Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή, David Diop, Εκδόσεις Πόλις

 

«Είχα φτάσει στο σημείο που είχαν χαθεί για μένα τα γαλλικά».

 

Τον Αύγουστο του 1750 ο Μισέλ Αντανσόν (1727-1806), Γάλλος φυσιοδίφης και βοτανολόγος, ταξιδεύει στη Σενεγάλη με σκοπό να μελετήσει την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Όπως γράφει στα τετράδια που κληροδότησε στην κόρη του, πήγε να βρει φυτά και ζώα και συνάντησε ανθρώπους. Ο Νταβίντ Ντιοπ, γνώριμος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από το μυθιστόρημά του Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα (Πόλις, 2019, μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου), φαντάζεται στο πρόσφατο μυθιστόρημά του το ταξίδι του διαπρεπούς βοτανολόγου και την ανύποπτη πύλη που διάβηκε, μια πύλη-πέρασμα στο απόλυτο σκοτάδι, στην πιο απύθμενη οδύνη.

Στην αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας παρακολουθεί το ψυχορράγημα του Αντανσόν. Η γραφή χορδίζεται στις πιο απαλές τονικότητες για να μελωδήσει τη φυγή του πνεύματος από το σκέλεθρο του σώματος. Μες στο ημίφως του νεκρικού δωματίου, αμυδρά φωτισμένου από ένα κερί πάνω στο κομοδίνο, κάθε αλλοτινή φιλοδοξία σβήνει, νικημένη προ πολλού από την τελεσίδικη ήττα της θνητότητας. Η Παγκόσμια Σφαίρα, το εγκυκλοπαιδικό αριστούργημα που ο Αντανσόν φιλοδοξούσε να συνθέσει για να αρθεί στην κορυφή της βοτανολογίας, απομακρυνόταν στη σφαίρα των ανέφικτων ονείρων. Καμία ματαιοδοξία δεν τον τυραννούσε, καμία δόξα δεν διεκδικούσε. Η ανυπαρξία πολεμούσε τις αξιώσεις της διάνοιας. «Όμως έπρεπε να παραδεχτεί πως δεν θα υπήρχε τίποτε στη γη αν δεν του έδινε νόημα μια ανθρώπινη διάνοια».

«Ποια να ήταν η στιγμή που θεώρησε πως ήταν δυνατό να ξεμπλέξει εκείνα τα νήματα, που κρύβονταν στο πελώριο κουβάρι του κόσμου και υποτίθεται συνέδεαν όλα τα όντα με περίπλοκα δίκτυα συγγένειας;»

Τα μάτια του Αντανσόν αντιστέκονταν στο σκοτάδι. Η Αγκλαέ έβλεπε τα γαλάζια μάτια του πατέρα της «θολά, βουλιαγμένα στις κόγχες τους», σβησμένα, και, για την Αγκλαέ, «αυτό ήταν το πιο ανυπόφορο από τα σημάδια της επιθανάτιας αγωνίας του». «Γιατί τα μάτια του πατέρα της ήταν η ζωή του». Από αυτές τις κόγχες πήγαζε η ακαταδάμαστη βούληση να ξεδιαλύνει τα μυστήρια της ζωής. Από εκεί ξεκινούσε η λαχτάρα του να διαπλεύσει την απεραντοσύνη του κόσμου, να διαφύγει από τον εξευγενισμένο παρισινό μικρόκοσμό του. Τα μάτια του διασφάλιζαν τη δυνατότητα της ομορφιάς. Χάρη σε εκείνον, η Αγκλαέ «γνώριζε την τέχνη να σκύβει πάνω σ’ ένα λουλούδι, μέρες ολόκληρες, για να κατασκοπεύσει τα μυστήρια της εφήμερης ζωής του».

«Συνηθισμένα να ιχνηλατούν το απειροελάχιστο, τα μάτια του σε τοποθετούσαν στο απέραντο, σαν να ήσουν ένα αστέρι που έπεσε από τον ουρανό με τον φόβο ότι θα χανόταν, αλλά έβρισκε την ακριβή του θέση, δίπλα σε δισεκατομμύρια άλλα».

Η Αγκλαέ τον θυμόταν στο θερμοκήπιό του στο Παρίσι, να στέκεται πάνω στις φτέρνες, όπως οι μαύροι της Σενεγάλης, επισκοπώντας σπάνιες ποικιλίες φυτών, πάντα θαυμάζοντας την έφεση της φύσης στην ανομοιογένεια. Στην ίδια στάση, καθισμένη στις φτέρνες της, θα συναντήσει τον πατέρα της καιρό μετά τον θάνατό του, και αυτή τους η συνάντηση θα σφραγίσει τη συνύπαρξή τους στον κόσμο. Βρισκόταν στο δικό της θερμοκήπιο, σε έναν πύργο στις όχθες του Λίγηρα, όταν πρόσεξε ένα έπιπλο παρατημένο παραδίπλα. Κάτω από τη γυάλινη οροφή, καλυμμένη από δροσοσταλίδες, που «άρχιζε να αχνίζει στο χάδι των πρώτων ηλιαχτίδων», ήταν απλωμένος ένας ετερόκλητος σωρός αντικειμένων, παράξενα πατρικά κληροδοτήματα, οι σενεγαλέζικοι θησαυροί του Αντανσόν. Μολονότι αγνοούσε τόσο τη χρησιμότητα όσο και τη συναισθηματική τους αξία, η Αγκλαέ δεν είχε πετάξει τίποτα, «από φόβο μήπως η ακούσια λειτουργία της μνήμης και οι μαίανδροι ενός ονείρου της κινήσουν το ενδιαφέρον και μια μέρα μετανιώσει επειδή αποχωρίστηκε κάποια μπαγκατέλα». Τότε δεν γνώριζε τα δώρα της Μαράμ ούτε το παράξενο υποθαλάσσιο ταξίδι της.

Μέσα στο θερμοκήπιο του πύργου η Αγκλαέ είχε την εντύπωση πως συνομιλούσε με τον πατέρα της «υπερβαίνοντας τον θάνατό του». Μάλιστα την πρώτη φορά που έκανε με άμαξα το μακρύ ταξίδι από το Παρίσι στον πύργο του Μπαλαίν, μέσα σε ένα γλάρωμα ιδανικό για όνειρα, νόμιζε πως ένα υπερπόντιο ταξίδι την είχε φέρει μέχρι εκεί.

«Σιγά σιγά, μέσα στο ημίφως της αυγής, φαντάστηκε ότι ο θόρυβος των ελατηρίων της άμαξας, σε συνδυασμό με τα πνιχτά πατήματα των αλόγων, ήταν το σφύριγμα του ανέμου στα πανιά και το τρίξιμο των σκοινιών ενός πλοίου σχεδόν σταματημένου στις εσχατιές του Ατλαντικού».

Καθισμένη στις φτέρνες της, όπως οι μαύροι της Σενεγάλης, η Αγκλαέ παρατηρεί το ημίφως της αυγής να ακουμπά στον θόλο του θερμοκηπίου. Στη σκηνή το φως διαχέεται μυσταγωγικά. Ήταν χαραυγή και οι μορφές δεν είχαν ακόμη αποδοθεί στα πράγματα. «Ήταν ένας μικρός ναός αντικειμένων-φαντασμάτων». Όσο το ξημέρωμα πλησίαζε, τα πράγματα απαλλάσσονταν από τα σκιώδη τους μυστήρια και το έπιπλο γινόταν το κομοδίνο, που παραστεκόταν στον θάνατο του πατέρα της.

«Η Αγκλαέ θυμήθηκε ότι σ’ αυτό το χαμηλό έπιπλο έκαιγαν τα τελευταία κεριά που φώτιζαν το κρεβάτι της επιθανάτιας αγωνίας του πατέρα της».

Μια φθινοπωρινή Παρασκευή, η Αγκλαέ επισκέφτηκε τον πατέρα της στο θερμοκήπιό του, θέλοντας να του εξομολογηθεί τον τρόμο και την αγωνία, που ένιωσε όταν ήταν μικρή τη φορά που την πήγε σε ένα αστεροσκοπείο. «Μέσα από το τηλεσκόπιο, το βλέμμα της οδηγήθηκε στην ανυπαρξία και, καθώς το φως των αστεριών της φάνηκε παγερό, έκανε τη σκέψη -σκληρή σκέψη για εκείνη που ήταν πιστή δίχως να προβληματίζεται- ότι ο παράδεισος δεν μπορούσε να βρίσκεται στον ουρανό».

Η απάντηση του Αντανσόν μπορεί να ιδωθεί σαν αναδρομικό προοίμιο στα τετράδια που κληροδοτεί στην Αγκλαέ. «Αντιλαμβάνεσαι τα σχέδια του Θεού στο επίπεδο των δικών σου ανησυχιών, της απάντησε ο πατέρας της. Ίσως τοποθετείς τον παράδεισο στον ορατό κόσμο επειδή θεωρείς αδύνατο να είναι κάποιος ευτυχισμένος μακριά από το σπίτι του. Όσο για μένα, εγώ νομίζω πως ο παράδεισος και η κόλαση βρίσκονται μέσα μας».

«Καθώς ψιθύριζε αυτά τα τελευταία λόγια, της φάνηκε ότι διέκρινε στα μάτια του πατέρα της έναν δισταγμό, την ανάδυση μιας εικόνας, ένα πρόσκαιρο σταμάτημα του μυαλού του σε μια μακρινή ανάμνηση».

Σε ένα συρτάρι του κομοδίνου ο πατέρας της είχε χαράξει έναν ιβίσκο, ένα λουλούδι που άνοιγε και έκλεινε τα πέταλά του ανάλογα με το κύλισμα του χρόνου από το φως στο σκοτάδι. Μικρή η Αγκλαέ έλεγε τους ιβίσκους «τα λουλούδια δίχως βλέφαρα», καθώς ο πατέρας της για να μην της στερήσει «την ποίηση του κόσμου», της είχε πει πως ο ιβίσκος ούτε κοιμόταν ούτε ξυπνούσε, γιατί δεν είχε βλέφαρα. Κοιτώντας το συρτάρι, η Αγκλαέ δεν μπορούσε να καταλάβει αν το ξυλόγλυπτο άνθος άνοιγε ή έκλεινε. Όταν μέσα στο συρτάρι βρίσκει τα τετράδια του πατέρα της, αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως η κληρονομιά του της προσφερόταν μέσα από ένα παιχνίδι αποκάλυψης και ανακάλυψης. Ο Μισέλ Αντανσόν θα της αποκάλυπτε τον μυστικό, κρυφό εαυτό του μόνο αν εκείνη ήταν πρόθυμη να τον ανακαλύψει.

Στα τετράδιά του ο Αντανσόν εξιστορούσε το ταξίδι του στη Σενεγάλη και το οδυνηρό πέρασμά του από την πύλη χωρίς επιστροφή, που παραδόξως προπορευόταν του θανάτου. Ο Αντανσόν επέστρεψε στο Παρίσι, δίχως να έχει στ’ αλήθεια εγκαταλείψει τη μαρτυρική γη της Σενεγάλης. Η Αγκλαέ μετέφερε το κομοδίνο στην κρεβατοκάμαρά της και ακουμπώντας πάνω του μια λάμπα λαδιού ξεκίνησε να διαβάζει τη μαρτυρία του Μισέλ Αντανσόν, που αρχικά έμοιαζε με παραμύθι.

«Το φως της μικρής φλόγας που τρεμόπαιζε της θύμιζε, με την απαλή κίτρινη αντανάκλαση του παιχνιδίσματός του πάνω στις σελίδες που γύριζε αργά, το φως που έλουζε τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της».

Μέσα σε ένα κυανό φως, απόκοσμο από την αιθάλη του πυρετού του, ο Αντανσόν αντίκρισε τη Μαράμ. Το όνομά της, ομόηχο τόσο στα γαλλικά όσο και στα γουόλοφ (τη γλώσσα των μαύρων της Σενεγάλης) ήταν η τελευταία του λέξη πριν την έσχατη εκπνοή. Σε μια καλύβα ενός χωριού της Σενεγάλης, άρρωστος από μια αρρώστια που τον χτύπησε σε μια ακτή του Ατλαντικού, της υδάτινης λεωφόρου του δουλεμπορίου, ο Αντανσόν άνοιξε τα μάτια του «σ’ ένα σκοτάδι που δεν ήταν σκοτάδι». Ένα γαλάζιο, εξωπραγματικό φως μετεωριζόταν κάτω από το ταβάνι της καλύβας. Ένα φως που δεν φώτιζε. Ανέθρωσκε από κάποιον άδηλο πυθμένα.

«Ένα σύννεφο από φως γαλαζωπό, ημιδιάφανο, σχεδόν αδιόρατο, μου φαινόταν ότι ήταν διάχυτο πάνω από μένα. Νόμιζα πως βρισκόμουν σ’ έναν χώρο ενδιάμεσο ανάμεσα στην απεραντοσύνη του Σύμπαντος και στη Γη μας, έναν τόπο οριακό όπου η αιθέρια νύχτα του γαλαξία μας φωτίζεται από τους τελευταίους υδρατμούς της γήινης ατμόσφαιρας».

Στο βάθος ακούστηκε παφλασμός τρικυμισμένου νερού και μια μυρωδιά θαλασσινού νερού ανάμικτη με νωπά φύκια απλώθηκε στον χώρο. Από ένα πήλινο αγγείο αναδυόταν θυμίαμα ευκαλύπτου. Μια ασάλευτη σκιά τον παραμόνευε, μια μορφή τερατώδης, τυλιγμένη στην τεράστια δορά ενός βόα. Απεκδυόμενη το δέρμα του φιδιού, που ήταν το πνεύμα-προστάτης της, η Μαράμ αποκάλυψε στον Αντανσόν μια συνταρακτική ομορφιά και μια ανείπωτη φρίκη. Η ιστορία που του αφηγήθηκε μες στο γλαυκό σκοτάδι της καλύβας, σημάδεψε τη ζωή του με πυρωμένο σίδερο, του προκάλεσε έναν τρόμο που στα είκοσι πέντε του δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα τον συντάραζε, τον τρόμο του θανάτου.

«Με παρέλυσε εκείνος ο ζωώδης τρόμος που, από τις απαρχές του κόσμου, φαίνεται μοναδικός σε καθένα από τα θύματά του αλλά είναι αναπόφευκτα όμοιος για όλα».

Η Μαράμ επέστρεψε στη ζωή, αλλά το ταξίδι της ήταν χωρίς επιστροφή. Για να φτάσει στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου καταδύθηκε νύχτα σε μια φωτεινή θάλασσα, τη θάλασσα των τροπικών. Σκοτεινή, μαγική. Ταξιδεύοντας στη θάλασσα που άστραφτε, ένιωθε σαν ήταν «φυλακισμένη ενός ονείρου μέσα σε όνειρο».

«Γυάλιζε εσωτερικά. Ακτινοβολούσε ένα πέπλο από φως στο χρώμα του οπάλιου που μου έδωσε την εντύπωση […] ότι ο κόσμος είχε αναποδογυρίσει. Θα βουτούσα σε έναν υγρό ουρανό, πάμφωτο και ανοιχτό, ενώ άφηνα έναν τόπο κλειστό, εγκλωβισμένο σε βαρύ σκοτάδι».

Ένα κομμάτι αυτής της διάφεγγης θάλασσας είχε βυθίσει σε ένα πιθάρι στην καλύβα της, απ’ όπου διαχεόταν η γαλαζωπή άλως. Αυτό ήταν το δικό της κερί, η δική της λάμπα λαδιού. Η επιθανάτια αγωνία της.

Από τη στιγμή που ο Αντανσόν έμαθε τα γουόλοφ προκειμένου να διερευνήσει τα φυτικά και ζωικά μυστήρια της Σενεγάλης, εισήλθε σε έναν κόσμο αρχέγονο, μεταφυσικό, σκότιο όσο και εδεμικό, κατοικημένο από πνεύματα και δαιμόνια, πλεγμένο με δοξασίες και μύθους, προστατευμένο από μυστικές δυνάμεις, εξιλαστήριες προσευχές και τελετουργίες. Η γλώσσα γουόλοφ τού φανέρωσε «ένα υπέροχο τοπίο». Και κάτι ακόμη σημαντικότερο, όσο περισσότερο τη μάθαινε, τόσο καλύτερα στάθμιζε το μέτρο της ηθικής του. Τα γουόλοφ τού έδειξαν έναν πολιτισμό διαφορετικής τάξης από τον δικό του, ο οποίος αγλαϊζόταν ορθώνοντας παλάτια και καθεδρικούς. «Τα λόγια των βάρδων, που μπορεί να είναι εξίσου σμιλεμένα με τις πιο ωραίες πέτρες των παλατιών μας, είναι τα δικά τους μνημεία μοναρχικής αιωνιότητας».

«Η γλώσσα γουόλοφ, που τη μιλούν οι νέγροι της Σενεγάλης, αξίζει όσο και η δική μας. Συγκεντρώνουν σ’ αυτήν όλους τους θησαυρούς της ανθρώπινης υπόστασής τους: τις παραδόσεις της φιλοξενίας, την αδελφοσύνη, τα ποιήματά τους, την ιστορία τους, τις γνώσεις τους για τα φυτά, τις παροιμίες και τη φιλοσοφία τους για τον κόσμο».

Η Μαράμ είναι ένα πλάσμα παραμυθιού, εξωπραγματικό. Την επιστροφή της στη ζωή θρυλούσε ένα παραμύθι, κοινό κτήμα της φυλής της. Ο Αντανσόν τη γνώρισε πρώτη φορά, όταν ο αρχηγός της φυλής διηγήθηκε κάτω από τα αστέρια την ιστορία για τη «γυναίκα που επέστρεψε». Όπως προαιώνια έκαναν οι άνθρωποι, αφηγούνταν ιστορίες, όταν έπεφτε η πάντοτε επίφοβη νύχτα. Η γυναίκα του παραμυθιού εξαφανίστηκε μια μέρα από το χωριό της και όλοι τη νόμιζαν οριστικά χαμένη. Μετά τον απόπλου στον Ατλαντικό για την αντίπερα όχθη, κανένας σκλάβος δεν επέστρεφε. «Και αν αυτός ο τόπος δεν είναι ο θάνατος, αναμφίβολα γειτονεύει με την κόλαση». Η Μαράμ όμως είχε επιστρέψει και κατοικούσε πια μακριά από το χωριό της ως θεραπεύτρια, μυημένη στις μαγικές ιδιότητες των βοτάνων. «Είχε επιστρέψει ζωντανή από την άλλη πλευρά της θάλασσας, από εκείνη τη χώρα που οι σκλάβοι δεν επιστρέφουν ποτέ». Αυτό το νυχτερινό παραμύθι μόλυνε τον Αντανσόν με το μικρόβιο της περιέργειας και σαν νυχτοπεταλούδα που την καταβροχθίζει το φως, πήγε να κάψει τα φτερά του στην καλύβα της Μαράμ.

Όσο ο άνδρας μιλούσε για τη «γυναίκα που επέστρεψε», είχε τα μάτια του στραμμένα στον ουρανό, «σαν να μπορούσε να διαβάσει κανείς στους αστερισμούς τη μοίρα των γυναικών και των ανδρών της Γης μας και να βρει τις απαντήσεις στα ερωτήματά του, τα απειροελάχιστα σε σύγκριση με την απεραντοσύνη του Σύμπαντος».

Ατενίζοντας και εκείνος τον ουρανό της Αφρικής, ο Αντανσόν ένιωθε να τον πνίγει η απελπισία για την ασημαντότητα της παρουσίας του μέσα στο απέραντο Σύμπαν. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε κλονιστεί η πίστη του στην ανθρώπινη διάνοια και στη σημασία των επιτεύξεών της. «Το μυαλό μου είχε τη δύναμη να προσδιορίσει τη θέση μου, όσο αμελητέα κι αν ήταν, μέσα στο απέραντο. Η επίγνωση των ορίων μου μού ξεκλείδωνε το άπειρο. Ήμουν ένας κόκκος σκόνης σκεπτόμενος, ικανός για μια διορατικότητα χωρίς περιορισμούς, που έφτανε στις διαστάσεις του Σύμπαντος».

Έχοντας για σύντροφο ένα έφηβο αγόρι, τον Ντιακ, έναν μικρό πρίγκιπα σε κάποιο από τα βασίλεια της Σενεγάλης, ο Αντανσόν έφυγε τον Σεπτέμβριο του 1752 από το Σαιν-Λουί κατευθυνόμενος προς τη χερσόνησο του Πράσινου Ακρωτηρίου, σε αναζήτηση της «γυναίκας που επέστρεψε». «Όσο δεν τη βλέπαμε, είχε μια πιθανότητα να υπάρχει».

Ο Αντανσόν ομολογεί στην Αγκλαέ πως στα τετράδιά του γράφει για μια νεαρή γυναίκα με την οποία πριν από πενήντα χρόνια τον έδεσε ένας αλγεινός έρωτας. Όταν όμως γράφει για εκείνη, ανακαλούσε μια μορφή που είχε χαθεί από τη μνήμη του. Δυσκολευόταν να θυμηθεί ακόμα και το περίγραμμα του προσώπου της.

«Λες και τα χαρακτηριστικά της είχαν εξατμιστεί στην κόλαση της λησμονιάς. Πώς να εξηγήσει μόνο με λέξεις την έξαψη που τον κυρίευε βλέποντάς την πενήντα χρόνια πριν; Αγωνίστηκε για να του την επιστρέψει ακέραιη η γραφή. Κι αυτή ήταν μια πρώτη μάχη ενάντια στον θάνατο που πίστεψε ότι την είχε κερδίσει, πριν από την τελική ήττα».

Όταν ο Αντανσόν γράφει για τη Μαράμ, γράφει μυθοπλασία. Η Μαράμ ήταν φανταστική επειδή ήταν αποκύημα λέξεων, ένα πλάσμα της γραφής. Στα τετράδιά του ο Αντανσόν πάλευε να ανασυνθέσει τη φωνή της, αλλά πλέον τα γαλλικά είχαν εξοστρακίσει τα γουόλοφ. Γράφοντας για τη Μαράμ στα γαλλικά και εμπιστευόμενος μια αναξιόπιστη μνήμη, ανάσταινε ένα πρόσωπο της φαντασίας του, όπως συχνά κάνουν οι ερωτευμένοι. Πριν απ’ όλα, είχε ερωτευτεί τη φωνή της. Αν τα γουόλοφ ήταν ήδη «μια γλώσσα υπέροχα τρυφερή, ακούγονταν εξαίσια από το στόμα της Μαράμ».

«Είχα φτάσει στο σημείο που είχαν χαθεί για μένα τα γαλλικά. Είχα βυθιστεί σ’ έναν άλλο κόσμο και η μετάφραση των λέξεων της Μαράμ στα τετράδιά μου, αγαπημένη μου Αγκλαέ, δεν μπορεί να καθρεφτίσει τη λάμψη του τρόπου με τον οποίο τις συνδύαζε. Ίσως ονειρεύτηκα πως μου μιλούσε μια γλώσσα μοναδική, που απευθυνόταν μονάχα σ’ εμένα, που δεν ήταν η γλώσσα της απλής ανακοίνωσης της ιστορίας της στον οποιονδήποτε. Διαισθανόμουν στον τρόπο που μου μιλούσε κάτι απροσδιόριστα φιλικό, που με άφηνε να ελπίζω ότι, παρά τις συμφορές της, θα με ξεχώριζε από τους άλλους άνδρες, λευκούς ή μαύρους».

Όταν η Μαράμ πρόφερε το όνομά του, ο Μισέλ Αντανσόν λίγωσε από την γλυκύτητα με την οποία είχαν ηχήσει αυτές οι δύο λέξεις. Ο «τόσο ιδιαίτερος και γλυκός τρόπος» με τον οποίο η Μαράμ είχε προφέρει το όνομα και το επώνυμό του, «με την προφορά της γλώσσας της, των γουόλοφ, σαν να με προειδοποιούσε για την αρχή κάποιας τρυφερότητας προς εμένα, ακούσιας ίσως από την πλευρά της».

Η μεταγραφή της ιστορίας της Μαράμ από τα γουόλοφ στα γαλλικά, συνιστούσε προδοσία της αλήθειας και συνάμα πρόκριση της φαντασίας, παραστάδας κάθε μύθου. Ο Αντανσόν συνειδητοποιεί ότι όσο περισσότερο έγραφε, τόσο περισσότερο γινόταν συγγραφέας. Η ιστορία που διηγείται στην Αγκλαέ δεν είναι ακριβώς η ιστορία που του αφηγήθηκε η Μαράμ. Ως συγγραφέας έκρινε πως είχε μεγαλύτερη δικαιοδοσία στην αλήθεια της ιστορίας απ’ ό,τι η ίδια η Μαράμ.

«[…] τώρα πια μου φαίνεται σωστή η σκέψη πως μόνο η μυθοπλασία, το μυθιστόρημα μιας ζωής, μπορεί να δώσει μια πραγματική εικόνα της βαθύτερης αλήθειας, της πολυπλοκότητας αυτής της ζωής, φωτίζοντας τις σκιές της, που σε μεγάλο βαθμό είναι δυσδιάκριτες για το πρόσωπο που την έζησε».

Η Μαράμ τού είχε πει κάποτε πως τα βότανα και τα αποστάγματα φυτών που χρησιμοποιούσε «δεν θα είχαν καμία θεραπευτική δύναμη αν δεν συνδυάζονταν με λόγια που θεραπεύουν, γιατί ο άνθρωπος είναι το πρώτο φάρμακο του ανθρώπου». Η επιθυμία του Αντανσόν να κληροδοτήσει στην Αγκλαέ ένα γραπτό κειμήλιο ενείχε επίσης θεραπευτικές προσδοκίες. «Η Μαράμ είχε επάνω μου πολύ μεγαλύτερη επίδραση από όση είχα φανταστεί. Και αν επέλεξα εσένα, πριν από τον επικείμενο θάνατό μου, Αγκλαέ, ως βουβό έμπιστο πρόσωπο, το έκανα για να γιατρέψω τις πληγές της ψυχής μου με λέξεις-γιατρικά».

Στα τετράδιά του ο Αντανσόν πλαστογραφεί την ιστορία της Μαράμ για δεύτερη φορά. Η πρώτη φορά ήταν όταν αφηγήθηκε την ιστορία της στον Ντιακ, θέλοντας να τον έχει σύμμαχο στο σχέδιο σωτηρίας της από το τρομερό πεπρωμένο της. Αποδύθηκε έτσι σε μια «επιχείρηση αφηγηματικής γοητείας», εξομολογούμενος στον Ντιακ τον παράφορο έρωτά του για τη Μαράμ. Χρειάστηκε να πει ψέματα και να τροποποιήσει σε αρκετά σημεία την ιστορία που του είχε διηγηθεί η Μαράμ. Και καθώς παραχάραζε την ιστορία της, υποψιαζόταν ότι και η ίδια είχε είτε αποσιωπήσει είτε παραλλάξει κάποιες πτυχές, αμελώντας την αληθοφάνεια.

«Ξαφνιαζόμουν κι εγώ ο ίδιος από την ευκολία με την οποία κατάφερνα να διανθίζω με φανταστικές περιπέτειες τον καμβά της ιστορίας της Μαράμ. Καταλάβαινα τις ερωτήσεις του Ντιακ. Θα τις είχα θέσει κι εγώ στη Μαράμ, αν είχα μπορέσει να τη διακόψω. Όμως είχε συνδέσει τόσο σφιχτά τα επεισόδια της ιστορίας της, που δεν θα μπορούσα να σπάσω αυτή την αλυσίδα δίχως να διακινδυνεύσω να την κάνω να δυσανασχετήσει. Αναγνώριζα πως με είχε καθηλώσει η αφήγησή της και πως είχα αποδεχτεί δίχως πολλή σκέψη κάποιες ανακολουθίες της. Αλλά προτίμησα να τις αποσιωπήσω προκειμένου να παραμείνει σύμμαχός μου ο Ντιακ στην υπεράσπιση της Μαράμ».

Ξαπλωμένος σε μια ψάθα στην καλύβα της Μαράμ, εξουθενωμένος από τον πυρετό, ο Αντανσόν προσπαθούσε να εξευμενίσει εκείνο το τέρας με δέρμα φιδιού που κράδαινε μια ματσέτα. Κατέφυγε στη γλώσσα. «Αυτό που με δυσκόλευε περισσότερο ήταν αφενός ότι μιλούσα στα γουόλοφ, γλώσσα που εκείνη τη στιγμή θα ήθελα να κατέχω όλες τις αποχρώσεις της για να κάνω την καλύτερη δυνατή εντύπωση, και αφετέρου ότι συνέχιζαν ακόμα να με καταπονούν τα επακόλουθα του πυρετού».

Η γλώσσα είναι γνώση. Η σημαντικότερη απόδειξη της αγάπης του Αντανσόν για τη Μαράμ είναι ότι άκουσε την ιστορία της και αφέθηκε να πληγωθεί από αυτήν. Μιλώντας του η Μαράμ τού έδειχνε τις φρικτές πληγές της και εκείνος δεν γλίτωσε από τον πόνο της. Ο συμμερισμός των παθών της, θεριεύει τις ονειροπολήσεις του. Φαντασιώνεται την κοινή τους ευτυχία, αλλά με ντροπή και ενοχή αναγνωρίζει πως, παρόλο που συχνά ξεχνούσε ότι ήταν λευκός επειδή μιλούσε συνέχεια στα γουόλοφ, αυτή την ευτυχία την ήθελε μακριά από τη Σενεγάλη και τα γουόλοφ, στο Παρίσι και στους καθεδρικούς του.

«Θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει ευτυχισμένοι μαζί; Δεν θα είχα προσπαθήσει, αν την είχα παντρευτεί, να την κάνω αποδεκτή στο περιβάλλον μου αντικαθιστώντας τις βεβαιότητές της με τις δικές μου; Για να με συγχωρήσει ο κόσμος από τον οποίο προερχόμουν που παντρεύτηκα μια νέγρα, δεν θα ήθελα να βγάλω από πάνω της το φίδι, να τη μάθω να μιλάει τέλεια γαλλικά και να τη μυήσω με προσοχή στις διδαχές της θρησκείας μου;»

Πηγαίνοντας να συναντήσει τη Μαράμ στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, ο Αντανσόν διέσχισε μια γη, όπου «ο ήλιος τρώει τις σκιές», «δηλαδή βρίσκεται κατακόρυφα και καίει ανελέητα κάθε ύπαρξη». Σε αυτό τον πυριφλεγή, δίχως σκιές τόπο, ο Αντανσόν ένιωσε έναν ίσκιο να καταβυθίζεται μέσα του. Αυτός ο ίσκιος, μια κηλίδα στην ψυχή, «θα έλεγες ότι μόλυνε το αίμα μου με μια μελαγχολία που δεν με εγκατέλειψε ποτέ πραγματικά μετά απ’ αυτό το οδυνηρό ταξίδι».

Το μυστήριο που μεταμόρφωνε τη Μαράμ σε ένα πλάσμα εξωπραγματικό, ένα πλάσμα παραμυθιού, δεν ήταν παρά μια βαθιά, ασύλληπτη δυστυχία, άρρηκτα δεμένη τόσο με τη βάναυση πραγματικότητα όσο και τους μύθους και τις δοξασίες του γενέθλιου τόπου της. Ούτε εκείνη ούτε η ιστορία της «μπορούσαν να αντέξουν το κλίμα, την ατμόσφαιρα ορθολογισμού του Παρισιού».

Το δέρμα του τοτέμ της, που του είχε δωρίσει η Μαράμ, το πνεύμα-προστάτης, ξεραινόταν και εξέπνεε, χάνοντας τα λαμπερά χρώματά του και μαζί του θάμπωνε η ανάμνησή της και σιγούσε η φωνή της.

«Καθώς δεν μιλούσα πια τα γουόλοφ, δεν ονειρευόμουν πια σ’ αυτή τη γλώσσα, όπως συνέβαινε λίγους μήνες μετά την επιστροφή μου από τη Σενεγάλη. Και, σαν να ήταν αυτά τα δύο αλληλένδετα, όσο ξεγλιστρούσε απ’ το μυαλό μου αυτή η γλώσσα που την είχα μοιραστεί με τη Μαράμ, τόσο λιγότερο εμφανιζόταν εκείνη στις αναμνήσεις και στα όνειρά μου».

Χρόνια μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, ο Αντανσόν την ξανασυνάντησε μέσα από μια άλλη γλώσσα, εκείνη της μουσικής. Βρισκόταν στο Θέατρο του Παλαί-Ρουαγιάλ, το βράδυ της πρεμιέρας της όπερας Ορφέας και Ευρυδίκη του Γκλουκ, στις 2 Αυγούστου του 1774. Στο λιμπρέτο όπου θρηνωδείται η κάθοδος του Ορφέα στον Άδη για να ξαναφέρει στη ζωή την αγαπημένη του Ευρυδίκη, ο Αντανσόν αναγνώρισε το χέρι που απέλπιδα είχε απλώσει στη Μαράμ για την αρπάξει από τον θάνατο. Έτσι, η Μαράμ ανακτά την υπόστασή της μέσα από έναν ακόμα μύθο.

Παρά τις διαρκείς λιποταξίες της μνήμης του, ο Αντανσόν θα τη συναντήσει ξανά σε ένα παρισινό σαλόνι. Σε έναν τοίχο αντίκρισε εμβρόντητος το πορτραίτο της, έχοντας την αίσθηση ότι «αφού επέστρεψε από τα τρίσβαθα του Κάτω Κόσμου όπου την είχα εγκαταλείψει εδώ και τόσο καιρό, η Μαράμ με κοίταζε λυπημένα».

Η μυθοπλασία, η μουσική και τώρα η ζωγραφική, τραβούν από τον τάφο τη Μαράμ για να τη στήσουν μπροστά στο βλέμμα του Αντανσόν. Η Μαράμ δεν υπήρχε στον πίνακα παρά σαν οπτική παραίσθηση. Η νεαρή μαύρη της φυλής Γουόλοφ που εικονιζόταν, ονομαζόταν Μαντλέν και, ως γνωστόν λόγω Προυστ, δεν υπάρχει πιο λογοτεχνική μετωνυμία της μνήμης. «Η Μαντλέν μοιάζει τόσο πολύ στη Μαράμ!».

Στο ίδιο σαλόνι, ο οικοδεσπότης οργάνωσε προς τιμήν του «προσκυνητή της Σενεγάλης» ένα μικρό κονσέρτο με αποσπάσματα από την όπερα του Γκλουκ. Δέσμιος μια αφόρητης συγκίνησης στα όρια της συντριβής, ο Αντανσόν νόμιζε ότι η σοπράνο, η οποία τραγουδούσε τα παράπονα της θλιμμένης Ευρυδίκης, επειδή ο Ορφέας, αν και κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, αρνούνταν να την κοιτάξει, ήταν η Μαράμ που του μιλούσε από τον Άδη· «είχα το αίσθημα ότι η Μαράμ δανειζόταν τη φωνή της σοπράνο για να μου καταλογίσει τη λησμονιά όπου την είχα παραδώσει».

Παρά την αναντίρρητη ομορφιά και λυρικότητα της γραφής, το μυθιστόρημα του Νταβίντ Ντιοπ είναι κατάφορτο με βία, με τη βαναυσότητα του δουλεμπορίου. Το αίμα λεκιάζει την εξωτική γοητεία της Σενεγάλης και μαζί τον πολιτισμό των Δυτικών. Ωστόσο, ο Ντιοπ, σε αντίθεση με το προηγούμενο μυθιστόρημά του, όπου η ωμότητα της βίας έφτανε σε βαθμό γκροτέσκο, εδώ αφήνει την τέχνη να διηθήσει την οδύνη. Ο δαιμονικός, φρενήρης παλμός των τυμπάνων, τα τραγούδια των βάρδων, οι ιστορίες κάτω από τα αστέρια, ο μύθος της «γυναίκας που επέστρεψε», το πορτραίτο της Μαντλέν, η όπερα του Γκλουκ, τα τετράδια του Μισέλ Αντανσόν, η κόρη του Αγκλαέ, η οποία πήρε το όνομά της από την αγάπη της μητέρας της για την ελληνική μυθολογία και μιλούσε με τον πατέρα της «υπερβαίνοντας τον θάνατό του», όλα αυτά συναποτελούν εκφάνσεις της ατέρμονης προσπάθειας του ανθρώπου να μνημειώσει τα πάθη της ύπαρξής του στον χρόνο.

«Χάρη στην τέχνη, κατορθώνουμε κάποιες φορές να μισανοίξουμε μια μυστική πόρτα που οδηγεί στην πιο σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής μας, που είναι πιο μαύρη κι απ’ το πιο βαθύ μπουντρούμι».

Ο Νταβίντ Ντιοπ με γλώσσα περίκομψη, ποιητική και εμφανώς συγκινημένη, την οποία απολαμβάνουμε χάρη στην έξοχη μετάφραση της Αλεξάνδρας Κωσταράκου, συνθέτει μια γλυκόπικρη ελεγεία για το εφήμερο της ομορφιάς σε έναν κατασκότεινο κόσμο, αλλά και για τη δύναμη της τέχνης να μεταπλάθει το εφήμερο σε αιώνιο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular