Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Herscht 07769, László Krasznahorkai, Εκδόσεις Πόλις

 

 

«είναι αδιανόητο να απαντάς με κακό στο κακό»

 

Όταν η νύχτα στην Κάνα γίνεται ατελείωτη, μια ατέρμονη βαθιά νύχτα, ο Φλόριαν Χερστ βρίσκει καταφύγιο σε μια εκκλησία. Κρυμμένος στο καμπαναριό, παραμονεύει το σκοτάδι, αλλά αίφνης τον σωριάζει μια εκκωφαντική ομοβροντία από τις καμπάνες, που άρχισαν να χτυπούν μανιασμένα, ρυθμισμένες από κάποιον αυτόματο μηχανισμό. Ο Χερστ χάνει το μυαλό του από τη ζάλη που του προκάλεσε ο βροντώδης χτύπος, ένα χτύπημα «τόσο δυνατό, τόσο τρομακτικά ηχηρό». Τρεκλίζοντας, κατεβαίνει τα σκαλιά και για να ηρεμήσει ξαπλώνει σε έναν πάγκο μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Οι καμπάνες παύουν να χτυπούν. Ένας αδιόρατος θόρυβος ακούγεται. Ένας αρουραίος προσπαθούσε να πιάσει ένα κομμάτι ψωμί που είχε ξεχαστεί πάνω στο τραπέζι, τραβώντας το δαντελένιο τραπεζομάντιλο.

Ο Φλόριαν είδε πως ο αρουραίος τελικά τα κατάφερε και «[…] πώς έπεσε να φάει το ψωμί, μολονότι δεν κατόρθωσε να κατεβάσει το κάλυμμα παρά μόνο μαζί και με όλα τα πράγματα που βρίσκονταν επάνω, δηλαδή πέρα από το φαγητό που λαχταρούσε, τον σταυρό, την ανοιχτή Αγία Γραφή μαζί με το αναλόγιο, δύο κηροπήγια και τέσσερα βάζα λουλουδιών, όλα, αλλά δεν τον ενδιέφερε που όλα αυτά τον είχαν σκεπάσει, τράβηξε το ψωμί και τον εαυτό του κάτω απ’ το πεσμένο δαντελωτό ύφασμα, και στο μεταξύ δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να τρώει, μασούσε και ξαναμασούσε το ψωμί, δεν τον ενδιέφερε τίποτα, μολονότι κάθε τόσο κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι του, αλλά δεν τον ενδιέφερε εμφανώς τίποτε άλλο, παρά μόνο να καταπιεί το φαγητό […]».

Ήταν «ένας αθώος αρουραίος». Όπως αθώοι ήταν και οι κάτοικοι της Κάνα, στους οποίους επίσης άρεσε πολύ το φαγητό. Μπορεί να ζούσαν σε έναν κόσμο μετά τον θεό, όπου επιβίωναν σκόρπια, ξεχασμένα απομεινάρια του, μπορεί η γωνιά τους στο σύμπαν να ήταν μια σκοτεινή επαρχία της Γερμανίας, γεμάτη ναζί, όπου σε αντίθεση με την Κανά της Γαλιλαίας δεν γίνονταν θαύματα, ει μη μόνον θανατικά, σε κάθε όμως περίπτωση απολάμβαναν το φαγητό τους.

Ο κύριος Ρίνγκερ λάτρευε τα ντοματίνια σε τσαμπιά. Γενικά δεν έτρωγε πολύ το βράδυ, αλλά στα ντοματίνια δεν μπορούσε να αντισταθεί, «δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από τα ντοματίνια σε τσαμπιά», «μόνο και μόνο γι’ αυτό αξίζει να επιζήσει κανείς του χειμώνα». Η κυρία Ρίνγκερ, ακινητοποιημένη μπροστά στον πάγκο των κρεατικών του Λιντλ, έλεγε στον κύριο Κόλερ, πρώην καθηγητή φυσικής και μαθηματικών, πόσο πολύ τον θαύμαζε ο Φλόριαν, ελπίζοντας έτσι να τον αποτρέψει από την απόφασή του να τον εγκαταλείψει, επειδή ο ενθουσιώδης μαθητής του, παρεξηγώντας τις εβδομαδιαίες διαλέξεις του πάνω στον θαυμαστό κόσμο των στοιχειωδών σωματιδίων, είχε αρχίσει να τρελαίνεται, πιστεύοντας πως σύντομα το σύμπαν θα καταστρεφόταν, διότι αν η Πρωταρχική Έκρηξη ήταν ένα σφάλμα, από το οποίο προέκυψε ο κόσμος, αυτό το σφάλμα μπορούσε να ξανασυμβεί, αλλά αντίστροφα αυτή τη φορά.

Όταν επέστρεψε σπίτι, η κυρία Ρίνγκερ έψησε χοιρινές μπριζόλες, τις οποίες συνόδευσε με μαύρη σάλτσα, αν και δεν της άρεσε ιδιαίτερα, και σκεφτόταν ότι «[…] παρ’ όλα αυτά κάποτε θα έχωνε στα κρυφά και κάτι άλλο ανάμεσα στα συνηθισμένα γεύματα του Σαββατοκύριακου, αμάν πια μ’ αυτές τις μπριζόλες με τη μαύρη σάλτσα, εντάξει, είναι φτηνές, και τα λοιπά, αλλά θα μπορούσαν να φάνε και κάτι άλλο, ενώ ο κύριος Κόλερ σκεφτόταν επιστρέφοντας από το Λιντλ στο σπίτι του, τι ήταν κι αυτό πάλι, για ποιο λόγο είχε πάει ο Φλόριαν στο Βερολίνο […]».

Ο κύριος Κόλερ ήξερε πως ο Φλόριαν, φοβερά αναστατωμένος από κάποια εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με τη φύση του σύμπαντος, ταχυδρομούσε τακτικά επιστολές στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, εφιστώντας της την προσοχή στην επικείμενη συντέλεια, γράφοντάς της πως ο κόσμος ήταν ανά πάσα στιγμή εκτεθειμένος στην καταστροφή, αλλά δεν γνώριζε πως είχε φτάσει στο σημείο να πάει ο ίδιος στο Βερολίνο και θα ερευνούσε αυτό το περίεργο θέμα αμέσως, αν δεν κρατούσε στα χέρια του μια τσάντα με «κομμάτια κοτόπουλο σε τιμή ευκαιρίας», μια «λεπτή φέτα μοσχαράκι και κάμποσες χοιρινές μπριζόλες», που έπρεπε εξάπαντος να μπουν στο ψυγείο.

Πέρα από τον Φλόριαν, τον κύριο Κόλερ αγαπούσαν πολύ οι δύο γειτόνισσές του, η κυρία Σνάιντερ και η κυρία Μπούργκμυλερ, η οποία έτρωγε με το τσάι της δύο μπισκότα, «δεν έτρωγε ποτέ περισσότερα με το τσάι της, όλα κι όλα δυο μπισκότα, τόσα φτάνουν, είχε αποφασίσει πριν από κάμποσες δεκαετίες, και επέμενε σ’ αυτό πάντα, δυο μπισκότα και το τσάι, αυτά αναλογούσαν στο απόγευμα στο παράθυρο». Λίγα μέτρα μακριά της, η κυρία Σνάιντερ περνούσε ένα σχεδόν ολόιδιο απόγευμα, ανησυχώντας και εκείνη για τον κύριο Κόλερ, ο οποίος είχε ξαφνικά εξαφανιστεί από την Κάνα.

Ο Μπόσης, το αφεντικό του Φλόριαν, ένας νεοναζί περιωπής, σπάνια μαγείρευε, συνήθως έτρωγε κάτι κρύο όταν επέστρεφε στο σπαρτιάτικο σπίτι του μετά τη δουλειά ή τις δράσεις της διμοιρίας του, «το οποίο τις περισσότερες φορές δεν σήμαινε κρύο πιάτο, αλλά κάποια ζεσταμένη κονσέρβα». Στον Φλόριαν όμως άρεσε να τρώει έξω, στο ταβερνείο της Ίλονα, όπου μαζεύονταν πολλοί από την κοινότητα, γιατί έμοιαζε σαν «ειρηνικό νησί», καθώς «αποτελούσε πράγματι το μοναδικό φωτεινό σημείο στη ζωή τους». Ο Φλόριαν πήγαινε στης Ίλονα «[…] για ένα καλό μπόκβουρστ και για την όμορφη ατμόσφαιρα, που τη χρειαζόταν πολύ προτού πάει στο παγκάκι του στην όχθη του Ζάαλε, διότι είχε να σκεφτεί σοβαρά τι μπορεί να σήμαιναν εκείνες οι παράξενες ερωτήσεις που του είχε θέσει η κυρία Ρίνγκερ, άραγε τι να είχε υπόψη της η κυρία Ρίνγκερ, ένιωθε κατά κάποιον τρόπο ότι κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι του μια κατηγορία που ήταν τελείως αβάσιμη […]».

Ο Μπόσης όταν, αρκετά σπάνια, έπαιρνε την απόφαση να μαγειρέψει ο ίδιος, συνήθως έψηνε χοιρινό συκώτι. Αυτό ήταν το αγαπημένο φαγητό και του δρ Τιτς, επιστήθιου φίλου του κυρίου Κόλερ, αν και εκείνη τη μέρα που δύο αστυνομικοί τον ανέκριναν σχετικά με την εξαφάνιση του κυρίου Κόλερ, δεν είχε καθόλου όρεξη να φάει. Με το ζόρι η γυναίκα του έσπρωξε το μεσημέρι μπροστά του το αγαπημένο του φαγητό, «ψητό χοιρινό συκώτι με βραστές πατάτες, μαϊντανό και παντζάρια». Όπως και να ’χει, «το συκώτι είναι συκώτι, και το άρωμά του, λόγω του φρεσκοτριμμένου πιπεριού, κατανίκησε την αντίσταση του γιατρού».

Όταν κάποια στιγμή, ο κύριος Κόλερ ανέλπιστα επέστρεψε στην Κάνα, ο δρ Τιτς, διαπιστώνοντας πως ο φίλος του είχε τεθεί σε τροχιά κατάρρευσης, του πρότεινε να μετακομίσει στο σπίτι του. Για την περίσταση η γυναίκα τού δρ Τιτς μαγείρεψε «ελαφριά κρεατόσουπα», την οποία συνόδευσε με «ένα πιάτο κρεατικό σε αραβικό στυλ», γιατί σε μια παλιότερη επίσκεψή του ο κύριος Κόλερ είχε απολαύσει ιδιαίτερα το συγκεκριμένο πιάτο. Μόνο που τόσο ο δρ Τιτς όσο και η σύζυγός του θα ανακάλυπταν πολύ σύντομα πως ο κύριος Κόλερ «δεν ήταν ο ίδιος που ήταν κάποτε», αυτός ο καινούργιος κύριος Κόλερ δεν ήταν παρά ένας ασθενής που χρειαζόταν περίθαλψη. Ακόμα και το αγόρι της οικογένειας, που από μικρό αγαπούσε τον κύριο Κόλερ, αποσβολώθηκε όταν ο φιλοξενούμενός τους γύρισε και τον ρώτησε: «εσύ ήξερες ότι δεν υπάρχει τίποτα τέλειο εκτός από τον κόσμο;»

Μετά το ταξίδι του στο Βερολίνο, όπου πήγε ελπίζοντας να συναντήσει την καγκελάριο Μέρκελ για να της μιλήσει για τις καταστροφικές δυνάμεις που απειλούσαν την ίδια την καθημερινότητα, ο Φλόριαν συλλογιζόταν περίλυπος «ότι μάταια προσπάθησε, ότι όλα ήταν μάταια, ότι ο κόσμος έτρεχε προς την καταστροφή του». Τον πλάκωνε «το βάρος της αποτυχίας». Ωστόσο, όταν γύρισε στην Κάνα, άρχισε να πηγαίνει τακτικά στον σιδηροδρομικό σταθμό, κρατώντας μια ταμπέλα με την επιγραφή «ΑΝΓΚΕΛΑ ΜΕΡΚΕΛ», πιστεύοντας ότι μια μέρα η καγκελάριος θα επισκεπτόταν τη δύσμοιρη πόλη τους. Όταν η κυρία Ρίνγκερ έμαθε για τα τελευταία κατορθώματά του, τον στρίμωξε στο σουπερμάρκετ «μπροστά στα ράφια με τις κονσέρβες» και υψώνοντας τον τόνο της φωνής της ρώτησε τον Φλόριαν αν στ’ αλήθεια πίστευε πως η Άνγκελα Μέρκελ θα ερχόταν κάποτε στην Κάνα. Με κατεβασμένο το κεφάλι, τρομερά ντροπιασμένος, ο Φλόριαν τής είπε: «δεν μου έχει μείνει τίποτα πια να πιστεύω παρά μόνο αυτό, κι αυτό δεν είναι παντελώς αδύνατο».

Μια από τις σημαντικότερες ημέρες στη ζωή της Κάνα ήταν η γιορτή της Πρωτομαγιάς. Το κέφι ήταν πάντα άφθονο, όπως οι μπίρες και τα μπόκβουρστ. Ο Μπόσης ήταν ανάμεσα στους εξέχοντες παριστάμενους, αν και το κέφι του αντιμαχόταν ο εκνευρισμός του για τον κύριο Φέλντμαν, τον διευθυντή ορχήστρας της εορταστικής μπάντας, ο οποίος δεν συμμεριζόταν το πάθος του για τον Μπαχ και ο οποίος ματαίως πάσχιζε να εκπαιδεύσει τους μουσικούς, τους Συμφωνικούς της Κάνα (προσωπικό πολιτισμικό έργο του Μπόση), σε απλουστευμένες παραλλαγές έργων του Μπαχ. Αδίκως του έλεγε ο Φέλντμαν πως «στην περίπτωση του Μπαχ εύκολο δεν υπάρχει». Ο Μπόσης νόμιζε πως επειδή ακριβώς ο Φέλντμαν δεν αγαπούσε τον Μπαχ με τον δέοντα πατριωτικό τρόπο, αρνιόταν να μεταγράψει τα έργα του έτσι ώστε να ταιριάζουν κάπως με τα προσόντα των Συμφωνικών της Κάνα. Βέβαια, ο Μπόσης θύμωνε κυρίως επειδή δεν μπορούσε να διευθύνει ο ίδιος τους Συμφωνικούς, ενώ, αντιθέτως, διηύθυνε με απαράμιλλη μαεστρία τη διμοιρία του.

Την ημέρα της Πρωτομαγιάς, όμως, ο κύριος Φέλντμαν μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με την ορχήστρα του και αυτό που ήθελε ήταν Μπιτλς. Ο Μπόσης έπινε μπίρες στραβοκοιτάζοντας τον κύριο Φέλντμαν, ο οποίος «απολάμβανε εμφανέστατα κάθε κομμάτι, κουνιόταν ρυθμικά παρά την προχωρημένη ηλικία του, στα στησίματα πάλι, προς μεγάλη χαρά του κοινού, έκανε σαν επαγγελματίας επικεφαλής μεγάλης μπάντας».

Όταν ήταν σπίτι και εργαζόταν πάνω σε κάποια παρτιτούρα, ο κύριος Φέλντμαν αισθανόταν «σαν να κατέρρεε μέσα στη δουλειά του» και όταν η κυρία Φέλντμαν τού ανακοίνωνε προς το μεσημέρι πως το φαγητό ήταν έτοιμο, της έλεγε «[…] αχ, καρδιά μου, ένα λεπτάκι μόνο, ένα λεπτάκι μόνο, εργάζομαι ακόμα, και η κυρία Φέλντμαν τον περίμενε ευτυχής και υπομονετική, και δεν τον μάλωνε που εκείνη θα πάλευε να κρατήσει ζεστό ό,τι στο μεταξύ θα κρύωνε, αλλά περίμενε, και το κρατούσε ζεστό, κι έτσι ζούσαν, στη μεγαλύτερη δυνατή αρμονία, και μ’ αυτό η κυρία Φέλνταμ υπονοούσε, όταν το ανέφερε κατά καιρούς στο γέρμα των καθημερινών του έρωτά τους, ότι μπορεί οι αρμονίες να βρίσκονταν μέσα στο πιάνο και τις παρτιτούρες του κυρίου Φέλντμαν, αλλά αυτή η αρμονία ήταν παρούσα και στη ζωή τους, κι όσο υπήρχε κλειδαριά στην πόρτα, δήλωνε όταν έφτανε κάποια νέα φημολογία τρόμου, εγώ δεν φοβάμαι, διότι αυτό αποτελούσε για εκείνη την εγγύηση ότι δεν θα μπορούσε να τους συμβεί τίποτα, την αγαπούσε αυτή την κλειδαριά στην πόρτα της εισόδου τους […]».

Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό φαινόταν πως ακόμα και η γιορτή της Πρωτομαγιάς είχε χάσει το κέφι της. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που έτρωγε λουκάνικα μαζί με τον γιο της, διηγούνταν σε έναν άντρα ότι τα παλιά τα χρόνια η Πρωτομαγιά ήταν πολύ διαφορετική, πολύ πιο γιορτινή, και έπειτα έδωσε στον γιο της το δικό της μισό μπόκβουρστ, «[…] γιατί πεινάει, έλεγε στον ξένο στο τραπέζι, αυτό το παιδί θέλει συνεχώς να τρώει, δεν τον αντέχω πια, γιατί φανταστείτε, για πρωινό κατεβάζει ήδη ένα πιάτο ομελέτα με χοιρομέρι, ένα πιάτο, καταλαβαίνετε;, οκτώ αυγά, και αυτό κάθε πρωί, οπότε το αγόρι, που δεν ήταν και ιδιαίτερα ομιλητικό, επιπλέον είχε περισσέψει ακόμα λίγο μπόκβουρστ, κι αυτό τον απασχολούσε αρκετά, απλά χαμογέλασε με μια ταπεινή περηφάνια, ότι ναι, αυτό είναι το πρωινό του, ενώ το μεσημεριανό, συνέχισε η γριά, καλύτερα ας μη μιλήσουμε γι’ αυτό, κρέας, κρέας, κρέας, κρέας, γι’ αυτόν εδώ το παν είναι το κρέας […]».

Ο κύριος και η κυρία Ρίνγκερ βρίσκονταν στην εξοχή, σε μια από τις εθιμικές σαββατιάτικες εξορμήσεις τους, όταν, ενόσω έτρωγαν έξι φρέσκα ψωμάκια, πιπεριές κομμένες σε φέτες, ζαμπόν και τυρί, τους επιτέθηκε ένας λύκος.

Καθώς όλο και πιο φρικτά και ανεξήγητα γεγονότα ενέσκηπταν στην Κάνα, βυθίζοντας τον κόσμο στον τρόμο και την αγωνία, ο Φλόριαν, ο οποίος δεν μπορούσε να ξεπεράσει την απώλεια του κυρίου Κόλερ, συλλογιζόταν περίλυπος «πόσο όμορφα ήταν παλιά», όταν κάθε Πέμπτη στις έξι το απόγευμα επισκεπτόταν τον κύριο Κόλερ και πήγαινε στην κουζίνα για να ετοιμάσει το φασκόμηλό του, ρωτώντας τον πάντα πόσα κουταλάκια μέλι να βάλει στην κούπα του, και άλλες φορές ήταν δύο, αλλά κάποιες άλλες ακόμα και τέσσερα.

Όταν, μετά από τη Βαυαρία και το Βρανδεμβούργο, οι λύκοι έφτασαν και στην Κάνα, ο ρεβίρφορστερ, ένας ανώνυμος πωλητής μελιού και γενικός πληροφοριοδότης, που φαινόταν να διαθέτει άπειρες πληροφορίες για τα τεκταινόμενα στην Κάνα, αύξησε κατακόρυφα τις πωλήσεις του μελιού του. Πέρα από το μέλι, μέσα σε μερικές εβδομάδες «[…] οι κάτοικοι της Κάνα απορρόφησαν όλα τα αποθέματά του από ζελέ τσάπουρνου και σιρόπι φραγκοστάφυλου, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν ανάγκη από μέλι, από ζελέ τσάπουρνου ή από σιρόπι φραγκοστάφυλου, απλά ήθελαν να κουβεντιάζουν μαζί του, ει δυνατόν καθημερινά, ώστε να μαθαίνουν πρώτοι μήπως και συνέβη κάποιο νεότερο έκτακτο γεγονός πάνω στα βουνά, αλλά όχι ο ρεβίρφορστερ τους εξηγούσε ότι δεν υπήρχε κάτι να φοβηθούν, ας μην έτρεμαν πια τόσο απ’ τον φόβο τους […]».

Οι πρώτοι που παραξενεύτηκαν από τις επιστολές που ταχυδρομούσε ο Φλόριαν στην Άνγκελα Μέρκελ ήταν οι Φόλκεναντ που είχαν το ταχυδρομείο. Η Γιέσικα συμπαθούσε πολύ τον Φλόριαν, αλλά ο σύζυγός της είχε τη γνώμη πως «[…] τους περίμεναν μπελάδες, θα δεις, αυτού του είδους οι τρελαμάρες δεν σταματούν έτσι από μόνες τους, και σου το λέω γι’ άλλη μια φορά ότι ο Φλόριαν δεν πρόκειται να σταματήσει σ’ αυτό το σημείο, ξέρω εγώ από τέτοια, βλέπω πολλούς εδώ στο ταχυδρομείο, άπαξ και αρχίσει η αποβλάκωση δεν σταματάει, θα δεις, το ίδιο θα γίνει και με τον Φλόριαν […]». Παρά τη βαριά ατμόσφαιρα που σκέπαζε την Κάνα, όταν έφτασε η ημέρα της επετείου τους, οι Φόλκεναντ τη γιόρτασαν με την ίδια όπως πάντα τελετουργία. Η Γιέσικα έψησε «ένα ολόκληρο κοτόπουλο στον φούρνο, ροδαλό και τραγανιστό», έπειτα ήπιαν σαμπάνια και στο τέλος, μέσα στο καθιστικό, μια φιάλη κρασί Ρηνανίας.

Τις καθημερινές οι Φόλκεναντ δεν είχαν παρά μόνο μισή ώρα διάλειμμα για φαγητό, μόνο για σάντουιτς, γι’ αυτό «[…] παράγγελναν πάντα απέξω, και μ’ αυτά υποκαθιστούσαν το γεύμα, κανονικό φαγητό έτρωγαν μόνο το βράδυ, που είχαν χρόνο για μαγειρευτό, στα ημίωρα διαλείμματα για το μεσημεριανό δεν προλάβαιναν τίποτα, ένα σάντουιτς κι έναν καφέ, και τίποτ’ άλλο, τέρμα […]». Τις παραγγελίες τους από τον φούρνο τους τις έφερνε πάντοτε στις 12 ακριβώς η θεία Ίνγκριντ, που έχει την αλλόκοτη μυθοπλαστική εύνοια να παραμείνει μέχρι τέλους το πιο ευτυχισμένο πρόσωπο του βιβλίου.

Ο Φλόριαν ήταν, όπως και το αφεντικό του ο Μπόσης, τοιχοκαθαριστής. Διέτρεχαν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Θουριγγία για να την καθαρίσουν από βρομιές, λεκέδες και μουντζούρες. Μια Τετάρτη, μετά τη δουλειά, καθώς ο Μπόσης οδηγούσε στην 88η οδό (την αγαπημένη του για λόγους που διέφευγαν την αντίληψη του Φλόριαν, ο οποίος ίσως δεν είχε καταλάβει πόσο ναζί ήταν ο φίλος του και ασφαλώς δεν γνώριζε πως 88=Heil Hitler) για να επιστρέψουν στην Κάνα, πρότεινε στον Φλόριαν να μην φάνε στα σπίτια τους εκείνη τη μέρα, αλλά «μαζί», «κάτι καυτό και καυτερό στο Πάντα». Μόνο που ο Φλόριαν πάλι μόνος του έφαγε, γιατί ο Μπόσης πετάχτηκε κάπου εκεί γύρω για μια επείγουσα υπόθεση. Παρήγγειλε «[…] μια γλυκόξινη σούπα κι ένα πιάτο ζυμαρικά ονόματι Εκατό Λαμπεροί Λωτοί, καυτερό, το άντεχε και του άρεσε πολύ το καυτερό, μόνο που στο Πάντα οι τιμές δεν συμβάδιζαν με το δικό του πορτοφόλι, όχι όμως τόσο ώστε να μην μπορεί να έρχεται μια-δυο φορές, θα μπορούσε, αλλά τακτικά, ε, αυτό δεν γινόταν […]».

Ο Φλόριαν και ο κύριος Ρίνγκερ είναι τα δύο πρόσωπα του μυθιστορήματος που συνταράζονται βίαια και συντριπτικά από τον ζόφο που αίφνης καταπίπτει στην Κάνα. Απέναντι στο κακό ο Φλόριαν αντιδρά ενστικτωδώς, απωθώντας το, ενώ ο κύριος Ρίνγκερ αναλαμβάνει την ευθύνη του κακού, στιγματίζοντας τον εαυτό του με μια ανεξιλέωτη ενοχή. Ματαίως η σύζυγός του του επαναλάμβανε πως δεν έφταιγε εκείνος για τα πάντα, πως είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, ματαίως του χάιδευε τα χέρια και τον παρηγορούσε και φυσικά δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο σύζυγός της, στην κατάσταση που ήταν, θα έτρωγε ευχαρίστως μια «μπίρζουπε».

«[…] πετάχτηκε απ’ το κάθισμά της η κυρία Ρίνγκερ, και βρέθηκε μεμιάς στην κουζίνα, καθάρισε λαχανικά, έβγαλε απ’ το ψυγείο τον κατεψυγμένο μισομαγειρεμένο ζωμό και τον τοποθέτησε στον φούρνο μικροκυμάτων, ρύθμισε τη λειτουργία απόψυξης και έβαλε τον χρόνο πρώτα στα 10 λεπτά, έπειτα όμως το ξανασκέφτηκε και τον ανέβασε λίγο παρακάτω από τα 15, θα ήθελε ν’ αναστενάξει βαθιά, αλλά δεν ήθελε ν’ ακουστεί μέσα, κι έτσι κατέληξε σε μερικούς σχεδόν αθόρυβους αναστεναγμούς, κι είχε έτοιμα κιόλας τα λαχανικά, πρόσθεσε λίγη ζάχαρη και τα σοτάρισε, κι όταν σταμάτησε ο φούρνος μικροκυμάτων, πρόσθεσε στην κατσαρόλα και την μπίρζουπε, έριξε λίγο νεράκι αλλά κανένα μπαχαρικό ακόμα, αυτά προς το τέλος, όταν με τις ωραίες μυρωδιές κατέφτασε κι ο Ρίνγκερ, αφέθηκε να πέσει σε μια καρέκλα πλάι στο τραπέζι, έτριψε το πρόσωπό του, σαν να ήθελε να ξυπνήσει από κάποιον εφιάλτη, διότι αυτό ήταν, πραγματικός εφιάλτης […]».

Από ένα σημείο και πέρα η απόγνωση του κυρίου Ρίνγκερ έγινε δυσβάσταχτη για την κυρία Ρίνγκερ και μόνη της παρηγοριά ήταν οι συζητήσεις της με την Μπριγκίτε, τη σύζυγο του κυρίου Φέλντμαν. Έπιναν καφέ και μιλούσαν για τις δραματικές, φρικαλέες συνθήκες στην Κάνα και στα σπίτια τους, ομολογώντας την προτίμησή τους για ένα συγκεκριμένο χαρμάνι, «[…] κι ήταν πολύ νόστιμο χαρμάνι, πολύ νόστιμο, σημείωσε η Μπριγκίτε όταν πίνοντας μια γουλιά απ’ το φλιτζάνι, ήδη το άρωμά του, χρυσή μου, είπε κι έκλεισε ηδονικά τα μάτια, καθώς περνάει από τη μύτη μου, αυτό και μόνο είναι ήδη θεϊκό, έτσι δεν είναι;, πώς, ναι, έχεις δίκιο, ήπιε απ’ το δικό της και η κυρία Ρίνγκερ, και κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι και χαμογέλασε, κι αυτό ήταν κάτι καινούργιο, χρυσή μου, δεν σ’ έχω δει να χαμογελάς αφότου αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, την κοίταξε η κυρία Φέλντμαν και έλαμψαν τα μάτια της, Θεέ μου, εξαφανίστηκε αμέσως το χαμόγελο απ’ το πρόσωπο της κυρίας Ρίνγκερ, κι ένιωσε και η ίδια ότι είχαν αρχίσει να διορθώνονται τα πράγματα, κι έβαλε τα κλάματα […]».

Η κυρία Ρίνγκερ πιστεύοντας, εντελώς λανθασμένα όπως αποδείχθηκε, πως τα πράγματα είχαν αρχίσει να διορθώνονται, φρόντιζε ολοένα και πιο επισταμένως τη διατροφή του κυρίου Ρίνγκερ, «[…] έβαζε όλο και περισσότερα καρυκεύματα στα φαγητά που τοποθετούσε μπροστά του το μεσημέρι, ή το βράδυ, διότι αρχικά τον φρόντιζε και σ’ αυτό, αλλά τώρα πια, που έβλεπε, ή ήθελε να βλέπει, ότι η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, προσπαθούσε με τρόπο να ξαναβάλει τα πράγματα στην παλιά τους σειρά, εκεί που ήταν αρχικά, ακόμα και σε τέτοια μικροπράγματα, όπως ήταν το φαγητό, διότι ήθελε να δυναμώσει, ήθελε να μαζέψει τα κομμάτια του, ήθελε να γίνει ο παλιός Ρίνγκερ, που ήταν αποφασιστικός, που ήταν δραστήριος, και που τον ακολουθούσαν τυφλά οι άνθρωποι […]».

Η κυρία Ρίνγκερ ήταν αναγκασμένη να βάζει ζάχαρη σε όλα τα φαγητά, γιατί ο άντρας της ήταν γλυκατζής. Ακόμα και όταν έφτιαχνε χυλοπίτες με λάχανο, έπρεπε να προσθέτει ζάχαρη, γιατί ο κύριος Ρίνγκερ τις ήθελε γλυκές, σε αντίθεση με την κυρία Φέλντμαν που τις προτιμούσε αλμυρές. Χυλοπίτες με λάχανο είχαν και στο σπίτι των Χοπφ, όταν τους επισκέφτηκε η κόρη τους με την οικογένειά της. Αυτό ήταν το αγαπημένο φαγητό της κόρης, αλλά μόνο με τον τρόπο που το μαγείρευε η μητέρα της· «[…] όσο για τα μικρά, εκείνα δεν έφαγαν ούτε μπουκιά, διότι όσο οι μεγάλοι κουβέντιαζαν, εκείνα βρήκαν το κλειδί του συρταριού με τα γλυκά, που τους τα έκρυβαν μάταια, και δεν είχαν καθόλου όρεξη όταν κάθισαν στο τραπέζι […]».

«κατά τα άλλα η κυρία Ρίνγκερ δεν είχε όρεξη να βάζει πουθενά ζάχαρη, αλλά τι να ’κανε, έπρεπε να τρώνε, έτσι δεν είναι;»

Για τη θεία Ίνγκριντ τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά, γλυκές ή αλμυρές δεν είχε σημασία, «[…] αρκεί να ήταν χυλοπίτες με λάχανο, μάλιστα έλεγε και στους Φόλκεναντ, όταν τους πήγαινε το μεσημεριανό, ότι εκείνη ακόμα και δυο φορές την εβδομάδα, τη μια αλμυρές, την άλλη γλυκές, το ίδιο της έκανε, είπε, γιατί η ουσία ήταν η αμίμητη γεύση της χυλοπίτας με λάχανο, την οποία, για κείνη τουλάχιστον, δεν μπορεί να την επισκιάσει ούτε το αλάτι ούτε και η ζάχαρη, πολύ ευχαρίστως δεν θα έβαζε ούτε αλάτι ούτε ζάχαρη, αλλά κάτι τέλος πάντων έπρεπε να βάλει, έτσι δεν είναι; […]».

Σαν ζώο, σαν λύκος, έτρωγε ο Φλόριαν από τη στιγμή που αυτοεξορίστηκε από τη ζωή στην Κάνα. Το στομάχι του ήταν πολύ δυνατό, είχε γίνει πέτρα από την λύπη, «τίποτα πια δεν θα μπορούσε να βλάψει αυτό το στομάχι». Μια φορά «ξέσκαψε με τα χέρια του κάτι πατάτες από τη γη, και τις έφαγε ωμές». Άλλοτε πάλι μοιραζόταν την τροφή των ζώων του δάσους και έπινε το νερό τους, κάθε φορά που τα συναντούσε σε κάποια δασωμένη περιοχή το ίδιο γινόταν, «[…] τότε έπιναν από την ίδια πηγή, κι έτρωγαν τα ίδια πράγματα, διότι το στομάχι του δεν τα κατάφερνε μόνο με τις ωμές πατάτες και άλλα φυτά γύρω απ’ τα σπίτια, αλλά μπορούσε να φάει σχεδόν οτιδήποτε έβρισκε στο δάσος, χωρίς κανένα πρόβλημα, καθώς και να πιει με την ησυχία του από οποιοδήποτε ποταμάκι, λίμνη, φλέβα νερού, δεν πάθαινε τίποτα […]».

Αυτά λοιπόν τρώνε και πίνουν οι κάτοικοι της Κάνα, ενόσω ζυγώνει η συντέλεια. Η ζωή τους έχει συρρικνωθεί στην αυτοσυντήρηση, ενώ η μεγαλύτερη απόλαυση της ημέρας είναι ένα καλό γεύμα. Στο φαΐ αρχίζει και σταματάει η διαχείριση της ύπαρξής τους. Όλοι βιάζονται να ξεχάσουν τις φρικαλεότητες που σημαδεύουν την Κάνα, θέλουν ηρεμία και γαλήνη, επιζητούν τη λησμονιά, «αφού πώς να ζήσει κανείς με όλα αυτά;». Όπως ο αρουραίος που μασουλούσε το ψωμί καταπλακωμένος από το βαρύ σκέπασμα της Αγίας Τράπεζας, έτσι και εκείνοι, αν και πλακωμένοι από συμφορές, θέλουν να τους αφήσουν στην ησυχία τους για να συνεχίσουν να μασουλούν τον άρτο τον επιούσιο.

Στο παρόν μυθιστόρημα ο Λάζλο Κρασναχορκάι δημιουργεί και πάλι ένα σκοτεινό σύμπαν, που οδεύει ανερμάτιστο στην αυτοκαταστροφή του. Οι ήρωες τρεκλίζουν στις σελίδες, παραπατούν και πέφτουν, ενώ κανείς τους δεν ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει, όλοι οι δρόμοι είναι εξίσου επίφοβοι, εξίσου λάθος. Μόνο στο σπίτι τους αντέχουν να υπάρχουν. Η ιδιώτευση είναι η πιο περίτρανη εκδήλωση της ιδιωτείας τους. Η φανταστική Κάνα του βιβλίου είναι μια φωλιά ναζί, ένα ακόμα λημέρι του λύκου, όπως το διαβόητο αρχηγείο του Χίτλερ στην πρώην Ανατολική Πρωσία (σημερινή Πολωνία). Άλλωστε στα αρχαία γερμανικά «Αδόλφος» σήμαινε «ευγενής λύκος».

Μετά τους ναζί, έρχονται στην Κάνα οι λύκοι, στην αρχή μόνο σε γκράφιτι. Κεφαλές λύκων, ζωγραφισμένες στα χρώματα της γερμανικής σημαίας, αμαυρώνουν μνημεία του Μπαχ. Ο Μπόσης, που θεωρεί τον Μπαχ ταυτόσημο με τα υψηλότερα γερμανικά ιδεώδη, γίνεται έξω φρενών και επωμίζεται με μένος μια εκτεταμένη επιχείρηση κάθαρσης, με τη συνέργεια του Φλόριαν. Όπως έλεγε ο Μπόσης, το φάσμα της κάθαρσης ήταν εξαιρετικά ευρύ, «με λίγα λόγια χωρούσαν σχεδόν τα πάντα στο φάσμα», «το φάσμα πρέπει να είναι τόσο ευρύ ώστε να χωράει μέσα τα πάντα, κατάλαβες, Φλόριαν, όχι μόνο τα γκράφιτι, αλλά τα πάντα». Και επειδή μυριζόταν τους Εβραίους από μακριά, μπορούσε ήδη να δει εκείνον τον σιχαμένο γκραφιτά και «τη γαμψή τη μύτη του».

Με έναν απλοϊκό διαχωρισμό, ο Μπόσης και ο Φλόριαν τοποθετούνται στα άκρα της ανθρώπινης ποιότητας, υποστασιοποιώντας ο πρώτος το απόλυτο κακό και ο δεύτερος το απόλυτο καλό. Αυτός ο διαχωρισμός, ωστόσο, βαθμιαία αίρεται, δίχως τα πρόσωπα να χάνουν το αρχικό τους πρόσημο. Ο Μπόσης παραμένει κακός και ο Φλόριαν αθώος, αλλά η μεταξύ τους απόσταση καταλύεται. Διότι η καλοσύνη του Φλόριαν είναι αδύναμη και ανοϊκή. Ο Φλόριαν είναι ο επικίνδυνος ηλίθιος, που με την πίστη του στο καλό παραθεωρεί το κακό. Η συμπάθεια που αποσπά από τον αναγνώστη, έγκειται στην παγίδευσή του από την ίδια του την αβελτηρία. Είναι δέσμιος της ανήμπορης, βλαμμένης καλοσύνης του. Ο Φλόριαν αγαπά τον Μπόση, επειδή τον πήρε από το ίδρυμα και τον τοποθέτησε στον έβδομο όροφο μιας άθλιας πολυκατοικίας, προορισμένης για μετανάστες. Αργότερα του έδωσε μερικά έπιπλα, ένα λάπτοπ και ένα κινητό. Κι ύστερα τον έκανε συνένοχο. Άλλωστε με το τιτάνιο κορμί του και τα καταγάλανα μάτια του, ήταν ένα εκλεκτό τέκνο της Αρίας φυλής. Και ο Μπόσης «δεν ήταν μονάχα εργοδότης του αλλά και πατέρας του, στη θέση του πραγματικού του πατέρα». Ο Φλόριαν δεν θα ξεχνούσε ποτέ την πρώτη φορά που το βλέμμα του συνάντησε εκείνο του Μπόση. Όταν ο τελευταίος ήρθε στο ίδρυμα, «τον κοίταξε όπως κοιτάζει μόνο ένας πατέρας τον γιο του».

Μιλώντας στη διμοιρία του για τον προστατευόμενό του, ο Μπόσης αγνοούσε πως εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξάγγελλε μια προφητεία: «[…] αυτό το παιδί μπορεί από τη μια πλευρά να είναι ιδιοφυΐα, από την άλλη όμως είναι βλάκας με περικεφαλαία, και κάπου δεν ξέρει τι του γίνεται, ξέρετε πόσος είναι, αλλά έτσι και του βάλεις τις φωνές το βάζει στα πόδια, δεν του περνάει απ’ το μυαλό να κάτσει και να σου αντισταθεί, ενώ αν το έκανε, θα μπορούσε να μας ξεκάνει με τα γυμνά του χέρια, είμαι βέβαιος […]».

Περισσότερο από τον Μπόση, ο Φλόριαν αγαπά τον κύριο Κόλερ, έναν μοναχικό άνθρωπο, που διασκεδάζει τη μοναξιά του με ερασιτεχνική μετεωρολογία. Όπως ο Φλόριαν, ο κύριος Κόλερ ένιωθε έλξη για τα δυσνόητα πράγματα. Προφανώς δεν είχε ούτε ο ίδιος κατανοήσει σε βάθος την κβαντική φυσική, την οποία αδυνατούσε να συμβιβάσει με τη δική του απλή λογική και έτσι άθελά του έμπλεξε τον Φλόριαν σε μια άκρως βασανιστική νοητική διεργασία. Κατά τη μύησή του στον θαυμαστό κόσμο των στοιχειωδών σωματιδίων, ο Φλόριαν κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο κόσμος ολόκληρος προοιωνιζόταν «την έλευση του Τίποτα», αισθανόταν «το σύμπαν ολόκληρο τόσο ανυπεράσπιστο, μα τόσο ανυπεράσπιστο». Η βάση των πάντων ήταν η τυχαιότητα. Ο Φλόριαν «έσπαγε το κεφάλι του πώς γίνεται να υπάρχει το τυχαίο σε τέτοιο βαθμό;!». Τίποτα στον κόσμο δεν ήταν ακριβές, βέβαιο και σταθερό, τα πάντα ήταν υποκείμενα στον αφανισμό τους. Αν κανείς ήθελε να αντιληφθεί την ανήκουστη εξουσία τού τυχαίου στην καθημερινότητα, έφτανε να πάει μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό.

Το ίδιο το κτίριο του σταθμού δεν λειτουργούσε από καιρό, όλα, μέσα και έξω, είχαν καταστραφεί, δίχως όμως να κατεδαφιστούν. Ο παράτολμος ταξιδιώτης έπρεπε να περιμένει όρθιος μπροστά στις διπλές ράγες, αλλά ήταν άγνωστο για πόσο διάστημα θα περίμενε, γιατί τα τρένα ποτέ δεν έρχονταν στην ώρα τους. Όπως έλεγε στον Φλόριαν ο φερτρέτερ, «[…] έτσι έχουν τα πράγματα, το Ράιχσμπαν δεν είναι πια όπως ήταν παλιά, τίποτα δεν είναι ίδιο πια, στον κόσμο τον σημερινό τίποτα δεν είναι ακριβές, δεν υπάρχουν δρομολόγια, κανείς δεν ενδιαφέρεται πια […]».

Όταν ο Φλόριαν περιέγραψε στην κυρία Ρίνγκερ το ταξίδι του στο Βερολίνο, τονίζοντας την έκπληξή του για τον τρομερό συνωστισμό μέσα στο τρένο, εκείνη αμέσως συναισθάνθηκε τη δυσφορία του, καθώς ήξερε πολύ καλά, λόγω ατυχών εμπειριών, πως ήταν σκέτο παραμύθι πως το ταξίδι με το τρένο ήταν απόλαυση, «[…] ότι κοιτάζεις με την άνεσή σου έξω απ’ το παράθυρο, ότι βλέπεις το τοπίο να χάνεται πλάι σου, διότι να χαζεύεις στο τρένο, ιδίως στις μέρες μας, πραγματικά δεν είναι πια εφικτό, επιπλέον δεν φτάνεις ποτέ την ώρα που πρέπει, όλο αυτό το Ράιχσμπαν, ή πώς στο καλό λέγεται πλέον αυτό το πράγμα;, ούτε που ξέρω, με δυο λόγια όλο αυτό το τρένο είναι ένα μάτσο δυστυχία […]».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κατάντια των σιδηροδρόμων ευθυνόταν και για την απομείωση του κεφιού στη γιορτή της Πρωτομαγιάς. Η γιορτή διεξαγόταν σε μια πλατφόρμα, κάτω από το τούνελ του σιδηρόδρομου, και έτσι οι εορτάζοντες άκουγαν συχνά την μπάρα να κατεβαίνει τρίζοντας στενάχωρα, περιμένοντας την άφιξη κάποιου τρένου, αλλά μάταια περίμενε η μπάρα. Έτσι έγινε και την τελευταία Πρωτομαγιά που γιορτάζεται στο μυθιστόρημα, σε έναν Μάιο που «παρ’ όλα αυτά νύχτωνε πολύ νωρίς», γιατί εκείνη η άνοιξη δεν είχε καθόλου χαρά, «μια μικρή ύφεση του καιρού, έτσι μόνο αποτιμήθηκε η ύπαρξη της άνοιξης». Η μπάρα, λοιπόν, μάταια έτριξε και οι εορτάζοντες μάταια περίμεναν, «[…] διότι δεν ερχόταν κανένα τρένο ούτε από τον Νότο ούτε από τον Βορρά, και συνέβη αυτό που συνέβαινε πάντα τελευταία, ότι η μπάρα, μετά από οχτώ με δέκα λεπτά, αφού μάταια περίμενε και η ίδια να έρθει κάτι, με ελάχιστα πιο λυπημένα τριξίματα από πριν, σηκώθηκε, ε λοιπόν, τότε έληξε η Πρωτομαγιά […]».

Περισσότερο από το βάσανο της τυχαιότητας, τον κύριο Κόλερ στενοχωρούσε η καθηγητική του αδεξιότητα. Ερχόμενος αντιμέτωπος με την αγωνία του Φλόριαν, γέμιζε τύψεις για την ανεπάρκειά του να εξηγήσει τις μυστήριες δυνάμεις του σύμπαντος, αφού στην κβαντική θεωρία «η αποδοχή του απίθανου είναι βασικό προαπαιτούμενο», και κάθε φορά που επιχειρούσε να ελευθερώσει τον μαθητή του από τους αλυσιτελείς στοχασμούς του, μπερδευόταν και ο ίδιος στα αδιέξοδα της ακαταληψίας. Δεν φανταζόταν ποτέ τι περίεργους, επίφοβους δρόμους θα έπαιρναν οι επεξηγήσεις του για το σύμπαν στο απροετοίμαστο μυαλό του μαθητή του. Μολονότι ένιωθε υπεύθυνος για την πνευματική αγωνία τού Φλόριαν, ήταν παντελώς ανίκανος να τον απαλλάξει από αυτήν. Και είχε ένα κακό προαίσθημα για όλα αυτά, κυρίως για την τρομακτική εικόνα που είχε σχηματίσει ο Φλόριαν στο μυαλό του, «την εικόνα ενός πιθανού κατακλυσμού», την οποία εξεικόνιζε αναλυτικά στις επιστολές του στην κυρία καγκελάριο. Ο κύριος Κόλερ ματαίως πάσχιζε να τον πείσει πως η κοσμοαντίληψή του ήταν λανθασμένη, πως μάλιστα ο ίδιος είχε σαμποτάρει τη σωστή ερμηνεία των πραγμάτων και είχε κολλήσει σε μια παρεξήγηση, διότι η κοσμοαντίληψη του Φλόριαν ήταν αποκύημα μιας τρομερής παρεξήγησης, από την οποία «ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τον ξεκολλήσει».

Στην απερίγραπτη έκταση της ακαταληψίας, στην απελπιστική μειονεξία της ανθρώπινης διάνοιας και στην ανικανότητά της να αντικριστεί με τα μεγάλα ερωτήματα, συνοψίζονται τα κυρίαρχα μοτίβα του μυθιστορήματος. Ο κύριος Κόλερ λέει στον Φλόριαν: «αυτό που σε καταθλίβει δεν είναι η χρεοκοπία της κβαντικής θεωρίας, αλλά του περιορισμένου ανθρώπινου πνεύματος». Αδίκως, όμως, πάλευε να παρηγορήσει τον Φλόριαν. Μολονότι αυτό το τόσο καλό παιδί ήταν «εκπληκτικά έξυπνο και δεκτικό, στην πραγματικότητα δεν καταλάβαινε τίποτα».

Στην πραγματικότητα τίποτα δεν καταλάβαινε ούτε ο κύριος Κόλερ, δεν καταλάβαινε, λόγου χάριν, γιατί η επιστήμη καθυστερούσε να δώσει λύσεις, «[…] αφού υπάρχουν ζητήματα για τα οποία μέχρι σήμερα η φυσική χρωστάει απαντήσεις, πράγμα το οποίο, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι η φυσική αγνοεί τις απαντήσεις για τα ουσιαστικότερα και βασικότερα ζητήματα, η ίδια μάλιστα φέρνει συνεχώς τον εαυτό της στη θέση να θέτει ερωτήματα που δεν μπορούν να βρουν λύση, δηλαδή συγκρούεται με τον εαυτό της, έπειτα παρατάει τους ανθρώπους στην απελπισία τους για το τι μέλλει γενέσθαι, για το τι θα βγει απ’ όλα αυτά […]».

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Φλόριαν, ότι δηλαδή η επιστήμη ήταν ανίκανη να αναμετρηθεί «με τον φριχτό κίνδυνο που καραδοκούσε στο σύμπαν». «[…] η συγκεκριμένη φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων είτε δεν είναι ικανή ακόμα να δώσει την απάντηση, είτε ποτέ δεν θα βρεθεί στην κατάσταση να είναι ικανή για κάτι τέτοιο, απλούστατα διότι η ίδια βάζει στον εαυτό της εμπόδια, και μάλιστα τέτοια που δεν θα μπορέσει ποτέ να τα κατανικήσει, διότι αυτά τα εμπόδια προέρχονται από το ανθρώπινο σύστημα λογικής, κι εκεί η σκέψη σχεδόν τυλίγεται μέσα στον εαυτό της, κι έτσι ξοδεύει από την ίδια της την ελεύθερη δύναμη, και ψάχνει πια μονάχα για διέξοδο, συνεχώς διέξοδο και διέξοδο από την καινούργια κι ακόμα πιο καινούργια φάκα που χτίζει η ίδια […]».

Την ώρα που ο κύριος Κόλερ και ο Φλόριαν παιδεύονταν με την κβαντική φυσική, ο Μπόσης κατέστρωνε την αναγέννηση του γερμανικού έθνους, τη θριαμβική ανάδυση του Δ΄ Ράιχ. Με τη διμοιρία του προασπιζόταν την «πραγματική δημοκρατία» και την εκκαθάριση της πατρίδας από κάθε λογής μιάσματα, γιατί έβλεπε πως «ολόκληρη η μονάκριβη Θουριγγία τους, αποτελούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της από σκουπίδια, από δειλούς και συμβιβασμένους». Ο Μπόσης και η διμοιρία του ήταν «στρατιώτες, συναγωνιστές σε μια συνθήκη βαριά και μοιραία, στην οποία είχε βρεθεί η Γερμανία». Με την καθαρτήρια σταυροφορία του θα απάλειφε μια και καλή τις δόλιες δυνάμεις που είχαν συνωμοτήσει εναντίον της Θουριγγίας και του γερμανικού παρελθόντος.

Ως ιδεολόγος αντισημίτης, ο Μπόσης απεχθανόταν όλους εκείνους που συνέχεια γκρίνιαζαν για τους μετανάστες, «ότι οι μετανάστες έτσι κι οι μετανάστες αλλιώς, κι ότι άφησαν να εισρεύσουν οι τραπεζομαντιλοκέφαλοι και οι τυλιχτοκέφαλοι και οι σεντονοντυμένοι και οι τσιμπουκάδες, που θα μας πάρουν τη Γερμανία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο». Υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, διακήρυττε: «δικός μας στόχος δεν είναι οι μετανάστες αλλά οι Εβραίοι, επειδή αυτοί μας έχουν ήδη πάρει όσα ήταν δικά μας».

Πέρα από πολεμικά, ο Μπόσης είχε και πολιτισμικά σχέδια. Γι’ αυτό είχε ιδρύσει τους Συμφωνικούς της Κάνα, έναν εσμό ταλαίπωρων μουσικών, που πάλευαν να χώσουν τον Μπαχ στα όργανά τους. Για τον Μπόση ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ «δεν ήταν απλά ένας μουσικοσυνθέτης σαν όλους τους άλλους, στα δικά του μάτια ο Μπαχ φάνταζε μια θεόσταλτη ουράνια οπτασία, ένας προφήτης, ένας άγιος, που […] σε κάθε μία νότα του ή-ταν γραμ-μέ-νο τι είναι η γερμανική Ιδέα, ποια η σχέση του γερμανικού έθνους με τις υψηλότερες ιδέες».

Κάθε Σάββατο πρωί ο Φλόριαν ήταν αναγκασμένος να παρίσταται στις πρόβες των Συμφωνικών της Κάνα, προκειμένου να μυηθεί στα γερμανικά ιδεώδη που υμνούσε η μουσική του Μπαχ. Και με τον καιρό άρχισε να τον συγκινεί βαθιά αυτή η μουσική, ακόμα κι έτσι όπως ακουγόταν στο γυμναστήριο της κοινότητας· τελικά «η πανύψηλης στάθμης γερμανική τέχνη είχε βάλει κάτω τον Φλόριαν». Δεν ήταν όμως η γερμανική τέχνη, αλλά η ρωγμή μέσα του, που έκανε τον Φλόριαν να δεξιωθεί τον Μπαχ. Με την εξαφάνιση του κυρίου Κόλερ «[…] κάτι είχε ραγίσει μέσα στην ψυχή του, και μέσα απ’ αυτή τη ρωγμή μπορούσε να εισχωρήσει οτιδήποτε επιδρούσε παρηγορητικά, και μερικά μοτίβα, η κάπου κάπου πετυχημένη συγχορδία των οργάνων, ήταν πράγματι παρηγορητικά, υπήρχαν μερικά μέρη που η απλή, οδυνηρή μελωδία τους τον ανύψωνε, ένιωθε ότι αυτά τα καταλάβαινε κι εκείνος, αυτό το καταλαβαίνω κι εγώ, σκεφτόταν […]». Οι μελωδίες που είχαν σφηνωθεί μέσα στο κεφάλι του δεν απάλυναν μόνο την απώλεια του κυρίου Κόλερ, αλλά και τον ανακούφιζαν «ακόμα και από το βαρυσήμαντο γεγονός ότι εξακολουθούσε να μην έρχεται απάντηση από το Βερολίνο».

Από τη στιγμή που κάποιες μελωδίες φώλιασαν στην ψυχή του, ο Φλόριαν μπορούσε να καταλάβει το πάθος του Μπόση για τον Μπαχ και απορούσε πώς τόσον καιρό δεν είχε και ο ίδιος αποσβολωθεί από τη μουσική του, «απορούσε με τον εαυτό του, για ποιο λόγο δεν είχε ακούσει τον Μπόση απ’ την αρχή ότι στον Γιόχαν Σεμπάστιαν περιέχονται όλα τα μυστικά της ζωής». Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο Μπόσης όταν έλεγε πως ο Μπαχ «είναι το μυστικό της ζωής», «και έχει αποκωδικοποιηθεί!!!». Στον Φλόριαν αρκούσε μονάχα να ακούει τη μουσική και «[…] ένιωθε ότι, κι έτσι ακόμα, έφταναν σ’ αυτόν τα μηνύματα, έτσι τα αποκαλούσε, μηνύματα, τους ήχους και το σύνολο των ήχων, αλλά εκείνος δεν ήθελε να τα αποκωδικοποιήσει, μάλιστα η άμεση εντύπωσή του ήταν ότι αυτά τα μηνύματα δεν σήμαιναν κάτι, ήταν από μόνα τους όμορφα, από μόνα τους θαυμαστά, απλά υπήρχαν, δεν μπορούσαν να μεταφραστούν, ούτε και χρειαζόταν, γιατί δεν διαμεσολαβούσαν σε κάτι, απλά ήταν ό,τι ήταν […]».

Ο Μπόσης πίστευε πως χάρη στον Μπαχ «μέσα στον Φλόριαν είχε ξυπνήσει ο Γερμανός πατριώτης». Είχε την αίσθηση πως η βαθμιαία λατρεία του Φλόριαν για τον Μπαχ ισχυροποίησε τον μεταξύ τους δεσμό, «[…] γιατί ίσως και να μην ήξερε, σκέφτηκε ο Φλόριαν, ότι πιο δυνατούς δεσμούς από εκείνους που είχαν ήδη δεν θα μπορούσαν να έχουν ποτέ, τον αγαπούσε τον Μπόση, και χαιρόταν πάρα πολύ όταν κατάφερνε να του το δείξει με τρόπο ώστε να το καταλαβαίνει κι εκείνος, πράγμα όχι και εύκολο, διότι κατά κάποιον τρόπο τα συναισθήματα δεν έφταναν στον Μπόση […]».

Αλλά και ο Μπόσης με τον τρόπο του αγαπούσε τον Φλόριαν, «αγαπούσε αυτόν τον μουνουχισμένο μπουνταλά, γιατί αυτό ήταν, ένας μουνουχισμένος μπουνταλάς» και όταν μιλούσε για αυτόν στη διμοιρία του, στα λόγια του διαφαινόταν ένα είδος περηφάνιας, όχι για τον Φλόριαν αλλά για τον εαυτό του, επειδή έβλεπε πως χάρη στην εντατική εκπαίδευσή του ο Φλόριαν γινόταν κάθε μέρα και καλύτερος. Ο Μπόσης πρέσβευε πως «πρέπει να γίνεται κανείς όλο και καλύτερος, σ’ εμάς, τους Γερμανούς, είναι παράδοση το όλο και καλύτερος, κι ακόμα καλύτερος». «[…] εγώ τον εκπαιδεύω, κι όπως και να ’χει, προοδεύει κάπως, και θα δείτε, περιέφερε το βλέμμα του στην παρέα, κάποτε θα μας φανεί χρήσιμος, γιατί ότι θα τον κάνω πατριώτη, γ@μώ τον θεό σας, αυτό είναι σίγουρο, ε, κι ήπιαν σ’ αυτό […]».

Ο Φλόριαν, που ήθελε πάντα να πιστεύει το καλύτερο για τον Μπόση, προσπερνούσε όσα διακήρυττε εκείνος περί γερμανικού πνεύματος και προσπαθούσε να βρει μια ευγενέστερη αιτία της αγάπης του για τον Μπαχ. «[…] ο Φλόριαν μάντευε ότι ο Μπόσης μάλλον είχε ζήσει κάποια πάρα πολύ βαριά προσωπική τραγωδία ως παιδί, ή ως νέος, για την οποία δεν κατάφερε ποτέ να μιλήσει, και σαν ο Μπαχ να ήταν ένα είδος βάλσαμου για μια πληγή που δεν έκλεινε ποτέ, και που ούτε ο Μπόσης μπορούσε να την κατανοήσει, διότι δεν γνώριζε ότι μέσα του υπήρχε πληγή […]».

Μετά την ανεξήγητη εξαφάνιση του κυρίου Κόλερ, ο Φλόριαν είχε πλέον πειστεί «ότι υπάρχουν πράγματα που είναι ανεξήγητα, μάλιστα ακριβώς στα πιο βαθιά, στα πιο σημαντικά, στα πιο βασικά ερωτήματα είναι που δεν υπάρχουν απαντήσεις, ούτε και θα υπάρξουν». Παρ’ όλα αυτά, όταν ανακάλυψε τη μουσική του Μπαχ «ένιωσε ότι σε τούτη την ανακάλυψη ενυπήρχε μια οδηγία σε περίπτωση καταστροφής». Δεν ήξερε «τι περιείχε αυτή η οδηγία», αλλά ήταν βέβαιος πως «είχε πέσει πάνω σε κάτι», «είχε πέσει πάνω σ’ ένα σημαντικό πράγμα», «ιδέα δεν είχε τι ήταν αυτό». Βρισκόταν υπό την επήρεια του Μπαχ, δεν μπορούσε να πει κάτι ακριβέστερο, «γιατί δεν είναι δυνατό να φτάσει το δικό του το μυαλό μια τέτοια γιγάντια μορφή». Αυτά έγραφε σε μια από τις επιστολές του προς την Μέρκελ, αγωνιώντας να βρει τη σωστή, την πιο πυκνή διατύπωση, που πάντα του διέφευγε. Γνώριζε «[…] πως η κυρία καγκελάριος έχει αδυναμία στον Βάγκνερ, αλλά πώς να το κάνουμε, μουσική είναι και τούτη και η άλλη, κι εκείνος είναι σίγουρος ότι, όσο και να εκτιμούν τον Βάγκνερ, στο Βερολίνο έχουν σε ίδια εκτίμηση τον Μπαχ όπως και στην Κάνα […]».

Μες στην έκστασή του για τα έργα του Μπαχ, ο Φλόριαν συγκρουόταν ξανά με τη μηδαμινότητα της αντίληψής του. Μπορούσε να καταλάβει ότι κάτι μεγαλειώδες τον είχε καθηλώσει, αλλά μέχρι εκεί, η κατανόησή του σταματούσε εκεί, στο καθαρό δέος και την καταπληξία. Ο Μπαχ ήταν μια ακόμα δύναμη, μετά τον Μπόση και την κβαντική φυσική, που τον είχε ολοσχερώς καθυποτάξει.

«[…] φυσικά η λέξη κατανόησε στη δική του περίπτωση δεν εκφράζει την πραγματική κατάσταση, διότι αισθανόταν ότι ήταν αδιανόητο να κάνει λόγο για ιδιαίτερη σχέση μαζί του, εκείνος δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τον Μπαχ, εκείνος εκμηδενιζόταν όταν άκουγε Μπαχ, τέτοιες στιγμές εξαφανιζόταν από μέσα του αυτό ακριβώς που ήταν αυτός ο ίδιος, ο Μπαχ αποκτούσε κυριαρχία πάνω του, άρα ήταν αδιάφορο ποιος άκουγε όταν μιλούσε ο Μπαχ, διότι όταν μιλούσε ο Μπαχ, εκείνος σιωπούσε, ή, ακριβέστερα, όταν μιλούσε ο Μπαχ δεν υπήρχε ανάγκη ακροατηρίου, ο Φλόριαν είχε την άποψη ότι ο Μπαχ μιλούσε ακόμα κι όταν κανείς δεν τον άκουγε, ο Μπαχ μιλούσε συνεχώς, κι εκείνοι μόνο σπάνια άκουγαν κάτι απ’ αυτό, αλλά ο Μπαχ μιλούσε, και μιλούσε συνεχώς […]».

Με το που ήρθαν οι λύκοι στην Κάνα, άνοιξαν οι πύλες της κολάσεως και ο τρόμος παρέλυσε την κοινότητα. «[…] όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει, οι άνθρωποι εξαφανίζονταν […] από τους δρόμους, όλοι κλειδαμπαρώνονταν και περίμεναν, περίμεναν ν’ ακούσουν ξαφνικά τους λύκους να ουρλιάζουν στα βουνά, και κανείς δεν ήξερε τι ήταν χειρότερο, να τους ακούνε να ουρλιάζουν ή η αναμονή η ίδια μες στη σιωπή μπας και ουρλιάξουν, έτσι περνούσαν όλες οι νύχτες μετά την εμφάνιση της αγέλης των λύκων […]».

Όταν αρχίζουν να φοβούνται, οι κάτοικοι της Κάνα γίνονται πιο μόνοι από ποτέ, ο διαρκής φόβος τούς εντοιχίζει στη μοναξιά τους. Μπροστά σε έναν συλλογικό εχθρό, ορθώνεται ένας περίτρομος ατομικισμός. Το πρόσταγμα των αρχών ήταν «η προστασία, η προσωπική ασφάλεια». Οι κλειδαράδες έκαναν χρυσές δουλειές. Το ζεύγος Φέλντμαν, για παράδειγμα, δεν χόρταινε την καινούργια κλειδαριά που ασφάλιζε τη βίλα τους. Ο κύριος Φέλντμαν «την αγαπούσε αυτή την κλειδαριά στην πόρτα της εισόδου τους, μάλιστα δεν θα έλεγε ότι ήταν μια απλή κλειδαριά, αλλά ένα ολοκληρωμένο και καλομελετημένο σύστημα κλειδαριών».

Παίρνοντας κατά γράμμα το πρόσταγμα των αρχών για ατομική προστασία, οι κάτοικοι της Κάνα βάλθηκαν να ρωτούν ο ένας τον άλλο για την κατάσταση της υγείας του. Μόνο που στην ουσία αδιαφορούσαν για την απάντηση του άλλου, καθώς επείγονταν να αναφέρουν τα δεδομένα της δικής τους υγείας και να αρχίσουν να αναλύουν τη δική τους κατάσταση στο μέτωπο της υγείας, «οπότε ειρήνη και υγεία, ακριβέστερα υγεία και ειρήνη, αυτή ήταν η βάση της ανταλλαγής απόψεων περί της ύπαρξης στην Κάνα». Ενδεχομένως ήλπιζαν πως αν περιόριζαν την ύπαρξή τους στο ατομικό τους εμβαδόν, θα έμεναν ανέγγιχτοι από το κακό. Ίσως κάποτε ξαναέρχονταν «οι όμορφες, ήσυχες, γαλήνιες νύχτες», διότι «η ισορροπημένη, ειρηνική, ήρεμη τάξη, η αδιατάραχτη, άχρονη ομοιότητα των ημερών ήταν το κυριότερο». Ας ζούσαν λοιπόν από μόνοι τους.

Από τότε που έχασε τη γυναίκα του, ο κύριος Κόλερ είχε εγκαταλείψει τον επάνω όροφο του σπιτιού του. «[…] ο επάνω όροφος ήταν το παρελθόν, κι ο κύριος Κόλερ με το παρελθόν, τουλάχιστον με το παρελθόν που είχε σχέση με τη γυναίκα του, δεν επιθυμούσε ν’ ασχοληθεί […]». Με τον καιρό συνήθισε τη μοναχική ζωή του, στην οποία μόνο ο Φλόριαν και ο δρ Τιτς είχαν πρόσβαση. Όταν οι φρικαλεότητες στην Κάνα θέριεψαν, αρχικά κλείστηκε στη σιωπή και έπειτα αφέθηκε να εξοστρακιστεί από την ίδια του την ύπαρξη.

Από τότε που έχασε τον άντρα της, η θεία Ίνγκριντ περιφερόταν αδιάκοπα στην πόλη, αναζητώντας ακροατές που θα συμμερίζονταν τα αναρίθμητα βάσανά της. Ζούσε ολομόναχη και μόνο ο γιατρός χτυπούσε κάποιες φορές την πόρτα της, αλλά όλο και πιο αραιά γιατί δεν έβρισκε τον λόγο. Βέβαια, κανένα από τα θύματα της φλυαρίας της δεν τη συμπονούσε για τα μύρια προβλήματα της υγείας της, καθώς όλοι βιάζονταν να βγουν από την αρπάγη της, και έτσι η θεία Ίνγκριντ συνέχιζε να περιφέρεται, άλλοτε στο ταχυδρομείο, άλλοτε στη βιβλιοθήκη, περιμένοντας «να συμβεί οτιδήποτε». Όταν κάποτε ο τρόμος έφτασε σε ένα αδιανόητο κρεσέντο, η θεία Ίνγκριντ, την οποία ποτέ δεν εγκατέλειπε η χαρά, σκέφτηκε να διοργανώσει μια γιορτή χρυσανθέμων, αφού ακόμα και στα νεκροταφεία σπάνιζαν πια αυτά τα όμορφα λουλούδια.

Ο Πφόρτνερ, νυχτερινός θυρωρός στο Εργοστάσιο Πορσελάνης, δεν άντεχε να μένει στο σπίτι του, «[…] διότι εκεί ένιωθε πολύ, μα πολύ μόνος, κυκλοφορούσε εκεί μέσα σαν ξένος, εκτός από έναν καλό ύπνο δεν του άρεσε τίποτα στο σπίτι, ούτε οι τοίχοι, ούτε η πόρτα, ούτε το πόμολο, ούτε τα κλειδιά της πόρτας […]». Από τότε που βρήκε αυτή την ολονύχτια εργασία, ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Έχετε μπροστά σας έναν ευτυχισμένο άνθρωπο, έλεγε στον φερτρέτερ, όταν τον επισκεπτόταν στο κουβούκλιο, στο έλεος της αϋπνίας του. «[…] αφότου εργάζομαι σ’ αυτή τη θέση, μπορώ και κοιμάμαι όσο θέλω και με την ψυχή μου, στις 5 το πρωί κατεβάζω τα ρολά στη δουλειά μου και βουρ στο κρεβάτι, και χώνομαι βαθιά μέσα στο πάπλωμα, και κοιμάμαι σαν το μικρό το αρκουδάκι, το καταλαβαίνετε αυτό;, σαν το μικρό το αρκουδάκι, κι ο φερτρέτερ το καταλάβαινε […]».

Και μετά τον αρκουδίσιο του ύπνο, ο Πφόρτνερ ξυπνούσε στην αρχή της νύχτας, αδημονώντας να χωθεί στο κουβούκλιο του θυρωρού, έναν μικροσκοπικό θύλακα απόλυτης ηρεμίας, όπου όλα ήταν περίκλειστα και ασφαλή. Τότε η μοναξιά γινόταν πολύ ωραία. «[…] έγερνε πίσω στην καρέκλα του, και δεν σκεφτόταν τίποτα, αυτή ήταν γι’ αυτόν η μεγαλύτερη απόλαυση του κόσμου, να κάθεται πίσω απ’ το παράθυρο του κουβούκλιου του θυρωρού, και να μη σκέφτεται τίποτα […]».

Αυτή την ηδονική απραξία και την ολική αδράνεια της σκέψης απολάμβανε και ο κύριος Χοπφ τα απογεύματα, όταν η γυναίκα του τον κάθιζε στην κουνιστή πολυθρόνα, σκεπάζοντάς τον τρυφερά με μια κουβέρτα και τον άφηνε να ησυχάσει. Και τότε ο κύριος Χοπφ «[…] μπορούσε να βουλιάξει στην απραξία, και κουνιόταν και κουνιόταν σ’ εκείνη την πολυθρόνα, κι έτσι χανόταν μέσα σε τούτα τα απογεύματα χαλαρώνοντας […]». Η κυρία Χοπφ τον παρατηρούσε με θλίψη να λαγοκοιμάται, γιατί ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την επίφαση της ειρήνης ούτε μέσα στο διαμέρισμά τους, ήξερε «ότι δεν θα κατάφερναν να τελειώσουν τη ζωή τους όπως την είχαν σχεδιάσει, γιατί δεν υπήρχε πια ειρήνη». Όλα ήταν πόλεμος. «[…] η καρδιά της κυρίας Χοπφ σφιγγόταν για το ποια άραγε στιγμή θ’ ανατιναζόταν κάτι, ή θα γκρεμιζόταν ή θα τους καταπλάκωνε, κι ο στόχος πια θα ήταν κατευθείαν οι δυο τους, θα βάλω κουρτίνες, αποφάσισε, καθώς παρατηρούσε πώς ανέπνεε ο σύζυγός της […]».

Αυτά τα λεπτά ή οι ώρες της απόλυτης απραξίας μες στη μέρα άρεσαν πολύ και στον Φλόριαν. Είχε ένα αγαπημένο μέρος απομόνωσης, ένα παγκάκι στην όχθη του Ζάαλε και εκεί «[…] είχε την ευκαιρία απλά και μόνο να κάθεται και να μην κάνει τίποτα και να μη σκέφτεται τίποτα, μόνο τέτοιες ώρες μπορούσε να το κάνει αυτό, τις νύχτες όχι, τότε, στα απότομα ξυπνήματα που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα τρομακτικά όνειρα, οι εφιάλτες περνούσαν με θόρυβο, άρα λοιπόν την ημέρα και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και πριν αρχίσει ο τρομερός αγώνας για να καταλάβει αυτό που δεν γινόταν να καταλάβει, διότι τέρμα πια ακόμα κι αυτές οι λίγες ευκαιρίες, τώρα πλέον όχι μόνο τις νύχτες, αλλά και την ημέρα βασανιζόταν συνεχώς από τις έγνοιες […]».

Κάποιες νύχτες επισκεπτόταν τον Πφόρτνερ στο κουβούκλιό του ο φερτρέτερ, ο επιστάτης στην πολυκατοικία του Φλόριαν, και του μιλούσε για τον θάνατο. Οι νεκροθάφτες στην Κάνα είχαν τελευταία πολλή δουλειά και ο φερτρέτερ έλεγε στον Πφόρτνερ πως συνέχεια τριγύριζε «αυτό το πράγμα στο μυαλό του», «[…] ε αυτό ήταν πρωτοφανές γι’ αυτόν, μόνο που έτσι ήταν, δεν περνούσε μέρα χωρίς να σκεφτεί πόσος χρόνος άραγε να του έμενε, και το λέει ειλικρινά, όσο πλησιάζει, τόσο πιο πολύ το φοβάται, δεν βοηθάει βέβαια, πρόσθεσε, ότι μένω μονάχος μου, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα, αν ζούσε η γυναίκα μου ακόμα, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική […]».

Μετά την επίθεση του λύκου, ο κύριος και η κυρία Ρίνγκερ βρέθηκαν στον ίδιο νοσοκομειακό θάλαμο. Έπειτα από μερικές ημέρες, όταν και οι δυο τους είχαν κάπως συνέλθει, η κυρία Ρίνγκερ αγκάλιασε τον άντρα της στην κουζίνα και του ομολόγησε πως τη στιγμή που τον είδε ξαπλωμένο δίπλα της στον θάλαμο «[…] έφτασε στον εγκέφαλό μου ότι ήμασταν ξαπλωμένοι εκεί οι δυο μας πλάι πλάι, και ζωντανοί, μου ήρθε να πεθάνω, γιατί μόνο μ’ εσένα, κι έβαλε τα κλάματα και αγκαλιάστηκαν, ο Ρίνγκερ την έσφιξε τρυφερά πάνω του, διότι κι εκείνος ένιωθε το ίδιο για τη γυναίκα του, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εκείνη, μάλιστα αποφάσισε τότε, εκείνη την ημέρα που στέκονταν στην κουζίνα ένα ολόκληρο λεπτό αγκαλιασμένοι, ότι θα έφευγαν μαζί όταν θα ερχόταν η ώρα […]».

Μετά από λίγο καιρό, όμως, αυτό το αγκάλιασμα και αυτή η υπόσχεση ξεχάστηκαν. Η κυρία Ρίνγκερ προσπαθούσε να βρει κάτι για να αποσπάσει τον σύζυγό της από τις σκοτεινές σκέψεις, αλλά η κατάστασή του διαρκώς χειροτέρευε, είχε γίνει σκιά του εαυτού του, βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα στο σκοτάδι, καθώς ο Ρίνγκερ «δεν μπορούσε να αποκοπεί από το βάρος των συμβάντων». «[…] και, όπως διέκρινε σαφέστατα η γυναίκα του, με το να κατηγορεί γι’ αυτά τον εαυτό του, είχε από καιρό τελειώσει και το καινούργιο μπουκάλι με το ουγγρικό ρακί δαμάσκηνο, διότι ο Ρίνγκερ τελευταία το συνήθιζε ακόμα πιο πολύ, κι έπινε απόγευμα και βράδυ, ακόμα μάλιστα και τα πρωινά […]».

Όπως έλεγε απελπισμένη η κυρία Ρίνγκερ στην κυρία Φέλντμαν, ο άντρας της έμενε συνέχεια στο σπίτι, βλέποντας σε βίντεο «[…] τους ναζί να παρελαύνουν εδώ κι εκεί, τα κοιτάζει μαρμαρωμένος, καθώς εκείνες οι φριχτές σημαίες κυματίζουν εκεί πάνω, και καθώς εκείνες οι αρβύλες βηματίζουν εκεί κάτω, αυτά τα βίντεο μόνο βλέπει, και μετά κουρνιάζει όλη μέρα, και χαζεύει μπροστά του, και… και… ε λοιπόν πίνει, και σ’ αυτό το σημείο η κυρία Ρίνγκερ έβαλε τα κλάματα […]».

Ο Ρίνγκερ κατακρημνιζόταν στην απόγνωση, επειδή έβλεπε πως εκείνοι είχαν ξαναέρθει και δεν εννοούσε τους λύκους, αλλά τους ναζί. «[…] στο σύνολό της είχε χαθεί η μάχη, […] ίσως και ο πόλεμος, διότι ξανατρύπωσαν πάλι, στα διάκενα της ιστορίας πάντα ξανατρυπώνουν μέσα στους υπονόμους, και καταστρέφουν, εκμηδενίζουν, εξευτελίζουν όλα όσα μπορούν να αγγίξουν από κει, εκχυδαΐζουν ό,τι έχει αξία, ασχημονούν σε ό,τι για τους άλλους είναι ιερό, και μαζί τους εξαπλώνεται μια ασθένεια που εναντίον της δεν υπάρχει εμβόλιο, η μόλυνση διαδίδεται σαν επιδημία, οι άνθρωποι δείχνουν τη χειρότερη πλευρά τους, κι είναι αδύναμοι, ανυπολόγιστα αδύναμοι και ανυπολόγιστα ηλίθιοι […]».

Από το άλλο μέρος, το δράμα του οδοντίατρου ήταν πως δεν είχε κανέναν για να κουβεντιάσει μαζί του τα σημαντικά πράγματα που τον απασχολούσαν. Κανείς και τίποτα δεν τον βοηθούσε στη μοναξιά του. Η δε γυναίκα του με την παραμικρή αναφορά στους λύκους, τρομοκρατούνταν και έβαζε τα κλάματα. Κρυμμένος στο καθιστικό για να αποφύγει το κλαμένο της βλέμμα, ο γιατρός Χένεμπεργκ σκεφτόταν πίνοντας το αγαπημένο του λικέρ πως «[…] δυστυχώς αυτή ήταν η ζωή του, ποτέ δεν είχε τη δυνατότητα να κουβεντιάζει στο σπίτι αυτό που θα ήταν χρήσιμο να κουβεντιάσει, αλλά όχι μόνο στο σπίτι, δεν είχε ούτε έναν αληθινό φίλο με τον οποίο θα μπορούσε να το κάνει, στο δε ιατρείο ήταν ακόμα λιγότερες οι ευκαιρίες για κάτι τέτοιο, εκεί πια ποτέ δεν μπορούσε να διαβάσει κάτι καλό στα βλέμματα των ασθενών με τα τρομαγμένα μάτια στην αίθουσα αναμονής, άκου εκεί να κουβεντιάσεις μαζί τους! […]». «[…] ζωή είναι αυτή;!, έθεσε την ερώτηση στον εαυτό του θλιμμένος ο γιατρός Χένεμπεργκ […]».

Μολονότι και ο Τόρστεν, ο επιστάτης του γυμνασίου, συνειδητοποιούσε πως πια το κακό ήταν τελεσίδικο και μη αναστρέψιμο, επέμενε να πηγαίνει στο έρημο σχολείο και να ανάβει τον μεγάλο καυστήρα. Καθόταν για λίγο στο υπόγειο κι έπειτα ανέβαινε τους ορόφους, περιδιαβαίνοντας τους άδειους διαδρόμους και τις άδειες τάξεις, χαζεύοντας τις φωτογραφίες και τις ζωγραφιές των παιδιών. «[…] του φαίνονταν όλα ανατριχιαστικά, έτσι άδεια και γκρεμισμένα μέσα στην απόλυτη σιωπή, ήταν παράξενο που, παρότι κανείς δεν είχε εμφανιστεί εκεί, αυτός παρ’ όλα αυτά άκουγε τη χαρούμενη οχλοβοή, σαν να είχε συνεχώς διάλειμμα, άκουγε τους μαθητές να ορμούν έξω απ’ τις τάξεις, και το κουδούνι ήταν επίσης εκκωφαντικό, ειδικά από τη στιγμή που τα κουδούνια είχαν πάψει πλέον να χτυπούν […]».

Όταν όλα γύρω του άρχισαν να σωριάζονται σε συντρίμμια, ο Φλόριαν μόνο από τον Μπαχ είχε να κρατηθεί και «σκεφτόταν ότι το φάρμακο για την ημέρα της κρίσης ίσως να μη βρισκόταν στην επιστήμη και στην πολιτική που βασίζεται σ’ αυτήν, αλλά στον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μονάχα». Ο Μπαχ ήταν πλέον για τον Φλόριαν «προσωπική κατάσταση», «δηλαδή εκείνος πια δεν άκουγε Μπαχ, αλλά βρισκόταν εντός του Μπαχ». Σε έναν κόσμο αλωμένο από το κακό, ο Φλόριαν ήθελε να αντιτάξει ότι «ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ΔΕΝ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΚΟ», «από την τέχνη του Μπαχ απλούστατα απουσιάζει το ΚΑΚΟ». Σε έναν κόσμο σαρωτικής αβεβαιότητας, ο Μπαχ αποτελούσε μια «ΣΤΕΡΕΗ ΔΟΜΗ». «[…] η τελειότητά του είναι αδύνατο να διερευνηθεί, φυσικά και μπορεί να περιγραφεί, αλλά όχι να κατανοηθεί, γιατί η ουσία παραμερίζει μπροστά στην επιθετική πνευματική κίνηση της κατανόησης, αφού υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν είμαστε ικανοί να κάνουμε, σκέφτηκε ο εγκέφαλος του Φλόριαν […]».

Πώς θα μπορούσε να είναι κτήνος από τη στιγμή που λάτρευε τον Μπαχ; Τον Φλόριαν τον πονούσε που οι κάτοικοι της Κάνα «δεν γνώριζαν το πραγματικό πρόσωπο του Μπόση» και τον θεωρούσαν «έναν χαμερπή δολοπλόκο ναζί». Δεν του αναγνώριζαν ούτε το ότι είχε σώσει τους Ρίνγκερ, που ήταν και Εβραίοι, πυροβολώντας τον λύκο με το Μάουζέρ του, ενώ όλοι ήξεραν πως τους είχε χεσμένους τους Εβραίους και δεν συνήθιζε να τους σώζει.

Ο Φλόριαν μέχρι τέλους αρνείται πεισματωδώς την κακότητα του Μπόση και τον υπερασπίζεται με απελπισμένο πάθος, επιδιώκοντας στην ουσία να ξεγελάσει τον εαυτό του και να αφήσει απείραχτη την πίστη του στην καλοσύνη του. Διότι κάθε φορά που προσέγγιζε το θέμα του Μπόση, «ένιωθε ότι εκεί συνέβαινε κάτι πάρα πολύ κακό» και αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις προσπάθειες υπεράσπισής του. Όταν εντέλει η πίστη του στην καλοσύνη του Μπόση προδίδεται, ο Φλόριαν γκρεμίζεται σύγκορμος και μεταμορφώνεται σε τέρας, σε μια ακατάσχετη, άλογη, φονική μυϊκή δύναμη. Ήταν όλος μύες. Ο εγκέφαλός του είχε υποχωρήσει σε μια άγνωστη γωνιά του σαρκίου του. Μια εντελώς ιδιαίτερη αίσθηση είχε ξυπνήσει μέσα του, που έκανε τα ένστικτά του όλο και πιο εκλεπτυσμένα, αλλά δεν ήταν καθόλου ικανός να σκεφτεί, δεν τον ενδιέφερε να σκεφτεί, δεν είχε ανάγκη να σκεφτεί, «μάλιστα το στομάχι του δενόταν κόμπος αν τύχαινε να νομίσει ότι θα άρχιζε να σκέφτεται». Σε αντίθεση με τον απενεργοποιημένο εγκέφαλό του, οι μύες του δούλευαν εντατικά. «[…] σφίγγονταν τόσο δυνατά, ώστε ήταν αυτονόητο ότι θα του ξέσκιζαν το σώμα, ενώ ο εγκέφαλος βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία αφωνίας, δηλαδή απόλυτη παράλυση επάνω, απόλυτη παράνοια κάτω, η πιο οδυνηρή ένταση που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς […]».

Μόνο ο Μπαχ είχε απομείνει στο κρανίο του και αντηχούσε στεντόρειος σε κάθε μυϊκό σπασμό του πελώριου κορμιού του. Καθοδηγούμενος από τα προστάγματα των μυών του που πάσχιζαν να αποτινάξουν το κακό, ο Φλόριαν βγήκε από τον κόσμο και χώθηκε στα έγκατα του δάσους. Τα άγρια ζώα τον αναγνώριζαν σαν όμοιό τους, τον άφηναν να μοιραστεί την τροφή τους.

Όταν ο φερτρέτερ πήγε στην αστυνομία να καταθέσει για την εξαφάνιση του Φλόριαν, παραδέχτηκε ότι «[…] ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του Φλόριαν τον έβαζε πάντοτε σε σκέψεις, διότι τα δύο ακραία σημεία αυτού του χαρακτήρα κάποτε ταυτίζονταν πολύ, αλλά ποτέ δεν ταυτίζονταν τελείως, […] ανάμεσα στην ασυνήθιστη σωματική δύναμη και τον φαινομενικά ήμερο χαρακτήρα του έχασκε μία άβυσσος, […] αλλά για να πει την αλήθεια, ποτέ δεν τον είχε υποπτευθεί, πρέπει να ομολογήσει ότι ούτε που το σκέφτηκε ότι αντιμετώπιζε έναν διπρόσωπο ανθρώπινο τύπο, ένα λεγόμενο πρόσωπο του Ιανού […]». Σε κάθε περίπτωση, τόνισε στους αστυνομικούς, δεν θα έπρεπε να ψάχνουν για «[…] κάποιον αμετανόητο, τραχύ, επιθετικό δολοφόνο με ματωμένα χέρια, αλλά, αντίθετα, για ένα αγόρι με παιδικό πρόσωπο που μοιάζει αθώο, είναι λίγο σκιαγμένο και ντροπαλό και καλοπροαίρετο […]».

Βέβαια, τις νύχτες που πήγαινε να βρει τον Πφόρτνερ στο κουβούκλιό του, ο φερτρέτερ ομολογούσε πως τρόμαζε κάθε φορά που σκεφτόταν ότι «άφησε να τον πλησιάσει τόσο πολύ αυτός ο διπρόσωπος ψυχοπαθής», «αυτές οι πράξεις ήταν τόσο φριχτές, που τείνω να φαντάζομαι περισσότερο ένα αγρίμι παρά τον Φλόριαν!». Αλλά και η κυρία Χοπφ είχε τρομάξει πολύ με τον Φλόριαν, κατά τη γνώμη της «πίσω απ’ το αρνάκι μερικές φορές αργά ή γρήγορα ξεμυτίζει ο λύκος, και τότε θα πρέπει να εξοντωθεί το αρνάκι».

Εκμεταλλευόμενος το σάστισμα των κατοίκων της Κάνα για τη μεταστροφή του Φλόριαν, ο Κρασναχορκάι υποβάλλει μια εξαιρετικά κρίσιμη παρατήρηση για την εγγενή κακότητα της ανθρώπινης φύσης. Δεν είναι μόνο οι κακοί άνθρωποι ικανοί για κακό, αλλά ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι. Η καλοσύνη είναι πάντοτε επισφαλής, δεν συνιστά σταθερή αξία και αρχή. Η κυρία Ρίνγκερ δεν πίστευε πως ο Φλόριαν ξαφνικά αποκτηνώθηκε, «[…] ο Φλόριαν που γνώριζε αυτή κι ο Φλόριαν που είχε σκοτώσει ήταν ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος, ο Φλόριαν δεν άλλαξε, όλα όσα έκανε ήταν ακριβώς τα επακόλουθα εκείνου που υπήρξε ο ίδιος και είχε παραμείνει […]».

Βουλιαγμένος στην καταχνιασμένη νύχτα και τις δασωμένες σκιές, ο Φλόριαν είχε προσηλωθεί σε αυτό «που θα έπρεπε να τελειώσει». Στο έσχατο ανθρώπινο έργο του, «κάτι αιματηρά σοβαρό», τον συντρόφευε από ψηλά ένας χρυσαετός, που λες και είχε αναληφθεί στον ουρανό από τις ενδοξότερες ημέρες του Χίτλερ. Ο καλός, αθώος Φλόριαν συνεπικουρούνταν στην έσχατη πράξη του από ένα σύμβολο του κακού, τον «Σιδηρούν Αετό», που φτεροκοπούσε προστατευτικά από πάνω του και σκέπαζε με τις φτερούγες του τα ανόσια έργα του. Όμως ακόμα και αυτό το ατσάλινο τέρας, εξαιτίας του Φλόριαν γκρεμίζεται από τους ουρανούς και σωριάζεται αιμόφυρτο στο πλάι του. Από το κλέος δεν είχε απομείνει παρά ένα λείψανο. «[…] το μεγάλο σώμα έδινε πια την αίσθηση ότι δεν υπήρξε ποτέ μέσα του ζωή, ο γενικά απαλός άνεμος κατά καιρούς πιανόταν στα πούπουλα του απλωμένου δεξιού φτερού, κι όταν σηκωνόταν δυνατότερος, μερικές φορές το σήκωνε κιόλας λιγάκι αυτό το φτερό, κι ύστερα το άφηνε πάλι κάτω, πλάι στο νεκρό πουλί, πάντα όμως στην ίδια θέση από την οποία μόλις το είχε σηκώσει πριν, απλωμένο, τραβηγμένο, σαν να πετούσε ακόμα κι εκεί, με το ένα φτερό κατάχαμα, πλάι στον Φλόριαν, για να τον βοηθήσει, για να τον προφυλάξει, για να διώξει όλους όσους θα ήθελαν να τον απειλήσουν […]».

Λίγο πριν καταλήξει για τελευταία φορά στο αγαπημένο του μέρος στοχασμού, στο παγκάκι δίπλα στην όχθη του Ζάαλε, ο Φλόριαν περνάει μπροστά από μια εκκλησία, όπου γίνεται λειτουργία, αλλά απομακρύνεται γρήγορα από εκεί, καθώς στο κεφάλι του λυσσομανούσε ο Μπαχ και τίποτα δεν ήταν πιο ιερό εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε την πρώτη φορά που ο Φλόριαν μπαίνει σε εκκλησία, είναι όταν επισκέπτεται την Thomascirche στη Λειψία (ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ υπήρξε εκεί μουσικός διευθυντής από το 1723 μέχρι τον θάνατό του το 1750), θέλοντας να ακούσει ζωντανά «πώς είναι ο Μπαχ στην πραγματικότητα». Τη δεύτερη φορά ήταν όταν κρυβόταν στο καμπαναριό και γκρεμίστηκε από τις σκάλες χτυπημένος από τον χτύπο της καμπάνας και την τρίτη τώρα, λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, όταν πλέον βρισκόταν πολύ μακριά απ’ ό,τι ήταν ανθρώπινη ζωή.

Ο Φλόριαν Χερστ, 07769, Κάνα, έγραφε τις επιστολές του στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ σε κόλλες Α4, τις οποίες γέμιζε ασφυκτικά με τις εφιαλτικές προφητείες του, χωρίς να αφήνει το παραμικρό περιθώριο ούτε στο πάνω ούτε στο κάτω μέρος της σελίδας. Έτσι ακριβώς γραμμένο είναι το κείμενο του Κρασναχορκάι, που ξετυλίγεται στις σελίδες ορμητικό, βροντώδες και τεράστιο, υποβλητικό και ανελέητο, δίχως διάκενα και παύσεις, συμπαρασύροντας στο αμείλικτο, σαρωτικό κύλισμά του πλάσματα δύστηνα και έμφοβα, περίκλειστα, στρυμωγμένα στον μικρόκοσμό τους με τις κουρτίνες τραβηγμένες και τα ρολά κατεβασμένα, έρμαια μιας απειλητικής καθημερινότητας, που υπερβαίνει τις ψυχικές και νοητικές τους αντοχές.

Στο ερεβώδες σύμπαν του Κρασναχορκάι ο άνθρωπος στέκεται ανίσχυρος και ανυπεράσπιστος μπροστά στο κακό. Η ανημπόρια του δεν τον αθωώνει, αλλά τον καθιστά τραγικό. Ούτε το πνεύμα, ούτε η τέχνη, ούτε η επιστήμη, ούτε η πίστη αρκούν για να τον λυτρώσουν από τις χθαμαλότερες ενορμήσεις της ανθρώπινης φύσης. Μέσα στον απέραντο κόσμο η μοναξιά του είναι επίσης απέραντη. Μπορεί ο Φλόριαν Χερστ να μην είναι σε καμία περίπτωση θετικός χαρακτήρας, σε αντίθεση με τον θρυλικό «ηλίθιο», τον πρίγκιπα Μίσκιν με τα μεγάλα μπλε μάτια, που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι ως ενσαρκωμένη αρετή, είναι όμως ο κατεξοχήν τραγικός ήρωας, στο μέτρο που κάθε αρετή του διαστρέφεται σε κακία. Η άγνοια και η ακαταληψία ναρκοθετούν εξαρχής κάθε του απόπειρα να διαφύγει από το σκοτάδι.

Ο Λάζλο Κρανσαχορκάι είναι κορυφαίος συγγραφέας με τον τρόπο όλων των κορυφαίων. Μέσω των λέξεων και της θαυμαστής σύνθεσής τους στις σελίδες, κατοπτεύει τον κόσμο και έπειτα επιστρέφει το αντίκρισμά του στα δικά μας μάτια. Η μυθοπλασία εγκιβωτίζει ένα κοίλο κάτοπτρο. Μας δείχνει τον κόσμο διεσταλμένο, σχεδόν απόκοσμο, κοιταγμένο με αδυσώπητη διαύγεια και επώδυνη βαθύνοια. Και σε αυτή την τρομακτική διαύγεια, στην οποία εξωθεί το βλέμμα μας, διαφαίνεται το ασύλληπτο σημείο σύγκλισης του υπέρτατου καλού με το ανυπέρβλητο κακό.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular