Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η Ελευθερία Μεταξά είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, της Δραματικής Σχολής Διομήδη Φωτιάδη και του τμήματος Δημοσιογραφίας του Εργαστηρίου Ελευθέρων Σπουδών ΑΝΤ1. Στα εκδοτικά δρώμενα ως συγγραφέας εμφανίστηκε το 2012 όταν εκδόθηκε το πρώτο της έργο με τίτλο Όταν μιλούν τα φεγγάρια. Και αν και το ντεμπούτο της έγινε με ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, από το επόμενο και μετά ασχολήθηκε κυρίως με την Αστυνομική λογοτεχνία. Πλέον έχει το δικό της αναγνωστικό κοινό που την ακολουθεί πιστά στα συγγραφικά της βήματα αφού τα έργα της απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές. Η Ελευθερία Μεταξά εκτός από την συγγραφή των αστυνομικών μυθιστορημάτων, ασχολείται και με την επιμέλεια και την μετάφραση λογοτεχνικών έργων.

Το 2019, το έκτο της βιβλίο πια με τίτλο ”Τα τρία Πρόσωπα της Εκάτης”, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μίνωας. Ακολούθησαν το 2020 το ”Αθώοι ένοχοι” και η επανακυκλοφορία του βιβλίου ”Μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά”. Το νέο της έργο ”Το χέρι του Θεού” κυκλοφόρησε το 2021 και ήταν η αφορμή για την συνέντευξη που ακολουθεί.

Βιργινία Αυγερινού, 8.11.2021

 

Ο αστυνόμος Βαρσάμης, ένας ήρωας που πρωτοεμφανίζεται στο βιβλίο σας Τα τρία πρόσωπα της Εκάτης, είναι ένας άνθρωπος έμπειρος, πολύ οξυδερκής και με μεγάλη παρατηρητικότητα. Ένας ήρωας «παλιάς κοπής», που δεν αγαπά την τεχνολογία και που θα λέγαμε πως χρησιμοποιεί έναν δικό του ιδιαίτερο τρόπο να ανακρίνει αυτούς που θεωρεί υπόπτους, αποσπώντας τους σπουδαίες πληροφορίες. Ποια στοιχεία οδήγησαν στη δημιουργία του συγκεκριμένου ήρωα;

Από τη στιγμή που ο χαρακτήρας του Μάνου Βαρσάμη άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου, ήθελα να θυμίζει περισσότερο μια φιγούρα πατρική παρά έναν ατρόμητο αστυνομικό, να είναι κάποιος που εμπνέει εμπιστοσύνη, που η θέση του δεν έχει επηρεάσει την ανθρωπιά του, που χρησιμοποιεί το μυαλό, την εμπειρία και την παρατηρητικότητά του (στοιχεία που ούτως ή άλλως θεωρώ πως η τεχνολογία δεν μπορεί να υποκαταστήσει), για να οδηγηθεί στη λύση κάθε υπόθεσης. Είχα στον νου μου έναν καλοκάγαθο γίγαντα που συνδυάζει την καλοσύνη με την αυστηρότητα, την αίσθηση του δικαίου με την κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής, αλλά παράλληλα διαθέτει και χιούμορ, στοιχείο που τον βοηθά να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες. Μπορεί να ακουστεί περίεργο, αλλά μάλλον υποσυνείδητα έδωσα στον Βαρσάμη στοιχεία από τον μπαμπά μου, τον αγαπημένο μου καπεταν-Νίκο, έναν άντρα «παλιάς κοπής», που ξέρει να δίνει χωρίς αντάλλαγμα, είναι τρομερά ευφυής και υπομονετικός και διαθέτει πολύ χιούμορ. Βέβαια, ο μπαμπάς μου δεν είναι «παλιατζούρας» (όπως αποκαλούν τον αστυνόμο οι συνάδελφοί του εξαιτίας της αγάπης του για τα παλιά πράγματα και της προσκόλλησής του στο παρελθόν), αλλά κι εκείνος -λόγω ηλικίας και όχι χαρακτήρα, όπως ο Μάνος- δεν τα πάει καθόλου καλά με την τεχνολογία.

Σε όλα σας τα έργα είναι εμφανής η έρευνα που προηγήθηκε της συγγραφής και αξίζει να αναφερθούμε στο γεγονός ότι προσεγγίζετε πολύ προσεκτικά το θέμα τόσο της θρησκείας όσο και της θρησκοληψίας και του φανατισμού. Πόσο εύκολη ήταν για εσάς αυτή η προσέγγιση;

Η έρευνα είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η ακρίβεια και η αλήθεια σε μια ιστορία. Πρόκειται για μια διαδικασία που πραγματικά απολαμβάνω ιδιαίτερα, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που πολλές φορές με απορροφά και τη συνεχίζω ακόμη κι αν έχω αντλήσει τις πληροφορίες που χρειάζομαι για το βιβλίο. Όσο για το θέμα της θρησκείας, της θρησκοληψίας και του φανατισμού, η προσέγγιση έπρεπε να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, για να φανούν ξεκάθαρα τα όρια ανάμεσά τους και να μη θιγεί το θρησκευτικό συναίσθημα των αναγνωστών. Ήθελα να καταστήσω σαφές ότι η θρησκεία και η θρησκοληψία είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, με το δεύτερο να καθίσταται επικίνδυνο -όπως και καθετί ακραίο- τόσο για τον άνθρωπο όσο και για την κοινωνία. Αν ανατρέξουμε, άλλωστε, στην ιστορία, θα διαπιστώσουμε εύκολα πόσο καταστροφικές συνέπειες είχε η παραβίαση των μεταξύ τους ορίων.

Στα τελευταίο βιβλίο σας, Το χέρι του Θεού, Εκδόσεις Μίνωας 2021, αλλά και σε όλα σας τα πονήματα, ο αναγνώστης δεν συναντά τον τρόμο με αναλυτικές περιγραφές βίας, αλλά μια ιστορία που τη χαρακτηρίζει η ζωντάνια και η παραστατικότητα, με ανατροπές και κρυμμένα μυστικά που αποκαλύπτονται στο τέλος του έργου. Σε ποιον βαθμό ο ρεαλισμός εμπλέκεται στη μυθοπλασία και το αντίστροφο;

Παρότι οι ιστορίες μου έχουν το έγκλημα ως κοινό παρονομαστή (επομένως η βία είναι ένα στοιχείο απαραίτητο), δεν μου αρέσει να σκορπώ περιττό αίμα στις σελίδες, αλλά τόσο όσο χρειάζεται για να υπάρχει στις συγκεκριμένες σκηνές ζωντάνια και πειστικότητα. Ο στόχος μου δεν είναι να τρομάξω τον αναγνώστη, μα να τον παρασύρω στο μυστήριο που αποπνέει κάθε ιστορία, να τον κάνω να αισθανθεί αγωνία, ακόμα και να τον εμπλέξω στην προσπάθεια να βρει τον ένοχο. Οι ήρωές μου είναι αυτό που λέμε «άνθρωποι της διπλανής πόρτας», άτομα που ο καθένας έχει συναντήσει. Σε αυτό το σημείο έγκειται ο ρεαλισμός, γιατί κατά τα άλλα -ευτυχώς, βέβαια- οι ιστορίες μου είναι πέρα για πέρα αποκυήματα της φαντασίας μου. Όμως, ο τύπος του θρησκόληπτου, του φανατικού, του παθιασμένου με το χρήμα, του φιλόδοξου, του αρρώστου που αναζητά απελπισμένα και με κάθε κόστος την ίαση, εκείνου που καταλήγει στην αυτοδικία για να αποδώσει δικαιοσύνη, του ανθρώπου που βρίσκει τη δύναμη να ξανασταθεί στα πόδια του μετά από μια φοβερή τραγωδία -για να αναφερθώ σε μερικούς από τους χαρακτήρες των βιβλίων μου- είναι εύκολα αναγνωρίσιμος, υπάρχει γύρω μας. Πιστεύω πως, όταν οι ήρωες είναι ρεαλιστικοί, βγαλμένοι από την ίδια τη ζωή, ο αναγνώστης μπορεί ευκολότερα να ταυτιστεί μαζί τους, να τους αγαπήσει ή να τους μισήσει, να τους συμπονέσει ή να τους καταδικάσει, ακόμα και να αναγνωρίσει σε αυτούς στοιχεία από τον δικό του χαρακτήρα ή σκέψεις και προβληματισμούς που έχει και ο ίδιος.

 

Τελικά η αστυνομική λογοτεχνία και το ψυχολογικό θρίλερ έχουν μυστικά και ιδιαίτερες τεχνικές τις οποίες ακολουθείτε;

Ωραία ερώτηση, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Ακολουθώ περισσότερο το ένστικτό μου παρά κάποια συγκεκριμένη «συνταγή». Πιστεύω πως κυρίαρχο ρόλο σε ένα ψυχολογικό θρίλερ παίζει το μυστήριο, η βαθιά ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων και η ανατροπή, μια ανατροπή που όμως πρέπει να δικαιολογείται πλήρως, διαφορετικά ούτε πιστευτή γίνεται ούτε ικανοποιεί τον αναγνώστη. Μου αρέσει να παρομοιάζω κάθε ιστορία που γράφω με ένα παζλ. Για να ολοκληρωθεί, χρειάζεται να μπουν όλα τα κομμάτια στη σωστή σειρά, να «κουμπώσουν» το ένα με το άλλο. Αυτή είναι η δυσκολία αλλά και η γοητεία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Δεν πρέπει να μείνει κανένα κενό, κανένα αναπάντητο ερώτημα, η εικόνα οφείλει να είναι άρτια, σαφής και κυρίως αληθινή.

Η πιο δύσκολη συγγραφικά σκηνή του τελευταίου σας βιβλίου ποια ήταν για εσάς; Ποια συναισθήματα σας δημιούργησε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του;

Οι σκηνές που με δυσκόλεψαν ήταν αρκετές, νομίζω όμως ότι η δυσκολότερη ήταν αυτή που περιγράφει τον θάνατο ενός συγκεκριμένου προσώπου. Δεν μπορώ να δώσω λεπτομέρειες, γιατί θα αποκαλύψω στοιχεία που δεν πρέπει να αποκαλυφθούν σε όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, αλλά η συγκεκριμένη σκηνή σβήστηκε και ξαναγράφτηκε πολλές φορές, για να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο πειστική και για να αιτιολογηθεί απόλυτα η επιλογή του ανθρώπου αυτού (άντρα ή γυναίκας) να δώσει τέλος στη ζωή του, ενώ πίστευε ακράδαντα ότι η αυτοκτονία είναι μέγιστη αμαρτία. Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο επιλέγει να αυτοκτονήσει με φόρτισε πολύ συναισθηματικά, γιατί ήταν μαρτυρικός και πέρα για πέρα συμβολικός. Αμφιταλαντεύτηκα για το κατά πόσο είναι σωστό να οδηγηθεί στη συγκεκριμένη επιλογή, αλλά τελικά το τόλμησα, θεωρώντας ότι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο. Νομίζω ότι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο καταλαβαίνουν σε ποια σκηνή αναφέρομαι.

Έχετε σκεφτεί να επιστρέψετε στο κοινωνικό μυθιστόρημα ή η αστυνομική λογοτεχνία είναι πια μονόδρομος για την Ελευθερία Μεταξά;

Θεωρώ ότι η αστυνομική λογοτεχνία ούτως ή άλλως έχει έντονο το κοινωνικό στοιχείο, αφού το έγκλημα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Υπό αυτή, λοιπόν, την έννοια δεν έφυγα ποτέ από το κοινωνικό μυθιστόρημα. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο εγκληματίας δεν γεννήθηκε κακός∙ τον έκαναν οι συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε, τα τραύματα του παρελθόντος, οι δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του και στις οποίες δεν κατάφερε να αντεπεξέλθει, οι άνθρωποι που αποτέλεσαν τον περίγυρό του και επηρέασαν τον χαρακτήρα του. Το έγκλημα, αν εξαιρέσουμε τις ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, έχει πάντα κοινωνικό υπόβαθρο. Θέλω, λοιπόν, να πιστεύω ότι τα βιβλία μου δεν αφηγούνται απλώς μια ιστορία μυστηρίου, αλλά έχουν και διαστάσεις κοινωνικές. Γι’ αυτό και σε όλα μου τα μυθιστορήματα προσπαθώ να αναλύσω σε βάθος την ψυχολογία κάθε ήρωα -ιδιαίτερα του «κακού»-, να εντοπίσω τις αιτίες που καθόρισαν τη συμπεριφορά του, τα κίνητρα των πράξεών του.

Όταν αρχίζετε να γράφετε ένα βιβλίο, γνωρίζετε εκ των προτέρων την πορεία και το τέλος στο οποίο θα οδηγηθεί η αφήγηση ή αυτό εξελίσσεται σταδιακά κατά τη διάρκεια της συγγραφής;

Στα πρώτα μου βιβλία ήξερα την αρχή και το τέλος, στα τρία τελευταία όμως (το Αθώοι ένοχοι, το Χέρι του Θεού και αυτό που πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο από τις εκδόσεις Μίνωας) άφησα την ίδια την ιστορία να με οδηγήσει. Ήταν πράγματι μια ιδιαίτερα συναρπαστική διαδικασία, αφού ένιωθα πως έγραφα τα βιβλία μαζί με τους ήρωές μου (ναι, ξέρω πως αυτό ακούγεται κάπως παρανοϊκό, αλλά είναι η αλήθεια), κάτι που πολλές φορές αποδείχτηκε δύσκολο, καθώς κάθε ήρωας -λόγω χαρακτήρα και προσωπικής ιστορίας- προτιμούσε να ακολουθήσει έναν δρόμο διαφορετικό από αυτόν που σκόπευα να χαράξω εγώ ή που προέκυπτε από την εξέλιξη της ιστορίας. Βέβαια, στο τέλος, με… δημοκρατικές διαδικασίες, πήρα την κατάσταση στα χέρια μου, γιατί, αν αυτονομηθούν οι ήρωες και κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, η ιστορία μάλλον δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ!

Σε ποιο βαθμό η κινηματογραφική γραφή, η τόσο παραστατική και ζωντανή, που κατά κάποιον τρόπο χαρακτηρίζει τα έργα σας, είναι επηρεασμένη από τις σπουδές σας στην υποκριτική τέχνη;

Πιστεύω ότι οι σπουδές μου στην υποκριτική και η ενασχόλησή μου για αρκετά χρόνια με αυτήν με έχουν επηρεάσει πολύ. Προσπαθώ σε κάθε «σκηνή» να λειτουργήσω ως ηθοποιός, να κατανοήσω τον χαρακτήρα κάθε ήρωα, τα κίνητρα και τις βαθύτερες σκέψεις του. Πολύ συχνά «παίζω» τις σκηνές (ερμηνεύοντας, βέβαια, όλους τους ρόλους – άλλη παράνοια αυτή!), για να ελέγξω την πειστικότητα και την αλήθεια τους, επιχειρώ να τις σκηνοθετήσω και μετά να μπω στη θέση του θεατή. Σε μια θεατρική παράσταση ή σε μια κινηματογραφική ταινία -πολλές φορές και σε μια τηλεοπτική σειρά- ο θεατής παρασύρεται από αυτό που βλέπει, μπαίνει σε μια άλλη πραγματικότητα, δεν παρακολουθεί απλά αλλά ως έναν βαθμό συμμετέχει, συμπάσχει. Αυτό επιχειρώ να κάνω και μέσα από τις σελίδες των βιβλίων μου, να παρασύρω δηλαδή τον αναγνώστη στο δικό μου ταξίδι, να του δημιουργήσω εικόνες, να «μπει» κι αυτός στην ιστορία, να ψάξει για στοιχεία μαζί με τον αστυνόμο Βαρσάμη και την Έλσα Γληνού, και -γιατί όχι;- να ανακαλύψει τον ένοχο.

 

Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το μέλλον του έντυπου βιβλίου; Εσείς διαβάζετε ηλεκτρονικά;

Η αλήθεια είναι πως δεν μου αρέσει να διαβάζω ηλεκτρονικά. Προτιμώ να κρατάω το βιβλίο στα χέρια μου, να γυρίζω μία μία τις σελίδες, να οσφραίνομαι τη μυρωδιά που αναδίδουν. Όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, η τεχνολογία, ως αναπόσπαστο πλέον κομμάτι της ζωής μας, έχει εισχωρήσει και στον χώρο του βιβλίου. Είναι πολλοί εκείνοι που προτιμούν το ηλεκτρονικό βιβλίο, είτε επειδή έχουν μεγάλη εξοικείωση με την τεχνολογία είτε για καθαρά πρακτικούς λόγους. Ευελπιστώ ότι το έντυπο βιβλίο θα μας κρατά συντροφιά για πολλά χρόνια ακόμα, θεωρώ όμως πολύ πιο σημαντικό να συνεχίσουμε να αγαπάμε το βιβλίο παρά να εστιάζουμε στη μορφή που θα έχει.

 

Πρόσφατα ανακοινώσατε στα social media ότι η λέξη ΤΕΛΟΣ γράφτηκε στο νέο σας έργο. Μπορείτε να μας πείτε κάτι γι’ αυτό;

Το καινούργιο βιβλίο θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο από την αγαπημένη οικογένεια των εκδόσεων Μίνωας. Πρόκειται για μια ακόμα περιπέτεια του αστυνόμου Μάνου Βαρσάμη και της ψυχολόγου Έλσας Γληνού, αλλά αυτή τη φορά η αφορμή για τη σειρά των φόνων που καλείται να επιλύσει το πρωταγωνιστικό δίδυμο ανάγεται στο μακρινό παρελθόν και συγκεκριμένα στη Σμύρνη του 1922. Ένα μεγάλο, λοιπόν, μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται στη συγκεκριμένη εποχή, κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να μελετήσω σε βάθος αυτές τις τόσο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας και να επιχειρήσω να αποτυπώσω στο χαρτί τις εικόνες της καταστροφής και τις προσπάθειες των προσφύγων να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στην Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο τη φτώχεια και τις κακουχίες αλλά -σε αρκετές περιπτώσεις- και την αντίδραση των γηγενών στην εγκατάστασή τους στη μητέρα-πατρίδα. Το παρελθόν μπλέκεται με το παρόν και ο μόνος τρόπος να οδηγηθεί ο Μάνος και η Έλσα στην αλήθεια είναι να ταξιδέψουν νοερά στη Σμύρνη του 1922 και να παρακολουθήσουν την πορεία των ηρώων από εκεί μέχρι σήμερα. Αγαπώ πολύ τα ιστορικά βιβλία και την ιστορία γενικότερα και στο νέο μου μυθιστόρημα ικανοποίησα σε μεγάλο βαθμό αυτή μου την αγάπη.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular