σ. 31) Η μοναξιά και η λύπη οδηγούν την ψυχή να αναλογιστεί τους καημούς, τα πάθη της, όσο κλαίει από έρωτα. Από έναν έρωτα που είτε δεν κάρπισε είτε μαράθηκε πρόωρα. Η ανηφοριά προς τη λύτρωση είναι γεμάτη με κακοτοπιές και νάρκες, αλλά όταν κανείς ξεπεράσει τα εμπόδια, επανανοηματοδοτεί τη ζωή του, ενόσω ο χρόνος αποκτά νόημα και το διάβα του δεν είναι πλέον αδιάφορο και ακατανόητο. Αντιθέτως, το ποιητικό εγώ ζυμώνεται μέσα στον χρόνο που περνά και συμφιλιώνεται μαζί του. Ο δε καημός που γυρεύει τη λύτρωση και τη νομιμοποίησή του αναπνέει δυνατά, ακόμα κι όταν το σώμα φθίνει. Η αίσθηση αυτή του συνεχίζειν εις το διηνεκές σε ό,τι αφορά στον καημό, στη λύπη και την εσωτερική μελαγχολία αποτυπώνεται εξαιρετικά στο ποίημα «Ανέστιος» (σ. 40)

Βουή μες στην πόλη.

Θα πλανηθείς ξένος

στους γνωστούς δρόμους.

«Ανέστιος» θα έλεγε ο Αρθούρος.

Το μυστικό ταίριασμα

του φωτός με τη νύχτα σε συναρπάζει,

γκροτέσκες φιγούρες που έλιωσαν

σαν τις αφιερώσεις τους σε ημερολόγια έτους

«με παντοτινή θλίψη…»

Στην ποίηση του Αναστασόπουλου το φθινόπωρο αντανακλά τον ψυχισμό – ερεβώδης και πληγωμένος – του ποιητικού υποκειμένου, συμβολίζει το άδοξο τέλος του καλοκαιριού, δηλαδή της ευτυχίας και της ελπίδας και διαπλέκεται με τις νύχτες της σιωπής και του ζημιωμένου απολογισμού. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας η ποιητική φωνή αναζητεί την ελπίδα και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της να αδιαφορεί για τα ματαιωμένα όνειρά της. Η νύχτα συνταιριάζει με τη γραφή της ποίησης από την οποία, όμως, ο δημιουργός ίσως και να προτιμούσε να απέχει και αντί να γράφει για τον έρωτα, να τον ζει. Να ζει το παρόν και να πάψει την επίμονη και επίπονη ανάκληση του παρελθόντος, της χαραμισμένης νιότης. Από την άλλη η μοναξιά και η σιωπή θρέφουν την ποίηση, ψάχνουν τις λέξεις και βρίσκουν παρηγοριά σε αυτές και καταπραΰνουν τη θλίψη. Θα προτιμούσε, σίγουρα, να συνδιαλέγεται με την ευαλωτότητα της ύπαρξής του παρέα με το αγαπημένο του πρόσωπο σε μια ήσυχη, σκιερή γωνιά/ μες στο κατακαλόκαιρο (από το ποίημα «Δέσιμο σφιχτό», σ. 59) ελπίζοντας να μη γίνει αντιληπτός από την κοινωνική τύρβη, χρησιμοποιώντας ακόμα και μια γλώσσα συνθηματική αποστασιοποιούμενος από το πλήθος επαναδιεκδικώντας τη διακριτή ατομικότητά του Τώρα, όμως, για το ποιητικό υποκείμενο μένουν τα αντικείμενα να του ξυπνούν τη μνήμη και τη νοσταλγία, πειστήρια μιας αλλοτινής ζωής που έφυγε μες στον χρόνο. Είναι τα απόνερα του φευγαλέου έρωτα που κατασταλάζουν στη νοσταλγία και τεχνουργούν στίχους αλγεινούς και ειλικρινείς, εξομολογητικούς και λυρικούς. Κι έπειτα ήρθε/ μια μέρα βροχερή,/ οι άνθρωποι έτρεχαν/ αναζητώντας ένα τίποτα/ όπως τόσα χρόνια τώρα./ Κι έπειτα έμεινες/ να ψηλαφίζεις τις πληγές σου/ κι ο κόσμος γύρω δεν συγχωρεί «αποκλίσεις»,/ μα μες στις γκρίζες, σκοτωμένες μέρες/ κρύβονται κόκκινα καπέλα/ της γιορτής των τρελών‧/ αρκεί να ξυπνήσει η ψυχή σου και τα βλέπεις. («Κόκκινα καπέλα», σ. 25)

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular