Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Με αφορμή την επίσκεψή του στην Αθήνα για την προώθηση του βιβλίου του με τίτλο: «Το χρυσό δαχτυλίδι» που κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Στάθη Χελιώτη, ζητήσαμε από τον Ρουμάνο συγγραφέα Γιον Τοπολόγκ να μας μιλήσει για το έργο του, το ιστορικό μυθιστόρημα, το παρόν και το μέλλον της ρουμανικής λογοτεχνίας. Τον ευχαριστούμε για την προθυμία του. Τη μετάφραση της συνέντευξης από τα Ρουμανικά υπογράφει η κ. Άντζελα Μπράτσου. 

Τέσυ Μπάιλα, 19.01.2019

  

 

 

 Λίγα λόγια από τον συγγραφέα πριν από τη συνέντευξη:

– Καταρχάς ευχαριστώ την κυρία Τέσυ Μπάιλα για την τιμή που μου έκανε, προτείνοντάς μου αυτή τη συνέντευξη.

– Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω, τις κυρίες Ιωάννα Χορτένσια Βλάσε/Ioana Hortensia Vlase – Μπρασόβ, Ρουμανία – και Άντζελα Μπράτσου/Angela Bratsou – Αθήνα, Ελλάδα – οι οργανωτές της λογοτεχνικής εκδήλωσης με θέμα την παρουσίαση στην Ελλάδα του μυθιστορήματος μου  «Το χρυσό δαχτυλίδι».

– Ευχαριστώ τον κύριο Στάθη Χελιώτη, ο έλληνας μεταφραστής του μυθιστορήματος «Το χρυσό δαχτυλίδι» και την κυρία Μαρία Μαρίνη/ Marina Marini για τον εξαιρετικό πρόλογο της στο βιβλίο.

– Ευχαριστώ τον δημοσιογράφο κύριο Νέστορα Πουλάκο, διευθυντή των Εκδόσεων Βακχικόν, για την εκτύπωση σε όμορφες γραφικές συνθήκες, για τη παρουσίαση στους έλληνες αναγνώστες, όπως και για τη δημοσίευση του έργου «Το Χρυσό Δαχτυλίδι».

  

 

 

Τι ακριβώς σημαίνει για εσάς το ιστορικό μυθιστόρημα;

Σε αυτά τα περισσότερα από σαράντα βιβλία που έγραψα μέχρι σήμερα, εκ των οποίων τα 9 είναι μυθιστορήματα, τα κεντρικά θέματα είναι: η ζωή του ρουμάνικου χωριού, πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (το μυθιστόρημα « Tatăl şi fiul /Πατέρα και Υιό», Τόμος Ι και ΙΙ)ˑ το ιστορικό παρελθόν (τα μυθιστορήματα « Torna, torna, fratre /Torna, torna, fratre/ (Τόρνα, τόρνα, φράτρε», « Chemarea ţărmului la Acvileia /Το κάλεσμα της ακτής στη Ακυληία »), τα θεατρικά « Enclava latină /Ο Λατινικός  Θύλακος » και « Avram Iancu la Baia de Criş /Ο Avram Iancu στην Baia de Criş »)ˑ το ιστορικό παρόν (ταξιδιωτικές αναμνήσεις « Telescop pe Dealul Melcilor /Τηλεσκόπιο στον Λόφο των Σαλιγκαριών», «Lector-Lictor/ Λέκτορας- Ραβδοφόρος») και τα ερωτικά μυθιστορήματα «Denisa», «Urmaşii lui Euclid /Οι απόγονοι του Ευκλείδη» (μυθιστόρημα με μαθητές λυκείου και καθηγητές), «Cassey», «Judith» και, βεβαίως «Το χρυσό δαχτυλίδι» φυσικά αυτά τα βιβλία τοποθετημένα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, του παρελθόντος ή της σημερινής εποχής.

 

Στο βιβλίο σας με τίτλο «Το χρυσό δαχτυλίδι» που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Βακχικόν αναφέρεστε σε μια αληθινή ιστορία αγάπης που δοκιμάστηκε μέσα στην Ιστορία και τον χρόνο. Πόσο εύκολο ήταν για εσάς να διαχειριστείτε ήρωες που υπήρξαν και γεγονότα που συνέβησαν στην πραγματικότητα.

Ένα βιβλίο, κυρίως ένα μυθιστόρημα – δηλαδή μια αφήγηση (ένα story, όπως το ονόμαζε ο διάσημος συγγραφέας και καθηγητής του Cambridge/ Κέιμπριτζ, ο Edward Morgan Forster/ Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ, στο περίφημο δοκίμιο « Aspects of the novel /Όψεις του μυθιστορήματος», Λονδίνο, 1927, σε ρουμανική μετάφραση από τον εκδοτικό οίκο Editura pentru Literatură Universală, Βουκουρέστι, 1968) – το γράφεις όταν έρχεται η ώρα του, δηλαδή όταν μία συγκεκριμένη κατάσταση της ζωής κατακλύζει την ψυχή του καλλιτέχνη και εκείνος αισθάνεται την ανάγκη να το ξεκινήσει, να το κάνει έργο τέχνης (είτε λογοτεχνικό, είτε μουσικό, είτε εικαστικό). Ο ρουμάνος γλύπτης Κονσταντίν Μπρανκούζι που έζησε και θάφτηκε στο Παρίσι, έλεγε ότι «δεν είναι δύσκολο να κάνεις τα πράγματα, δύσκολο είναι μέχρι να ξεκινήσεις.» Νομίζω ότι έπρεπε να  περάσει αρκετό χρόνο προτού να αρχίσω κι εγώ να γράφω «Το χρυσό δακτυλίδι». Ώσπου ο Άγγελος μου είπε: «Έλα, άρχισε το!» Αυτό συνέβη κατά την περίοδο 2010-2012. Τα υπόλοιπα είναι τεκμηρίωση και γράψιμο μέχρι την τελική μορφή. Υπάρχουν ωστόσο στο βιβλίο δύο λεπτομέρειες από τις οποίες εξαρτιόταν όλη η μυθιστορική δομή μέσα στη ψυχή μου: η μια, με τον George Enescu στην επίσκεψη του σ’ εκείνο το χωριάτικο σχολείο όπου υπήρχε το πορτρέτο του (έτσι ήταν και στο σχολείο του χωριού μου) και η άλλη λεπτομέρεια, με το μεγάλο πέτρινο σταυρό τοποθετημένο στο σημείο όπου σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, ο άνδρας της Μαρούκα. Τον είδα επίσης όταν ήμουν παιδί και διέσχισα την κοιλάδα του ποταμού Olt προς την πόλη Sibiu για να σπουδάσω. Ωστόσο, εκείνη η καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι μια διαδικασία πολύ εύκολη. Αλλά αν μαθαίνεις τον κόσμο που θέλεις να απεικονίσεις, τότε, λειτουργεί/προχωράει. Αρχικά, ήθελα να ξαναγράψω το μυθιστόρημα (δηλαδή την ιστορία) της Βασίλισσας Μαρία, ο πραγματικός δημιουργός της Ενωμένης Ρουμανία – της Μεγάλης Ρουμανίας όπως ονομάστηκε, γεγονός από το οποίο πρόσφατα συμπληρώθηκαν 100 χρόνια – Εκατονταετηρίδα που εορτάστηκε σε όλη τη χώρα. Μια από τις όμορφες κόρες της, η Ελισάβετ, έγινε βασίλισσα σας, και μια αγαπημένη Βασίλισσα, με το γάμο της με τον βασιλιά Γεώργιο. Όμως, κανένας από τους πολλούς εραστές της Μαρίας, της άγγλο-ρουμάνας, δεν υπήρχε ιδιοφυΐα, όλοι τους ήταν απλώς επιφανείς άνθρωποι, είτε ρουμάνοι, είτε ξένοι, αλλά όχι καλλιτεχνικές ιδιοφυΐες. Ιδιοφυΐα υπήρξε ο συνθέτης George Enescu/Τζόρτζε Ενέσκου.  Επέλεξα την Μούσα του – την νταή/ταραχοποιό πριγκίπισσα, την Μαρούκα. Ένα μεγάλο μέρος του «Χρυσού δαχτυλίδι» το αφιέρωσα όμως και στην φίλη της τη Βασίλισσα ˑ και οι δύο τους, περήφανες και ελεύθερες γυναίκες του περασμένου αιώνα.

 

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο σας δεν μπορεί να διακρίνει τα όρια της αληθινής ιστορίας και της μυθοπλασίας. Το ιστορικό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από τη μεταξύ τους ισορροπία;

Ειλικρινά, ποτέ δεν είχα αυτό το πρόβλημα. Νομίζω ότι σε αυτή την ισορροπία με οδήγησε ακούσια, κάποια διαίσθηση. Αλλά και η προηγούμενη εμπειρία μου.

 

Ποιες σχέσεις αναπτύξατε με τους ήρωες αυτού του βιβλίου; 

Ενώ δημιουργούσα την μυθιστορική δομή (αφηγηματική, επική), η συναισθηματική ταύτιση, η συμπάθεια, η αγάπη γι’ αυτούς με ενθουσίαζαν συνέχεια και όλο και περισσότερο. Μέχρι εκείνο το «Ένας πιθανός επίλογος». Εκεί, έπεσε κι ένα δάκρυ. 

 

Κάθε ιστορία υπαγορεύει στον συγγραφέα την έκταση και τον ρυθμό της αφήγησής της. Είναι ο ρυθμός της αφήγησης μια αναγκαία συνθήκη για να γίνει ένα κείμενο γοητευτικό ως ανάγνωσμα;

Λοιπόν, το ζήτημα του ρυθμού είναι θεμελιώδες στο γραπτό κείμενο. Το αναλύει και πάλι ο ΕΜ Forster/ Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ στο δοκίμιο  που ανέφερα, αφού είχε παρουσιάσει: το Διήγημα (η Αφήγηση, δηλαδή), τα Πρόσωπα (οι χαρακτήρες, οι ήρωες), η Πλοκή, η Φαντασία, η Προφητεία – και το Στίλ και ο Ρυθμός (η κίνηση, ας πούμε). Λοιπόν, εδώ πρέπει να συμφωνήσουν, ή να συμπίπτουν: ο φυσικός ρυθμός (ας το αποκαλούμε επίσης κοσμικός και επίγειος) με τον κοινωνικό (οι άνθρωποι ζουν σε κοινότητες) –τον ιστορικό (σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα) και τον ψυχολογικό. Τα χτυποκάρδια των ηρώων (α, και πρώτα του συγγραφέα) θα πρέπει να είναι σε συμφωνία με το άνωθεν ρυθμικό σύνολο. Πώς γίνεται αυτό; Νομίζω από μόνο του, ανάλογα με την προδιάθεση του καλλιτέχνη. Και πάλι ο Άγγελος είναι που θα του δώσει κι εκείνη την συγκίνηση που εμπνέει σε όσους υπήρξαν ήρωες. Τους κάνει ζωντανούς και αγαπημένους.

 

Στο βιβλίο σας πέρα από την Ιστορία σημαντικό ρόλο παίζει η μουσική. Η τέχνη γενικότερα μπορεί να μετασχηματίσει τη ζωή των ανθρώπων;

Η μουσική είναι η βασίλισσα των τεχνών. Η Ευτέρπη προστατεύει τη μουσική και τη λυρική ποίηση. Εσείς, οι Έλληνες, έχετε δημιουργήσει τις ΜΟΥΣΕΣ και τον άτυχο Ορφέα. Φυσικά έχω την μουσική στην ψυχή μου, ξέρω να τραγουδώ, τόσο κλασική όσο και λαϊκή μουσική. Όλη την ημέρα όλο και κάτι σιγοτραγουδάω. Νομίζω ότι μερικές φορές το κάνω ακόμα και στον ύπνο μου, δηλαδή στα όνειρά μου. Όσον αφορά τη σχέση της τέχνης με τους ανθρώπους, εε, και εδώ θα αναφέρουμε τον κύριο Forster. Λέει εκείνος ότι «ο κόσμος είναι μια σφαίρα ανθρώπων που προσπαθούν να αγγίξουν ο ένας τον άλλο … μέσω της καλής θέλησης και του πολιτισμού και της νοημοσύνης». Η τέχνη – όλες οι τέχνες – βοηθάει τους ανθρώπους να αγγίξουν ο ένας τον άλλο (δηλαδή να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον), δεν είναι έτσι; Η πίστη τους βοηθά ακόμα περισσότερο. Στην πραγματικότητα, πάνε χέρι-χέρι.

  

Ο Μότζαρτ είχε πει ότι το μυθιστόρημα είναι μια ανειλικρινής μνήμη. Είναι πράγματι η αφήγηση η ανάκληση μιας μνήμης ή ένας τρόπος να καταγράψει ο συγγραφέας τους εσωτερικούς του κραδασμούς;

Σίγουρα, το μυθιστόρημα (κυρίως αυτό) είναι μια παρείσδυση στις  ψυχές των ανθρώπων. Ο στόχος είναι διττός: να διευκολύνει τη γνώση (από την  άποψη της τεκμηρίωσης και της πληροφόρησης) και να το ευαισθητοποιήσει  ανθρώπινα, παρέχοντάς του κάθε ανθρώπινο πρότυπο που αναμφισβήτητα τον επηρεάζει, ακούσια βέβαια. Ποιος δεν θα ήθελε να είναι ένας Οδυσσέας, ή ακόμα και κάτι από αυτόν, ή η βασιλοπούλα από την ακρογιαλιά της φιλόξενης ακτής της Σχερίας, μπροστά στην οποία ο Οδυσσέας – εξαθλιωμένος από τις μάχες και τις κακουχίες μετά από τόσες καταιγίδες – γονατίζει λέγοντας: «Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Είσαι θνητή / θεά; … » (ο πολεμιστής ξανά-επιστρέφει στη περίοδο ειρήνης και ευτυχίας). Γι ‘αυτό θεωρώ την Οδύσσεια ως την αντιπροσωπευτικότερη καλλιτεχνική δημιουργία της ανθρωπότητας. Οι Έλληνες την πρόσφεραν. Αλλά και τι δεν πρόσφεραν εκείνοι;

Είναι γνωστό ότι το μυθιστόρημα είναι προϊόν της φαντασίας. Κατά πόσο ειλικρινές είναι αυτό το προϊόν/δημιουργία, δεν έχω ιδέα! Δεν το είχα  σκεφτεί. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να διαβάσει και να κρίνει την δημιουργία μου. Αν όμως το τολμήσει, εγώ δηλώνω την αγάπη μου προς αυτόν.

  

Ένα καλό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από το χτίσιμο των ηρώων του ή είναι απλώς ένα αφηγηματικό παιχνίδι ανάμεσα στην ιστορία, τη γλώσσα και τους ήρωες; 

Το μυθιστόρημα είναι, πρωτίστως, μία δομή/κατασκευή: ιστορία, γεγονότα, χαρακτήρες, καταστάσεις, περιγραφές, α, και το δυσκολότερο: ο λόγος (καλλιτεχνική έκφραση, διάλογος, ανάλυση, κλπ). Σαν να είναι πολλά, δεν συμφωνείτε; Μήπως είναι καλύτερα να εγκαταλείψει κάποιος τη συγγραφή και να ασχοληθεί με την καλλιέργεια του κήπου του; Αλλά αν πούμε ότι το μυθιστόρημα είναι ο κήπος του, ο κήπος του συγγραφέα; Πόσο πολύς μόχθος χρειάζεται γι’ αυτόν τον κήπο; 

 

Πώς βλέπετε το μέλλον της ρουμανικής λογοτεχνίας

Η σημερινή ρουμανική λογοτεχνία αναπτύσσεται σταθερά. Γράφονται και δημοσιεύονται πάρα πολλά. Νομίζω ότι είναι αποτέλεσμα των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών του 1989. Μετά τον περιορισμό που επέφερε η λογοκρισία της κομμουνιστικής περιόδου, οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να εκφραστούν, να αφήσουν μαρτυρίες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα απομνημονεύματα απλά εξερράγησαν. Όμως το φαινόμενο είναι γενικότερο. Το ξεκαθάρισμα ως προς την ποιότητά τους θα γίνει με την πάροδο του χρόνου. Επίσης, εξαρτάται κατά πολύ από το πώς θα περιστραφούν οι δύο Γαλαξίες. Ο Gutenberg/Γουτεμβέργιος και το Διαδίκτυο.

  

Είναι εύκολο για έναν Ρουμάνο συγγραφέα να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες; Πιστεύετε ότι η ρουμανική λογοτεχνία είναι γνωστή στο εξωτερικό όσο της αξίζει;

Έχω ακούσει πολλούς μεταφραστές της ρουμανικής λογοτεχνίας προς άλλες γλώσσες ότι είναι αρκετά δύσκολη η μετάβαση από τα ρουμανικά (μια αναλυτική γλώσσα) σε μια άλλη γλώσσα. Η μετάφραση μετατρέπεται σε μια νέα δημιουργία η οποία να ταιριάζει εξίσου, τόσο στο πνεύμα της γλώσσας απ’ όπου προέρχεται, όσο και στη γλώσσα στην οποία μεταφέρεται. Νομίζω ότι ο μεταφραστής μου, ο κύριος Στάθης Χελιώτης, καλός γνώστης και των δύο γλωσσών, το κατάφερε αυτό, εννοώ μια καλή μετάφραση από τη μία γλώσσα στην άλλη. Οι Έλληνες αναγνώστες σίγουρα θα το εκτιμήσουν.

Όχι, η ρουμάνικη λογοτεχνία δεν είναι γνωστή στον κόσμο όσο θα έπρεπε, στο μέτρο των σπουδαίων συγγραφέων της δηλαδή, τόσο κλασικών όσο και σύγχρονων. Οι αιτίες είναι πολλές,  κάποιες φορές ακόμα και επώδυνες. Μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, όπως ο Humanitas ή ο Polirom, για παράδειγμα, (σήμερα), μεταφράζουν πάρα πολύ από άλλες λογοτεχνίες – και αυτό είναι ένα καλό πράγμα – αλλά δεν κάνουν το ίδιο, περισσότερο ή λιγότερο αξιοσημείωτο, και με τους συμπατριώτες συγγραφείς. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Δυστυχώς, λίγες. Εγώ, για να καταφέρω να με μεταφράσουν στα Ελληνικά (τι μεγάλη τιμή και τι όνειρο – στη γλώσσα του Ομήρου) ακολούθησα μια άλλη διαδρομή και γι’ αυτό ευχαριστώ και πάλι τους ανθρώπους που ανέφερα στην αρχή. Ευχαριστώ και σάς, που θα μιλήσετε και θα γράψετε για το βιβλίο μου. Τι άλλο περισσότερο να επιθυμήσω; Είναι μία χαρά που την αφιερώνω τόσο στους Enescu και  Eminescu της Ρουμανίας, αλλά και στον Θεοδωράκη, τον Καζαντζάκη και τον Μυριβήλη (αξέχαστο μυθιστόρημα το «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» !) ˑ Και στην Οδύσσεια, απαραιτήτως στην Οδύσσεια των Ελλήνων. Όλοι τους πήραν ένα μέρος της αγάπης μου όπως και πολλοί άλλοι από τον παγκόσμιο πολιτισμό που μας διατηρεί στα ύψη το πνεύμα.

 

Με εκτίμηση,

Ion Topolog/ Γιον Τοπολόγκ 

 

 

Ο ΓΙΟΝ ΠΟΠΕΣΚΟΥ ΤΟΠΟΛΟΓΚ (ION POPESCU TOPOLOG) γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1933, στο Μπερισλαβέστι της κομητείας Βάλτσεα. Το 1952 αποφοίτησε από το Λύκειο Αρρένων «Andrei Șaguna» στο Σιμπίου, μετά από το οποίο σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Babeș-Bolyai του Κλουζ-Ναπόκα, από όπου αποφοίτησε αριστούχος το 1956. Άρχιζε να δημοσιεύει λογοτεχνικά άρθρα από την περίοδο των φοιτητικών του χρόνων, στο Κλουζ, στην εφημερίδα «Făclia», στα περιοδικά «Steaua» και «Tribuna», με το ψευδώνυμο Ion Topolog. Κατά τα έτη 1956-1960 υπηρέτησε ως καθηγητής στο Λύκειο «Șt. O. Iosif» (Στεφάν Οκταβιάν Γιοσίφ) στη Ρούπεα (Κομητεία Μπρασόβ, Τρανσυλβανία, Ρουμανία). Τα έτη 1960-1962 ήταν γραμματέας Μουσικών Σπουδών στο Μουσικό Θέατρο του Μπρασόβ. Κατά την περίοδο 1962-1999, ήταν καθηγητής Ρουμανικής γλώσσας στο Εθνικό Κολέγιο «Andrei Șaguna» του Μπρασόβ (καιδιευθυντής από το 1991 έως το 1996). Από το 1996 έως το 2001, ήταν καθηγητής Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και Ιστορίας της Τέχνης στα τμήματα Ανθρωπιστικών Σπουδών του ίδιου Κολεγίου. Το 1996, ήταν Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας στο Μπρασόβ, για το μάθημα της Αισθητικής του Δ’ έτους σπουδών. Το 1998, έγινε ιδρυτικό μέλος και διευθυντής των εκδόσεων και του περιοδικού «Dealul Melcilor». Από το 2002 έως το 2004, ήταν λέκτορας στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Ρουμανο-καναδικού Πανεπιστημίου του Μπρασόβ. Το 1957 παντρεύτηκε τη δασκάλα Τάρτσεα Αντόνια-Κλαούντια και απέκτησαν τρία παιδιά: τον Τσιπριάν, τον Ράντου και την Μπετίνα. Κατά την περίοδο 2006-2009, ήταν Διευθυντής του Πολιτιστικού Κέντρου «Reduta». Ήταν Δημοτικός Σύμβουλος, πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού, Παιδείας, Θρησκευμάτων, Επιστημών και Αθλητισμού του Τοπικού Συμβουλίου του Δήμου Μπρασόβ (1990-2000) και μέλος Συμβουλίου Κομητείας (2000-2004, 2007-2008), πρόεδρος και γραμματέας της Επιτροπής Πολιτισμού, Παιδείας, Θρησκευμάτων και Επιστημών του Συμβουλίου της Κομητείας Μπρασόβ.

 

  

 

Ακολουθεί η συνέντευξη στη ρουμανική γλώσσα.

 

Interviul d-lui Ion Topolog pentru Tessy Baila

Preambul:

– Mulţumesc, de la început, doamnei Tessy Baila pentru onoarea ce mi-o face propunându-mi prezentul interviu.

– Mulţumesc, de asemenea, doamnelor Ioana Hortensia Vlase – Braşov-România – şi doamnei Angela Bratosu – Atena-Grecia – organizatoarele evenimentului literar legat de lansarea în Grecia a romanului meu „Inelul de aur”.

– Mulţumesc domnului Stathis Heliotis, traducătorul în limba greacă a romanului „Inelul de aur”, şi doamnei Marina Marini pentru excelenta prefaţă.

– Mulţumesc domnului Nestoras Poulakos, director al Editurii Vakxikon, pentru tipărirea în condiţii grafice frumoase, difuzarea şi publicarea „Inelului de aur”.

  • Ce anume înseamnă pentru dumneavoastră romanul istoric?

În cele peste 40 de volume publicate până acum, din care 9 sunt romane, temele centrale sunt: viaţa satului românesc înainte şi după Al Doilea Război Mondial (romanul „Tatăl şi fiul”, vol. I şi II); trecutul istoric (romanele „Torna, torna, fratre”, „Chemarea ţărmului la Acvileia”), piesele de teatru: „Enclava latină” şi „Avram Iancu la Baia de Criş”), prezentul istoric (memorialele de călătorie: „Telescop pe Dealul Melcilor”, „Lector-Lictor”) şi romane de dragoste: „Denisa”, „Urmaşii lui Euclid” (roman cu liceeni şi profesori), „Cassey”, „Judith” şi, bineînţeles, „Inelul de aur”, desigur, şi acestea, cuprinse într-un anume cadru istoric – din trecut sau actual.

2) În cartea cu titlul „Inelul de aur“ care este pusă în circulație în Grecia de editura Vakxikon vă referiți la o poveste de dragoste adevărată probată de istorie și timp. Cât de ușor a fost pentru dumneavoastră să gestionați eroi care au existat și evenimente care s-au întâmplat în realitate?

O carte, şi-n primul rând un roman – deci o poveste (o story, cum îi spune renumitul romancier şi profesor la Cambridge, Edward Morgan Forster, în renumitul eseu „Aspects of the novel”, London, 1927 / „Aspecte ale romanului”, Editura pentru Literatură Universală, Bucureşti, 1968) – se scrie când îi vine rândul, deci când un anume material de viaţă contaminează sufletul artistului şel simte că trebuie să-i dea drumul, să-l facă operă de artă (literară, muzicală, plastică). Sculptorul român Constantin Brâncuşi, trăit şi îngropat la Paris, spunea că „lucrurile nu sunt greu de făcut, greu e până porneşti”. Cred c-a trebuit să treacă ceva timp până să pornesc şi eu să scriu „Inelul de aur”. Până Îngerul mi-a zis: „Hai, porneşte!” Asta se întâmpla prin anii 2010-2012. Restul e documentare şi elaborare până la forma finală. Sunt totuşi în carte două amănunte de care a atârnat tot eşafodajul romanesc din sufletul meu: George Enescu vizitând şcoala aceea sătească, unde se afla portretul lui (aşa era şi-n şcoala din satul meu) şi crucea mare de piatră, pusă în locul în care a murit în accident de maşină Mihai Cantacuzino, soţul Marucăi. Am văzut-o, tot când eram copil, mergând pe Valea Oltului la Sibiu la studii. Elaborarea aceea artistică, însă, nu e o treabă prea uşoară. Dar dacă înveţi lumea pe care vrei s-o înfăţişezi, merge. Iniţial, am vrut să rescriu romanul (povestea) Reginei Maria, făuritoarea României Unite – a României Mari, cum i s-a spus, act de la care s-au împlinit recent 100 de ani – Centenar sărbătorit în toată ţara – o Regină iubită – una din frumoasele ei fiice, Elisabeta, v-a fost regină şi dumneavoastră, prin căsătoria cu regele George –, dar Maria, englezoaica-româncă, din mulţii iubiţi n-a fost niciunul un geniu, oameni mari, dar, şi români, şi străini. Dar nu genii artistice. Geniu a fost compozitorul George Enescu. Iau Muza – afurisita aia de prinţesă, Maruca. Un loc întins, însă, i-am dat în „Inelul de aur” şi prietenei ei, Regina, femeile mândre şi libere din secolul trecut.

3) Citind cineva cartea dumneavoastră, nu poate distinge limitele istoriei adevărate și cele ale ficțiunii. Romanul istoric este caracterizat prin echilibrul dintre ele?

– Sincer, nu mi-am pus problema aceasta. Cred că m-a condus, involuntar, un anumit simţ spre acel echilibru. Dar şi experienţa dobândită anterior.

4) Ce relații ați dezvoltat cu eroii acestei cărți?

 Pe măsură ce construiam edificiul romanesc (narativ, epic), empatia-simpatia-iubirea pentru ei m-a încălzit tot timpul şi tot mai mult. Până la acel „Un posibil epilog”. Acolo a căzut şi-o lacrimă.

 

5) Fiecare poveste dictează scriitorului amploarea și ritmul narațiunii proprii. Ritmul narativ este o condiție necesară pentru a face un text fermecător de citit?

– Ei, chestiunea ritmului e una fundamentală într-o scriere. O atacă tot E.M. Forster în eseul amintit, după ce a prezentat: Povestirea (Naraţiunea, adică), Oamenii (personajele, eroii), Intriga, Fantezia, Profeţia – şi schema  şi Ritmul (mişcarea, cum ar veni). Ei, aici trebuie să se pună de acord, sau să se suprapună: ritmul fizic (să-i zicem şi cosmic şi teluric) cu cel social (oamenii trăiesc în comunităţi sociale) -istoric (într-un anumit timp) şi cu cel psihologic. Bătăile inimii eroilor (oo, şi în primul rând ale autorului( trebuie să fie în acord cu tot ansamblul ritmic de mai sus. Cum se face asta? Cred că de la sine, din vocaţia artistului. Tot Îngerul îi dă şi vibraţia aceea ce le-o insuflă celor ce au fost. Îi face vii şi dragi.

 

6) În cartea dvs., în afară de istorie, un rol important îl joacă muzica. Arta, în general, poate transforma viața oamenilor?

Muzica e regina artelor. Eutherpe patronează muzica şi poezia lirică. Dumneavoastră le-aţi creat pe MUZE, şi pe nefericitul Orpheu. Sigur că muzica o am în suflet, ştiu să cânt, şi clasic, şi popular. Toată ziua fredonez câte ceva. Cred că uneori şi-n somn, adică în vis. Cât priveşte legătura artei cu oamenii, ei, şi aici apelăm la dl. Forster. El zice că „lumea e un glob de oameni care încearcă să se atingă unul pe altul… prin bună voinţă plus cultură şi inteligenţă”. Nu-i aşa că arta – toate artele – îi ajută cel mai mult pe oameni să se atingă între ei (adică să se cunoască)? Credinţa îi ajută şi mai mult. De fapt, merg mână-n mână.

7) Mozart a spus că romanul este o amintire ambiguă/neonestă. Este într-adevăr narațiunea reflectarea unei amintiri sau un mod prin care autorul înregistrează vibrațiilor sale interne?

Sigur că romanul (el, în primul rând) este o intruziune în sufletele oamenilor. Şi scopul e dublu: să înlesnească cunoaşterea (documentar, informaţional) şi să-l sensibilizeze uman, oferindu-i tot felul de modele umane, care – nu încape îndoială – îl influenţează, desigur, involuntar. Cine n-ar vrea să fie un Ulysse, sau măcar ceva din el, sau fiica regelui de la fântâna din ţărmul ospitalier al Scheriei, în faţa cărui chip Ulysse – cel hârşâit în bătălii şi furtuni – îngenunchează spunând: „…Te rog, domniţă, în genunchi. Eşti zână/ Ori muritoare?…” (luptătorul se întoarce din nou la timpul de pace şi fericire). De aceea consider Odiseea, cea mai reprezentativă creaţie artistică a omenirii. Grecii au dat-o. Dar ce n-au dat ei?

E ştiut că romanul e produsul ficţiunii. Cât e de onest acest produs, habar n-am! Nu mi-am pus problema. Nu e nimeni obligat să citească şi să judece produsul meu. Dacă, totuşi, se încumetă, eu îi declar dragoste.

8) Un roman bun se caracterizează prin construcția eroilor săi sau este pur și simplu un joc narativ între istorie, limbă și eroi?

Romanul e, întâi şi întâi, o construcţie: poveste, întâmplări, personaje, situaţii, descrieri, oo, şi cel mai greu: vorbire (expresie artistică, dialog, analiză etc.). Cam multe, nu? Ei, să nu te laşi de scris şi mai bine să cultivi grădina? Dar, dacă am spune că romanul e grădina lui, a autorului? Ei, câtă trudă i se cere pentru grădina asta?

9) Cum vedeți viitorul literaturii române?

Literatura română de azi este într-o clară expansiune. Se scrie şi se publică foarte mult. Cred că e vorba de efectul schimbării politico-sociale din 1989. După constrângerea cenzorială din timpul comunismului, oamenii simt nevoia să se exprime, să lase mărturii. De aceea memorialistica, pur şi simplu, a explodat. Fenomenul e însă mai general. Cernerea valorică se va produce în timp. Şi depinde foarte mult de cum se vor roti cele două Galaxii. Guttenberg şi Internet.

10) Este ușor pentru un scriitor român să fie tradus în alte limbi? Credeți că literatura română este cunoscută în străinătate pe cât merită?

–  Am auzit pe mulţi traducători de literatură română în alte limbi, că e destul de grea trecerea din limba română (o limbă analitică) în altă limbă. Traducerea devine o nouă creaţie, care să meargă deopotrivă, atât în spiritul limbii din care vine, cât şi al limbii în care se transpune. Cred că traducătorul meu, dl. Stathis Heliotis, cunoscător bun al ambelor limbi, a făcut-o bine, traducerea dintr-o limbă în alta, vreau să spun. Cititorii greci o vor aprecia cu siguranţă.

Nu, literatura română nu este cunoscută în lume atâta cât ar trebui, adică pe măsura valorilor ce le are, şi clasice, şi moderne. Cauzele sunt multe şi, uneori, chiar dureroase. Edituri mari, precum Humanitas sau Polirom, de exemplu (de azi), traduc enorm din alte literaturi – şi e un lucru bun –, dar nu fac acelaşi lucru, cât de cât, consemnabil, şi cu scriitorii conaţionali. Sunt şi excepţii. Din păcate, puţine. Eu, ca să ajung la o traducere în limba greacă (ce onoare, şi ce vis – în limba lui Homer) am venit pe altă filieră şi, de aceea, le mulţumesc încă o dată persoanelor menţionate la început. Şi dumneavoastră, care o să vorbiţi şi scrieţi despre cartea mea. Ce să-mi doresc mai mult? E o bucurie pe care o închin: şi lui Enescu şi Eminescu al românilor, dar şi lui Teodorakis, Kazanţakis şi Mirivilis (ce roman de neuitat e „Învăţătoarea cu ochii de aur”!). Şi Odiseea, neapărat Odiseea – a grecilor. Le-am dat la toţi o parte din iubirea mea. Şi multora din cultura lumii, care ne ţine spiritul sus.

Cu stimă,

Ion Topolog 

Tessy Baila – Editor in Chief

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular