Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Οι εμπρηστές, Τζαν Κάρσον, Eκδόσεις Βακχικόν

Η Τζαν Κάρσον γράφει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για την κληρονομιά της βίας στο Μπέλφαστ. Επηρεασμένη από τη γραφή του Τζέιμς Τζόις[i] και του Μπόρχες,[ii] από το ρομαντικό γκόθικ (gothic) και τον μαγικό ρεαλισμό, καθρεφτίζει την post-Troubles Belfast εποχή, αλλά και τον δυστοπικό κόσμο μας.

Το έργο της Οι εμπρηστές (εκδόσεις Βακχικόν 2023, μετάφραση Απόστολου Θηβαίου) διαδραματίζεται στο Ανατολικό Μπέλφαστ τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, δεκαέξι χρόνια μετά την ειρηνευτική «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» (1998), η οποία τερμάτισε τρεις δεκαετίες βίας στη Βόρεια Ιρλανδία μεταξύ καθολικών εθνικιστών (που αγωνίζονταν για μια ενωμένη Ιρλανδία) και προτεσταντών (που επιθυμούσαν η Ιρλανδία να παραμείνει ως μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου), και υπό τον φόβο των συνεπειών του Brexit.

Πρόκειται για ένα καυτό καλοκαίρι και καθώς πλησιάζει η δωδεκάτη Ιουλίου, όπου οι φωτιές στο Μπέλφαστ ανάβουν, προκειμένου να γιορτάσουν τη νίκη του προτεστάντη βασιλιά Γουλιέλμου Γ΄ της Αγγλίας (Billy)  επί του καθολικού βασιλιά Ιάκωβου Β΄ της Αγγλίας (1690), γιορτές διαδραματίζονται στον δρόμο και μπάντες πιστών παρελαύνουν, οι εντάσεις αυξάνονται και οι φωτιές είναι διάσπαρτες στο Ανατολικό μέρος της πόλης. Προκειμένου να αμβλυνθούν οι δυσάρεστες συνέπειες, επιβάλλεται ένα όριο ύψους τριάντα ποδιών στις φωτιές της Ενδεκάτης Νύχτας. Αυτό όμως προκαλεί διαμαρτυρίες για προσβολή των πολιτικών ελευθεριών, οι οποίες αυξάνουν τη βία. Ένα βίντεο στο διαδίκτυο από άτομο με κουκούλα που αυτοαποκαλείται The Fire Starter, προτρέπει τον κόσμο να ανάψει φωτιές σε όλη την πόλη σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Καθώς η πόλη καίγεται, δύο άγνωστοι μεταξύ τους άντρες, ο Σάμι Άγκνιου και ο Τζόναθαν Μάρεϊ, ανακαλύπτουν ότι τα παιδιά τους είναι ικανά να καταστρέψουν την πόλη. Αποφασίζουν να τα εμποδίσουν.

Ο Σάμι υπήρξε τρομοκράτης στα νιάτα του. Πλέον είναι παντρεμένος και με τρία παιδιά. Ζει σ’ ένα μεγάλο σπίτι σε ωραίο μέρος του Ανατολικού Μπέλφαστ με τη σύζυγό του Πάμελα και τον μεγαλύτερο γιο του Mαρκ, ο οποίος κλεισμένος διαρκώς στη σοφίτα, έχει διακόψει την επικοινωνία με την οικογένεια. Όταν ο Σάμι βλέπει στην τηλεόραση το βίντεο του Fire Starter, από τις κινήσεις αναγνωρίζει τον γιο του. Ο φόβος ότι θα ακολουθήσει τα δικά του νεανικά βήματα, η ενοχή ότι το δικό του παρελθόν είναι η αιτία για τις καταστροφικές τάσεις του γιου του, θα τον συγκλονίσει.

[…] Ο Μαρκ δεν είναι σπίτι απόψε. Πέμπτη βράδυ είναι η μόνη φορά που βγαίνει. Ο Σάμι δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται. Η Πάμελα ακόμα λιγότερο. Κάθε Πέμπτη τα τελευταία δυο χρόνια, γύρω στις έξι και τέταρτο το αγόρι κατεβαίνει με πάταγο τις σκάλες και φεύγει δίχως να λέει περισσότερα από «τα λέμε μετά» στους γονείς του που κάθονται σαν ένα ζευγάρι βαλσαμωμένα περιστέρια στον καναπέ του σαλονιού τους. […]  (σελ. 339)

Ο Τζόναθαν είναι παιδί προνομιούχων οικονομικά γονέων οι οποίοι τον απέκτησαν λόγω κοινωνικών συμβάσεων, όχι από γονεϊκό ενδιαφέρον. Θεωρώντας τον βάρος, τον εγκατέλειψαν στην εφηβεία και μετανάστευσαν σε άλλη χώρα. Το παιδί τους μεγάλωσε μακριά από τις φωτιές και τη βία των δρόμων του Μπέλφαστ, αλλά χωρίς τη μητρική αγκαλιά. Δύστροπος άνθρωπος ο Τζόναθαν, γεμάτος φοβίες, κοντά στα τριάντα, είναι παθολόγος γιατρός σήμερα. Μια γυναίκα, η οποία αρέσκεται στο υγρό στοιχείο, την οποία αποκαλεί σειρήνα, θα του πάρει τα μυαλά. Θα γεννήσει την κόρη τους και θα εξαφανιστεί, αφήνοντας σε εκείνον το μωρό. Ο εγκαταλειμμένος για δεύτερη φορά Τζόναθαν, σίγουρος πως η μικρή θα πάρει τη δύναμη της φωνής της μητέρας της, συγκεντρώνει τον ιατρικό εξοπλισμό και τα φάρμακα που απαιτούνται για να της κόψει τη γλώσσα, ώστε να μην προκαλέσει στο μέλλον κακό ως σειρήνα.

[…] Νιώθουν ανακούφιση να βλέπουν πως έχω μαλακώσει από τότε που ήρθε στη ζωή μου η Σόφι. Γελώ πιο εύκολα τώρα πια. Ξοδεύω περισσότερο χρόνο με τους ασθενείς μου και περιστασιακά δεν ξεχνώ να ρωτήσω τους άλλους γύρω μου για το πώς πέρασαν το Σαββατοκύριακο. Όταν λέω τη λέξη «κόρη» υπάρχει ένα είδος συστολής στη φωνή μου, ακριβώς όπως ένα θρησκόληπτο πρόσωπο ακούγεται όταν προφέρει τη λέξη «Θεός». […] (σελ. 355)

Το μυθιστόρημα κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία. Μέσα στο ζεστό καλοκαίρι, όπου όλοι φαίνεται να χάνουν τους ρυθμούς τους, το Μπέλφαστ γίνεται μια πόλη έντασης, καπνού και πυρκαγιών. Οι πρωταγωνιστές παλεύουν με τα τραύματα και τις φοβίες τους. Η μνήμη κυριαρχεί, όπως και το στοιχείο του υπερρεαλισμού.

 […] Αυτό είναι το Μπέλφαστ τον Ιούλιο. Έχει τόση ζέστη που δεν μπορείς καν να σκεφτείς καθαρά· τέτοια θερμοκρασία δεν μπορεί να θρέψει τίποτε άλλο έξω από περισσότερη θερμότητα.

Απόψε ο χτύπος της καρδιάς της πόλης μπορεί να ακουστεί καθαρά χωρίς κανενός είδους βοήθεια. Ταντάμπ, ταντάμπ, ταντάμπ: ο βροντερός ήχος των κρουστών μες στους στενούς δρομίσκους. Ξανά και ξανά, όλο και πιο καθαρά, ώσπου ολόκληρη η πόλη να κρατάει την ανάσα της πάνω σε αυτό τον καθορισμένο ρυθμό. Ο θόρυβος αρχινά με τα πιατικά του δείπνου και αγγίζει τη βαθύτερη χροιά του το ξημέρωμα. […]

Ταντάμπ, ταντάμπ, ταντάμπ. Από απόσταση, ο ήχος μαλακώνει, μοιάζει περισσότερο με κεραυνό. Είναι ο ήχος που κάνουν τα μεγάλα τύμπανα που κρέμονται από τον λαιμό, ζυγιασμένα καλά επάνω στην κοιλιά. Τα χτυπάνε με μικρά ραβδιά, τόσο γρήγορα που νομίζεις πως κάποιο τραύλισμα είναι παγιδευμένο στον καρπό του τυμπανιστή, ένα διαβολεμένο πράγμα που αψηφά τους νόμους της ταχύτητας. Τα κρουστά λέγονται λάμπεγκ. Έτσι ονομάζεται και ένα μικρό χωριό ανάμεσα στο Λίσμπερν και το Μπέλφαστ. […] (σελ. 171-172)

Η Κάρσον, εκτός από τη γυναίκα σειρήνα, (η οποία παραπέμπει και στη χρήση του ομηρικού μύθου από τον επίσης Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις), ενσωματώνει όντα ιδιαίτερα, (επιρροή από «Το Βιβλίο των φανταστικών όντων» του Μπόρχες): το αγόρι με τις ρόδες αντί πόδια, το αγόρι που αντικρίζει το μέλλον σε κάθε υγρή επιφάνεια, το κορίτσι με τα φτερά στην πλάτη, το κορίτσι που περιστασιακά μεταμορφώνεται σε βάρκα, που τα χέρια του μετατρέπουν τα πάντα σε Χριστούγεννα. Τα παιδιά αυτά έχουν παραμορφώσεις (ειδικές δυνάμεις) που αποδεικνύονται προβληματικές για τους αγχωμένους γονείς και απηχούν τα δεινά του Τζόναθαν και του Σάμι. 

Οι ταραχές αποτελούν παρελθόν πια. Έτσι λένε οι εφημερίδες και η τηλεόραση. […] Οι ταραχές έχουν μόλις ξεκινήσει […], γράφει η συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου. (σελ. 20-21)

Η Κάρσον επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση για τον Τζόναθαν και την τριτοπρόσωπη για τον Σάμι, ενσωματώνοντας (με πλαγιογράμματη γραφή) έναν παντογνώστη αφηγητή και για τα «Άτυχα παιδιά», τα παιδιά με ξεχωριστά χαρίσματα-παραμορφώσεις.

Το μυθιστόρημα είναι ένα οδοιπορικό στη Βόρειο Ιρλανδία· ένας χάρτης της κουλτούρας και της θρησκείας της, των αγώνων και των ηρώων, των τραγουδιών και των τελετουργιών της. Μεταφέρει το κλίμα και την ψυχολογία των κατοίκων της. Βαδίζουμε στους δρόμους του Μπέλφαστ, παρακολουθούμε τα πολιτικά ήθη, την ταξική διαστρωμάτωση.

Παράλληλα, είναι ένας κόλαφος κατά του κυνισμού και της ωμότητας της εποχής μας. Μια θλιβερή καταγραφή της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Φέρνει στην επιφάνεια τις εμμονές του, την εσωτερική και υπαρξιακή του ερημιά, αλλά και τη λαχτάρα για αγάπη και ανήκειν. Ψέγει τον κομφορμισμό και την απερισκεψία πολλών γονέων οι οποίοι θεωρούν πως μπορούν να μεγαλώνουν παιδιά πληρώνοντας. Στηλιτεύει τις υπερβολικές απαιτήσεις που έχουν από αυτά, οι οποίες τα συνθλίβουν στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν. Κυρίως όμως είναι ο καθρέφτης της νέας γενιάς, μιας γενιάς που μεγαλώνει με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, την τηλεόραση, τα κοινωνικά δίκτυα.

Το βιβλίο παραπέμπει στην Κραυγή του Έντβαρτ Μουνκ. Εισχωρεί στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχοσύστασης, τη σχετική με τον πόλεμο και την αγριότητα, τον φθόνο και την εκδίκηση, την κατίσχυση των ενστίκτων. Οι εμπρηστές της Τζαν Κάρσον συνιστούν μια καταπληκτική τοιχογραφία της εποχής. Είναι το πανόραμα ενός κόσμου με αντικαταθλιπτικά και αντιβιοτικά, ψυχικές ασθένειες, σωματική και λεκτική βία, αδικοπραγία, βία ανηλίκων. Θέτει τον προβληματισμό εάν η επιθετικότητα είναι εγγενής (βιολογική) ή επίκτητη (μπιχεβιορισμός). Κατά πόσον η κοινωνία αποτελεί ένα εργαστήρι αναπαραγωγής της βίας, κατά πόσον τα παιδιά μιμούνται τους γονείς ακολουθώντας το παράδειγμά τους, εάν τα σφάλματα της παλιάς γενιάς κληρονομούνται στις νέες. Όμως και κατά πόσον η παιδεία συνεισφέρει στην άμβλυνση. Ποιος είναι ο ρόλος της ευφυΐας. Αναφέρεται επίσης στη γοητεία, αλλά και στο αδιέξοδο της βίας.

Οι περιγραφές της Κάρσον είναι λυρικές. Εστιάζουν τόσο στους ανθρώπους όσο και στα κτίρια και στους δρόμους. Τα εκφραστικά μέσα γοητεύουν με την πρωτοτυπία και την εφευρετικότητα. Το ίδιο και η διακειμενικότητα, οι αναφορές σε σύγχρονες τηλεοπτικές εκπομπές, στην αρχαία ελληνική μυθολογία, τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη ζωγραφική.

Με φόντο μια πόλη στις φλόγες, η Κάρσον συγγράφει ένα πολιτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα που δραματοποιεί την αστάθεια μιας περιοχής η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να εκραγεί ξανά. Καταφέρνει να τονίσει το τραύμα της κληρονομιάς, την κληρονομιά ενός γονέα σε ένα παιδί, αλλά και την κληρονομιά μιας κοινότητας με πολιτικά προβλήματα, όπως της Βόρειας Ιρλανδίας.

Το μυθιστόρημα εξαίρει το βάρος της γονεϊκότητας, αλλά και το αδιέξοδο της βίας με τις γροθιές, τα όπλα, τις βόμβες. Η μυθοπλασία σοκάρει με τη διεισδυτικότητά της όσον αφορά τη νέα εποχή και ιδιαίτερα με την αντιφατικότητα της νέας γενιάς η οποία μπορεί να είναι ευγενική και ταυτόχρονα χωρίς καμία συναίσθηση να καταστρέφει τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία. Η ειρωνεία είναι διάχυτη όσον αφορά τις αμερικανιές και τη «διαπαιδαγώγηση» της τηλεόρασης.

Αξίζει να εξάρουμε το μεταφραστικό έργο του Απόστολου Θηβαίου ο οποίος κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο να μεταφέρει τον λυρισμό και την ποιητικότητα της γραφής της Κάρσον. Το βιβλίο διαβάζεται υπέροχα και χάρη στις αναλυτικές σημειώσεις που επεξηγούν τις αναφορές στη γεωγραφία και την ξένη κουλτούρα, εξοικειώνοντας με το άγνωστο.

Οι εμπρηστές της Τζαν Κάρσον τιμήθηκαν δικαίως με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2019. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες, ενώ είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως που κυκλοφορεί στα ελληνικά χάρη στις εκδόσεις Βακχικόν.

[i] James Joyce, 1882-1941

[ii] Jorge Luis Borges, 1899-1986

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular