Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

***Γράφει ο Κώστας Κουτρουμπάκης, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, μουσικός, συγγραφέας

Καθαρό Οινόπνευμα, Δήμητρα Κουβάτα, Εκδόσεις Μανδραγόρας

«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.

Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει

και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της

κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.»

Γιώργος Σεφέρης «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»

Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει κανείς να μιλά για την ποίηση της Δήμητρας Κουβάτα γενικά, και για το Καθαρό Οινόπνευμα ειδικότερα, παρά αυτοί οι στίχοι.

Γιατί είναι πράγματι λιγοστά τα λόγια της ποιήτριας. Δύο όλες κι όλες ως τώρα προσωπικές ποιητικές συλλογές, πέρα από τις συμμετοχές -με ποιήματα και μικρά πεζά- σε συλλογικά έργα καθώς και σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Πρόκειται προφανώς για συνειδητή επιλογή. Η Κουβάτα εκπληρώνει το χρέος της στην ποίηση χωρίς τυμπανοκρουσίες, με αργά αλλά σταθερά βήματα, με μια βραδύτητα ασκητική.

Από την άλλη είναι κι αυτό το ζήτημα της απλότητας, της άρνησης της τεχνικής δεινότητας. Ζητούμενο η εμβάθυνση σε μια γλώσσα χωρίς στολίδια. «Για όλα να γράψω ένα επίθετο, μία μεταφορά ή ένα σχήμα λόγου εύστοχο. Μπορούσα. Όλα φερτά υλικά κι ανούσια προίκα», διαβάζουμε στο ποίημα «Πειθήνια στην Πολλαπλότητα». Αυτή η άρνηση της λόγιας πλευράς οδηγεί και στην επιλογή του τίτλου Καθαρό Οινόπνευμα. Το Καθαρό με δύο τρόπους μπορούμε να το εκλάβουμε. Πρώτα πρώτα με την έννοια του ξεκάθαρου. Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας ποιητικής μανιέρας, σύμφωνα με την οποία το νόημα πρέπει οπωσδήποτε να συσκοτίζεται προκειμένου να παράγεται υψηλός ποιητικός λόγος. Η Κουβάτα αρνείται από θέση αρχής αυτήν την ποίηση. Ορθά κοφτά τα ποιήματα στο Καθαρό Οινόπνευμα. Τι άλλο όμως σημαίνει το επίθετο Καθαρό; Καθαρό πάει να πει χωρίς τίποτε περιττό, που στοχεύει μόνο στην αλήθεια, αυτήν τουλάχιστον την οποία θέλει να μιλήσει η ποιήτρια.

Κι αυτή την αλήθεια, απ’ όπου και να την πλησιάσεις είναι εύφλεκτη, εξού ίσως και το Οινόπνευμα. Είναι πράγματι μια ποίηση που εστιάζει στη σκληρή πλευρά της ζωής. Το κάνει όμως με γνήσιο, ανεπιτήδευτο τρόπο.

Η σκοτεινή πλευρά της επαρχίας, τα εγκλήματα τιμής, η κάθετη ιεραρχία της οικογένειας, οι δυναστικές έμφυλες σχέσεις, η αρρώστια και ο θάνατος, η φθίση κι η έκπτωση του έρωτα, ο πόθος που δεν πραγματώνεται ή που όταν πραγματώνεται ακυρώνεται και γι’ αυτό εξιδανικεύεται, το τραύμα και η ενοχή, η προδοσία, αυτά και άλλα παραλλήλως είναι τα θέματα από τα οποία αφορμώνται τα ποιήματα στο Καθαρό Οινόπνευμα.

Η Κουβάτα έχει βλάχικη καταγωγή και από τους δύο γονείς της. Ο πατέρας της ήταν κτηνοτρόφος. Είναι μεγαλωμένη στο Βελεστίνο του Βόλου και διατηρεί στενούς δεσμούς μνήμης με το Περιβόλι Γρεβενών, στο εθνικό πάρκο της Πίνδου. Συχνά πυκνά την παρακολουθώ στο facebook να αναρτά φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα ή άλλες σχετικές με τη ζωή των ορεσίβιων και των κτηνοτρόφων. Οφείλει κανείς να τα λάβει υπόψη του αυτά. Έτσι μόνο θα μπορέσει να διαβάσει κάτω από τις γραμμές των ποιημάτων. Είναι ταυτοτικό στοιχείο η καταγωγή και γι’ αυτό αποτυπώνεται σε όλη την πρώτη ενότητα του Καθαρού Οινοπνεύματος, καθώς και σε ένα ποίημα της δεύτερης, το «Επ’ ουδενί».

Η πρώτη ενότητα έχει τον τίτλο «Φερτά Υλικά». Μπορούμε να εικάσουμε ότι πρόκειται για τα υλικά που φέρνει η μνήμη. Στην ενότητα αυτή οι τόποι που δεσπόζουν είναι οι τόποι της παιδικής ηλικίας της ποιήτριας. Η φύση υπάρχει ως σκηνικό της καλής και ελεύθερης ζωής (Η δενδροκόμος, Οσμαντάκα Λάζαρος) ή της αρωγής προς τους διαφορετικούς (Πρώτες βοήθειες). Ταυτοχρόνως όμως συνοδεύει την ατυχία και το ξόρκι (Μακρά οδός απανδόκευτος) ή την αναπόφευκτη μοίρα (Πειθήνια στην πολλαπλότητα). Το ανθρωπογενές περιβάλλον κουβαλά δύσκολες μνήμες από ασθένειες (Τροφός, Οσμαντάκα Λάζαρος), χαμένους συγγενείς (Στο πρώτο άνοιγμα, Ζεστοί στο ίδιο γάλα), θρήνους και φονικά (Δεκαπεντασύλλαβος). Όσο για τα βιώματα, κυριαρχούν αυτά που προέρχονται από την επαρχία και την κοινωνία της, μέσα στην οποία εντάσσεται και η πυρηνική οικογένεια. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και η παρουσία των αντικειμένων: το βιολί του γύφτου, το σκαρπίνι, το κουτί με τη νοτισμένη ζάχαρη, τα πέταλα των μουλαριών, τα κεντητά τραπεζομάντιλα, τα χρυσαφικά, το κάρο, το καρυδένιο τραπέζι, το κουζινομάχαιρο, το τσιγκέλι για το σφαχτάρι, ακόμη και το μπιμπερό, όλα γίνονται κομμάτια του παζλ της ελληνικής υπαίθρου και των οικογενειών της. Είναι αξιοσημείωτο επιπλέον ότι τα αντικείμενα μιλούν και μέσω αυτών μιλούν οι τεθνεώτες.

Η οσμή, κυρίαρχη αίσθηση της παιδοσύνης, που σχετίζεται τόσο με το φυσικό όσο και με το ανθρωπογενές περιβάλλον, δεν θα μπορούσε να λείπει («και να μυρίζει κρύο αέρα κι έλατο, μυρωδιά από κλειστό κουτί, Ανίδεο πως κουβαλάει τη μυρωδιά του μοσχοσάπουνου και του λευκού του κατσικιού που με το μπιμπερό ταΐζει»).

Η γενική εικόνα, με εξαίρεση -ίσως- το πρώτο ποίημα, τη «Δενδροκόμο», είναι ότι στα ποιήματα αυτής της ενότητας ελάχιστες είναι οι χαραμάδες φωτός. Η ατμόσφαιρα πλησιάζει κάποιες φορές τις παραλογές από τα δημοτικά μας τραγούδια. Σε ορισμένα ποιήματα υπάρχει η αίσθηση του αναπόφευκτου, του μοιραίου (Πειθήνια στην πολλαπλότητα, Η απειλή της προγραφής, Δεκαπεντασύλλαβος, Με δεδομένη τη διαδρομή, Οσμαντάκα Λάζαρος). Ας προσέξουμε όμως: δεν έχουμε να κάνουμε με μια πεισιθάνατη ρομαντική ποίηση. Ο θάνατος, αν και δεδομένος, δεν αντιμετωπίζεται μοιρολατρικά αλλά ως ένα εφαλτήριο αξιοπρέπειας. Στιγμή κορύφωσης από αυτήν την άποψη αποτελεί το ποίημα «Οσμαντάκα Λάζαρος».

Οσμαντάκα Λάζαρος

Και τάχα γλίστρησαν μέσα στον θάλαμο

από τους τοίχους

τα όργανα.

Και παραμέρισες, λέει, τον βρόχο

με τις διαγνώσεις, τα καλώδια.

Κι αργά-αργά σηκώθηκες

να δείξεις τα πατήματα

χάριν της λεβεντιάς

της αξιοπρέπειας ένεκα.

Και να μυρίζει κρύο αέρα κι έλατο.

Και να βαράει ο γύφτος το βιολί

μα κουρνιαχτός να μη σηκώνεται.

Και να κερνάς, λέει, τα όργανα

και όπα κι έστα στο διηνεκές

σε όλα τα πλάτη και τα μήκη

του περασμένου χρόνου.

Μετά, έβαλες πάλι το αριστερό

πλάι στο δεξί σκαρπίνι

ξάπλωσες λέει, στην εντατική

για τον υπόλοιπο επιθανάτιο ρόγχο.

Στον «Οσμαντάκα Λάζαρο» ο τελευταίος τσάμικος αποτελεί διαβατήρια τελετή, που ακριβώς επειδή είναι μη αναστρέψιμη, καταξιώνει την προηγούμενη ζωή, είναι μια πράξη ευγνωμοσύνης σε όλα όσα έγιναν, «σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του περασμένου χρόνου». Ο ήρωας, «χάριν της λεβεντιάς και ένεκα της αξιοπρέπειας», ήθελε να φύγει έχοντας κλείσει τις υποθέσεις του, έχοντας κεράσει τα όργανα, έχοντας τακτοποιήσει ακόμη και τα σκαρπίνια του, τα οποία τοποθετούνται προσεκτικά το ένα πλάι στο άλλο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο.

Κι αν στον πραγματικό Οσμαντάκα θρυλείται πως ο πασάς χάρισε τη ζωή, καθώς δε σταμάτησε ποτέ να χορεύει, στον νεκρό του ποιήματος Δεκαπεντασύλλαβος βρισκόμαστε μπροστά σε μια ήδη συντελεσμένη σφαγή. Μπαίνουμε στο σπίτι την ώρα που φέρνουν τον σκοτωμένο, για να τον θρηνήσει μόνη της η καλή του και μάλιστα μακριά από τα βλέμματα των μικρών κοριτσιών, που απομακρύνθηκαν για να μην εκτεθούν στο αποτρόπαιο θέαμα. Πρόκειται μάλλον για έγκλημα τιμής, απ’ αυτά που γίνονται συνήθως στην επαρχία και συνηθίζουμε να πληροφορούμαστε αποσβολωμένοι μπροστά σε κάποια οθόνη. Είναι ένα ποίημα μοιρολόι, στο οποίο η Κουβάτα κορυφώνει την έκφρασή της, καθώς την επισφραγίζει με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και κυρίως με την απόλυτη κυριαρχία της θεατρικότητας και των εικόνων.

Δεκαπεντασύλλαβος

Στη μέση να σπρώξω του σπιτιού

τραπέζι καρυδένιο

και τις καρέκλες αδειανές αραδιαστές στο πλάι;

να φέρω μες στη χούφτα μου το φως για τις λαμπάδες;

Κάποια στιγμή τον φέρανε.

Έλαμψε το μαντήλι του στα άσπρα γόνατά της

να ξενυχτά τον έρωτα

σφαγμένο

σαν φεγγάρι.

Δεν ήταν θέαμα αυτό για τα μικρά κορίτσια·

γι’ αυτό τ’ απομακρύνανε

και περισσότερα

δεν είδαν.

Άκουγαν μόνο τις κραυγές – όχι του σκοτωμένου.

Στο πρώτο τρίστιχο μπαίνουμε στο σπίτι όπου προτείνεται ευθέως η γνωστή διάταξη θρήνου κατά τη διάρκεια της νύχτας πριν την ταφή. Στη μέση το βαρύ καρυδένιο τραπέζι που αναμένεται να υποδεχτεί τον σκοτωμένο και γύρω γύρω οι άδειες προς το παρόν καρέκλες, αραδιασμένες για τους συγγενείς και τους δικούς. Ένα έξοχα στημένο σκηνικό, όπου αντιτίθεται η σιωπή με τον επερχόμενο θρήνο αλλά και με τον εκνευριστικό θόρυβο του τραπεζιού και των καρεκλών που σπρώχνονται. Και έπονται οι οπτικές εικόνες, όπου παρακολουθούμε ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Το αχνό φως των λαμπάδων, το μαντήλι του σκοτωμένου που λάμπει στα άσπρα γόνατα της αγαπημένης, το φεγγάρι. Τόσο φως δεν μπορεί παρά να υπογραμμίζει το απόλυτο σκοτάδι, το σκοτάδι του Ά(ι)δη, που ετυμολογικά είναι αυτός που δεν μπορείς αλλά και δεν θέλεις να δεις. Γι’ αυτό άλλωστε απομακρύνονται και τα μικρά κορίτσια, γιατί δεν μπορούν να εκτεθούν στο θέαμα του θρήνου. Μόνο να ακούνε τις κραυγές επιτρέπεται –μια ευρηματικότατη ακουστική εικόνα με την οποία κλείνει το ποίημα.

Η δεύτερη ενότητα της συλλογής έχει τον τίτλο «Έως την πέτρα οργωμένα» με το υνί να ανήκει προφανέστατα στον έρωτα. Και δεν είναι τόσο ο έρωτας, που ούτως ή άλλως είναι συντριπτικός και φτάνει ως την πέτρα, μέχρις εσχάτων δηλαδή. Είναι και τα ποιήματα αυτής της ενότητας, με τα οποία το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί αφενός την έσχατη καταβύθιση στο ερωτικό συναίσθημα και αφετέρου το απόλυτο ξεγύμνωμα, την εκδορά του έσω εαυτού, ως όχημα μιας οδυνηρής αλλά συνάμα πραγματικής αυτογνωσίας. Γι’ αυτό ίσως και απουσιάζει εδώ κάθε είδους ποιητικό προσωπείο, όπως επίσης και κάθε ρομαντική διάθεση. Η πίκρα, η έκπτωση, η απελπισία, η στέρηση, η άρνηση πάνω απ’ όλα, το «χωρίς», αυτά είναι που απασχολούν. Καταλυτική είναι η παρουσία του βωβού προσώπου, στο οποίο απευθύνονται σε β΄ ενικό όλα σχεδόν τα ποιήματα αναιρώντας το «εμείς» μέσα στο οποίο πραγματώνεται ο έρωτας. Μόνο φως ο ανεκπλήρωτος και γι’ αυτό καθαγιασμένος πόθος, ο οποίος εκφράζεται μέσω του δυνατού, του ενδεχόμενου να συμβεί, του «ας πούμε ότι», του «έστω ότι», του «να είμαι», του «θα έρθεις». Ας σημειωθεί βέβαια εδώ ότι ο ανεκπλήρωτος έρωτας δεν εξιδανικεύεται αλλά γίνεται ιδανικός μόνο όταν είναι κανείς έτοιμος να τον δεχτεί.

Όλα τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας αφήνουν ισχυρό το αποτύπωμά τους στον αναγνώστη. Οι κορυφώσεις σημειώνονται στο πρώτο και στο τελευταίο από αυτά. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της θέσης, στην αρχή δηλαδή και στο κλείσιμο της ενότητας.

Δεν θέλω να θυμίζεις

Θα έρθεις

και θα κρεμάσεις στο καρφί

το άσπρο σου πουκάμισο: όπως πάντα.

Στον ύπνο σου θα σε κοιτώ,

όπως γυναίκα μοναχή κοιτάζει απ’ το παράθυρο

απέναντι το Πήλιο.

Θα ξαναγίνεις όπως σ’ ήθελα. Όπως

σε διάλεξα, θα ξαναγίνεις:

Πίνδος

που γάνιασα για να σε περπατήσω.

Από την Πρέβεζα στη Λάρισα,

από τον Παγασητικό στο Μεσολόγγι.

Θα στάζουνε τον ιδρώτα οι λιμνοθάλασσες.

Και γύρω, να στολίζουν το Αιγαίο σου

τα φώτα μου,

φώτα βυθού που ανέσυρα για σένα.

Δεν θέλω ως και στον ύπνο σου

το κάθαρμα που είσαι

να θυμίζεις.

Εδώ υπάρχει καταρχάς το επιθυμητό, το δυνατό, το ενδεχόμενο να συμβεί, που όμως φαντάζει βέβαιο: «θα έρθεις, θα κρεμάσεις, θα σε κοιτώ, θα ξαναγίνεις (δύο φορές), θα στάζουνε». Αν το ποίημα έμενε όμως εδώ θα ήταν στ’ αλήθεια ένας ρομαντικός «χυλός», μια χιλιοαποτυχημένη συνταγή: ο εξιδανικευμένος εραστής και η άβουλη, αξιοθρήνητη σύντροφος που φαντασιώνεται. Υπάρχει, βέβαια, το ρήμα «γάνιασα» που μας προετοιμάζει για την αποκάλυψη της οπτικής γωνίας του ποιητικού υποκειμένου αλλά αυτή δε θα φανερωθεί παρά μόνο στο τελευταίο τρίστιχο, για να κλείσει καθηλωτικά το ποίημα. Κέντρο βάρους η λέξη «κάθαρμα» που με τον τρόπο του ωμού ρεαλισμού ανανοηματοδοτεί το όλον και παρουσιάζει μια γυναικεία περσόνα που κάθε άλλο παρά παθητική θα τη χαρακτήριζε κανείς.

Αυτή η κτητικότητα, οι σχέσεις υποταγής και η άρση τους βρίσκουν όμως την καλύτερη έκφρασή τους στο τελευταίο ποίημα του Καθαρού Οινοπνεύματος, το «Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι».

Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι

Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε

όταν απ’ την Κολχίδα δραπετεύαμε

και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.

Ερχόμουν κι ήθελα μονάχα

τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά,

πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.

Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,

το μπράτσο σημαδεύει.

Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε

ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,

για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη

προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.

Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι.

Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά

με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου

και σκέφτομαι στης Αμπχαζίας τα βουνά

άραγε θυμούνται το όνομά μου;

Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.

Σα να ’μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου,

μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ’μουν σκλάβα του,

με μάρκαρε.

Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι από τη μια

το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.

Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό.

Λείπεις πολύ, Ιάσονα, στα ξένα τα κρεβάτια.

Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.

Εδώ η ατμόσφαιρα είναι από την αρχή αποπνικτική. Το βραχιόλι, καθώς σφίγγει όλο και περισσότερο τη Μήδεια, γίνεται σύμβολο σκλαβιάς. Η γυναίκα μετατρέπεται σε αντικείμενο και εγκλωβίζεται οικειοθελώς σε μια άκρως πατριαρχική συνθήκη, τη γνωστή συνθήκη σπίτι-κρεβάτι. Όμως η ανατροπή προετοιμάζεται σοφά στο ποίημα. Στη μέση του επαναλαμβάνεται ελαφρώς παραλλαγμένος ο τίτλος «Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι». Είναι η σκέψη και η συνείδηση που ορίζονται ως αιτία της επικείμενης ανατροπής. Η συνειδητοποίηση των δεσμών είναι ο δυναμίτης της έκρηξης. Η αλλαγή στάσης, βέβαια, έχει κυρίως να κάνει με την ίδια τη Μήδεια και όχι τόσο με τα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον. Είναι εσωτερική της κατάκτηση. Τα εξωτερικά ερεθίσματα, τα «ξένα κρεβάτια» δηλαδή του Ιάσονα, είναι απλώς η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, η αφορμή, η σπίθα που θα ανάψει το μπαρούτι. Μέδομαι λέει η Μήδεια, αναλογιζόμενη τη ζωή της που δε «βγάζει σωστό λογαριασμό» και συμπεραίνει ξεκάθαρα ότι δεν ευθύνεται γι’ αυτό. Ο Ιάσονας είναι που ορίζεται ως φταίχτης, υπαίτιος ενός εγκλήματος, το οποίο είναι σα να έχει ήδη συντελεστεί. Η κάθαρση έρχεται χωρίς καμία από μηχανής θεϊκή παρέμβαση αλλά από την ίδια τη γυναίκα που σπάει τα δεσμά και ορίζει η ίδια τη μοίρα της με όποιο κόστος. Καθίσταται ελεύθερη και έτοιμη να αναλάβει την ευθύνη για τη διαμόρφωση του κόσμου της. Όλο το ποίημα είναι μια τελετή απενοχοποίησης της Μήδειας, της κάθε γυναίκας που με τη σκέψη της αίρεται στο ύψος των περιστάσεων και διεκδικεί τη ζωή της.

Ως σκεπτόμενη γυναίκα και ποιήτρια και η ίδια η Κουβάτα δε θα μπορούσε παρά να αναφέρεται και στη δική της τέχνη, την ποίηση, κάτι βεβαίως που έκανε με συνέπεια και στην πρώτη ποιητική της συλλογή, το Σκυλί δεμένο. Στο Καθαρό Οινόπνευμα υπάρχουν έξι ποιήματα, πέντε στην πρώτη και ένα στη δεύτερη ενότητα, στα οποία η ποιητική τέχνη συνυπάρχει με τις υπόλοιπες θεματικές. Σημαίνεται ως πεδίο κραυγών, ως χώρος που -φευ!- εξαντλείται στην έκφραση των καημών, καθώς δεν έχει κάτι άλλο να δώσει ή ως αρκαδικό τοπίο στο οποίο σταλίζουν οι εραστές τους οποίους δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε στην πραγματική ζωή. Και αν οι ποιητές γίνονται ποιητές πιεζόμενοι από το ασήκωτο βάρος των σκληρών τους βιωμάτων, αυτό δε σημαίνει ότι τρέφουν κατ’ ανάγκη υψηλή αντίληψη για το έργο τους. Με αγωνία και «πλήρεις αμφιβολιών» αναρωτιούνται για τη σκοπιμότητα της ποιητικής πράξης και πέφτουν για ύπνο με την κατάρα αντί για ευχή τα ποιήματά τους να είναι αχρείαστα, όπως ακριβώς οι γιατροί και τα φάρμακα. Αναγκαίο κακό λοιπόν, αυτή είναι η αντίληψη για την ποίηση με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης του Καθαρού Οινοπνεύματος. Πρόκειται για μια συνειδητή προσπάθεια να κρατηθεί χαμηλά ο πήχης, για μια τίμια απόπειρα αναστοχασμού πάνω στην ουσία της ποιητικής δραστηριότητας.

Το Καθαρό Οινόπνευμα είναι μια συλλογή που εκδόθηκε λίγο πριν βρεθούμε σε κατάσταση εγκλεισμού λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν έτυχε της αναγνωσιμότητας που της άξιζε. Όπως και να ’χει, εκτιμώ ότι το Καθαρό Οινόπνευμα είναι μια σημαντική ποιητική παρακαταθήκη και ότι η Δήμητρα Κουβάτα έχει ήδη δώσει σημαντικά δείγματα μιας γραφής που μπορεί να εξελίσσεται διαρκώς.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular