Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ,  Charles Pierre Baudelaire‎

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (γαλλικά: Charles Pierre Baudelaire‎, Παρίσι, 9 Απριλίου 1821 – 31 Αυγούστου 1867) ήταν Γάλλος ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους της γαλλικής λογοτεχνίας.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Μπωντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για τις συγγραφές του και τη θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Στις 5 Ιουλίου 1857, η γαλλική εφημερίδα Le Figaro έγραφε σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του κ. Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα, δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα — για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Ο Μπωντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως σημαντικός ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».

Σε ολόκληρο το έργο του ο Μπωντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την ομορφιά με την κακία, τη βία με την ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει τη μεταξύ τους σχέση. Παράλληλα με τη συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει τη μελαγχολία (Mœsta et errabunda) και τη νοσταλγία (L’ Invitation au voyage).

Ο πατέρας του Μπωντλαίρ ήταν άνθρωπος μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού και ερασιτέχνης ζωγράφος. Με τον θάνατό του το 1827 άφησε στον Σαρλ πλούσια πνευματική κληρονομιά. Έναν χρόνο αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Συνταγματάρχη Οπίκ, πράξη που ο Μπωντλαίρ ποτέ δεν της συγχώρεσε. Ο Οπίκ ενσάρκωνε για τον Μπωντλαίρ όλα όσα στέκονταν ανάμεσα σε αυτόν και σε ό,τι αγαπούσε: τη μητέρα του, την ποίηση, το όνειρο, μία ζωή χωρίς δυστυχή περιστατικά. Επιστρέφοντας από το Λύκειο το 1839, ο Μπωντλαίρ αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα του και ο πατριός του. Αποπειράται να ταξιδέψει ως τις Ινδίες, αλλά τελικά αποτυχαίνει. Το ταξίδι αυτό, ωστόσο, πρόκειται να ερεθίσει την φαντασία και την έμπνευσή του (αγάπη για την θάλασσα, οράματα τόπων εξωτικών).

Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι συνδέεται με τη Ζαν Ντυβάλ (Jeanne Duval), μια νεαρή μιγάδα, η οποία θα τον μυήσει στις ηδονές, αλλά και στις πληγές του πάθους. Δανδής και χρεωμένος, τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση το 1842 και διάγει άθλιο βίο. Αρχίζει να συνθέτει πληθώρα ποιημάτων για τη συλλογή «Τα Άνθη του Κακού». Ως κριτικός τέχνης και δημοσιογράφος μάχεται τις μεγαλόστομες μορφές του Ρομαντισμού. Το 1848 συμμετέχει στην επανάσταση των οδοφραγμάτων και λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατριό του, Οπίκ. Αργότερα, συμμερίζεται την απέχθεια των Γκυστάβ Φλωμπέρ και Ουγκώ για την κυβέρνηση του Ναπολέοντος Γ΄. Τα Άνθη του Κακού εκδίδονται το 1857 και στην συνέχεια καταδικάζονται μερικώς «για προσβολή των δημοσίων και των καλών ηθών». Η επόμενη έκδοση του 1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα (Les bijouxLe LéthéÀ celle qui est trop gaieLesbosFemmes damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire), την δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ. Κατόπιν, ο ποιητής φεύγει για το Βέλγιο και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου συγγράφει ένα φυλλάδιο για το Βέλγιο, το οποίο και θεωρεί καρικατούρα της γαλλικής αστικής τάξης. Επίσης, συναντά εκεί τον Φελισιέν Ροπ, ο οποίος θα εικονογραφήσει τα Άνθη.

Πεθαίνει στο Παρίσι από πάρεση και αφασία το 1867. Ενταφιάζεται στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς (6ο τμήμα), στον ίδιο τάφο με τον πατριό και την μητέρα του. Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δεν θα βρει τον Μπωντλαίρ εν ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του 1857 δεν ανακλήθηκε πριν από το 1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μπωντλαίρ.  

http://fransharren.blogspot.com/2014/02/cenotaph-for-charles-baudelaire.html#.X5iNlVgzZhE

Μέθα

Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή…
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!…


Μεθύστε

Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.


Ὕμνος

Στὴ πολυαγάπητη, στὴ πιὸ ὄμορφή μου
ποῦ φῶς γεμίζει μου τὴ καρδιά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο, στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε» παντοτινά!
Δρυσοξεχύνεται μέσ᾿ στὴ ζωή μου
σὰν ἕνα ἀγέρι θαλασσινὸ
καὶ τὴν ἀχόρταγη φέρνει ψυχή μου,
σ᾿ ἀθανασίας πόθο τρανό.
Σὰ μυροφόρι πάντα σκορπίζει
στὴν ἀτμόσφαιρα γλυκιὰ εὐωδιά,
σὰ θυμιατήρι κρυφὰ καπνίζει
λησμονημένο μέσ᾿ στὴ νυχτιά.
Ἔρωτα ἀμόλυντε πῶς νὰ σοῦ γράψει
ὁ νοῦς τὶς χαρές της ἀληθινά;
Σπόρος τοῦ μόσχου ῾ναι ποὺ ῾χουνε θάψει
μέσα στοῦ τάφου μου τὴ σκοτεινιά.
Στὴ πολυαγάπητη, στὴ πιὸ ὄμορφή μου
πού ῾ναι ἡ χαρά μου κι ὅλη μου ἡ ὑγειά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο, στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε» παντοτινά!


Τὸ δηλητήριο

Τὸ κρασὶ ντύνει καὶ τὴ πιὸ ἄθλια τρώγλη
μὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του
ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.
Τὸ ὄπιο μεταμορφώνει τὸ ἀπέραντο
μεγαλώνει τὸ ἀέναο
μακραίνει τὸν καιρό,
ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
βαθαίνει τὴ λαγνεία
καὶ τὶς σκοτεινές,
τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς
ὁδηγεῖ τὴ ψυχὴ πέρα ἀπ᾿ τὰ σύνορα.
Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται
οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.
Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήνε σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου…


Ὁ βρυκόλακας

Καθὼς οἱ δαίμονες μὲ τ᾿ ἄγριο μάτι,
θὰ σοῦ ξανάρθω σιγὰ στὸ κρεβάτι
καὶ θὰ γλυστρήσω κοντά σου ἀχνός,
σὰν τὰ φαντάσματα τῆς νυκτός.
Ξανὰ θὰ σοῦ δώσω μελαχροινή μου
σὰν τὸ φεγγάρι ψυχρὸ τὸ φιλί μου
καὶ χάδια τέτοια σὰν τοῦ φιδιοῦ
ποὺ σέρνεται πλάι σὲ τάφο νεκροῦ.
Καὶ μόλις φέξει ἡ αὐγὴ πελιδνὴ
τὴ θέση μου θὰ ῾βρεις ἐκεῖ ἀδειανὴ
καὶ κρύα ὡς ποὺ νὰ ῾ρθει πάλι τὸ βράδυ.
Ὅπως οἱ ἄλλοι μ᾿ ἀγκαλιὲς καὶ χάδι…
στὴ νιότη σου καὶ στὴ ζωή σου ἐδῶ
θὰ βασιλέψω μὲ τὴ φρίκη ἐγώ.


Ὁ θάνατος τῶν ἐραστῶν

Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα γεμάτα αἰθέρια μύρα·
ντιβάνια ὁλοβελούδινα σὰ μνήματα βαθιά·
στὶς ἐταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
ποὺ ἀνοίξανε μόνο γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.
Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
οἱ δυὸ καρδιές μας -σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
θὰ διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
στὰ πνεύματά μας ποὺ ῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.
Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη, ρόδινη, μυστικὴ
θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
σὰν ἕνα μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·
κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
-τὶς πόρτες μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
στοὺς δυὸ καθρέπτες τοὺς θαμπούς,
στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν σβήσει.


Ἡ ψυχικὴ αὐγή

Ὅταν τὸ φῶς της ρίχνει ἡ αὐγὴ τὸ λευκορροδισμένο
στοὺς γλεντοκήπους καὶ γροικοῦν σὰν τύψη τὸ Ἰδεῶδες,
κάτι τὸ ἐκδικητικὸ καὶ τὸ μυστηριῶδες,
ἕν᾿ ἄγγελο στὸ κτῆνος τους, ξυπνᾷ, τὸ ναρκωμένο.
Τῶν ψυχικῶν τότε οὐρανῶν τ᾿ ἄφθαστο γαλανό,
γιὰ κεῖνον ποὺ ρεμβάζει ὠχρὸς καὶ ποὺ ὑποφέρει ἀκόμα,
ἀνοίγεται καὶ τὸν τραβᾷ καθὼς βαράθρου στόμα.
Ἔτσι, γλυκιὰ Θεά μου, ἁγνὸ Πλάσμα καὶ φωτεινό,
στὰ καπνισμένα ἐρείπια τῶν ἠλιθίων γλεντιῶν,
πιὸ φωτεινή, πιὸ ρόδινη, πιὸ ὡραία ἡ θυμησή σου,
ἀδιάκοπα στὰ ἐκστατικὰ μάτια μου φτερουγίζει.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε τὴ φλόγα τῶν κεριῶν·
ἔτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει ἡ σκιὰ ἡ δική σου
μὲ τὸν ἀθάνατο ἥλιον, ὦ ψυχή, ποὺ φῶς σκορπίζει!


Τὸ παλιὸ μπουκαλάκι

Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
ποὺ ἡ κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν, μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν
ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο καὶ μαῦρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ ἐπιστρέψει
Χίλιες σκέψεις ποὺ κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη, ἐπιστρέφουν
-χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν, μὲ ὁρμὴ
τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
φτερὰ τοὺς τινάζουν
ζαλισμένος τὰ μάτια σου κλείνεις
τὴ ψυχή σου ὁ ἴλιγγος νικημένη ἀδράχνει
μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ σὲ βάραθρο μαῦρο
σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα μιάσματα γεμάτο
Στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
κεῖ ὅπου ὁ Λάζαρος ζέων, τὸ σάβανό του
μὲ δύναμη σκίζει καὶ τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
γοητευτικὸ μὰ καὶ πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς ξεχασμένης
Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ ῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας ντουλάπας λυπημένο καὶ βρώμικο
θολό, σκονισμένο
Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
μάρτυς ολεθριας δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
προσφιλὲς δηλητήριο ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
ἡδύποτο ποὺ μοῦ κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.


Βραδινὴ ἁρμονία

Νάτοι, ξανάρθαν οἱ καιροὶ ποὺ στὸ κλαδὶ ἀνοιγμένο,
τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
τὰ μύρα κι οἱ ἦχοι, ποὺ ἡ πνοὴ τοῦ ἀπόβραδου ἔχει σπείρει,
κυλᾶν σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
Τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
καὶ τὸ βιολί, σὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονησμένο,
ξεσπᾶ σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
κι ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι.
Ξεσπάει τὸ βιολὶ ὡς καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονισμένα
καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι!
ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι
κι ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο…
Καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι,
ζεῖ μόνο ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο …
Μέσα μου ὡς ἅγιο, ἡ μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!


Spleen

Εἶμαι σὰν ἕνας βασιλιὰς σὲ βροχερὸ ἕνα μέρος,
πλούσιος μὰ χωρὶς δύναμη, νιὸς κι ὅμως πολὺ γέρος,
ποῦ στοὺς σοφούς του ἀδιάφορος ποὺ σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει μὲ τὰ γεράκια του, τ᾿ ἄλογα, τὰ σκυλιά του.
Κυνήγι, ζῶα, τίποτα πιὰ αὐτὸν δὲν τὸν φαιδρύνει,
οὔτε ὁ λαός του ποὺ μπροστὰ στ᾿ ἀνάκτορα τοῦ φθίνει.
Μὰ καὶ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ὁ τρελὸς παλιάτσος κάνει ἐμπρός του,
δὲ διώχνουν τὴ βαρυθυμιὰ τ᾿ ἄκαρδου αὐτοῦ ἀρρώστου·
τάφο τὴ κλίνη τοῦ θαρρεῖ, ποὺ ῾χει κρινένιαν ἅρμα
κι οἱ αὐλικὲς ποὺ βασιλιὰ σὰν δοῦν τὸν βρίσκουν χάρμα,
δὲν ξέρουν πιὰ μὲ τί ἄσεμνες στολὲς νὰ φιγουράρουν,
ἴσως ἀπ᾿ τὸ κουφάρι αὐτό, χαμόγελο ἕνα πάρουν.
Κι ὁ ἀλχημιστὴς ὅπου μπορεῖ χρυσάφι νὰ τοῦ κάνει,
δὲ μπόρεσε ἀπὸ μέσα του τὸ μαρασμὸ νὰ βγάνει,
κι οὔτε μὲς στὰ αἱμάτινα ρωμαϊκὰ λουτρά,
ποῦ τὰ θυμοῦνται οἱ ἄρχοντες πάνω στὰ γηρατειά,
δὲ μπόρεσε τὸ πτῶμα αὐτὸ τὸ ἠλίθιο ν᾿ ἀναστήσει,
ποῦ ἀντὶς γιὰ αἷμα μέσα του, τῆς Λήθης τρέχει ἡ βρύση.


Στὸν ἀναγνώστη

Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.
Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος
πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει,
τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει,
αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.
Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ!
Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε,
κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε,
μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.
Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.
Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.
Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!
Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.
Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!


Albatross

Πολλὲς φορὲς οἱ ναυτικοί, τὴν ὥρα νὰ περνᾶνε,
πιάνουν τοὺς ἄλμπατρους -πουλιὰ τῆς θάλασσας τρανά-
ποὺ ράθυμα, σὰ σύντροφοι τοῦ ταξιδιοῦ, ἀκλουθᾶνε
τὸ πλοῖο ποὺ μὲς στὰ βάραθρα γλυστράει, τὰ πικρά.
Μὰ μόλις σκλαβωμένα κεῖ στὴ κουπαστὴ τὰ δέσουν,
οἱ βασιλιάδες τ᾿ οὐρανοῦ, σκυφτοὶ κι ἄχαροι πιά,
τ᾿ ἄσπρα μεγάλα τους φτερὰ τ᾿ ἀφήνουνε νὰ πέσουν,
καὶ στὰ πλευρά τους θλιβερὰ νὰ σέρνουνται κουπιά.
Αὐτοὶ ποὺ ῾ν᾿ τόσον ὄμορφοι, τὰ σύννεφα σὰ σκίζουν,
πὼς εἶναι τώρα κωμικοὶ κι ἄσκημοι καὶ δειλοί!
Ἄλλοι μὲ πίπες ἀναφτὲς τὰ ράμφη τους κεντρίζουν,
κι ἄλλοι, γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦν, πηδᾶνε σὰ κουτσοί.
Μ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεφοπρίγκηπες κι ὁ Ποιητὴς πὼς μοιάζει!
δὲ σκιάζεται τὶς σαϊτιές, τὶς θύελλες ἀψηφᾶ·
μὰ ξένος μὲς στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει ἀπ᾿ τὰ γιγάντιά του φτερὰ σὰ περπατᾶ.


Συνομιλία

Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.
Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.
Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!…
Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!


Semper Eadem

-«Ποῦθ᾿ ἡ ἀλλώτικη», ἔλεγες, «ἡ θλίψη αὐτὴ σὲ πιάνει,
ποὺ λούζει σὰ τὴ θάλασσα τὸ βράχο τὸ γυμνό»;
Ἅμα ἡ καρδιά μας μιὰ φορὰ τὸ τρύγημά της κάνει,
καὶ ζεῖ κανεὶς εἶν᾿ ἄσκημο! τὸ ξέρουν ὅλοι αὐτό·
εἶν᾿ ἕνας πόνος ξάστερος, δὲν εἶναι κρύφιος! ἔλα!
σὰ τὴ δική σου τὴ χαρά, φαίνεται στὴ στιγμή.
Πάψε λοιπὸν νὰ μὲ ρωτᾶς, περίεργη κοπέλα,
κι ἂν κι ἡ φωνή σου εἶναι γλυκιά, σώπα, ὡραία μου σύ.
Σώπαινε, ἀνίδεη ψυχή, μ᾿ ὅλα ξετρελαμένη!
στόμα μὲ γέλιο παιδικό! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δεμένοι
πιότερο μὲ τὸ Θάνατο παρὰ μὲ τὴ Ζωή.
Ἄστη καρδιά μου, ἄστηνα στὸ ψέμα νὰ μεθύσει!
στοῦ ὥριου ματιοῦ σου τ᾿ ὄνειρο τ᾿ ὡραῖο ν᾿ ἀρμενίσει,
καὶ στῶν βλεφάρων σου τὴ σκιὰ πολὺ νὰ κοιμηθεῖ!

Πηγή:  Wikipedia, http://users.uoa.gr/

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular