Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Μόνο η νύχτα, John Williams, Εκδόσεις Gutenberg

«Αυτός είναι ο καλύτερος χρόνος της ζωής, σκέφτηκε: ο χαμένος χρόνος»

Ένα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό ο Άρθουρ Μάξλεϊ ξύπνησε στο σπίτι του στο Σαν Φρανσίσκο μην έχοντας τίποτα να κάνει την ημέρα που ξεκινούσε μπροστά στα μισοκοιμισμένα του μάτια. Πίσω από τα βλέφαρά του εκδιπλωνόταν το απείκασμα του νυχτερινού εφιάλτη. Βρισκόταν σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο όπου λάμβανε χώρα μια συνεστίαση με πολλούς προσκεκλημένους. Σε μια γωνιά του δωματίου, σε μια υπερμεγέθη πολυθρόνα, καθόταν ένας κάτωχρος νεαρός με αρρωστημένη όψη. Έδινε την αίσθηση του διωκόμενου. Η αίσθηση αυτή επιβεβαιωνόταν από την εχθρότητα του περίγυρου. Όταν το πλήθος άρχισε να γρονθοκοπεί με λύσσα τον ανυπεράσπιστο νεαρό, ο Άρθουρ όρμησε καταπάνω του και μες στο αποκορύφωμα του αίματος έγινε ένα με τον εαυτό του.

«[…] μέσα από τα απότομα ανοιγμένα μάτια του νεαρού άντρα, είδε την απέραντη θάλασσα των προσώπων του πλήθους, άκουσε ξανά τη ζωώδη κραυγή του μίσους τους, ένιωσε τα βάναυσα χέρια τους πάνω στο σώμα του, είδε τις γροθιές τους να υψώνονται για να πέσουν αιμοβόρα πάνω του, ένιωσε ένα στιγμιαίο σοκ πόνου, και τότε η θάλασσα του αίματος σκοτείνιασε, και κολύμπησε μες στο απόλυτο σκοτάδι και δεν ήξερε μετά τίποτα πια».

Η εναρκτήρια σκηνή του μυθιστορήματος συνιστά ένα πυκνό σκιαγράφημα του κεντρικού ήρωα. Ο Τζον Γουίλιαμς (Τέξας, 1922 – Άρκανσο, 1994), συγγραφέας του περιβόητου Στόουνερ (1972), δημοσιεύει το Μόνο η νύχτα το 1948. Ήταν το πρώτο του βιβλίο, αλλά και ένα αριστοτέχνημα σπουδαίας συγγραφικής δυναμικής. Στον εφιάλτη τού Άρθουρ ο εαυτός είναι ένας άλλος. Ο ονειρευόμενος προστατεύεται από την επίγνωση του εαυτού χάρη σε μια παραισθητική σχάση. Ο εαυτός του είχε διαλυθεί μέσα σε «μια διάχυτη ομίχλη συνείδησης που κόχλαζε κι έτρεμε μέσα σε μια απέραντη έκταση σκοταδιού». Αισθανόταν μετέωρος και αβαρής μέσα στην «αόμματη μήτρα του τίποτα». Όταν ξημέρωσε, η συνείδησή του επανήλθε μαζί με όλα τα επακόλουθα άλγη της. Δεν είχε τίποτα να κάνει για να ξεφύγει από τη μέρα που είχε ήδη αρχίσει. Θα μπορούσε βέβαια να καταφύγει σε εφήμερους περισπασμούς, να πάει μια βόλτα στο πάρκο, να καθίσει σε ένα καφέ, να συναντήσει έναν φίλο και έπειτα να επιστρέψει στο διαμέρισμά του για να πιει μερικά ποτά και μετά να κοιμηθεί. Οτιδήποτε, «ώστε να μην υπάρχει ούτε μία κενή στιγμή για να φωλιάσει μέσα της και να θυμηθεί». Ο Άρθουρ τα κάνει όλα αυτά στο περίπου, αλλά η μέρα του είχε κιόλας καταστραφεί εξαιτίας μιας επιστολής από τον πατέρα του που του ζητούσε να δειπνήσουν στο ξενοδοχείο όπου διέμενε. Το παρελθόν τον παραμόνευε. Και το πρωινό προμηνυόταν εξίσου άθλιο με όλα όσα είχαν προηγηθεί.

«Υπήρχε κάτι που δεν του άρεσε στο πρωί, κάτι, σκέφτηκε, σχεδόν αηδιαστικό. Ήταν σαν ο χρόνος να σηκωνόταν κάθε μέρα από έναν νυχτερινό τάφο και να καταδίωκε αθόρυβα τη γη, αγγίζοντας τη γη και όλους εκείνους που περπατούσαν πάνω της με το υγρό του χέρι. Υπήρχε ένα μουχλιασμένο, δύσοσμο άρωμα που εκλυόταν από την πρωινή δροσιά και χωνόταν στα ρουθούνια του δυσάρεστα, όπως η μουχλιασμένη μυρωδιά των σκοτεινών δωματίων σε ξεχασμένα σπίτια».

John Williams (1922-1994): Αμερικανός συγγραφέας και καθηγητής λογοτεχνίας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του Nothing But the Night, Stoner, Butcher’s Crossing και Augustus (National Book Award for Fiction, 1973).

Η ξαφνική επανεμφάνιση του πατέρα του του έφερνε στον νου όλα εκείνα που πάλευε να ξεχάσει, την απερίγραπτη οδύνη που είχε εκλυθεί στο δωμάτιο της μουσικής, παλιά στο πατρικό του. Μια σκοτεινή, ανεπιθύμητη σκέψη ανέσυρε στο μυαλό του τη μορφή του πατέρα του, σκιασμένη, θαμπή. «Τα υπόλοιπα φαίνονταν αμυδρά και, αν όχι ξεχασμένα, τουλάχιστον συσκοτισμένα από τη συνήθη δύναμη της συνειδητής βούλησης. Απέφυγε την πολύ έντονη σκέψη της ανάμνησης του πατέρα, γιατί άρχισε να τρυπώνει μέσα σ’ αυτή την ανάμνηση μια άλλη εικόνα, ένας οικείος εφιάλτης, η μητέρα του μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, το πρόσωπό της που…».

Σαν να ήθελε να ξορκίσει αυτή την εφιαλτική μορφή που επώδυνα έσκισε τη μνήμη του, ο Άρθουρ στράφηκε στη σιφονιέρα, στο τελευταίο συρτάρι της οποίας φυλούσε το τοτέμ του, ένα αγαπημένο πορτραίτο. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να κρατηθεί μακριά από το συρτάρι, αλλά τα πάντα στο βλέμμα του έπαιρναν το σχήμα του επίπλου, «το ορθογώνιο σχήμα εκείνου του δρύινου δαίμονα», όπου είχε ενταφιάσει τη μητέρα του.

«Έσυρε μια καρέκλα από το κέντρο του δωματίου και κάθισε σ’ αυτήν, μπροστά στο παράθυρο, όμως ακόμα κι αυτό ήταν άχρηστο· γιατί αν κοιτούσε επί μακρόν ένα θάμνο εκεί έξω, αυτός ο θάμνος θα φούσκωνε και θα άλλαζε χρώμα, θα έπαιρνε τη μορφή και την ουσία τής ίδιας της εικόνας που προσπαθούσε να αγνοήσει. Και αν έκλεινε τα μάτια του μπροστά στην απατηλή σκηνή, μέσα σ’ αυτό το προκληθέν σκοτάδι θα εισχωρούσαν μικρά ίχνη άμορφου φωτός κι αυτά τα ίχνη θα γίνονταν μια μάζα και η μάζα θα γινόταν ένα σχήμα με έντονο περίγραμμα, και θα αναγνώριζε, χωρίς να το θέλει, και πάλι, τη μορφή της σιφονιέρας».

Τελικά, όπως ήταν αναπόφευκτο, η σιφονιέρα νίκησε και ο Άρθουρ βρέθηκε απέναντι στο όμορφο πορτραίτο της μητέρας του. Χαϊδεύοντας απαλά το γυαλί μετοίκησε για μια στιγμή στον μόνο χρόνο που τον έκανε ευτυχισμένο, τον χαμένο. Αμέσως μετά η στιγμή συστάλθηκε απότομα και το παρόν κατέλαβε το δωμάτιο. Ο Άρθουρ πήρε στα χέρια του το γράμμα από τον πατέρα του. Φυλλομετρώντας τις σελίδες της επιστολής, νόμισε πως άκουγε ξανά τη φωνή του πατέρα του. Αυτή η φασματική φωνή, με τον ιδιαίτερο τόνο της και τη χροιά της, «είχε χτυπήσει μια χορδή της μνήμης του· και, χωρίς προειδοποίηση, είχε ριχτεί απάνω του, σαν θηρίο από μια ζούγκλα σκοτεινή, μια βίαιη εικόνα εκείνης της βίαιης σκηνής».

Η δυστυχία του Άρθουρ είναι ότι δεν μπορεί να ξεχάσει. Ο νους και η καρδιά του είχαν ανέκκλητα παγιδευτεί στο δωμάτιο της μουσικής. Εκεί μέσα, μπροστά στο παιδικό του βλέμμα, είχε συντελεστεί μια τραγωδία που τον συνέτριψε διά βίου. Τίποτα στη μέχρι τότε ζωή του δεν τον είχε προετοιμάσει για τόση βία. Ποτέ δεν κατάφερε να φύγει από εκείνο το δωμάτιο, το γεμάτο σκοτάδι, παρόλο που όλη του η ενήλικη ζωή ήταν μια απομίμηση φυγής. Ακόμα και στους εφιάλτες του δοκίμαζε να διαφύγει από τη συνείδησή του και να κατρακυλήσει στο σκοτάδι. Η μνήμη του επέστρεφε στο μυαλό του σαν διάτορο ουρλιαχτό. Μια οιμωγή που πνιγόταν στο αίμα.

Ο Άρθουρ πάσχιζε να αγκιστρώσει τη μνήμη του στην εποχή πριν από το τραύμα, σε εκείνον τον «αδιάκοπο χρόνο καλοκαιριού» που ήταν η παιδική του ηλικία, «όταν η νωχελική ευτυχία αδρανοποιούσε και γλύκαινε το μυαλό και τα άκρα του». Αγωνιούσε να ακινητοποιήσει το βλέμμα του «στο γαλάζιο θάμπος του χαμένου χρόνου».

«Αυτός είναι ο καλύτερος χρόνος της ζωής, σκέφτηκε: ο χαμένος χρόνος. Η εποχή του καλοκαιριού, όταν τα φύλλα των δέντρων πλέκονται με την ίριδα του ήλιου».

Κάποιες νύχτες μια όλβια στιγμή του παρελθόντος ερχόταν και τον σκέπαζε ενόσω κοιμόταν, «ξεκλέβοντας με σιωπηλά βήματα την ύπαρξή της μες στο σκοτάδι». Γινόταν τότε ένα αγόρι που έτρεχε ξετρελαμένο στα χόρτα μες στη φωτοχυσία του καλοκαιριού και έπειτα ξάπλωνε σε ένα ξέφωτο δίπλα σε ένα ρυάκι στην αγκαλιά της μητέρας του. Καθώς φώλιαζε στο σώμα της, «ο υγρός ήχος του νερού που έτρεχε του γέμιζε τ’ αφτιά». Και το αγόρι ήξερε πως αργότερα τη νύχτα εκείνη θα έπαιζε πιάνο στο δωμάτιο της μουσικής και εκείνο θα την άκουγε από το πάνω πάτωμα, τρέμοντας από προσμονή, μια προσμονή που ήταν «η εξαίσια αρχή του πόνου», για το νυχτερινό της φιλί, όταν κάποτε θα άνοιγε απαλά την πόρτα του δωματίου του για να τον καληνυχτίσει. «Όταν συνέβαινε αυτό, φοβόταν να κουνηθεί, σχεδόν φοβόταν να αναπνεύσει, γιατί η παραμικρή του κίνηση θα μπορούσε να θρυμματίσει τον κρύσταλλο της δίχως λόγια στιγμής».

Τις νύχτες που κοιμώμενος ένιωθε να τον ευλογεί η αναστημένη εκείνη στιγμή, στο σώμα του «εισέρρεε μια χρυσαφένια ζεστασιά, μια δύναμη, που τον μετέφερε πίσω σ’ ένα όνειρο που ήταν πολύ πιο πραγματικό από το εξωπραγματικό της τωρινής του ύπαρξης».

Ο λόγος τού Τζον Γουίλιαμς είναι καλλιγραφημένος. Η ποιητικότητα της γραφής, που υποδέχεται μαεστρικά την παραίσθηση, προσδίδει στο σκοτάδι μια εκλεκτή ποιότητα. Σε κάθε σχεδόν σκηνή παρεισδύει η διαπάλη φωτός και σκότους. Λίγο πριν φτάσει αιμόφυρτος στην κατασκότεινη κατακλείδα τού μυθιστορήματος, ο Άρθουρ στέκεται δίπλα σε έναν φανοστάτη του δρόμου. «Το φανάρι του δρόμου στη γωνία ήταν ένας βρόμικος λεκές πάνω στη γαλάζια καθαρότητα της νύχτας».

Η αντίστιξη μεταξύ του ηλιόφωτος και της νύχτας δεσπόζει στην εισαγωγή του βιβλίου. Μετά τον ερεβώδη εφιάλτη της αρχικής σκηνής εισβάλλουν στις σελίδες οι ακτίνες του ήλιου. Από τη στιγμή εκείνη η μέρα αρχίζει να καταρρέει προς τη νύχτα. Ακόμα και όταν μπαίνει σε ένα καφέ για να πάρει πρωινό, τον Άρθουρ τον κατατρύχει η αιματόβρεχτη ηχώ τού νυχτερινού εφιάλτη. Το τηγανητό αυγό μεταλλάσσεται σε έναν τρομακτικό οφθαλμό και όταν το περιχύνει με ταμπάσκο, το βλέμμα αυτό αποκτά μια αιμάτινη λάμψη. Ένα φλογερό κόκκινο μάτι τον κοιτούσε κατάματα.

«Αυτό σαν να ερεθίστηκε ξαφνικά πέρα από κάθε όριο αντοχής· η λευκή περιβάλλουσα ύλη έγινε ανησυχητικά κατακόκκινη και ανέπτυξε ένα δίκτυο από υγρές μετακινούμενες φλέβες, μετατρέποντας την κενή έκφρασή του σε κάτι σχεδόν τρομακτικό. Τον κοίταξε επιτιμητικά, σαν να ένιωθε μεγάλο πόνο».

Η είσοδος και η έξοδος του Άρθουρ μέσα στην (και από την) κάθε ημέρα σηματοδοτούνταν από την κατάβαση και ανάβαση της σκοτεινής σκάλας της πολυκατοικίας του. Τον ανακούφιζε αυτή η σύντομη διέλευση του σκότους. Όσο δύσκολο και αν του ήταν να σύρει τον εαυτό του έξω από το διαμέρισμα, όταν τα δάχτυλά του άγγιζαν «τη λεία, θαμπή δρύινη κουπαστή», αισθανόταν «μια ψυχική ανάπαυλα, μια γαλήνη». «Γιατί κατεβαίνοντας μπορούσε να χάνει την επίγνωση του εαυτού του μέσα στην ανωνυμία του ημίφωτος· έστω και για μια στιγμή, μπορούσε να συγχωνευτεί με το σκοτάδι, να γίνει, κατά κάποιον τρόπο, μέρος του».

Παρατηρώντας τις ακτίνες του ήλιου που διαθλόνταν πάνω στη τζαμαρία του καφενείου, εκείνη την καλοκαιρινή μέρα που ακτινοβολούσε, ο Άρθουρ ένιωσε έρμαιο μιας αντινομίας. «[…] του φάνηκε πως το φως του ήλιου κι αυτή η εσωτερική σκοτεινιά που τον τύλιγε ήταν δύο αντίπαλοι, που προσπαθούσαν ο ένας να υπερνικήσει τον άλλο με όπλα εξίσου ισχυρά, τόσο ώστε να μην μπορούν να αλληλοκαταστραφούν. Είχε εμπλακεί κι αυτός σ’ αυτή τη μάχη – αν και δεν επιθυμούσε να εμπλακεί».

Επιστρέφοντας στο σπίτι του μετά από το αιματοβαμμένο πρωινό που δεν τόλμησε να φάει, ο Άρθουρ έρχεται αντιμέτωπος με το γραμματοκιβώτιό του στην είσοδο της πολυκατοικίας και τις επιστολές που τον περίμεναν. Δεν ανησύχησε για το περιεχόμενό τους. «Χωρίς να τις μελετήσει περαιτέρω, ετοιμάστηκε για το καθαρτήριό του λουτρό στο σκοτάδι, το παλαιό τελετουργικό της σκοτεινής σκάλας».

Τελικά τίποτα το επικίνδυνο δεν εγκυμονούσε εκείνη η δεσμίδα επιστολών. Ενημερώσεις για λέσχες ανάγνωσης, προσκλήσεις για συνέδρια και διαλέξεις, «μικρές ανακοινώσεις εσωτερικής καταναλώσεως από μια λογοτεχνική εταιρεία στην οποία είχε κάποτε ενταχθεί». Το γράμμα του πατέρα του φτάνει στα χέρια του από άλλη οδό. Οι σελίδες στα χέρια του τρεμίζουν από όλα τα παλιά ουρλιαχτά. Θέλοντας να καθυστερήσει τη δύσκολη στιγμή του δείπνου, ο Άρθουρ πηγαίνει να συναντήσει έναν φίλο του. Από τη συνάντησή τους είναι αξιοπαρατήρητο ένα σημείο, σχετικό με τις επιστολές που έλαβε εκείνη την ημέρα ο Άρθουρ.

Όταν ο φίλος του του ζητάει χρηματική βοήθεια για να στήσει ένα τυπογραφείο, ο Άρθουρ γίνεται έξαλλος. Αφενός του φαίνεται εξοργιστική η οικονομική απαίτηση και αφετέρου ο συνομιλητής του έδειχνε παντελώς άσχετος με την τέχνη της τυπογραφίας. Μολονότι ο θυμός του Άρθουρ εκτραχύνεται από την παρότρυνση του φίλου του να ζητήσει τα χρήματα από τον πατέρα του, μπορούμε να δούμε στην έκρηξή του μια συνάφεια με τις φιλολογικές επιστολές που είχε διατρέξει με αδιαφορία λίγες ώρες νωρίτερα. Έχοντας διακόψει τις σπουδές του στη Βοστόνη έπειτα από έναν νευρικό κλονισμό, ο Άρθουρ ένιωθε αποκομμένος από τη λογοτεχνία. Ακόμα και τα βράδια, πριν κοιμηθεί, πίνοντας ένα τελευταίο ποτό, μετά βίας κατάφερνε να διαβάσει. Έχω την εντύπωση πως η απομάκρυνση του Άρθουρ από τη λογοτεχνία καταδεικνύει την αναπόδραστη παγίδευσή του στην πραγματικότητα. Αν και ήταν ευεπίφορος σε οράματα και παραισθήσεις, δεν μπορούσε να διαφύγει από την αλήθεια του γεγονότος. Με άλλα λόγια, τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να ξεχάσει το γεγονός που είχε συμβεί στο δωμάτιο της μουσικής.

Η συσσωρευόμενη ένταση που περικλείει την πατρική μορφή όσο πλησιάζει η ώρα της συνάντησης, αναιρείται ακαριαία από το πρόσωπο που αντικρίζει ο Άρθουρ στο εστιατόριο του πολυτελούς ξενοδοχείου. Απέναντί του είχε έναν άντρα που υπέφερε από τη μνήμη. Στο βλέμμα του λίμναζε ένας βαθύς πόνος. Ήταν και εκείνος δεσμώτης του παρελθόντος. Απέτυχε να κάνει το λυτρωτικό άλμα προς τη λήθη. Διαρκώς απασχολημένος με τάχα επείγουσες δουλειές που τον έστελναν από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, είχε βρει τον δικό του τρόπο να φεύγει. Ήταν πολύ κουρασμένος, δεν άντεχε άλλο να τρέχει. Ο Άρθουρ διέκρινε στο πρόσωπο του πατέρα του την αίσθηση της καταδίωξης που βασάνιζε και τον ίδιο. Ήταν και οι δύο διωκόμενοι.

Τον φαντάστηκε μόνο στις ατέρμονες, άγριες εξορμήσεις του. «[…] ήταν σίγουρος, ακόμα και σ’ αυτά τα ταξίδια η ανάμνηση ακολουθούσε τον πατέρα του, τον ακολουθούσε όπως ένα αδηφάγο ζώο ακολουθεί το πληγωμένο θήραμά του. Ποιες ήταν οι σκέψεις του εκείνες τις μακριές καυτές νύχτες που ο ύπνος αποδεικνυόταν αδύνατος, όταν ξάπλωνε σ’ ένα ιδρωμένο κρεβάτι σ’ ένα ξένο δωμάτιο σε μια ξένη χώρα; Μήπως στριφογύριζε όλη νύχτα, σκεπτόμενος μιαν άλλη νύχτα, πριν από πολύ καιρό; Μήπως αυτές οι οικείες εικόνες ξεπρόβαλλαν μέσ’ από το πνιγηρό σκοτάδι τρομοκρατώντας τον, στοιχειώνοντάς τον;»

Οι σκέψεις αυτές δημιουργούν στον Άρθουρ την υπόνοια μιας παρήγορης συγγένειας, πέραν του αίματος. Τον κατακλύζει ένα ολόθερμο συναίσθημα για τον πατέρα του. Όπως ο πατέρας του, είχε και εκείνος κουραστεί να τρέχει, είχε κουραστεί να αναζητά τρέμοντας από αγωνία την πλησιέστερη έξοδο. Αν βοηθούσε ο ένας τον άλλον, ίσως μαζί κατάφερναν να σταματήσουν το τρεχαλητό μακριά από το παρελθόν. Ίσως θα μπορούσαν ακόμα και να επιστρέψουν «μες στο καλοκαιριάτικο λυκόφως εκείνης της ζεστής, ευωδιαστής εποχής», μιας εποχής άφατης πληρότητας.

Ο Άρθουρ φοβόταν το παρελθόν που πύκνωνε στη μορφή του πατέρα του. «Περίμενε ένα σοκ, περίμενε τα σκοτεινά τέρατα της μνήμης του να ορμήσουν καταπάνω του, αδηφάγα και ακόρεστα. Αλλά κανένα σοκ δεν συνέβη, και τα τέρατα δεν όρμησαν».

«Και ξαφνικά το σοκ συνέβη, και το σώμα του σκλήρυνε· άκουσε τον βρυχηθμό των σκοτεινών τεράτων». Μια γυναίκα διέσχιζε το εστιατόριο, πλησιάζοντας το τραπέζι τους. Ήταν η μητέρα του. Το όραμα διέλυσε μεμιάς την εύθραυστη στιγμή της καταλλαγής, καταψύχοντας τη ζεστασιά που είχε αναθάλει ανάμεσα σε εκείνον και τον πατέρα του. Όλα ανάμεσά τους παρέμεναν άσχημα, κακά και βρόμικα.

Ο Άρθουρ σπαράζει γοερά από μέσα του για την τελεσίδικη απώλεια της ζεστασιάς. Η εσωτερική του ανησυχία γίνεται δριμύς πόνος που συνέθλιβε το πνεύμα του, «[…] δημιουργώντας μια τυφλή στιγμή μίσους που κατέστρεψε κάθε προηγούμενη ζεστασιά και κατανόηση, αφήνοντας στη θέση τους ένα βασανιστικό μοτίβο άναρθρου πόνου και αποστροφής, η σύνθετη μανία του οποίου κατευθυνόταν προς την ανυπεράσπιστη φιγούρα ενώπιόν του».

Η προαναφερθείσα σκηνή δεν καταστρέφει τελείως τη διαφαινόμενη ταύτιση ανάμεσα στον Άρθουρ και τον πατέρα του. Φεύγοντας από το εστιατόριο βρίσκει καταφύγιο σε ένα νυχτερινό κέντρο. Δεν άντεχε να είναι μόνος. Άλλωστε, όταν το πρωί έφυγε από το διαμέρισμά του, τον καθοδηγούσε η αόριστη προσμονή ενός ανταμώματος. Θα ήθελε ένα πρόσωπο να βρεθεί αρκετά κοντά του, έτσι ώστε «να τρυπήσει σαν δόρυ το πρησμένο κέλυφος της μοναξιάς που τον περιέβαλλε».

Ωστόσο, προηγουμένως στο δείπνο είχε νιώσει αποστροφή για την παραδοχή του πατέρα του πως πήγαινε με άλλες γυναίκες. Όταν βγήκε έξω στον νυχτερινό δρόμο, καταυγασμένο από τις τραχιές φωτοσκιάσεις του αστικού τοπίου, τον συντάραξε η επίγνωση της τερατώδους μοναξιάς του. Βρισκόταν μόνος σε απόλυτο σκοτάδι. Τα φώτα της πόλης δεν τον άγγιζαν ούτε το μανιασμένο πλήθος που τον παρέσυρε στην ορμή του. Ο «πόνος τον πλημμύρισε σαν κύμα πνιγηρό».

«Τα φώτα του δρόμου και οι ηλεκτρικές πινακίδες εξέπεμπαν μια θλιβερή σφοδρότητα, αλλά οι διαμαρτυρίες τους έμοιαζαν απλώς να τονίζουν την πελώρια δύναμη της νύχτας».

«Ο θόρυβος της αστικής νύχτας επιτέθηκε στ’ αφτιά του ουρλιάζοντας μέσα στον ηχηρό θόλο των αισθήσεών του, σε μια διογκούμενη αντήχηση από αύξοντα και μειούμενα κύματα, μέχρι που του φάνηκε ότι όλη η πόλη ήταν ένας γιγάντιος ηχητικός παλμός. Και η επιδεικτική λάμψη των προθηκών των καταστημάτων κατά μήκος του δρόμου, οι τεράστιες επιγραφές νέον, τα μυριάδες φώτα της πόλης, ο σφύζων στρόβιλος του πλήθους, οι οφιοειδείς μαίανδροι της στιλπνής κυκλοφορίας πάνω στην αντανάκλαση του οδοστρώματος – όλα αυτά αποτελούσαν την οπτική αντίστιξη στη γοερή μουσική του αχαλίνωτου θορύβου».

Μέσα στο νυχτερινό κέντρο άντρες και γυναίκες λικνίζονταν στην πίστα στον ρυθμό της ηδυπαθούς μουσικής. Αυτή η παλλόμενη μάζα γέμιζε αηδία τον Άρθουρ, ανέδιδε την απόπνοια τάφου. Τους έβλεπε να αργοσαλεύουν στον πάτο ενός λάκκου. Νωρίτερα, καθώς παρατηρούσε από έναν εξώστη τον κόσμο που συνωστιζόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου, είχε και πάλι την αίσθηση, απότοκη της συντριπτικής αποξένωσής του από τη ζωή, πως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι στριμώχνονταν μέσα σε έναν λάκκο. «Κοιτάζοντας κάτω, είδε μονάχα μια ανώνυμη θάλασσα από ανθρώπους, που δεν έμοιαζε να αποτελείται καθόλου από ανθρώπους».

Τα ζευγάρια που έσμιγαν στην πίστα του νυχτερινού κέντρου, έμοιαζαν στα μάτια του Άρθουρ με μαριονέτες, φτιαγμένες από ξύλο και πηλό, ακρωτηριασμένα από οτιδήποτε έμψυχο τα συνείχε. Υπήρχε κάτι ζοφερό στις κινήσεις τους. Οι φιγούρες που χόρευαν έδιναν την εντύπωση, με την αλλόφρονα κίνησή τους και τον περιπαθή τους κυματισμό, πως μονάχα ένα ασήμαντο, υλικό μέρος τους χόρευε, «λες και το άλλο, το πιο σημαντικό μέρος τους, τις θωρούσε από κάποιο αφάνταστο ύψος».

«Ή ήταν σαν να επρόκειτο πραγματικά για τις μαριονέτες με τα ξύλινα σώματα και τα πήλινα προσωπεία της αρχικής του φαντασίωσης, που τώρα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιτύχουν κάποια βασική ομοιότητα με τη ζωή, και αποτύγχαναν στην ίδια τη μέθοδο προσέγγισης, και είχαν επίγνωση αυτής της αποτυχίας τους».

«[…] η πίστα του χορού έγινε ένας λάκκος όπου τα σώματα σαν χέλια συστρέφονταν και λύνονταν, σε μια διαδοχή από ρευστές παύσεις κι επανεκκινήσεις. Οι άντρες και οι γυναίκες έμοιαζαν σχεδόν κολλημένοι μεταξύ τους, συμπιεσμένοι σ’ ένα ακανόνιστο, ογκώδες σχήμα χρωματικών αντιθέσεων, δικέφαλα τέρατα ενός άλλου κόσμου. Τα χείλη αποτραβιούνταν αποκαλύπτοντας σειρές από δόντια σε γελοίες αναδιπλώσεις που ήταν, ταυτόχρονα, χαμόγελα, μοχθηρά γρυλίσματα και μορφασμοί βαθύτατου πόνου».

Η κατάδυση του Άρθουρ στα έγκατα της νύχτας είναι μια παρατεταμένη, εφιαλτική παραίσθηση. Η συνταρακτική ομορφιά της γραφής φαίνεται να απηχεί την προσμονή ή την αναπόληση ενός καλύτερου, ευγενέστερου κόσμου. Ο Άρθουρ λαχταρά την ομορφιά του χαμένου χρόνου, αλλά η χαρά για αυτόν δεν είναι παρά αυταπάτη, ένα φευγαλέο ξεγέλασμα του παρόντος. Η πείσμων μνήμη του τον κρατά στο σκοτάδι, βάζοντάς τον να διατρέχει ατέρμονα, αδιέξοδα, αφώτιστα μονοπάτια. Το φως δεν φτάνει μέχρις εκείνον. Το σκοτάδι μέσα του έφραζε κάθε ρωγμή προς το φως. Μια δύναμη, ξέχωρη από τη βούλησή του, τον ωθούσε στους δαιδάλους μιας απέραντης νύχτας.

«Γιατί είχε έρθει σ’ αυτό το μέρος; Αυτό δεν ήταν καταφύγιο, και το ήξερε ότι δεν ήταν. Ποια ήταν η παράλογη συνθήκη που τον οδηγούσε όλο και πιο μακριά, όλο και πιο βαθιά σ’ αυτό που του φαινόταν σαν ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος, χωρίς σχέδιο ή νόημα;»

«Κάποια δύναμη, που επέμενε να μην μπορεί να κατονομαστεί, τον έσπρωχνε από το ένα μέρος στο άλλο, σε μονοπάτια που εκείνος δεν ήθελε να διανύσει, μέσ’ από πόρτες που δεν γνώριζε και δεν ήθελε να γνωρίσει. Όλα ήταν σκοτεινά και δίχως όνομα, κι αυτός περπατούσε στο σκοτάδι».

Και έπειτα, ακουμπισμένο σε μια κόγχη της αίθουσας, διέκρινε ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Ο Άρθουρ ήταν έτοιμος να ξεγελαστεί, γι’ αυτό και πάλι ξεγελάστηκε. Κάλεσε την Κλερ στο τραπέζι του. Φαινόταν καλή και γενναιόδωρη. Η μελαγχολία που σκέπαζε την όψη της, έκανε την ομορφιά της ακόμη ευγενέστερη. Το γέλιο της κελάρυζε «σαν το γλυκό νερό που κυλάει πάνω στα βότσαλα ενός ρυακιού που το λούζει ο ήλιος». Τα λόγια της έφερναν ένα «δροσερό, γλυκό αεράκι».

Είχε δίκιο ο πατέρας του που ήθελε τις γυναίκες. Η μοναξιά οδηγούσε σε μαύρη παράνοια. Γι’ αυτό όλοι, άντρες και γυναίκες, πάσχιζαν με κάθε ικμάδα της φαντασίας τους και της επιθυμίας τους να δημιουργήσουν έναν δεσμό, πιο εύθραυστο «κι από την πιο λεπτή δαντελένια κορδέλα». «Γι’ αυτό αγωνίζονταν μαζί, αδιάκοπα, και πάντοτε πραγματικά μόνοι· γι’ αυτό αγαπούσαν και μισούσαν, συνέλεγαν και διασκόρπιζαν. Μονάχα γι’ αυτή τη μικρή κλωστή που δεν μπορούσαν ποτέ να δοκιμάσουν να τεντώσουν από τον φόβο τής καταστροφής της, μόνο γι’ αυτή τη λεπτή κλωστή που δεν μπορούσαν ποτέ να τη δέσουνε σφιχτά από φόβο μήπως κοπεί στα δυο».

Η ζάλη από τα πολλά μπράντι συνέτεινε σε μια ψευδαίσθηση ευτυχίας. Ο Άρθουρ βρέθηκε ξαφνικά σε ένα χαρούμενο μέρος. Υπέροχες σκέψεις αιωρούνταν μες στο μυαλό του. «Ένιωθε πανάλαφρος καθώς χαμογελούσε στην Κλερ μέσα από ένα εορταστικό θάμβος». «Οι μύες των παρειών του άρχισαν να πονάνε από ένα αδιάκοπο χαμόγελο». Για χάρη της θα κατέβαινε ακόμα και στον λάκκο με τις μαριονέτες, αφήνοντας το σώμα του να χορογραφηθεί από αόρατα νήματα.

Η αίσθηση του δέρματος της Κλερ στα δάχτυλά του ήταν μια ευτυχία απτή. Θα ήθελε να ήταν τυφλός, ώστε η αίσθηση αυτή να μεγεθυνόταν. Το σώμα τής Κλερ τον έκανε να μακαρίζει τους τυφλούς, που δεν ήταν υποχρεωμένοι να έχουν «καμία συναλλαγή με την ωμή επίδραση της όρασης», που υπήρχαν «μόνοι και ολοκληρωμένοι σε έναν προσωπικό κόσμο σκοτεινής ομορφιάς». Θα ήθελε μόνο να αισθάνεται, δίχως να γνωρίζει, να ήταν «μια αδρανής, δεκτική ουσία, που δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν μιλά». Ακουμπώντας πάνω στο σώμα τής Κλερ, αισθανόταν πως εισέδυε ξανά στην «αόμματη μήτρα του τίποτα», που τον είχε δεξιωθεί στον εφιάλτη της πρώτης σελίδας.

Ο Άρθουρ έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, εμποδίζοντας κάθε «οπτική εξαπάτηση» να διαψεύσει το όραμα της ευτυχίας του. Μόνο με τα μάτια κλειστά μπορούσε να νιώσει ευτυχισμένος. Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδεικνυόταν πάντοτε ισχυρότερη από αυτή την ατελέσφορη χειρονομία. Πίσω από τα βλέφαρά του ο πραγματικός κόσμος εκτυλισσόταν αδυσώπητος.

«Έσφιξε πιο δυνατά τα βλέφαρά του, προσπαθώντας να αποκλείσει εντελώς το εκτυφλωτικό θέαμα αυτής της αίθουσας· αλλά δεν μπορούσε. Παρόλο που τα σχήματα και οι μορφές σβήνονταν, εξακολουθούσε να έχει αίσθηση της κίνησης και των μετατοπίσεων του φωτός. Μια ροδόχροη λάμψη αρνιόταν να εξαφανιστεί από την όρασή του· η λάμψη διαπερνούσε το λεπτό δέρμα των βλεφάρων του και, όσο απεγνωσμένα κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να ξορκίσει αυτή την ενοχλητική αίσθηση φωτός».

Και έπειτα τα φώτα χαμήλωσαν και στην πίστα, άδεια πια από χορευτές, εμφανίστηκε ένα πλάσμα δαιμονικό, που τάνυζε άγρια το κορμί του στον ρυθμό μιας μουσικής όλο και πιο βακχικής. Η δαιμονισμένη βακχεία, στην οποία είχε παραδοθεί σύγκορμο εκείνο το ακατονόμαστο πλάσμα, καθηλώνει τον Άρθουρ. Η πεπλοφορούσα γυναίκα χόρευε έκλυτα, αλλά και σαν να οδυρόταν, λες και μια απόκοσμη απελπισία ενορχήστρωνε τα μέλη της.

«Ήταν σαν να την παρωθούσε μια διαβολική δύναμη άλλη από τη δική της, ενάντια στην οποία πάλευε μάταια. Τα μουσικά νήματα την τάνυζαν και, μόλο που εκείνη αντιστεκόταν με όλη την τρεμάμενη δύναμή της, μπορούσε μονάχα να κινείται και να συστρέφεται όπως η έξωθεν δύναμη την κατηύθυνε. Αβίαστα, σπιθαμή προς σπιθαμή, κατ’ απειροελάχιστα αυξητική κίνηση, η μουσική την τραβούσε προς τα επάνω, ενώ τα γυμνά της χέρια έρρεαν και κυμάτιζαν στις δικές τους ξεχωριστές σφαίρες. Αντιστεκόμενη όλο και λιγότερο, λίκνιζε το σώμα της απαλά πέρα δώθε, κατευναστικά, διστακτικά, ενώ τα χέρια της συνέχιζαν τον άλλο τους χορό, στην άλλη τους ζωή, υπακούοντας στο άγριο υπόστρωμα του ρυθμού».

Με ένα κύκνειο, παράφορο άλμα η χορεύτρια απαλλάχθηκε διαμιάς από τον άγριο χορό της και εγκατέλειψε τη σκηνή. Ο Άρθουρ βρισκόταν σε καταληψία. Ο δαιμονικός μορφασμός αυτού του ανεξημέρωτου πλάσματος στην κορύφωση της χορογραφίας, τον έστρεψε καταπρόσωπο στην οικτρή μορφή της μητέρας του, στην αποτρόπαια όψη που είχε πάρει το πρόσωπό της εκείνη τη νύχτα, στο δωμάτιο της μουσικής. Όλοι του οι εφιάλτες εκκινούσαν από τον φριχτό σπασμό που παραμόρφωσε το πρόσωπο της μητέρας του στο απόγειο μιας βίας, για την οποία δεν την είχε ποτέ ικανή.

Η εφιαλτική γκριμάτσα της έκστασης που διέστειλε το πρόσωπο της χορεύτριας στο φινάλε του δαιμονισμού της, εξανεμίζει τον Άρθουρ. Σαν άνεμος πια επιστρέφει στον λόφο όπου φέγγιζε το πατρικό του σπίτι. Υπερίπταται πάνω από το ξέφωτο, όπου άλλοτε το ρυάκι κελάρυζε το γλυκό, δροσερό του νερό. Ερημιά και ξεραΐλα παντού γύρω. «Κατάξεροι βράχοι ξεπρόβαλλαν από την κοίτη, λες και τον κορόιδευαν. Νεκρά κλαδιά κρέμονταν και βυθίζονταν στο πρώην ρέμα, χωρίς να ενοχλούν τίποτα πέρα από τον αέρα. Κι όμως, ο υγρός ήχος του νερού που έτρεχε του γέμιζε τ’ αφτιά».

«Το σπίτι ήταν έρημο. Φυσικά. Ήταν μονάχα ένα φάντασμα, ένα κέλυφος – η καρδιά και η σάρκα του δεν υπήρχαν πια. Ένα όμορφα φτιαγμένο σκαρί, στοιχειωμένο από αόρατα, άηχα φαντάσματα».

Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε μόλις άνοιξε την πόρτα του σπιτιού για να κατευθυνθεί στο δωμάτιο της μουσικής. Ωστόσο, προτού μπει εκεί μέσα, διέσχισε τον διάδρομο και ανέβηκε «τη μεγάλη σκάλα, τη γνώριμη σκάλα με την κουπαστή που έλαμπε με τη δρύινη λάμψη τής πατίνας του χρόνου, τη σκάλα που τον καθοδηγούσε και τον οδηγούσε, χωρίς να ξέρει πού». Βρέθηκε στο παιδικό του δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Εδώ ήταν ο πραγματικός κόσμος, εδώ, ασφαλής μέσα στον χαμένο χρόνο». Περίμενε να ακούσει τη μητέρα του στο πιάνο από τον κάτω όροφο, αλλά η μουσική δεν ερχόταν. Αν και πολύ μικρός ακόμη, ήξερε πως σε εκείνο το σπίτι δεν θα ξανακουγόταν μουσική. Έπειτα τα πόδια του, «τραβηγμένα προς τα εμπρός από έναν σίγουρο μαγνήτη τρόμου», κατέβηκαν τη σκάλα και τον πήγαν στο δωμάτιο της μουσικής.

«Και μ’ αυτό το βήμα προς τα εμπρός, αυτό το μοιραίο βήμα, η γνώση έσκασε μέσα του σαν μια απότομη έκρηξη, και το πράγμα που ήταν ανώνυμο πριν μπορούσε πια να ειπωθεί, να κατονομαστεί».

Οι γονείς του ήταν εκεί, δοσμένοι στο φριχτό τους μονόπρακτο. Ένα γκροτέσκο προσωπείο είχε καταλάβει το πρόσωπο της μητέρας του. Αυτό το παράξενο και άγνωστο πρόσωπο μεγεθυνόταν στην όρασή του, «απειλητικό και αχόρταγο, απειλώντας να καταβροχθίσει με την έντασή του ό,τι έβλεπε».

Όταν, διωκόμενος από το φάντασμα της μητέρας του, ακολουθεί την Κλερ στο σπίτι της, σε ένα δωμάτιο γεμάτο σκοτάδι, στο οποίο έφτασε ανεβαίνοντας άλλη μια σκοτεινή σκάλα, ο Άρθουρ, δέσμιος της φρίκης του παρελθόντος, προβαίνει, σχεδόν ενάντια στη θέλησή του, σε μια αναπαράσταση εκείνης της νύχτας. Τα δάχτυλά του, που η Κλερ τα είχε βρει τόσο όμορφα, ιδανικά για όμορφες πράξεις, άρχισαν να θρασομανούν σε ένα όργιο βίας, που άφησε αιμόφυρτο το πρόσωπό της. Η μέλλουσα ευτυχία που υποσχόταν το σώμα της έγινε παρανάλωμα της βίας του παρελθόντος. Ο Άρθουρ αισθάνθηκε παντελώς αβοήθητος τη στιγμή που συνειδητοποίησε πόσο χαμένος ήταν, πόσο ανέκκλητα κατεστραμμένος.

«Ένα ποτάμι φούσκωσε μέσα του – το άθροισμα όλης της καταπιεσμένης αγάπης, του μίσους και του οίκτου, του φόβου και του τρόμου, της ικανοποίησης, της πλήξης, της ανυπομονησίας, της ανίας, του πάθους, όλων· και η χειμαρρώδης αυτή ορμή ήταν πολύ τρομερή για να μπορέσει να την ανακόψει».

Η συνείδηση του εαυτού του πνίγηκε στην «πλημμυρίδα εντός του», που φούσκωσε «σ’ ένα τελευταίο, υπέρογκο κύμα» και ο Άρθουρ, παρασυρμένος από τον σκοτεινό χείμαρρο, όρμησε μες στη νύχτα και έγινε ένα μαζί της.

Το μυθιστόρημα του Γουίλιαμς μελωδεί σε εξαίσιες αρμονίες τον απόηχο ενός στεντόρειου ουρλιαχτού, τους υπόκωφους, πνιχτούς σπασμούς τής πιο μέλαινας απελπισίας. Το μέλος της γραφής του συντονίζεται με τους αναπαλμούς ενός εφιάλτη σε παραλλαγές, ενός εφιάλτη έγκλειστου σε ένα δωμάτιο μουσικής. Οι παροδικές σιωπές της μνήμης είναι οι παύσεις του έργου, η τεταμένη σιγή πριν την αντήχηση μαυλιστικών συγχορδιών σε ένα νεφέλωμα παραισθήσεων, που έρχεται σε αντίστιξη με το βαρύ αντάτζιο του κυρίαρχου μοτίβου. Την ονειρώδη, εύμολπη γραφή τού Τζον Γουίλιαμς μεταγράφει σε ανεπίληπτα ελληνικά ο Ορφέας Απέργης.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular