Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

[…είσαι ένα ερείπιο

ένα σεβαστό ερείπιο…]

Ματέιο Καρατζιάλε

Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της Παλιάς Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου, Ματέιου Καρατζιάλε, Εκδόσεις Βακχικόν

Εισαγωγή του Γιώργη Έξαρχου, από τις εκδόσεις Βακχικόν

Είναι εκείνο το φιλμ, αφιερωμένο στην ζωή του Κουβανού συγγραφέα Ρεϊνάλντο Αρένας. Λίγο μετά την επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο που σήμερα λήγει άδοξα, κουρελιασμένη από διαψεύσεις και αποτυχίες, ο διάσημος συγγραφέας – τον υποδύεται ο Ισπανός Χαβιέρ Μπερδέμ σε μια συγκλονιστική  στιγμή που τον καθιερώνει στον διεθνή κινηματογράφο – ο Αρένας αποφασίζει να επιλέξει τον δρόμο της φυγής. Το καθεστώς στοχεύει στην αποκατάσταση της ηθικής που η προηγούμενη τάξη πραγμάτων είχε διαταράξει. Στην καινούρια Αβάνα που χτίζεται από τον λαό δίχως επίγνωση το διαφορετικό και το αιρετικό δεν έχουν καμία θέση. Από το λιμάνι του Μαριέλ ο Αρένας θα εγκαταλείψει για πάντα την πατρίδα του, έχοντας βιώσει το πιο σκληρό πρόσωπο. Φυλακίσεις, απομόνωση, διαπόμπευση, μερικά μόνο από τα στάδια που το νέο καθεστώς επιφυλάσσει για τους αρνητές και τους ομοφυλόφιλους. Μα πριν φύγει, αυτός ο άνθρωπος των παθών που φωτίζεται στο μοναδικό μυθιστόρημα «Πριν Πέσει η Νύχτα» επιδίδεται σε μια νύχτα ακολασίας. Πρόκειται για μια ύστατη πράξη αποχαιρετισμού στην  νεότητα, το πάθος, την ελευθερία που κατεδαφίζεται σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πολιτεία και χωριό της Κούβας. Σε ένα απόκοσμο σκηνικό, σε μια αθέατη αυλή οδοντιατρείου, όπως εκείνη ενός δικού μας, αυτόχειρα ποιητή, ντυμένος το σχήμα ενός Ιησουίτη μοναχού, ο Αρένας βιώνει στο έπακρο τον εαυτό του. Ανάμεσα στους άλλους σχισματικούς, επιδίδεται σε έναν ξέφρενο χορό που μόνο το τέλος της νύχτας θα ολοκληρώσει.

Δεκαετίες πριν, ένας άλλος αιρετικός, αυτήν την φορά της ποίησης, περιδιαβαίνει τις πιο κακόφημες γωνιές της ζωής. Θυμάται πρόσωπα νεανικά, Αντίνοους που πέρασαν και χάθηκαν μες στις κακόφημες συνοικίες της Αλεξάνδρειας. Θυμάται έκπτωτους απογόνους που συντρίφτηκαν κάτω από το βάρος της ιστορίας και των ονομάτων. Ανακαλεί δρόμους, σκηνές, μαρτυρίες και χρονικά μετατρέπονται στα χέρια του σε ένα απέραντο υλικό. Και στο περιθώριο η ζωή με την αθωότητα, με τον παιγνιώδη και ειρωνικό της χαρακτήρα να προικίζει εκείνα τα ίδια ποιήματα με το βάθος της σοφίας, με την ριπή μιας ανίκητης νοσταλγίας. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης βαδίζει στους δρόμους πάνω από την προκυμαία της πόλης, εισέρχεται σε μια άλλη ζωή και έπειτα ζωγραφίζει το περίγραμμά της. Μα τίποτε δεν συγκρίνεται με το παρελθόν, με τα κορμιά που σμίγουν μες στα λερά δωμάτια, με τους τοίχους που γκρεμίζονται πάνω από τους εραστές. Η Αλεξάνδρεια και η ιστορία, εκείνη η λαϊκή που κάποτε στάθηκε δοξασία και μύθος μετατρέπονται στα εγκόλπια, στα βαριά, χρυσά περιδέραια και τα υφάσματα. Και πάλι φωτίζουν ικανά την σκηνή μιας πράξης ερωτικής που διαφεύγει από κάθε πορνογραφική διάσταση και τοποθετεί την ψυχή και την ανάμνηση στο επίκεντρό της.

Με αυτούς μοιάζουν οι θεληματικά εξόριστοι από τον καιρό τους χαρακτήρες του κορυφαίου έργου της ρουμανικής λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα του Ματέιου Καρατζιάλε, μιας ηγεμονικής φιγούρας για την λογοτεχνία της χώρας του, «Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της Παλιάς Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου» χαρίζει μια δεύτερη ευκαιρία σε εκείνη την παλιοπαρέα της  χαμένης πια εποχής. Ο Πασαντίας, ο Πανταζής, ο Πίργκου και ο Παραμυθάς, παράδοξα πνεύματα, αύρες μιας εποχής που κλείνει τους λογαριασμούς της και αφήνει την σκιά της να μακρύνει, όπως όλα τα πράγματα που στέκουν στην βαθιά απόσταση του χρόνου. Την υγεία του δικού τους καιρού δοκίμασαν οι κοινωνικές αλλαγές, οι διαρκείς επαναστάσεις που διέψευδαν τους εαυτούς τους, αφήνοντας μια ρυτίδα πάνω στην ιστορία. Την υγεία των τεσσάρων αυτών φίλων κλόνισαν τα ταξίδια, οι συναλλαγές στις βασιλικές αυλές οίκων που ξέπεσαν, η υγρασία εκείνων των σιωπηλών μεγάρων που στέκουν ολομόναχα σαν τους ανθρώπους της ηλικίας που είπαμε τρίτη σε μία δίχως προηγούμενη περίληψη των δεκαετιών.

Και πού δεν ταξίδεψαν οι καρδιακοί φίλοι του Καρατζιάλε που δαπανώνται και όλο θυμούνται τα έργα και τις ημέρες της νιότης. Ο Ρουμάνος συγγραφέας που με αυτό του το έργο κατακτά μια ξεχωριστή θέση στο μεγάλο, εν προόδω ευρωπαϊκό μυθιστόρημα και τοποθετεί την χώρα του ανάμεσα σε εκείνες που κάτι κατορθώνουν να προσθέσουν στην μεγάλη υπόθεση της λογοτεχνίας αποκαλύπτει όπως ο Κορνέλ, ονόματα και πράγματα ποιητικά. Η πρόστυχη ζωή, εκείνο το αδιαφιλονίκητο παρόν που στέκει προτεραιότητά μας κερδίζει το μερίδιο που του αναλογεί, τιμάριο φθοράς και την ίδια στιγμή βλέμμα του Ορφέα, γεμάτου από την αίσθηση της στιγμής. Στο φόντο ονόματα και χαρακτήρες της ιστορίας που γράφτηκε από την γενιά τους, σε μια εξαντλητική παράθεση και σημειώσεις που συνιστούν ένα ακέραιο εγχειρίδιο, έξω και πέρα από τον μύθο.

Οι Εκδόσεις της οδού Ασκληπιού επαναφέρουν σε εισαγωγή του Γιώργη Έξαρχου και μετάφραση της Άντζελας Μπράτσου αυτό το κορυφαίο μυθιστόρημα. Ένας κόσμος βυζαντινός, με μια αίσθηση θλιμμένη δόξας στο φόντο ξεφυλλίζεται σαν όνειρο από τον Ματέιου Καρατζιάλε. Και οι χαρακτήρες του γίνονται άγγελοι αιφνίδιοι που κάποτε δοκίμασαν την έκσταση μα τώρα σαρώνονται από τον απαραβίαστο χρόνο θυμούνται και ζουν με έκσταση. Έχουν για πανωφόρι τους αυτόν τον ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ τους και αποκαλύπτονται στα κεφάλαια του βιβλίου, καθένα αφιερωμένο σε έναν από τους χαρακτήρες του έργου. Ο ήχος της ρουμανικής κοινωνίας των αρχών του περασμένου αιώνα αποκαλύπτεται σε αυτό το ξεχωριστό και ευφάνταστο μυθιστόρημα, γεμάτο από παλιά πορφύρα και ρημαγμένους οίκους. Ερημίτες πια, στολισμένοι από το χέρι του χρόνου, ξεδιψούν από τις στάχτες μιας περασμένης ζωής που φωτίζεται για να καταμαρτυρήσει με τον μοναδικό τρόπο του συγγραφέα εκείνη την εξελικτική πορεία που σημειώνεται ερήμην μας και αλλάζει τον κόσμο τριγύρω. Και έτσι οι τέσσερις φίλοι νιώθουν μες στις σελίδες της «Παλιάς Ηγεμονικής Αυλής» πως μπορούν πια να ανακαλέσουν όλα όσα με σεισμό και με πλημμύρα αγάπησαν στα χρόνια της ακμής τους. Τώρα οι άνθρωποι του καιρού τους έχουν καταχωρηθεί μες στις σελίδες της ιστορίας και φαντάζουν κενές λέξεις στο βεστιάριο του καιρού. Μισοί δοσμένοι στο παρόν τους και πάλι μισοί σε μια άλλη βιογραφία αφοσιωμένοι, οι άνθρωποι του  Καρατζιάλε φέρνουν στην επιφάνεια όλα εκείνα που σήμερα μοιάζουν με συγγενείς εξ αίματος σε έναν άγνωστο κόσμο. Άστεγη η θλίψη τους, πικραμένη ποτίζει τις σελίδες αυτού του βιβλίου και ανοίγει τους ίδιους παλιούς δρόμους πίσω από τα βλέφαρά τους.

«Λευκά καμπαναριά ανάμεσα σε πένθιμα κυπαρίσσια» γράφει ο Καρατζιάλε για το Βουκουρέστι που θυσιάζει κάθε παλιό του έρωτα. Μια αριστοκρατική συνενοχή σαν αυτή που σημαδεύει κάθε αυθεντική θυσία κοσμεί μοναδικά τις σελίδες του βιβλίου. Οι φίλοι, σαν τα ξύλινα άλογα της Μεσσήνης στρέφουν τα νώτα τους σε εκείνα τα χρόνια. Σε κάποιο άλλο βιβλίο ίσως να κλείνονταν δακρυσμένοι μες στους εαυτούς τους, όμως στην περίπτωση των «Πορφυρογέννητων Ρεμαλιών» μοιάζουν με μοναχικούς, καταθλιπτικούς ναρκίσσους και όλο ταξιδεύουν σε εκείνον τον κόσμο που ξεμακραίνει αφήνοντας εδώ και εκεί φτερά πεταλούδας, μικρά ξερά λουλούδια, ήχους πένθιμους που πνίγει η εποχή μας. Ρίζες από πράγματα και πρόσωπα περαστικά μιλούν μες στο σώμα τους καθώς περνούν στη λυπημένη γαλήνη και στον έκλυτο βίο του κόσμου που ξεπέφτει και μες στους σπασμούς του κάνει τους δρόμους χλωμούς, συλλέγοντας από την στέρνα του παλιού και του συντελεσμένου. Είναι άγγελοι καρφωμένοι στα ύποπτα μαγαζιά, στηρίζουν την αλλοτινή τους δόξα σε κάτι μεθυσμένους αγκώνες και γράφουν, ο καθένας μια εκδοχή της ιστορίας. Τώρα δεν μένει τίποτε για αυτούς παρά μόνο το μεγάλο, στοχαστικό φάντασμα μιας εποχής. Σαν άλλοι ταξιδιώτες, τριγυρνούν με την Αργώ τους σε πελάγη παλιά με μια αίσθηση ανέχειας και μια ανάγκη που τίποτε δεν μπορεί να χορτάσει. Μια επαρχία στην περιφέρεια της Καμπανίας, το παλάτι του Σο και το Κάστρο της Νύμφης, ο ποταμός Νέβα με τα ανάκτορα στις όχθες του, βαρόνοι τυχοδιώκτες που ξέπεσαν και ξεπουλούν γράμμα το γράμμα τους παλιούς τους τίτλους, διάσημοι τσαρλατάνοι σαν τον Σρέπφερ και τον Καλιόστρο, η εξέγερση των Ρουμάνων αγροτών το 1907 και τόσες άλλες αναγωγές ρίχνουν ακόμη τον κεραυνό στις τσακισμένες τους φτερούγες.

Η Άντζελα Μπράτσου και ο Γιώργης Έξαρχος παρέχουν στην εισαγωγή και το επίμετρο της έκδοσης του Βακχικόν όλα τα αναγκαία κλειδιά για να εισέλθει ο αναγνώστης σε αυτόν τον ξεπεσμένο κόσμο, όλο μυστήριο και θαμμένα στο παρελθόν ονόματα. Η «Παλιά Αυλή», γράφει η σημείωση για τον τίτλο του βιβλίου, «αφορά την πρώτη Βασιλική Αυλή του Βουκουρεστίου». Διαδοχικά κτίσματα σε αυτό το ίδιο σημείο και τα ξέφτια του που παίρνουν ζωή από τους τυχοδιώκτες, τους διωγμένους και τους απελπισμένους του Βουκουρεστίου προσθέτουν κάτι στην ιστορία αυτού του μέρους. Την έκδοση τιμά ο χαιρετισμός της Υφυπουργού Εργασίας της Ρουμανίας, της Έλλη Μόγκα που πέραν του αμέριστου θαυμασμού για τον Καρατζιάλε δηλώνει απερίφραστα την εκτίμησή της για το μεταφραστικό έργο της κυρίας Μπράτσου και μας παραχωρεί μια κατεύθυνση για την θεώρηση αυτών των ιδιότυπων «Ρεμαλιών» που εδώ και δεκαετίες σημαδεύουν ανεξίτηλα το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. «Η ιστορία», σημειώνει η κυρία Μόγκα, «που γράφτηκε από έναν άντρα που γεννήθηκε στις 25 του Μάρτη του 1905 γίνεται έτσι ο Ευαγγελισμός της ρουμανικής λογοτεχνίας», ενώ δεν παραλείπει να ταυτίσει τον συγγραφέα και το έργο του με την μελαγχολία του Βυζαντίου.

Γραμμένο «τον τελευταίο αιώνα του τυχαίου και καλού γούστου», «ένα όμορφο απομεινάρι του χρόνου», της ποίησης και της αίσθησης θα συμπληρώσει ετούτο το ταπεινό σημείωμα. Δεν υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν για το έργο του Καρατζιάλε, πράγματα που δεν έχει καταγράψει η κριτική όλα αυτά τα χρόνια. Απομένει ένα είδος ευγνωμοσύνης μονάχα για έργα σαν τα «Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της Παλιάς Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου», το είδος της ευγνωμοσύνης για την πρωτόγονη και ιερή μνήμη που φθάνει στην επιφάνεια του έργου. Είναι ο σκελετός ενός παλιού δωματίου, εντός του μένουν αυτοί οι τέσσερις φίλοι  και γύρω τους η αθώα ανάμνηση μιας πόλης που αλλάζει γρήγορα. Ένας κόμπος στον λαιμό συντροφεύει τον αναγνώστη, μια αίσθηση νοσταλγίας και ενοχή, μια ιδέα εγκατάλειψης ποτίζει κάθε μία, ξεχωριστή λέξη από αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα. Δεν απομένει κανένα άλλο τοπίο έξω από όσα μας μεταφέρουν οι ακουαρέλες του Καρατζιάλε και όσα αντικρίζουν εντός τους τα κεντρικά πρόσωπα του δράματος, μύστες σε ύποπτα καπηλειά, πάντα στην σκιά ενός κάστρου που λίγο λίγο πεθαίνει. Μια μοναξιά, σαν απροσμέτρητη βασιλεία απομένει στο φόντο του βιβλίου, δίχως η γοητεία της μνήμης και η ιστορική αλήθεια να αλλοιώνει έστω στο ελάχιστο, το μεγάλο έργο.

Άφησα το βιβλίο στην άκρη. Περιηγήθηκα για λίγο στην ιστορία του Βουκουρεστίου. Τώρα πια όλα τα ταξίδια είναι εφικτά από την οθόνη του υπολογιστή. Ένα βαθύ, κόκκινο φως ερχόταν από τον δρόμο. Κοίταξα προσεκτικότερα, μέτρησα τους διαβάτες του Αυγούστου και τους βρήκα λιγοστούς. Το βλέμμα μου έφθασε ως την ρεκλάμα που άναψε δίχως λόγο, σαν έρωτας που μας χτυπάει απρόσκλητα την πόρτα. Λογάριαζα τον δρόμο για αδειανό, μα κάτω από τους κόκκινους, τους θερμούς φωτισμούς είδα τέσσερις φίλους. Έμοιαζαν έκπτωτοι από κάποιο τελετουργικό έτσι όπως έστεκαν συνωμοτικά κάτω από την αναμμένη μαρκίζα. Ολόκληρη η πόλη μαστιγωνόταν από μια άγρια και άταχτη μοναξιά. Είδα εκείνους τους άνδρες που όλο ξεμάκραιναν, όσο η νύχτα εκτελούσε πιστά το σκληρό και άκαμπτο έργο της. Ο ένας από αυτούς ήταν μεθυσμένος και έχανε το βήμα του. Γνώριζα καλά πως ουδεμία σχέση είχαν με τον Πίργκου και τον Πανταζή και τους άλλους, μα η τρυφερότητα γράφει κάποιος είναι επιλογή. Και έτσι διάλεξα εκείνο τον μεθυσμένο να τον ονομάσω Πίργκου και ο νυχτερινός άνεμος που φύσηξε ξαφνικά πήρε τη φωνή μου και την πήγε μακριά. Και εκείνος στάθηκε και άκουσε μες στην μακριά, σκοτεινή του  νύχτα.  Και με το ολόλευκο, το φεγγαρένιο του πρόσωπο μου έγνεψε από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Ήμουν λοιπόν, βέβαιος πως αυτός ο Πίργκου περιδιαβαίνει έναν αιώνα τώρα την ανατολή και τις νύχτες σκαρώνει τραγούδια και παλιές αφηγήσεις. Πάντα κάτω από φωτισμούς πορφυρούς, μαζί με την υπόλοιπη παρέα. Οι τέσσερις φίλοι, σαν φθαρμένες προσόψεις υπήρξαν για μένα, εκείνη ακριβώς την νύχτα, το καλύτερο επιχείρημα για όσους γυρεύουν την αυθεντικότητα στο καινούριο μυθιστόρημα. Αυτό που αποδέχεται την ιστορική πραγματικότητα και την κρατεί στο φόντο του με κάτι το κινδυνώδες στα χαρακτηριστικά του. Ήμουν βέβαιος πως εκείνος ο τύπος ήταν ο Πίργκου και οι υπόλοιποι τα «Πορφυρογέννητα Ρεμάλια της Παλιάς Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου». Άνθρωποι και χρόνος διαβρωμένος, με μια αίσθηση αιωνιότητας, ακριβώς αντίθετη με εκείνο το μετέωρο που χαρακτηρίζει τις ωραίες και ασφυκτικές πολιτείες της δικής μας εποχής. Ο Καρατζιάλε ακουμπά τον χρόνο με τις λέξεις του και μας τον προσφέρει απλόχερα.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular