Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Στα μέσα σύνορα, Γιάννης Δούκας, Εκδόσεις Πόλις

 

Για τα δεκάχρονα από την κυκλοφορία της

            Τις παρθενικές συλλογές των (νέων κατά βάση) ποιητών τείνει η κριτική να τις αντιμετωπίζει με μια ελαφριά συγκατάβαση και κατανόηση, παλεύοντας να ανιχνεύσει και να επισημάνει τα θετικά εκείνα στοιχεία που μπορούν δυνητικά στο μέλλον, αν δουλευτούν και επεξεργαστούν κατάλληλα, να καρποφορήσουν και να δώσουν ένα δυνατό και στέρεο ποιητικό έργο. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που ο πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής εμφανίζεται πανέτοιμος, με πληρέστατη κατοχή της φωνής του, των μέσων του και των εκφραστικών του τρόπων και παρουσιάζει ένα έργο που αποτελεί σημείο αναφοράς της εποχής και της γραφής της; Στον ως τώρα 21ο αιώνα κάτι τέτοιο φαίνεται πως έχει συμβεί μόνο μία φορά, με τον -τριαντάχρονο τότε κι επομένως όχι στην πρώτη του νεότητα- Γιάννη Δούκα να παρουσιάζει τη συλλογή ‘’Στα μέσα σύνορα’’, έργο που πιθανότατα αποτελεί την καλύτερη συλλογή πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή τις δύο παρελθούσες δεκαετίες και σίγουρα μια από τις σημαντικότερες εν γένει ποιητικές δουλειές της ίδιας περιόδου. Τιμώντας τα δεκάχρονα της συλλογής που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2011, αξίζει να κάνουμε μια βόλτα στο πολύ κοντινό παρελθόν και να επισημάνουμε τα χαρακτηριστικά της γραφής που ο Γιάννης Δούκας κόμισε στην έμμετρη ελληνική ποίηση.

            Φέρνοντας στο νου μας την Ελλάδα των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, θα βρεθούμε μπροστά σε ένα πολιτικό σύστημα που κατέρρεε, με τις διαδηλώσεις αμφισβήτησης του ευρύτερου καθεστώτος να είναι συνεχείς και τη ριζοσπαστικοποίηση ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού να είναι αιφνίδια. Με ‘’πρόλογο’’ των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν τη νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, τα μετέπειτα χρόνια των Μνημονίων επιτήρησης δημιούργησαν ένα μαχητικό κίνημα που εν μέρει πίστεψε πραγματικά πως θα ανέτρεπε κατεστημένες νοοτροπίες δεκαετιών. Η ένταση της εποχής και το ιδιαίτερο πολιτικό-κοινωνικό της υπόβαθρο διατρέχουν όλη τη συλλογή ενός δημιουργού που ποτέ εξάλλου δεν έκρυψε την προοδευτική ιδεολογική του κατεύθυνση. Ο Δούκας, ωστόσο, αν και η εποχή άφηνε όντως τα περιθώρια, δεν τρέφει πραγματικά ψευδαισθήσεις για κάποια πιθανή κι επικείμενη ανατροπή ούτε αφήνει τη γραφή του να διακινήσει ψευδείς ελπίδες που σύντομα πιθανόν να αποδεικνύονταν ματαιωμένες. Η ματιά του κατανοεί βαθιά τα ευρύτερα δυσοίωνα συμφραζόμενα στο δυστοπικό δυτικό μεταμοντέρνο αφήγημα κι εστιάζει συχνά στους αντιήρωες της κοινότητας και σε όσους είναι ήδη ηττημένοι, μέσα σε ένα κατασταλτικό σύστημα που εργαλειοποιεί τους ήρωες και εκφυλίζει τα πάντα με τις εξαιρετικά αφομοιωτικές δυνάμεις του.

Από τον Λένιν που τοποθετείται ως φιγούρα περιθωρίου σε συμφραζόμενα  ύστερου μοντερνισμού ως τον Γκράμσι που σκορπά από το κελί του φως στους σκοτεινούς και μοναχικούς μας καιρούς, ο Δούκας μιλά για μορφές και ήρωες σε μια εποχή που τείνει να εξισώσει επί τα χείρω τα πάντα. Στη συλλογή πρωταγωνιστής είναι το νέο άτομο που βρίσκεται μπροστά σε μια πληθώρα αφηγήσεων, μορφών των τεχνών, του κινηματογράφου και της Λογοτεχνίας που έχουν διαβεί (με έντονη σε ορισμένα σημεία τη διακειμενικότητα), καθώς και επικαιρικών γεγονότων των ετών της συγγραφής που εξυψώνονται σε ευρύτερα. Η λεπτή γραμμή, ωστόσο, του ποιητή δεν επιτρέπει στη γραφή του να εκπέσει σε έναν μεταμοντερνισμό που εκθέτει τα πάντα επί ίσοις όροις, αλλά αντ’ αυτού παλεύει να πιάσει μέσα σε όλες τις ετερογενείς εκφάνσεις τον παλμό της εποχής και της γενιάς του, τα στοιχεία εκείνα που θα του επιτρέψουν να βρει τη λύση και να προχωρήσει μπροστά, στο δρόμο για μια καινούρια αφήγηση. Αξίζει να σημειωθεί πως, παρά το εγγενές άλγος στην περιγραφή της ευρύτερης κατάστασης, η ποίηση του Δούκα δεν εκπίπτει ούτε στιγμή στη μεμψιμοιρία και τη μοιρολατρεία, αλλά μάχεται να δώσει χώρο στο όνειρο και το λυρισμό. Ακόμα και στις πιο έντονες και μαχητικές στιγμές της εξέγερσης, το υποκείμενο θα αναζητήσει τελικά τον έρωτα ως σταθερή και αναλλοίωτη διαφυγή στην εναλλαγή των εποχών, στην δυνατότερη ίσως στιγμή της συλλογής του όπου ο έρωτας και η επανάσταση για μια στιγμή ταυτίζονται (Ωκεανίδων κι Ευρυδάμαντος).

Χρησιμοποιώντας κατά βάση τον ίαμβο (με λιγοστές παρουσίες τροχαίου και αναπαίστου), σε πλείστα μορφικά σχήματα και παραλλαγές, από σφιχτά σονέτα, μέχρι δημοτικοφανή ποιήματα σε ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο κι από ολιγόστιχους και πιο πολύστιχους πειραματισμούς μέχρι και τραγούδια που προορίζονται για μελοποίηση (ορισμένα, μάλιστα, την αξιώθηκαν στο κύκνειο δισκογραφικό άσμα του Θάνου Μικρούτσικου), η συλλογή κερδίζει το στοίχημα της πρωτοτυπίας και της διαρκούς ανανέωσης του ενδιαφέροντος που παρέχει (ίσως, μάλιστα, να αγγίζει και το άλλο άκρο για τον ‘’αμύητο’’ στην έμμετρη ποίηση αναγνώστη).Το απλό της ύφος στο μεγαλύτερο κομμάτι της, χωρίς εξεζητημένες διατυπώσεις, οι ανοιχτές συνομιλίες της νέας φωνής -με τα δικά της, αυθύπαρκτα όπλα- με μεγάλες φωνές του έμμετρου λόγου όπως ο Σολωμός, ο Καββαδίας και ο Παλαμάς (παρά τη μετέπειτα δυσμενέστερη κρίση του ποιητή γι’ αυτόν) και η γενικότερη αίσθηση του συνεκτικού έργου που αφήνει, επιβεβαιώνουν την παρουσία ενός ποιητή με φωνή, προσωπικότητα κι επίγνωση του τι σημαίνει πραγματικά λυρισμός και του τι έχει ο ίδιος να συνεισφέρει σε ό,τι έχει προηγηθεί.

            Με τα ‘’Μέσα Σύνορα’’ (αυτά, δηλαδή, που έχουν επανοριοθετηθεί κι έχουν εισέλθει πια εντός του ίδιου μας του εαυτού, σε μια κατάσταση αυτοματοποιημένη και τελματωμένη) ο Γιάννης Δούκας παρουσιάστηκε ως ένα ήδη ώριμος ποιητής που είναι σε θέση να αντικρύσει στο σύνολό τους την ελληνική κοινωνία, τη λογοτεχνική παράδοση και τον καθολικό ανθρώπινο πόνο και να μιλήσει γι’ αυτά. Σίγουρα ορισμένες εκφάνσεις της συλλογής ήταν πιο πειραματικές, σίγουρα η κυριαρχία του ιάμβου υποσκέλιζε τα υπόλοιπα μέτρα, σίγουρα ένας αθηνοκεντρισμός, σύμπτωμα πολλών δεκαετιών υδροκεφαλισμού, ήταν παρών, σίγουρα έλειπε ο στίχος-απόφθεγμα ο προορισμένος να μείνει σε βάθος χρόνων (εξαίρεση ίσως η αναφορά στον Γκράμσι), η γενική αίσθηση, εντούτοις, της συλλογής καταξίωσε αυτομάτως τον Δούκα και τον ενέγραψε στις κορυφαίες μορφές της ποίησης της γενιάς του και της λεγόμενης ‘’δεύτερης γενιάς’’ των νεοφορμαλιστών ποιητών. Μέχρι και σήμερα, η συλλογή του, συγκρινόμενη και με αντίστοιχες ατυχείς απόπειρες νέων φωνών, εντυπωσιάζει για την σαφήνεια και την ακρίβεια των διατυπώσεων, τη στρωτή διάρθρωση των ποιημάτων και το ευρύτερο κοινωνικό όραμα που την συνέχει (ενδεικτικά, μόνο ο Θεοδόσης Βολκώφ από τους συνομηλίκους του Δούκα κέρδισε τις εντυπώσεις από τόσο νεαρή ηλικία, έκανε όμως τη ραγδαία άνοδο με τη δεύτερη δουλειά του).

            H δεκαετία που ακολούθησε την έκδοση της συλλογής τελικά διέλυσε πολλές ψευδαισθήσεις ανατροπής κι ‘’ελπίδας’’ (στις οποίες και ο γράφων είχε επενδύσει) κι έφερε, ακόμα, την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με τη σκληρότερη έκφανση των νεωτερικών ιδεολογημάτων, το νέο-ναζισμό (τον οποίο ο Δούκας κατακεραυνώνει εκτός των άλλων στα σονέτα της δεύτερης συλλογής του, του ‘’Συνδρόμου Σταντάλ’’ που κυκλοφόρησε το 2014). Και μπορεί η επίφαση της ηρεμίας να επανήλθε στην κοινωνία (προτού σπάσει εκ νέου με την τωρινή πανδημία), στη νέα έμμετρη ελληνική ποίηση, ωστόσο, επικρατεί μια δημιουργική πανσπερμία και μια ραγδαία άνοδος της συγγραφικής παραγωγής σε σταθερές μορφές, γεγονός για το οποίο και η απήχηση της συλλογής αυτής του Γιάννη Δούκα έπαιξε το δικό της ρόλο, αποδεικνύοντας έμπρακτα πως ένας προοδευτικός νέος ποιητής είναι σε θέση να μιλήσει για τα προβλήματα του σήμερα μέσα από την παραδοσιακή τεχνοτροπία. Και μπορεί ο ίδιος ο Δούκας με την τρίτη του, περσινή δουλειά να απομακρύνθηκε προσωρινά από το μέτρο και τη ρίμα, η ικανότητά του, εντούτοις, σ’ αυτά και οι παρακαταθήκες που άφησε –και- με τα ‘’Μέσα Σύνορα’’ δημιουργούν την σιγουριά πως σύντομα θα επιστρέψει εκεί που ανήκει…

Μια μικρή ανθολόγηση από τη συλλογή 

Διαιρέτης μηδέν

Δίχως φόβο και δίχως ελπίδα

Εναλλάσσοντας φίλους, πατρίδα

Παβαρότι, Πικάσο και πίτσα

Ανοιχτοί με καλούν ουρανοί

Θα κρατώ μια ζωή τη βαλίτσα

Που θα μείνει για πάντα αδειανή

Σε μια πόλη με κίτρινα φώτα

Στων αρχαίων ερώτων τα πρώτα

Που κυλούν στο μεγάλο ποτάμι

Και τα παίρνει μεμιάς η βροχή

Σαν ιδρώτας κολλά στην παλάμη

Των νεκρών που ξεχνάμε η ψυχή

Στων ονείρων την άπραγη κόψη

Ακουμπώντας του χρόνου την όψη

Λαβυρίνθους στο διάβα μου χτίζω

Και με τοίχους γεμάτους ρεφρέν

Σαν πηλίκο γυμνό συνοψίζω

Τι θα πει διαιρέτης μηδέν

Στον αστερισμό του Καρκίνου

Η παρακέντηση στον άσπρο σου λαιμό

Σαν τη δαντέλα που σκεπάζει το τραπέζι

Είδες ατάραχος να φτάνει στον γκρεμό

Βήμα το βήμα η γενιά μας και να παίζει

Στη λεπτομέρεια, ζωή, σε μια πλευρά

Σαν φωτοσκίαση φλαμανδικού πορτρέτου

Φυλακισμένοι, ισοβίτες του μετά

Το περιμένουμε, δεν έρχεται ποτέ του

Σπουργίτια τρέχουνε στις έρημες αυλές

Στον ουρανό οι γλάροι, κρώζουν, του Δουβλίνου

Όλο πληθαίνουν όσα θέλεις κι όσα λες

Τα ερωτήματα σαν κύτταρα καρκίνου

Τώρα που έγινε ο κόσμος διαφανής

Θέλεις εσύ με τη σιωπή σου να μιλήσεις

Να μην σ’ ακούει άλλος άνθρωπος κανείς

Να κοιμηθείς και την ψυχή σου να κοιμίσεις

Μα κάθε νύχτα θα ξυπνάς με το πονώ

Με δυο οθόνες για μητέρα κι ερωμένη

Πώς ν’ αρθρωθεί ένα συναίσθημα γυμνό

Και μια θερμότητα των λέξεων χαμένη;

Ωκεανίδων κι Ευρυδάμαντος

Οι γειτονιές μας καίγονται κι οι φλόγες μας φουντώνουν

Στα μαγαζιά τα σώματα, τα φώτα, οι μουσικές

Η Καλλιρρόης κι η Συγγρού καθρέφτες που θολώνουν

Σε ράγες πάνω η πόλη μας κοιμάται ηλεκτρικές

Φανέλες κυανέρυθρες και κόκκινες σημαίες

Συνθήματα που γράφουμε κι αμέσως θα σβηστούν

Θρησκείες τις βαφτίσαμε, μα ήτανε παρέες

Παρέες ποιοι θα διάλεγαν, αλήθεια, ν’ ασπαστούν;

Αφήνομαι στις νύχτες μας και ψάχνω στη φυγή σου

Τον πόνο της ελπίδας σου, το φως του ταξιδιού

Την πιο κρυφή κι ανείπωτη, την πιο παλιά πληγή σου

Για να την κάνω ν’ ακουστεί φωνή μικρού παιδιού

Κι εκεί στην Ευρυδάμαντος και στην Ωκεανίδων

Θα πάει πέντε το πρωί και τότε θα σ’ το πω

Σε πείσμα χρόνων και καιρών και αδειανών κερκίδων

Αμάντα, πάντα σ’ ήθελα, Αμάντα, σ’ αγαπώ

Ο τελευταίος Αυτοκράτορας

Που Γι τον έλεγαν κι ανέβηκε στο θρόνο

Τότε που έκλεινε το δεύτερό του χρόνο

Φόρεσε στέμμα και κοιμόταν σε παλάτι

Δεν είχε χώρα· η ζωή του φρεναπάτη

Πού γη να βρει για μια στιγμή και να καθίσει

Και πού καιρό, σαν βασιλιάς, να κυβερνήσει

Σκιά κι αυτός να τριγυρίζει στο Πεκίνο

Μα σαν να σβήνεται απ’ τον χάρτη ως κι εκείνο

Πού γίνονται, άραγε, όλα αυτά και τι σημαίνουν;

Και για ποια φώτα, για ποια κάμερα πεθαίνουν;

Βουτυρωμένη σαν ποπκόρν κι η αγωνία

Ποτέ δεν άρχισε, δεν τέλειωσε η ταινία

Η γενοκτονία των Εξαρχείων

Σε μια μονοκατοικία μ’ εσωτερική αυλή

Ένα βράδυ του χειμώνα πέτυχα τον Διγενή

Τον ρωτάω τι γυρεύει στα στενά των Εξαρχείων

Και μου λέει: Σπασμένες πλάκες των παλιών πεζοδρομίων

Αμαζόνες που καλπάζουν σε χιλιάρες μηχανές

Την αράζουν στην πλατεία με ξεκούρδιστες φωνές

Και ψιλά, μου λένε, δώσε για ψωμί και για βενζίνη

Γύρες κάνουμε τη νύχτα κι η φωτιά μάς καταπίνει

Την οργή των άλλων πάντα με χαρά υιοθετώ

Και δεν κρύφτηκα ποτέ μου στον γαλάζιο συρφετό

Στις γραμμές της μεθορίου, μια ζωή σαν απελάτης

Πρόσφυγας στην εποχή μου, μπερδεμένος στον μπελά της

Σε μια σκάλα σιδερένια, σκουριασμένη, το πρωί

Ξημερώνοντας Δεκέμβρη, έχασα το Διγενή

Ψάχνω, έλεγε, για χρόνια το μαρμάρινο τ’ αλώνι

Δεν το βρήκε· κάθε βράδυ τα Εξάρχεια στοιχειώνει

Το φαράγγι του Φάγγου

Το φαράγγι του Φάγγου στη Μεσούντα της Άρτας

Το σφυρί, το δρεπάνι, ο τουρβάς με τ’ αλάτι

Ο σουγιάς, ο λαιμός, τα μαλλιά, το κεφάλι

Κρεμασμένο για πάντα στον παλιό φανοστάτη

Δηλωσίας, προδότης, το χαρτί της φυλλάδας

Ο Φλεβάρης, ο Απρίλης, ο Ιούνιος τέλος

Τα βουνά, τα λαγκάδια μιας ελεύθερης χώρας

Το Λονδίνο κι η Μόσχα, γραμματέας και μέλος

Γεγονός κι ιστορία, εφεδρεία κι αντάρτης

Το ψωμί, το νερό κι ο χαμένος τους κόπος

Τα μαλλιά σου κουρεύουν και σου σκίζουν τα ρούχα

Λευτεριά, λένε τώρα, περιφέρεσαι ασκόπως

Το ρολόι, το μπιστόλι, τα πυρά κι η πατρίδα

Ο ζουρνάς, το νταούλι, των σκυλιών καρναβάλι

Λευτεριά, τώρα πάψε το σπαθί ν’ ανεμίζεις

Στάσου λίγο και κλάψε το κομμένο κεφάλι

Thanos Giannoudis

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular