Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

*** Γράφει η Μαρίνα Αποστόλου 

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του εν λόγω θεατρικού έργου τοποθετείται το δίχως άλλο η σχέση των δύο ενηλίκων αδελφών, δηλαδή του Αντώνη που είναι ο πρωτότοκος γιος και του Λευτέρη που γεννήθηκε δεύτερος και είναι ευάλωτος λόγω της ψυχικής του νόσου. Ο Αντώνης θεωρείται από τη μάνα τους σκληρός σαν σίδερο που δεν σπάει και άρα είναι ανθεκτικός. Είναι υγιής, δεν εξαρτάται από κανέναν και επομένως είναι ικανός όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και για τη στήριξη της οικογένειας. Μία μητέρα, θέλοντας και μη, στηρίζει πάντα το μέλος της οικογένειας που πάσχει παραγκωνίζοντας μοιραία τα μέλη που δείχνουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν. Εξάλλου, δεν υφίσταται καμιά πειστική δικαιολογία για το αντίθετο καθώς «έχουν την υγεία τους».

Ο Αντώνης επιστρέφει στο πατρικό σπίτι για να ανακοινώσει ότι ετοιμάζεται να νυμφευθεί τη Νατάσα, μία ευκατάστατη, νέα γυναίκα από τη Λάρισα. Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο πρόσωπο αλλά για την κόρη του εργοδότη του την οποία ο ίδιος αντιμετωπίζει σαν «χρυσάφι» εφόσον έχει τα χρήματα που θα τον βοηθήσουν όχι απλά να επιζήσει, δεδομένου ότι προέρχεται σχεδόν από άπορη οικογένεια, αλλά και να εξελιχθεί ο ίδιος σαν άτομο (με βάση την πονηριά και το πείσμα του) καθώς και να καλύψει τις ανάγκες του Λευτέρη που σαφώς αδυνατεί να βιοποριστεί. Οφείλει επίσης να διαδραματίσει και τον ρόλο του πατέρα λειτουργώντας και ως πατρική εν μέρει φιγούρα καθώς ο Αντρέι (ο πατέρας τους) έχει φύγει από ζωή και μάλιστα με άσχημο τρόπο: ήταν αλκοολικός.

Η ψυχολογική πίεση που ασκεί η μητέρα στον Αντώνη δεν εκφράζεται με τρόπο αυταρχικό και απαιτητικό, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Απεναντίας, ασκείται έμμεσα με ύφος ενίοτε μεμψιμοιρίας όταν εκείνη προτρέπει τον Αντώνη να ασχοληθεί με την προσωπική του ζωή, να κάνει παιδιά «ελληνικά», «γκριέκι» χωρίς να τον νοιάζει τι θα απογίνουν εκείνη και ο Λευτέρης. Δεν διστάζει κιόλας να τονίσει ότι δεν φοβάται να επιστρέψει στη δουλειά της καθαρίστριας και δεν λησμονεί ότι εισπράττει και το βοήθημα της εκκλησίας. Η συμπεριφορά της είναι ένας ύπουλος ψυχολογικός πόλεμος εις βάρος του αδελφού που έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Αθήνα για να εργαστεί σε πρατήριο υγρών καυσίμων στη Λάρισα – παράδοξο μιας και που μια τέτοια επαγγελματική αποκατάσταση δεν απαιτεί τόση χιλιομετρική απομάκρυνση αλλά μπορεί και να γίνει και στην ίδια πόλη. Ωστόσο, ο Αντώνης που αισθάνεται μόνος και χωρίς μέλλον περιφέρεται (συχνά άσκοπα) εδώ και χρόνια εκτός της οικογενειακής εστίας από απελπισία και πικρία. Ομολογεί πόσο δύσκολο είναι να έχει κάποιος άρρωστο αδελφό και συνάμα πως είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοηθεί από τους υπολοίπους.

Τα αδέρφια σε κάθε οικογένεια φέρουν ένα σημαντικό κοινό σημείο: είναι ομόκεντροι κύκλοι. Έχουν γεννηθεί από τους ίδιους γονείς και τα παιδικά χρόνια τούς έχουν σημαδέψει μαζί. Ακόμα και να υπάρχει απέχθεια, αντιπάθεια, ψυχρότητα, οίκτος ή αποστασιοποίηση η κοινή πορεία των παιδικών χρόνων είναι μια χρονική περίοδος καθοριστική και άσβεστη. Ο Λευτέρης επιμένει να θυμάται και να μην προσαρμόζεται παρότι ζει επί χρόνια στην Αθήνα. Αγαπάει τη ρωσική γλώσσα, τη ρωσική κουζίνα, τα ρωσικά τοπία. Δεν χάνει ευκαιρία να θυμίσει περιστατικά από τη ζωή τους στην πατρίδα τους στον Αντώνη: πότε για την ποδοσφαιρική ομάδα Σπαρτάκ και τον παίκτη Παραστάτοφ και πότε για το ατύχημα με την μποτίλια που περιείχε γάλα («μια απαλή λευκή λίμνη…»). Δύο μικρά αγόρια τρέχουν μαζί για να γλιτώσουν την τιμωρία της μάνας που ασφαλώς θα τα κυνηγήσει για τη ζημιά που έκαναν στην κουζίνα…

Στην κουζίνα εκ νέου στο σήμερα πια ο Αντώνης παλεύει να νουθετήσει τον Λευτέρη για την ανισόρροπη συμπεριφορά του, τού χορηγεί τη φαρμακευτική του αγωγή και εκείνος τον σαρκάζει («τώρα που πήρα το χάπι μου ηρέμησα…»). Ο Λευτέρης είναι σαν μικρό παιδί, χρειάζεται διαρκώς πλαισίωση, κηδεμόνα, κατανόηση, τρυφερότητα, συγχώρεση. Ωστόσο, μοιάζει να είναι και πολύ ευφυής, έχει καλή αντίληψη των πραγμάτων, χιούμορ, είναι προκλητικός μα και αδέξιος όπως συμβαίνει με όλα τα μη λειτουργικά άτομα. Ο Αντώνης – πατέρας – αδελφός – μέντορας – προστάτης θα του διδάξει τα πάντα. Θα τον οδηγήσει σε οίκους ανοχής με σκοπό τη σωματική εκτόνωση, θα του υποδείξει πώς ένας άντρας φιλάει μια γυναίκα, θα του ψωνίσει ενδύματα για την περίσταση του ερχομού της Νατάσας, θα τον προειδοποιήσει για τη συμπεριφορά του που το πιο πιθανόν είναι να μην είναι κόσμια, θα του προσφέρει χρήματα, θα παίξει μαζί του έναν τελευταίο αγώνα ποδοσφαίρου πριν τον εγκλεισμό του Λευτέρη στο ψυχιατρείο.

Νιώθει κανείς, παρατηρώντας τους δύο δρώντες, ότι Λευτέρης και Αντώνης τραβούν το σκοινί της υπομονής και της ανεκτικότητας. Ο Λευτέρης ταυτόσημο της μνήμης και ο Αντώνης η προσωποποίηση της λήθης αλλά και του αριβισμού. Ο Λευτέρης είναι έρμαιο του κάθε Μάκη που μάλλον μόνο από ευγένεια δεν τον κερνάει, έχει ως αποκούμπι τη μάνα τους, καταρρέει όταν κακοποιείται ενώ πρωτύτερα έχει φέρει την κατάσταση στα άκρα με το «στενό μαρκάρισμα» της Νατάσας. Γνωρίζει καλά πως είναι η μνηστή του αδελφού του εντούτοις είναι ένα θηλυκό που τώρα εισέρχεται στην οικογένεια και ως θηλυκό έχει στήθος, είναι από μόνη της πρόκληση, κόκκινο πανί, ισχυρό ερέθισμα. Γνωρίζει πολύ καλά πως με την πράξη του αυτή θα δηλητηριάσει τη σχέση του με τον Αντώνη, εκμεταλλεύεται το ακαταλόγιστο που έχει λόγω της σχιζοφρένειας από την οποία πάσχει και φυσικά στο τέλος συγχωρείται από τον Αντώνη. Η συγχώρεση όμως αυτή δεν συνεπάγεται και τη συμβίωσή τους ύστερα από τον θάνατο της μάνας.

Ένα μη λειτουργικό άτομο μπορεί εύκολα να γίνει χειριστικό και ζηλόφθονο. Απολαμβάνει την επιείκεια, τη μόνιμη δικαιολόγηση, τη συστηματική αρωγή. Δεν έχει ευθύνες, μπορεί να αυτοσχεδιάζει, να παρεκτρέπεται, να μη σέβεται τα όρια. Διαθέτει εν ολίγοις πολλά περιθώρια δράσης έστω και αν καταλήξει στην αυτοκαταστροφή. Αντίθετα, αυτό δεν ισχύει για τον Αντώνη που έχει κυρίως μόνο υποχρεώσεις. Η άρνησή του για το παρελθόν και τις ρίζες τους, ένα συνεχές κοντράστ με τον Λευτέρη, τροφοδοτείται και από την εμμονή της μάνας για πλήρη ελληνοποίηση. (Είναι αστείο που θεωρεί το όνομα της νύφης ρωσικό μολονότι και οι Έλληνες και οι Ρώσοι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, είναι επίσης κωμικό που προβάλλει υπερβολικά την ελληνική κουζίνα της οποίας τα μισά φαγητά κρατάνε από την Τουρκία).

Είναι πραγματικά φοβερό ένας άνθρωπος να πρέπει να ανταπεξέλθει σε αυξημένες υποχρεώσεις που ουδέποτε ο ίδιος δημιούργησε, να είναι συνεπής και αρεστός, να θέλει μόνο να ξεχάσει, να είναι κατά βάθος πολύ μόνος του, να πρέπει να κατασκευάσει ο ίδιος τις ευκαιρίες που δεν του έδωσε ποτέ το οικογενειακό περιβάλλον, να καλείται να λάβει αποφάσεις που δεν τις επιθυμεί στ’ αλήθεια, ακόμη και να προσποιείται. Είναι χαρακτηριστικό που στην τελευταία σκηνή ακούμε τον Αντώνη να μιλάει ρωσικά, τα οποία δήθεν δεν θυμόταν.

Στον αντίποδα της υπομονής και της λήψης αποφάσεων βρίσκεται ο Λευτέρης που μη μπορώντας να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο σχολείο, μη όντας ικανός να εργαστεί, έχοντας παραισθήσεις, ταξιδεύει στις μουσικές που παράγει το «τραντζιστοράκι» του πειρατικού σταθμού του Τζίμη, ονειρεύεται πως γίνεται και αυτός «τζεντλεμάν», βλέπει να ανοίγει απρόσμενα ένα παράθυρο για σχέση με γυναίκα (τη Ράνια, την εξαδέλφη της Νατάσας) χάρη και πάλι στον αδελφό του, καπνίζει μανιωδώς τσιγάρα μαζί με τον τελευταίο, αναπολεί το χθες και τον αποχαιρετά και πάλι μέσα από το ποδόσφαιρο.

Η κουλτούρα που ακόμη φέρει η ελληνική οικογένεια ενδεχομένως να μη δικαιολογούσε την κίνηση του Αντώνη για εγκλεισμό του μικρού αδελφού στο ίδρυμα. Η ίδια φιλοσοφία πάλι θα αναρωτιόταν αν θα ήταν όμοια η συνθήκη στην περίπτωση ύπαρξης αδελφής και όχι αδελφού (αν ήταν Αντωνία και όχι Αντώνης). Η ματιά του Βασίλη Κατσικονούρη, τρυφερή και τραχιά μαζί, πάνω στη δυαδική σχέση δύο νέων αδελφών που επισκιάζεται από την αρρώστια, τη φτώχεια, τη μετανάστευση αλλά και τη χρεία για πρόοδο φέρει εξαιρετικό ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον, φωτίζει πραγματικότητες που ο άνθρωπος, καθότι γεννημένος για την ευτυχία, αποφεύγει δεόντως και μεταμορφώνεται σε μια διαχρονική φωνή που κατονομάζει αποκλειστικά την αλήθεια.

Το έργο – σταθμός του νεοελληνικού θεάτρου, «Το Γάλα» –  έχουν δει σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό παραπάνω από 500.000 θεατές

**** Η Μαρίνα Αποστόλου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα όπου και ζει μόνιμα. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο θέατρο με άριστα και ασχολείται συστηματικά με την κριτική ανάλυση θεατρικών παραστάσεων με έμφαση στο δραματικό κείμενο. Διατηρεί το ιστολόγιο Θεατρικές απόψεις www.theatrikesapopseis.blogspot.com .

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular