Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ο Αντώνης Νικολόπουλος (Soloúp) είναι πιστός υποστηρικτής της Ένατης Τέχνης. Πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικ, αλλά και διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου και μεταδιδακτορικός ερευνητής σε τμήμα του ίδιου Πανεπιστημίου, είναι γνωστός στους περισσότερους από εμάς για το ιστορικό κόμικ του Αϊβαλί (Eκδόσεις Κέδρος, 2014). Ως τώρα έχει κυκλοφορήσει 17 συλλογές και βιβλία με γελοιογραφίες και κόμικ.

Αυτή τη φορά επιστρέφει στη λογοτεχνική σκηνή με ένα πολύ ιδιαίτερο έργο για την επέτειο της Παλιγγενεσίας, το 21: Η μάχη της πλατείας, Εκδόσεις Ίκαρος. Πρόκειται για ένα ακόμη ιστορικό κόμικ, το οποίο μας παρουσιάζει την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης χωρίς παρωπίδες και εξωραϊσμούς και δημιουργήθηκε με τη συνεργασία έγκριτων επιστημόνων και ιστορικών του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Στην παρούσα συνέντευξη, που έγινε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του στη σειρά εκδηλώσεων #PublicEventsGoSocial, ο Αντώνης Νικολόπουλος μας μιλάει για το έργο του, την Ελληνική Επανάσταση και την τόσο ιδιαίτερη τέχνη του.

Λεύκη Σαραντινού, 20.05.2021

Υπηρετείτε ένα ιδιαίτερο είδος τέχνης, πολύ αγαπητό στα παιδιά, αλλά όχι πάντα στους μεγάλους, οι οποίοι, πολλές φορές, έχουν την τάση υποτιμούν το κόμικ ως τέχνη και λογοτεχνία. Εσείς έχετε νιώσει ποτέ να υποτιμούν την τέχνη σας και να μην γίνεται αποδεκτή από λογοτεχνικούς ή πανεπιστημιακούς κύκλους όπως γινόταν παλαιότερα ή έχουν αλλάξει σήμερα τα πράγματα προς το καλύτερο και ο κόσμος είναι πιο ενημερωμένος;

Πιο παλιά ήταν ιδιαίτερα εμφανής η υποτίμηση που αναφέρετε, για το σύνολο των κόμικς. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει σήμερα. Τουλάχιστον όχι σε τέτοιο απόλυτο βαθμό. Για δεκαετίες στην Ελλάδα τα κόμικς θεωρούνταν ευτελή αναγνώσματα που έκαναν κακό στην διαπαιδαγώγηση των νέων. Όμως εκείνοι οι πιτσιρικάδες που τα διάβαζαν και τα λάτρευαν, κάποια στιγμή μεγάλωσαν. Έγιναν με τη σειρά τους γονείς και δάσκαλοι και καθηγητές και πανεπιστημιακοί και ό,τι άλλο. Και συνέχισαν να τα αγαπούν και μάλιστα να τα προτείνουν στα παιδιά τους. Κάπως έτσι νομίζω πως έγινε σταδιακά και η μεταστροφή της κοινωνίας απέναντι σε αυτήν την, αρχικά παρεξηγημένη, τέχνη. Και ναι, όπως το διατυπώνετε κι εσείς, σήμερα τα κόμικς και ειδικότερα η φόρμα των graphic novels, συναντούν την αποδοχή, τόσο του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, όσο και της ακαδημαϊκής κοινότητας.

 

Το είδος της τέχνης με το οποίο ασχολείστε ανήκει και στην Τέχνη και στη Λογοτεχνία. Εσείς με ποια από τις δύο αυτές «Μούσες» θεωρείτε ότι ταυτίζεστε περισσότερο; Πειραματιζόσασταν και με τις δύο- σε συνδυασμό ή χωριστά-από τότε που ήσασταν παιδί;

Με την ευρύτερη έννοια του όρου, κάποια κόμικς θα μπορούσαμε να τα δούμε και ως «λογοτεχνία», χωρίς να παύουν ταυτόχρονα να είναι απ’ την κατασκευή τους και μια οπτική τέχνη. Τα κόμικς αποτελούν μια υβριδική αφηγηματική σύνθεση Λόγου και Εικόνας και ίσως αυτή είναι και η δυναμική τους. Το ότι μπορούν δηλαδή να ελίσσονται μεταξύ του μυθιστορήματος, του θεάτρου, ενίοτε της ποίησης και από την άλλη του κινηματογράφου ή της ζωγραφικής. Τόσο λοιπόν εγώ όσο και γενικότερα οι δημιουργοί κόμικς, εκ των πραγμάτων προσπαθούμε να ισορροπούμε ανάμεσα στα είδη αφήγησης και απεικόνισης, χρησιμοποιώντας πολλά δάνεια από άλλες τέχνες. Και ο πειραματισμός είναι αυτός που συχνά καταλήγει σε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Το graphic novel «Αϊβαλί», για παράδειγμα, ήταν σε μεγάλο βαθμό μια πειραματική κατασκευή. Εκεί εφάρμοσα μια σειρά από ιδέες σχετικά με την ροή της αφήγησης, τη σημειολογία της εικόνας, ή και μια ιδιόμορφη ένταξη λογοτεχνικών ή άλλων κειμένων χωρίς αυτά ν’ αποτελούν «διασκευές» ή «μεταφορές». Το ίδιο συνέβη στη συνέχεια και με τον «Συλλέκτη» με την εμπλοκή του παραμυθιού. Και το αποτέλεσμα ήταν πέρα από την καλύτερη προσδοκία θετικό, τουλάχιστον ως προς την ανταπόκριση των αναγνωστών.

 

Το 21: Η μάχη της πλατείας είναι ένα βιβλίο για την Ελληνική Επανάσταση το οποίο ξεφεύγει από τη γραμμή της «επίσημης σχολική ιστορίας». Θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει πλήρως το ρητό του Κωστή Παλαμά: «Το ’21. Έχουμε την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Τη μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι». Διάβασα πρόσφατα κάπου ότι όταν ένα έθνος είναι πλέον πρόθυμο να εξοβελίσει τους μύθους από την Ιστορία του, μόνο τότε μπορεί να θεωρείται πια ώριμο. Συμφωνείτε με την παραπάνω άποψη; Είμαστε άραγε έτοιμοι να αποδεχτούμε την πλαστότητα κάποιων μύθων στην Ελληνική Ιστορία και ιδιαίτερα αυτών που συνδέονται με την Παλιγγενεσία μας;

Στην ενασχόληση με κάποιο θέμα όπως η Ελληνική Επανάσταση του 1821, είναι λογικό να προκύπτουν διάφορες δυσκολίες. Όχι τόσο με καθαυτά ιστορικά ζητήματα, όσο με τους τρόπους προσέγγισης που αφορούν το κυρίαρχο πλέον εθνικό αφήγημα. Την ιδέα που έχουμε για το παρελθόν μας αλλά ακόμα και για την ίδια την εθνική ταυτότητα. Η επανεξέταση μιας τέτοιας γραμμικής αφήγησης του Αγώνα, αναγκαστικά μας θέτει όλους σε τροχιά σύγκρουσης με κατεστημένες ιδέες και επιφανειακές εντυπώσεις όπως έχουν διαμορφωθεί για το ’21 για πάνω από έναν αιώνα. Και U και τις …καλοσιδερωμένες φουστανέλες των ηρώων στις σχολικές αφίσες της 25ης Μαρτίου.

 

Στη σημερινή εποχή, τα παιδιά μας απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από το σχολείο, το βιβλίο και φυσικά από το μάθημα της Ιστορίας, το οποίο θεωρούν, συνήθως, βαρετό, κουραστικό και άρρηκτα συνδεδεμένο με τη στείρα αποστήθιση. Ως αίτιοι της καταστάσεως ορίζονται συνήθως το εκπαιδευτικό σύστημα, ο τρόπος διδασκαλίας και συχνά τα ίδια τα παιδιά ή οι εκπαιδευτικοί. Όμως, το 21: Η μάχη της πλατείας θεωρώ ότι θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για εκπαιδευτικούς σκοπούς και να κεντρίσει με ευχάριστο τρόπο το ενδιαφέρον των παιδιών για την Ιστορία. Ο δικός μου γιος τουλάχιστον, ηλικίας 12 ετών το διάβασε πολύ ευχάριστα. Εσείς τι πιστεύετε γι’ αυτό; Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το κόμικ ως εναλλακτική μορφή μάθησης στο σχολείο;

Αυτό που είχαμε εξαρχής στο μυαλό με τις συνεργάτιδες του βιβλίου, τις ερευνήτριες Παναγιώτα Παναρίτη, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου και Νατάσα Καστρίτη του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου αλλά και την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Εύη Σαμπανίκου, ήταν η δημιουργία ενός αναγνώσματος που θα έθετε περισσότερο ερωτήματα παρά απαντήσεις. Θέλαμε να διεγείρουμε την περιέργεια των σημερινών ανθρώπων, νεότερων και μεγαλύτερων, για τις πραγματικές διαστάσεις της Ιστορίας αλλά και για όσα δεν μάθαμε ποτέ. Αν δούμε λοιπόν τη «μάχη της πλατείας» ως μια πηγή ερωτημάτων, ναι θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως εκπαιδευτικό εργαλείο. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται το εκτενέστατο παράρτημα στο βιβλίο των Eκδόσεων Ίκαρος, με βιβλιογραφικές πληροφορίες και πηγές για τα εικαστικά έργα που χρησιμοποιούμε. Άλλωστε έχω δει και στην πράξη, μέσα από το «Αϊβαλί», πόσο όμορφα λειτουργεί στα σχολεία κάτι τέτοιο, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης μέχρι και τα πανεπιστήμια. Δάσκαλοι και καθηγητές δεν σταμάτησαν ποτέ στα έξι χρόνια που κυκλοφορεί το συγκεκριμένο graphic novel, να με καλούν στις τάξεις τους ή να κάνουμε στην πανδημία, τηλεδιασκέψεις.

 

Νομίζω ότι θα έπρεπε, πάνω απ’ όλα στα σχολικά βιβλία να πάψουμε να χαρακτηρίζουμε τα ιστορικά πρόσωπα μόνο ως «καλά» ή «κακά», δηλαδή ως «άσπρα» και «μαύρα» και να υιοθετήσουμε τον χαρακτηρισμό «γκρίζα» για πολλά από αυτά. Ορθά λέτε κι εσείς προς το τέλος του βιβλίου σας, τονίζοντας ότι ακόμα και ο Κολοκοτρώνης διέπραξε σφάλματα, ότι πρέπει να βλέπουμε τη «σούμα», τη συνολική, δηλαδή, αποτίμηση των πράξεων ενός ιστορικού προσώπου για να το κρίνουμε σωστά. Αν φύγουν, επομένως, από τα σχολικά βιβλία μας «ταμπέλες» προσώπων όπως ο «κακός» Ιουλιανός ο Παραβάτης και ο «Άγιος» μητροκτόνος και παιδοκτόνος Μέγας Κωνσταντίνος, η αφήγηση της Ιστορίας μας δεν θα γίνει, πιθανότατα, πιο αντικειμενική;

Αυτό που θα ωφελούσε σίγουρα, τόσο τους μαθητές όσο και εμάς τους μεγαλύτερους, δεν θα ήταν να αφηγηθούμε ακόμα μια ιστορία με καλούς και κακούς, ή να αναπαράγουμε μια εύπεπτη, εξιδανικευμένη αφήγηση του παρελθόντος, όσο μια σειρά γεγονότων κοντά σε όσα πραγματικά συνέβησαν, με τα καλά και τα κακά τους. Ναι, να παίρνουμε θάρρος και δύναμη από τις νίκες του παρελθόντος αλλά περισσότερα δυστυχώς έχουμε να μάθουμε από τις ήττες.

 

Η έρευνα και η δημιουργία του graphic novel έγιναν με την υποστήριξη του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της 1ης Προκήρυξης της Δράσης «Επιστήμη και Κοινωνία» – «200 Χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» (Αριθμός πρότασης: 20, έργο: 70869) και τη συμβολή του Πανεπιστημίου Αιγαίου (ΤΠΤΕ). Το έργο έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. 

Φαντάζομαι πως ένα από τα δυσκολότερα κομμάτια για την ολοκλήρωση του έργου σας, μαζί με τις συνεργάτιδές σας από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, θα ήταν η επιλογή των γεγονότων τα οποία θα συμπεριλαμβάνατε στο βιβλίο σας και αυτά που θα αφήνατε απέξω. Θέλετε να μας πείτε σύμφωνα με ποια κριτήρια έγινε αυτή η επιλογή και πόσο σας δυσκόλεψε αυτό;

Αρχικά οι Γιώτα η Ρεγγίνα και η Νατάσα είχαν ξεχωρίσει 5 ιστορίες με τις οποίες θα μπορούσαμε να δουλέψουμε. Να κάναμε δηλαδή κάτι αντίστοιχο με αυτό που είχαν διαβάσει στο «Αϊβαλί». Εκεί τα κείμενα του Βενέζη και του Κόντογλου λειτουργούσαν αντίστοιχα ως όχημα επιστροφής στο παρελθόν, ακολουθώντας τη ματιά ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα. Όμως πως να περιγράψεις τόσα πολλά συμβάντα σε έναν ιδιαίτερα πυκνό χρόνο όπως είναι η περίοδος από το 1821 μέχρι και το 1834 που εξετάζουμε; Ήταν πράγματι ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα. Οι πέντε ιστορίες λοιπόν, στην πορεία έγιναν 42 κεφάλαια αλλά και 21 πορτραίτα διανθισμένα με πρωτότυπα κείμενα. Η διασπορά των αναφορών είναι ενδεικτική και προσπαθήσαμε, έστω ελλειπτικά, ν’ αναφερθούμε σε όσο το δυνατόν περισσότερα γεγονότα και πρόσωπα. Αλλά και πάλι, πολλά κομμάτια έμειναν αναγκαστικά απ’ έξω. Άλλωστε ζητούμενο δεν υπήρξε ποτέ το «να τα πούμε όλα» αλλά να παρακινήσουμε τους αναγνώστες ν’ αναζητήσουν πρόσθετες ιστορικές πληροφορίες, ίσως και μέσα από την βιβλιογραφία που παραθέτουμε στο παράρτημα του βιβλίου μας.

 

Παραδίδετε συχνά τη σκυτάλη της αφήγησης σε αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, σε ανθρώπους του λαού, Φιλέλληνες, ακόμη και Τούρκους, έτσι ώστε να φωτιστεί συχνά και η «άλλη πλευρά». Κάτι τέτοιο διασφαλίζει κάπως την όποια αντικειμενικότητα μπορεί να έχει η επιστήμη της Ιστορίας. Θεωρείτε ότι με το να χρησιμοποιούμε όλες τις πηγές και να εξετάζουμε προσεκτικά τα κίνητρα των αφηγητών μπορούμε να εξαλείψουμε, ως έναν βαθμό, την υποκειμενικότητα στην ιστορική αφήγηση;

Δεν νομίζω πως η λέξη «αντικειμενικότητα» ταιριάζει απόλυτα σε οποιαδήποτε εξιστόρηση. Πάντα έχει κομβική σημασία το ποιος κοιτάει, από ποιο σημείο και σε ποια χρονική περίοδο. Το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο του παρατηρητή, δηλαδή, αλλά και οι ιδέες του για τον κόσμο, τα συμφέροντά του, είναι καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουν τα κείμενα ή τα σχέδιά του, για τον τρόπο που ερμηνεύει την Ιστορία. Αυτό λοιπόν που προσπαθήσαμε, δεν ήταν να δείξουμε μια «αντικειμενική» ιστορία αλλά αντίθετα να σκιαγραφήσουμε την πολυπλοκότητα των θέσεων και την σχετικότητα των υποκειμενικών απόψεων. Τις τόσο ετερόκλητες φωνές και βλέμματα που μπορεί να αναφέρονται ταυτόχρονα στο ίδιο ιστορικό γεγονός, το οποίο όμως συχνά φτάνει σ’ εμάς μόνο μέσω μιας μονοδιάστατης απλουστευτικής αφήγησης.

 

Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες δεν μαθαίνουν ποτέ σωστά την Ιστορία μας, αλλά μένουν συνήθως προσηλωμένοι στο «εθνικό ωραιοποιημένο ιστορικό μας αφήγημα» που παπαγάλισαν στο σχολείο. Πώς νιώσατε εσείς προσωπικά όταν ανακαλύψατε ότι πολλά από αυτά που διδασκόμαστε στο σχολείο για την Ιστορία μας, ιδιαίτερα εκείνη της Ελληνικής Επανάστασης, είναι ελλιπή ή-ακόμα χειρότερα- λανθασμένα;

Νομίζω ότι όλοι μας καταλαβαίνουμε καθώς ενηλικιωνόμαστε πως το γραμμικό εθνικό αφήγημα που μάθαμε στο σχολείο δεν θα μπορούσε να είναι απόλυτα συμβατό με τα πραγματικά γεγονότα. Με τους καλούς Έλληνες και τους κακούς Τούρκους, με όλους τους αγωνιστές μονιασμένους, σε μια επανάσταση που δέχθηκε μόνο φιλικές παρεμβάσεις από την Ευρώπη. Όμως όσο και αν το υποψιαζόμαστε, στην πράξη καταλήγουμε να γνωρίζουμε ελάχιστα για την ιστορία. Για τις πραγματικές συνθήκες του Αγώνα, τις συμμαχίες, τις αντιπαλότητες ή ακόμα και τις προδοσίες μεταξύ των Ελλήνων. Η επετειακή χρονιά λοιπόν, θα μπορούσε να γίνει αφορμή για μια βαθύτερη ανάγνωση και κατανόηση της ιστορίας. Άλλωστε φέτος κυκλοφόρησαν και συνεχίζουν να κυκλοφορούν τόσο σημαντικές μελέτες και άρθρα από αξιόλογους συγγραφείς και ιστορικούς, που φωτίζουν τόσο διαφορετικά τα γεγονότα του 1821. Είναι στο χέρι μας να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία.

 

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θεωρείται, και δικαίως, ως η κορυφαία φυσιογνωμία του Αγώνα. Πιστεύω ότι και εσείς συντάσσεστε με αυτή την άποψη, αφού η μορφή του έχει κεντρικό ρόλο στην αφήγησή σας και η όλη συζήτηση διαδραματίζεται στην πλατεία Κολοκοτρώνη στη σκιά του αγάλματός του. Στέκεστε ιδιαίτερα όμως στη Δίκη του Κολοκοτρώνη το 1834, αφηγούμενος τα γεγονότα πολλές φορές μέσα από τις αφηγήσεις πολλών διαφορετικών ομιλητών. Αυτό έγινε επειδή πρόκειται για την πιο άδικη, ίσως, στιγμή της Ελληνικής Επανάστασης; Γι’ αυτό και παρατείνατε τη διήγηση ως το 1834; Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε διαχρονικά – και μιλάω κυρίως για τα χρόνια μετά τον θάνατό του- το δημοφιλέστερο πρόσωπο του Αγώνα. Ένα πρόσωπο- σύμβολο. Φτιάχνοντας λοιπόν ένα κόμικς, μια σύγχρονη αφήγηση, υπήρξε ιδεοτυπικά χρήσιμη η αναφορά σε μια τέτοια αναγνωρίσιμη κεντρική φιγούρα. Ήταν εμπνευστής πολύ σημαντικών αγώνων και νικηφόρων μαχών, όπως τα Δερβενάκια ή η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως και ο Κολοκοτρώνης ως άνθρωπος, που έδρασε σε πραγματικές συνθήκες και πρωταγωνίστησε στις πολιτικές αντιπαλότητες της εποχής, δεν έπεσε σε σημαντικά λάθη και δεν κατέληξε σε κακές αποφάσεις. Είχε λοιπόν εκτός των άλλων, και την …ατυχία να φυλακιστεί δυο φορές από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Τη δεύτερη μάλιστα μετά την έλευση των Βαυαρών. Η στιγμή της δίκης έτσι ήταν σημαντικό να καταγραφεί γιατί αυτή πραγματοποιήθηκε καθώς γίνονταν τα πρώτα βήματα σύστασης του Ελληνικού κράτους. Για να θυμίσω το ιστορικό πλαίσιο, αναφέρομαι στο ρόλο και την εμπλοκή των ξένων δυνάμεων, τις στάσεις των Ελληνικών αντίπαλων παρατάξεων, τις «συζητήσιμες» πράξεις μεμονωμένων προσώπων όπως ο Σχινάς ή ο Κωλέττης αλλά και την απρόβλεπτα θετική στάση των Τερτσέτη και Πολυζωϊδη. Το τι και το πως συνέβη λοιπόν εκεί, νομίζω πως είναι ενδεικτική για το τι ακολούθησε στο νεοσύστατο κράτος.

 

 

Ο ηλικιωμένος Κάρπος, ο οποίος αφηγείται στη νεαρή Λίμπυ την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, επαναλαμβάνει συχνά τη φράση: «Να τα σπρώξουμε κι αυτά κάτω από το χαλί;», αναφερόμενος στην τάση που έχουν οι συγγραφείς της Εθνικής μας Ιστορίας να αποσιωπούν οτιδήποτε δεν είναι αρεστό ή θεωρείται ότι θίγει τους Έλληνες, όπως, για παράδειγμα, την αποσιώπηση της σφαγής της Θεσσαλονίκης από τον Μέγα Θεοδόσιο ή της επίσημης στάσης της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης-που ήταν κατά- και των επονείδιστων εμφυλίων την ίδια περίοδο. Νομίζω, πλέον, ότι υπάρχει σήμερα θετική εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση αφήγησης της Ιστορίας, η οποία τείνει να απαλλάσσεται σιγά σιγά από τους περιττούς εξωραϊσμούς και υπό το πρίσμα νέων ιστορικών πορισμάτων. Εσείς θεωρείτε ότι έχει γίνει πρόοδος στο ζήτημα αυτό τα τελευταία χρόνια;

Όσο πιο πολύ συζητάμε για την ιστορία κι αντέχουμε να κουβεντιάσουμε και τα στραβά της- για συμβάντα και πρόσωπα που μόνο περηφάνεια δεν μπορείς να νιώσεις όταν τα διαβάζεις-, τόσο πιο καλά νομίζω πως θα καταφέρουμε να κατανοήσουμε και τις σημερινές παγίδες. Μια γνώση που ίσως μας προστατέψει από παρόμοιες δυσάρεστες καταστάσεις.

 

«Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα», μας λέει ο Τερτσέτης λίγο πριν από το τέλος της αφήγησής σας, εννοώντας ότι χωρίς τυφλούς εθνικισμούς ο κόσμος μας θα ήταν, ίσως, καλύτερος. Σε μία εποχή που ο εθνικισμός, ο φανατισμός και ο ρατσισμός φαίνεται, δυστυχώς, ότι κερδίζουν διαρκώς έδαφος, πόσο πολύ μπορεί να μας βοηθήσει, ως ανθρωπότητα, ένα τέτοιο σύνθημα για να μεγαλώσουμε με αυτό τα παιδιά μας;

Μόνο μια τέτοια οπτική και ταυτόχρονα απ’ όλες τις πλευρές μιας διαμάχης, νομίζω πως θα μπορούσε να βοηθήσει τις κοινωνίες των ανθρώπων διαχρονικά. Κι ας ακούγονται τα λόγια του Τερτσέτη κάπως ουτοπικά. Το να ρίχνουμε πάντα τα λάθη στους «άλλους» για καταστάσεις που από σύμπτωση δεν τις διαπράξαμε εμείς- ή τις διαπράξαμε αλλά δεν έχουμε το θάρρος της αυτοκριτικής- δεν οδηγεί παρά μόνο σε πολέμους, θανάτους και καταστροφή.

 

Πείτε μας, τέλος, τι συμβολίζει για εσάς το ’21 σήμερα και πώς πιστεύετε εσείς ότι θα βλέπουν τελικά την Ελληνική Επανάσταση οι σημερινοί millennials για να την αφηγούνται στα δικά τους παιδιά; Είναι τελικά, περισσότερο μία ιστορία ηρωισμού, μία ιστορία παθών και ντροπής ή και τα δύο μαζί;

Θα έλεγα πως η επέτειος των 200 χρόνων αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία να παρακινηθούμε και να γνωρίσουμε περισσότερα για την δική μας ιστορία που, ουσιαστικά, την αγνοούμε. Και μαζί με αυτή τη γνώση, να προχωρήσουμε τις ζωές μας ελπίζοντας και προσπαθώντας ν’ αποφεύγουμε τα λάθη το παρελθόντος.

Παρακολουθήστε τη διαδικτυακή παρουσίαση του graphic novel του Soloúp, «21: Η μάχη της πλατείας» στην πλατφόρμα του Public:

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular