Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

*** Το μυθιστόρημα «Τα πάντα για την κόρη μου» της Ανν Γκρίφιν θα κυκλοφορήσει την Δευτέρα 16 Οκτωβρίου  2023 από τις Εκδόσεις Μίνωας

ΜΕΡΟΣ 1ο

Αναγνώρισε το κορίτσι. Σίγουρα την αναγνώρισε.

Η πίσω τσέπη του πατέρα μου είναι πάντα γεμάτη με λαστιχάκια και παραμάνες. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να τα χρειαστείς, λέει, αγνοώντας την απορία στο χαμόγελο του συνομιλητή του, που κάποιες φορές φτάνει στα όρια της αυθάδειας. Ένα χαμόγελο που ο μπαμπάς συγχωρεί με χάρη κοιτάζοντας αφηρημένα στο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας, και βρίσκοντας κάτι άλλο εκεί να του τραβήξει το ενδιαφέρον – την άδεια τσαγιέρα, ή ίσως, αν είμαστε πάνω στο φέρι, το Κερν Ροκ, που το έχει δει χιλιάδες φορές κάθε που περνάμε από το βόρειο άκρο του νησιού. Είναι ένα βλέμμα που κουβαλάει το βάρος της σοφίας που αποτελεί ολοκληρωτικά και αναντίρρητα την ουσία του: Ντάνι Ντρίσκολ. Εβδομήντα επτά. Πορθμέας. Πατέρας τριών παιδιών. Παππούς δέκα εγγονιών. Με το χωλό πόδι και τη σκυφτή πλάτη.

Ο πατέρας μου ήξερε πάντα πώς να συγχωρεί κάποιον που πιστεύει ότι ξέρει καλύτερα από τον διπλανό του, μιας και διαθέτει την ικανότητα κατανόησης ότι η ανάγκη να επιβιώσεις στη ζωή συχνά σε οδηγεί στο να παραβιάσεις κάποιες κόκκινες γραμμές. Και λοιπόν, πού είναι το κακό; θα έλεγε. Δεν έχουμε όλοι σκοντάψει πάνω στην υπεροψία μας σε κάποια φάση; Όταν δεν θα υπάρχει πια κλεψιά ή φόνος ή σκληρότητα, τι θα γίνει;

Όμως η χρονιά που πέρασε τον άλλαξε, και μαζί με εκείνον και αυτά τα ζηλευτά συναισθήματα, ακριβώς όπως άλλαξε κι εμένα.

Αγάπησα τον πατέρα μου και την αταλάντευτη πεποίθησή του στη δύναμη των δικών του ελαττωμάτων αμέσως μόλις το βλέμμα μου έπεσε πάνω του, πριν από σαράντα εννιά χρόνια. Όχι ότι θυμάμαι τη γέννησή μου ή την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα. Όμως είναι ολοζώντανο μπροστά μου σαν να έχω ακόμη τη θύμηση. Είναι τόσο σίγουρο όσο το γεγονός ότι έφτασα στο μικρό νησιωτικό σπίτι μας στο Γουέστ Κορκ, με την Πάτσι Ρίγκαν στο πλευρό της μάνας μου να της ανακοινώνει ότι είχε αποκτήσει μια κόρη, όπως το είχε προβλέψει, η οποία είχε είκοσι υπέροχα δάχτυλα στα χεράκια και τα ποδαράκια της, και μια αφάνα κατάμαυρα μαλλιά που αρνιόταν να τιθασευτεί, όσο σκληρά κι αν προσπαθούσαν η μάνα μου και τα δύο περίεργα αδέλφια μου τις επόμενες μέρες.

Με βάφτισαν Ρόζι Ντρίσκολ. Είκοσι χρόνια αργότερα θα γινόμουν σκίπερ του φέρι, όπως ήταν κι ο πατέρας μου. Είκοσι εννιά χρόνια μετά θα επέστρεφα από το Δουβλίνο στο νησί με σπασμένες τις φτερούγες μου, πρόθυμη όμως να σταθώ για άλλη μια φορά στο τιμόνι της βάρκας. Ήμουν ακόμη παντρεμένη –αν και ο άντρας μου πίσω στην πόλη είχε άλλη γνώμη για αυτό– και μάνα.

Μάνα.

Η απόλυτη καθαρότητα της λέξης με έκανε να ανατριχιάζω όταν συλλογιζόμουν τον λόγο της κοσμοϊστορικής επιστροφής μου σε αυτό το μέρος, μιας και δεν είχα πειστεί ότι μου άξιζε αυτός ο χαρακτηρισμός. Έχω δύο παιδιά: τον Κόλμαν, ή Κόλι για συντομία, είκοσι τριών, που μένει ακόμη στο Δουβλίνο, και τη Σίρσα. Η Σίρσα, μεγαλύτερή του κατά δύο χρόνια, όταν ήταν μικρή κάθε χρόνο στις διακοπές μας στο Ρόρινγκ Μπέι ακολουθούσε τον παππού της όπου κι αν πήγαινε σαν να της είχε περάσει ένα λουρί γύρω από τη μέση· σκόνταφτε μες στις γαλότσες της κάθε φορά που προσπαθούσε να ανέβει τα σκαλιά για την τιμονιέρα του φέρι και γελούσε χαρούμενα όταν εκείνος σήμαινε την αναχώρηση.

Και τα δύο δικά μου, και τα δύο με στερήθηκαν εντελώς.

Πριν από οκτώ μήνες, κρύφτηκα σε αυτή τη λωρίδα γης, τρία χιλιόμετρα μακριά κι ενάμισι πλατιά, μαζί με όλες τις άλλες χαμένες ψυχές που είχαν μαζευτεί στην αγκαλιά της. Υποθέτω ότι πάντα έτσι ήταν το νησί – απάγκιο για όσους έχουν εξοκείλει, σαν τα πουλιά από την Αμερική και τη Σιβηρία που αναζητούν καταφύγιο από την αντάρα του Ατλαντικού στους γκρεμούς μας και τους θαμνότοπους, που έχουν ανάγκη να ξεφύγουν για λίγο από τον κόσμο, να γλείψουν πληγές που μπορεί να μην επουλωθούν ποτέ, όμως σε αυτό το μέρος βρίσκουν κάποια ανακούφιση. Κι ενώ όλη μου τη ζωή αγαπούσα το νησί, ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει ότι θα κατέρρεα αν δεν ανάσαινα τον καθαρό αέρα του ή δεν άκουγα το νερό να αγκαλιάζει τις ακτές του, όμως έτσι έχουν τα πράγματα.

Πολύ λίγα είχαν αλλάξει εδώ από τότε που πρωτοέφυγα στα είκοσι δύο μου. Είναι μια μικρή κοινότητα από ντόπιους και νεοφερμένους, η ομιλία μας είναι βαριά, με ήχους βαθείς λαρυγγικούς που έχουν απομείνει από παλιά, από τις μέρες που ακόμη μιλούσαμε ιρλανδικά, όμως καμιά φορά ξαφνιάζουν τους επισκέπτες, που αναρωτιούνται αν μιλάμε καθόλου αγγλικά. Έχουμε ένα δημοτικό σχολείο, όμως οι πιο μεγάλοι μαθητές χρειάζεται να ταξιδέψουν στην ενδοχώρα για να πάνε στο γυμνάσιο, μια εκκλησία και μιάμιση παμπ – η μία είναι το «Πάτζινς» κάτω στο λιμάνι, και τη γράφουν ανορθόγραφα χωρίς την απόστροφο, όπως άρεσε στη μητέρα μου να παρατηρεί κάθε φορά που περνούσαμε από το κατώφλι της, και η μισή είναι η«Σουσουράδα», που θεωρητικά ανοίγει αργά μέσα στην άνοιξη, ανάλογα με το αν ο ιδιοκτήτης, ο θείος μου ΜάικλΦραν, έχει διάθεση και δεν είναι πολύ απασχολημένος με την υγεία των ζωντανών του, και κλείνει μόλις ξεκινήσει το φθινόπωρο. Έχουμε δύο βασικές παραλίες, μία στο λιμάνι που έχει το ευφάνταστο όνομα Αν Τρα, την ιρλανδέζικη έκφραση για την «παραλία», και μια άλλη νοτιοανατολικά, το Κάρουνα Μπιογκ. Μπορεί κανείς να βρει μικρές λωρίδες άμμου σε άλλα σημεία της ακτογραμμής, καμία όμως δεν είναι αρκετά μεγάλη για βολέψει ένα ξαπλωμένο σώμα ή για να χτίσει κάποιος ένα κάστρο με την άνεσή του. Έχουμε γκρεμούς και πουλιά και αγελάδες και πρόβατα και κατσίκες και άλογα κι έναν γάιδαρο. Έχουμε τρακτέρ και μηχανές του γκαζόν που τις καβαλάς, αν και τα ντρόουν τα απαγόρεψαν πολύ γρήγορα – κανείς δεν το θεωρούσε σωστό να παρατηρούν την μπουγάδα του άλλοι εκτός από τον ίδιο και τα ζωντανά του. Είμαστε ένα νησί από ψαράδες και συγγραφείς, αγρότες και κεραμίστες, πορθμείς και μελισσοκόμους. Είμαστε κάθε καρυδιάς καρύδι. Μουντρούχοι όσο δεν πάει αλλά και εύθυμοι και νοσταλγικοί σαν το ανάλαφρο αεράκι που περνάει πάνω από τα λιβάδια τον Ιούνη και μας θυμίζει ότι είμαστε οι πιο τυχεροί άνθρωποι στην Ιρλανδία.

Είναι ένα φασαριόζικο μέρος. Παρήγοροι ήχοι που σπάνε την επίμονη σιωπή: το βέλασμα μιας κατσίκας του Κριστόρ ή το γλυκό κάλεσμα του κορυδαλλού, το κουβεντολόι των περαστικών που ανεβαίνουν το Χερ Χιλ, τόσο καθαρά ηχούν που θα μπορούσαν να στέκονται δίπλα σου, κάθε φωνή να ακούγεται πιο δυνατά από το αδιάκοπο μουρμουρητό του ωκεανού που φουσκώνει και αποτραβιέται ξανά, και αγκαλιάζει κάθε βράχο που εξέχει, κάθε λίθο του λιμενοβραχίονα, και μας αφήνει δώρα από άμμο και πέτρα πάνω στα οποία περπατάμε για να θαυμάσουμε το μεγαλείο του. Και μετά υπάρχει ο βρυχηθμός μιας μηχανής ενάμισι χιλιόμετρο μακριά, μια μοναδική κακόφωνη συγχορδία που μουγκρίζει στον αέρα, ώστε να ξέρουμε ποιος έρχεται χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε να τον δούμε να εμφανίζεται πίσω από τη γωνία. Εμείς δεν είμαστε για κυριλέ αμάξια. Και γιατί να είμαστε άλλωστε; Οδηγούμε σε δρόμους που είναι στενοί σαν μονοπάτια – γεμάτοι λακκούβες, πέτρες και στροφές. Θα έπρεπε να είσαι τρελός για να οδηγείς το ολοκαίνουριό σου Audi σε αυτά τα μέρη. Οδηγούμε αμάξια που υπάρχουν από τότε που βγήκαν οι λάσπες, με δείκτες που μπορεί να λειτουργούν ή και όχι ανάλογα με τη διάθεσή τους, πορτμπαγκάζ που κλείνουν με λίγο σκοινί και μηχανές που διαρκώς θέλουν επιδιόρθωση, σκούζουν από το ζόρι που τραβούν καθώς τις αγνοούμε μέχρι που μας αφήνουν στη μέση του δρόμου, και αρνούνται να πάρουν μπρος ξανά παρά τις προσευχές και τις ικεσίες μας. Όμως μέχρι τότε το αμάξι έχει κάνει το καθήκον του, να μας πάει από το ένα σημείο στο άλλο πιο πολλές φορές από ό,τι ένας μηχανικός της ενδοχώρας θα θεωρούσε πιθανό. Αυτοί οι ήχοι μού είναι γνώριμοι πια, η παρηγοριά και η ασφάλειά μου.

Το επιβατηγό φέρι είναι η σανίδα σωτηρίας μας, καθώς μεταφέρει τα τρόφιμα από την ενδοχώρα, γυρίζει πίσω τα παιδιά του γυμνασίου κάθε Παρασκευή βράδυ και φέρνει επισκέπτες στο νησί κάθε καλοκαίρι με τσέπες βαριές από λεφτά και λαχτάρα να τα ξοδέψουν. Κι όταν αυτοί φεύγουν, το κάνουν διστακτικά και απρόθυμα και με την προσμονή ότι θα επιστρέψουν· οι τσάντες τους είναι γεμάτες με το μέλι

και τα κεραμικά μας, που προορίζονται για τα στομάχια και τα ράφια φίλων και συγγενών στους οποίους δεν θα σταματάνε να λένε για το πώς στο Ρόρινγκ Μπέι ξέχασαν ποια μέρα της εβδομάδας ήταν και ποια καταστροφή τυραννούσε τον κόσμο τότε. Και ότι με μεγάλη χαρά άφησαν τα κινητά τους στο Airbnb ή τη γιούρτα τους –ω ναι, έχουμε τρεις από δαύτες– και σεργιάνισαν μέχρι το λιμάνι για να καθίσουν με τις ώρες στο στηθαίο που διατρέχει καμπυλωτά τον δρόμο από το μαγαζάκικαφέ του Ντίαρμουντ μέχρι την άκρη της προβλήτας, χαζεύοντας τα παιδιά τους που έπαιζαν με το νερό, ή ίσως και να πετάχτηκαν για έναν ακόμα καφέ ή να πήγαν στο «Πάτζινς» για μια καλοδεχούμενη κανάτα μηλίτη αν το επέτρεπε η ώρα.

Το Ρόρινγκ Μπέι βρίσκεται μόλις οκτώ χιλιόμετρα από τη χώρα του Γουέστ Κορκ. Είναι σαράντα λεπτά με το φέρι. Τα τελευταία χρόνια, το φέρι Ίβνες* ΙΙ –το Ίβνες I κατάφερε να επιβιώσει μέχρι το 1985, οπότε η μηχανή του τα ’φτυσε εντελώς–, με όλη τη σκούρα μπλε και λευκή μεγαλοπρέπειά του, έχει αναμετρηθεί με περισσότερες φουρτούνες από ποτέ. Ταξίδια όπου κανείς δεν μπορεί να βγει από την καμπίνα των επιβατών και να σταθεί έξω, για να αγναντέψει τη θάλασσα ελπίζοντας να εντοπίσει ένα κοπάδι από δελφίνια ή φώκαινες, ή έστω για να πιάσει τη συζήτηση καθώς το πλοιάριο φτάνει στην ενδοχώρα. Στις πιο άγριες τρικυμίες είναι ένα πέραμα χωρίς πολλές κουβέντες, όταν οι ντόπιοι αποφασίζουν να ξαπλώσουν πάνω στα καθίσματα και να αναπληρώσουν τον χαμένο ύπνο όσο οι άλλοι γύρω τους χαμογελούν θαρραλέα στους συνταξιδιώτες τους. Για τους λιγότερο τυχερούς όμως, πρόκειται για ένα ταξίδι τρόμου κατά το οποίο κρατιούνται σφιχτά από τις θέσεις τους, όσο τα στομάχια τους ανακατεύονται με τα σκαμπανεβάσματα της Ίβνες. Και υπάρχουν κι εκείνες οι φορές που παραείναι επικίνδυνο να ταξιδέψει το φέρι. Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξαν πολλές τέτοιες μέρες, περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη περίοδο από όσο θυμόταν ο πατέρας μου, κατά τα λεγόμενά του. Το κλίμα έχει αλλάξει. Γι’ αυτό μπορεί κανείς να βρει γεμάτα τα ντουλάπια και τους καταψύκτες των ντόπιων από αποξηραμένα τρόφιμα και κρέας, και τους μισούς κήπους να έχουν από μια ντιζελογεννήτρια σε περίπτωση που πέσει το ρεύμα.

Όμως, πάνω απ’ όλα, αυτό που αγαπώ περισσότερο στο Ρόρινγκ Μπέι είναι να βρίσκομαι στην τιμονιέρα του φέρι και να χάνομαι στην απεραντοσύνη της θάλασσας καθώς σκίζω τα κύματα. Νιώθω να ανήκω εκεί, όπως ανήκα πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν ακόμη ένα νεαρό κορίτσι που είχε μόλις τελειώσει το σχολείο: σαν να είχε χτιστεί στα δικά μου μέτρα. Νιώθω ήρεμη κοιτάζοντας έξω από αυτό το παράθυρο πίσω από το σύστημα ελέγχου, γνωρίζοντας ότι βρίσκομαι εκεί που θα έπρεπε να είμαι, εκεί όπου η ανήσυχη καρδιά και το μυαλό μου μπορούν να ηρεμήσουν. Η βάρκα μού είναι πια τόσο απαραίτητη, που δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι κάποτε την είχα εγκαταλείψει, ξέροντας ότι προοριζόμουν για κάτι πιο εκπληκτικό. Και είχα δίκιο, φυσικά, δεν χωράει αμφιβολία. Άφησα αυτές τις ακτές για το μεγαλύτερο δώρο που μου δόθηκε ποτέ. Την αγάπη. Και δεν κοίταξα ποτέ πίσω μου, δεν πόνεσα ποτέ τόσο βαθιά για τη βάρκα για την οποία μετρούσα τις μέρες που θα την πιλοτάριζα ξανά. Μέχρι που η αγριότητα της μοίρας, και η αγάπη τριών αντρών, με οδήγησε ξανά πίσω σε αυτήν.

Ένιωσα νευρικότητα όταν επέστρεψα για πρώτη φορά τον περασμένο Μάη και στο τιμόνι της Ίβνες δεν ήμουν εγώ. Η στέρεη γη του νησιού, με τους δρόμους, τους λόφους και τα χωράφια της, με ανάγκασε να αντικρίσω την αλήθεια κατάματα για το ποια ήμουν – η θλιμμένη μάνα ενός αγνοούμενου παιδιού, της Σίρσα, της πρωτότοκής μου, που είχε εξαφανιστεί έξω ακριβώς από το σπίτι μας στο Δουβλίνο πριν από οκτώ χρόνια σαν να ήταν γραφτό.

Κι όμως στη θάλασσα δεν ένιωθα να με συντρίβει τόσο η απώλειά της. Αντίθετα, την ένιωθα κοντά μου. Σαν να ήμασταν εκεί οι δυο μας, να αναμετριόμαστε με τα κύματα και τα δελφίνια. Σαν να ήταν μια ανάσα μακριά από μένα, σε μια άλλη διάσταση, που θα μπορούσα να ανοίξω, να τεντώσω το χέρι μου μέσα της και να την τραβήξω ξανά πίσω στον κόσμο μας. Μπορούσα να νιώσω την παρουσία της δίπλα μου στο τιμόνι. Κάποιες φορές ακόμη στα δεκαεπτά της, άλλες ακόμα πιο μικρή, όμως πάντα γεμάτη αυτοπεποίθηση, με μαύρα μαλλιά και χλωμό δέρμα, χαμογελαστή, να μου λέει ότι, όταν θα έπαιρνε το πτυχίο της στην παραγωγή ταινιών, καθεμιά από τις ταινίες της θα είχε ως θέμα τη θάλασσα.

Δεν το περίμενα να την αισθάνομαι τόσο έντονα εκεί ή να νιώθω ότι, αν δεν μπορούσα να είμαι πια καπετάνισσα, τότε σίγουρα θα μαράζωνα σε έναν τάφο. Κανείς δεν το περίμενε, ούτε ο πατέρας μου που μου είχε ζητήσει να επιστρέψω στο Ρόρινγκ Μπέι, ούτε ο γιος μου που με είχε ενθαρρύνει, ούτε ο άντρας που ζήσαμε μαζί είκοσι έξι χρόνια, που είχε σχεδόν επιμείνει.

Κανείς.

* Aoibhneas (Ίβνες) στα ιρλανδικά σημαίνει χαρά, ευτυχία. (ΣτΜ)

ΙΡΛΑΝΔΙΑ. 2009. Ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα η Ρόζι βλέπει την κόρη της, Σίρσα, να φεύγει με το ποδήλατό της για την πόλη του Δουβλίνου. Όπως πάντα, περιμένει ότι θα ακούσει τον ήχο της πόρτας επιστρέφοντας σπίτι λίγες ώρες αργότερα. Όμως ο ήχος αυτός δεν ακούγεται ποτέ.

Οκτώ χρόνια μετά, έπειτα από εκτεταμένη έρευνα για την εξαφάνιση της κόρης της, η Ρόζι είναι η μόνη που επιμένει πεισματικά ότι είναι ακόμη ζωντανή. Εντελώς απροσδόκητα δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον πατέρα της, που της ζητάει να επιστρέψει στο νησί Ρόρινγκ Μπέι για το καλοκαίρι και εκείνη αναγκάζεται να βγει από την ανυπαρξία στην οποία έχει βυθιστεί. Παλιές έχθρες αναδύονται στην επιφάνεια, αλλά και καινούριες φιλίες δημιουργούνται, καθώς και μια αναπάντεχη παρηγοριά. Όταν εμφανίζεται μια ξαφνική αχτίδα ελπίδας, η Ρόζι βρίσκεται ενώπιον μιας αβάσταχτης ερώτησης: έχει δίκιο να πιστεύει ότι η Σίρσα είναι ζωντανή;

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Ανν Γκρίφιν γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1969. Σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Δουβλίνου (UCD) και στη συνέχεια εργά­στηκε για οκτώ χρόνια στη μεγάλη αλυσίδα βιβλιο­πωλείων Waterstones. Μετά την επιτυχημένη καριέρα της στον χώρο του βιβλίου πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε μια σειρά από κοινωφελείς οργανισμούς στην Αγγλία και την Ιρλανδία.
Άρχισε να γράφει το 2013 και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε αρκετά έντυπα, όπως The Irish Times, The Stinging Fly, The Lonely Crowd, ενώ μια συλλογή με διηγήματα εκδόθηκε από τη βιβλιοθήκη Cork County Library. Για το σύνολο των διηγημάτων της έχει λάβει το σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο John McGahern στην Ιρλανδία. Ήταν, επίσης, υποψήφια στη μικρή λίστα για το βραβείο Hennessy New Irish Writing, καθώς και στον δια­γωνισμό διηγήματος της οικονομικής εφημερίδας The Sunday Business Post.
Το Όταν όλα έχουν ειπωθεί είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Εκδόθηκε στις αρχές του 2019 και σκαρφάλωσε στην κορυφή της λίστας με τα ευπώλητα βιβλία της Ιρλανδίας, ενώ ήδη μεταφράζεται σε δώδεκα γλώσσες. Η Ανν Γκρίφιν ζει στην Ιρλανδία με τον σύζυγο και τον γιο της.

**Το απόσπασμα του μυθιστορήματος της  Ανν Γκρίφιν παραχωρήθηκε ευγενικά από τις Εκδόσεις Μίνωας για να προδημοσιευθεί στο Literature.gr****

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular