Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Κονστάνς Ντεμπρέ, Love Me Tender, Εκδόσεις Πόλις

«Η αγάπη είναι μια αγριότητα»

Το βιβλίο της Κονστάνς Ντεμπρέ (Παρίσι, 1972) δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι το χρονικό του αποχωρισμού της από τον δεκάχρονο γιο της, τον Πωλ, και της μεταμόρφωσής της σε λεσβία. Η απουσία μυθοπλασίας προσδίδει στα αφηγούμενα μια απωθητική ωμότητα. Διότι η Ντεμπρέ γράφει, δίχως το φίλτρο ενός προσωπείου, για την πιο ελεεινή πτυχή της αγάπης, την πιο αδιανόητη, την πιο ανυπόφορη, γράφει για «όλη την άβυσσο, ό,τι το παγωμένο, ό,τι το ανατριχιαστικό». Μιλάει για το μίσος που εκλύει η αγάπη, για φρικτές πλάνες, για βία, για φόβο, για ταπείνωση, για σαδιστική εξουσία. Και όταν μιλάει για όλα αυτά, αναφέρεται στη μητρική αγάπη. «Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς μίσος».

«Δεν είμαι μητέρα. Φυσικά και όχι. Ποια θα ήθελε να είναι; Εκτός από εκείνες που δεν τα κατάφεραν σε τίποτα. Όσες απέτυχαν τόσο πολύ σε όλα που δεν βρήκαν παρά μόνο αυτήν την ιδιότητα για να εκδικηθούν τον κόσμο».

«Μητέρα είναι κάτι χειρότερο από γυναίκα. Είναι κάτι σαν υπηρέτρια. Ή σκύλος. Αλλά λιγότερο καλό. Και πιο μοχθηρό».

Ο κυνισμός της Ντεμπρέ ξεγελάει πολύ επιτυχημένα. Από την πρώτη κιόλας σελίδα επιτίθεται στη φαυλότητα που ενυπάρχει στην αγάπη. Τελικά πολλή φασαρία κάνει αυτή η καθαγιασμένη λέξη. Ας ξεμπερδεύουμε και με αυτή και με τα συμφραζόμενά της. Είναι καθαρή τρέλα να αφοσιωνόμαστε σε μια τόσο στρεβλή λέξη, σε μια τόσο παράλογη ιδέα, να στραγγαλίζουμε τη ζωή μας με τις υπόρρητες, αδυσώπητες εντολές της· «τα παιδιά είναι η χειρότερη συμφορά», «δημιουργούν θανάσιμες πληγές».

Γράφει στην πρώτη σελίδα η Ντεμπρέ: «Αναρωτιέμαι ποιος το εφηύρε αυτό, από πότε χρονολογείται, αν είναι μόδα, νεύρωση, ψυχαναγκασμός, παραλήρημα, ποια είναι τα οικονομικά συμφέροντα, τα πολιτικά κίνητρα. Αναρωτιέμαι τι μας κρύβουν, τι θέλουν από εμάς με αυτήν τη σπουδαία ιστορία της αγάπης. Κοιτάζω τους άλλους και βλέπω μόνο ψέματα και βλέπω μόνο τρελούς. Πότε θα σταματήσουμε με την αγάπη; Γιατί δεν μπορούμε; Πρέπει να μάθω. Ψάχνω απαντήσεις».

Οι σκέψεις της Ντεμπρέ, παρά την τραχύτητα και τη δριμύτητά τους, δεν είναι κατηγορηματικές. Απορούν και αμφιβάλλουν (τα «ίσως» κυριαρχούν στην αφήγηση), δεν εφησυχάζουν με ευνόητες απαντήσεις, καταπονούνται σε δύσβατα, επώδυνα μονοπάτια. Από τη στιγμή που ο πρώην σύζυγός της, ο Λωράν, της στέρησε τα γονικά της δικαιώματα, παρακρατώντας τον γιο τους, η Ντεμπρέ ψάχνει τρόπους να συνεχίσει να αγαπάει τον Πωλ. Οι θεσμοί δεν την βοηθούν, καθυστερούν πολύ, δολιχοδρομούν σε μακρές διαδικασίες. Ως τέως διαπρεπής ποινικολόγος, η Ντεμπρέ γνωρίζει εκ των έσω την αναλγησία της δικαιοσύνης, γνωρίζει πως «η δικαιοσύνη σκοτώνει τις οικογένειες». «Δεν αναλάμβανα διαζύγια, τα θεωρούσα πολύ βρώμικη δουλειά».

Η Ντεμπρέ επιχειρεί να συνδεθεί με τον γιο της μέσω μιας στοχαστικής, νοερής αγάπης. Τον βλέπει στα όνειρά της, «όνειρα αγάπης», τον νιώθει πολύ κοντά της. Υπάρχει πολλή ευτυχία σε αυτά τα παράξενα όνειρα της αγάπης. Του απευθύνει τρυφερά μηνύματα από μακριά, έχει εμπιστοσύνη στην κατανόησή του. Αλλά και το ενδεχόμενο μίσος του, δεν την αποθαρρύνει. Είναι ο γιος της, έχει δικαίωμα να τη μισεί. Ελπίζει μόνο να μην τον απελπίζει η αγάπη. Θέλει πάση θυσία να τον γλιτώσει από τη φρίκη της αγάπης, από την αβυσσαλέα μητρική αγάπη και τη φρικώδη εξουσία της. Θέλει να τον αγαπήσει με τον δικό της τρόπο, «χωρίς τη γελοιότητα των γυναικών, χωρίς τη χυδαιότητα των μητέρων».

Όταν ο Πωλ φεύγει από τη ζωή της, η Ντεμπρέ ανακαλύπτει τα κορίτσια. Ο χώρος που ανοίχτηκε με την απουσία των δύο αντρών, του γιου και του συζύγου, γέμισε με σεξ. Πηγαίνοντας από τη μία γυναίκα στην άλλη, η Ντεμπρέ επείγεται να δραπετεύσει μια και καλή από την αλλοτινή στρέιτ ζωή της. Μια ζωή στρέιτ, όχι επειδή τη ζούσε παντρεμένη με έναν άντρα, αλλά επειδή την είχε εθελούσια καθυποτάξει στις κοινωνικές νόρμες. Παλιά είχε ένα σπίτι, ένα επάγγελμα, έναν άντρα, ένα παιδί, λεφτά και φίλους, τώρα δεν ήθελε τίποτα. Κάθε μορφή ιδιοκτησίας την κάνει να ασφυκτιά. Τα κορίτσια ήταν εφήμερα, ήταν φευγαλέα οδόσημα στη μόλις αρχινισμένη φυγή της. «Η ομοφυλοφιλία, για εμένα, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά μια διακοπή από όλα».

«Εκείνο που με ενδιαφέρει στην ομοφυλοφιλία δεν είναι οι γυναίκες που πηδάω, είναι η γυναίκα που γίνομαι».

Χάρη στον Πωλ, χάρη στην απουσία του, κατάφερε να γίνει λεσβία. «Δεν χρειαζόταν να προσποιούμαι. Ίσως να μην είχα γίνει ποτέ λεσβία αν δεν ήμουν η μητέρα του, ίσως να μην είχα τολμήσει, ίσως να μην είχα καταλάβει ποτέ».

Κάνοντας σεξ με γυναίκες, η Ντεμπρέ βιώνει κάτι σαν αθωότητα, σαν να επιστρέφει στην παιδική της ηλικία, όπου ήδη ήταν η γυναίκα που έγινε, χωρίς την παρεμβολή τής στρέιτ ζωής της, όταν ήταν «ένα εγώ δίχως τον Πωλ». Της αρέσει «το σεξ σκέτο, χωρίς τίποτα που να καθησυχάζει, τίποτα που να υποχρεώνει, χωρίς αγάπη, χωρίς λόγια, χωρίς προηγούμενο, χωρίς συνήθεια».

«Η δικαιοσύνη είναι πορνό, η αγάπη είναι πορνό, η οικογένεια είναι πορνό, μόνο το σεξ δεν είναι ποτέ. Επειδή κατ’ εξαίρεση σωπαίνουμε, επειδή σταματάμε να ξεστομίζουμε ψέματα».

Πυροβολώντας, όπως λέει η ίδια, με καλάσνικοφ την πρότερη ζωή της, η Ντεμπρέ έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με κάθε λογής σεξιστικές προκαταλήψεις. Ωστόσο, παρά την ανήμερη αντισυμβατικότητά της, παραμένει έγκλειστη στο έμφυλο κελί της. Άλλωστε η αίσθηση του εγκλεισμού επανέρχεται στις σελίδες. Ο φεμινισμός της συγγραφέως αντιμάχεται την προοδευτικότητά της, την εγκλείει σε στερεότυπα. Για εκείνη, ως φανατική, όψιμη λεσβία, οι εχθροί είναι πάντα οι άντρες. Συνεχίζει να ζει σε έναν κόσμο όπου η πατριαρχία βυσσοδομεί. Οι εχθροί της είναι πολύ συγκεκριμένοι, ο άντρας της, ο γιος της, ο πατέρας της. Ο Λωράν, «ο παντοδύναμος πατέρας», την υποχρεώνει να είναι «μητέρα με ηλεκτρονικό βραχιόλι», επειδή αποφάνθηκε για την ενοχή της. Ο Λωράν είναι ο διάβολος. Ο γάμος τους ήταν η μοιραία συνάντησή της με το κακό, ήταν η «εμπειρία του κακού». Η Ντεμπρέ συλλογίζεται ότι «[…] ο διάβολος δεν είναι κανένα κατακόκκινο τέρας με τρίαινα, ότι είναι οικείος, ο διάβολος, όσο το δυνατόν πιο οικείος, ένας διάβολος στο ύψος μου, όχι πάντα ισχυρότερος από εμένα, ένας χαμένος τύπος ο διάβολος, ένα αξιολύπητο πλάσμα […]».

Ο Πωλ συντάσσεται με την πατροπαράδοτη εξουσία του φύλου του, ανήμπορος να αντιταχθεί στη βούληση του παντοδύναμου πατέρα. Από το άλλο μέρος, ο δικός της πατέρας αποπνέει δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. «Ακόμα και από την άλλη άκρη του σπιτιού, με μολύνει. Αν έμενα μία ώρα παραπάνω, θα κατέληγα να πιστέψω πως είμαι σαν αυτόν. Ανίκανη να ξεκολλήσω από οτιδήποτε. Θα κατέληγα να πιστέψω στο αίμα, να το δω ως νόμο».

«Αγαπιόμαστε από μακριά. Υπερβολικά κοντά, θα άφηνα εκεί το τομάρι μου. Ίσως ο γιος μου να κάνει το ίδιο. Ίσως να σώζει κι αυτός το τομάρι του».

Ο πατέρας της ζει απομονωμένος στην εξοχή, σε ένα παράσπιτο το οποίο τις ένδοξες μέρες προοριζόταν για τη μαγείρισσα. Είναι ηλικιωμένος και εξαρτημένος από την ηρωίνη, αλλά πεθαίνει πολύ αργά. Σε ένα δωμάτιο εκείνου του σπιτιού υπάρχουν παρατημένα πράγματα και παιχνίδια του Πωλ. «Στην αρχή μού φαίνονταν κάπως σαν τα πράγματα ενός νεκρού, τώρα εντάξει, συνήθισα».

«Ποιος είναι αυτός ο θεόμουρλος κόσμος στον οποίο ζω; Αυτός ο κόσμος όπου η αγάπη μετατρέπεται σε σιωπή χωρίς καν τον θάνατο; Αυτός ο κόσμος όπου αυτό που υπάρχει γίνεται αυτό που δεν υπάρχει πια;»

Σύμφωνα με την Ντεμπρέ, ο πατέρας της και ο Λωράν δεν είναι σωστοί άντρες, επειδή αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τη μεταμόρφωσή της σε λεσβία. Αυτή η δυσπιστία τούς εξομοιώνει, μέσα από το κοινό τους πρίσμα παραμορφώνονται σε ένα ανδρικό μόρφωμα. «Κάτι τους κάνει στο σώμα τους που κοιμάμαι με γυναίκες. Το βλέπω όταν βλέπω τον πατέρα μου. Τότε το σώμα του πατέρα μου είναι το σώμα του Λωράν».

Η Ντεμπρέ αποφασίζει να ζήσει «σαν άντρας, σαν νεαρός, σαν εργένης», για να αρχίσει και εκείνη να κυνηγάει «στα δικά τους εδάφη». Θέλει να δει αν θα τα πάει καλύτερα από τους άντρες. «Πρέπει να τους ενοχλεί που μου σηκώνεται».

«Αναρωτιέμαι πότε πότε αν ο γιος μου θα δυσκολευτεί τόσο να είναι άντρας όσο ο πατέρας του και ο δικός μου».

Όπως τον πατέρα της, τον Πωλ τον αγαπάει από μακριά. Η απουσία του της εμφυσά μια πνοή ελευθερίας, πλασματικής, όμως, καθώς όσο περιμένει την ετυμηγορία της δικαιοσύνης για τα μητρικά της δικαιώματα, αισθάνεται σαν «κατάδικος που μετράει τις μέρες». Βέβαια, από την άλλη, η απουσία του Πωλ την ανακουφίζει, την ξεκουράζει. Αν τον είχε κοντά της, θα έπρεπε να περιορίσει τον ζωτικό της χώρο και χρόνο, θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να έχει ένα σπίτι. Όμως για εκείνη ένα σπίτι είναι φυλακή. «Τι θα έκανα με τον εαυτό μου ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους; Είναι τατουάζ φυλακισμένου, ένας εγκλεισμός, μια βούλα περικυκλωμένη από τέσσερις άλλες βούλες, που δηλώνει τον κατάδικο και το κελί του».

Η Ντεμπρέ ακούγεται συνεπαρμένη από τον εαυτό της. Είναι ενθουσιασμένη με τη νέα της όψη, την καινούργια της δυναμική, τα κότσια της να πει όχι στα πάντα. Σε κάθε περίπτωση, τη βολεύει που δεν έχει τον Πωλ δίπλα της, να τον ταΐζει και να τον πηγαινοφέρνει στο σχολείο.

«Ασφαλώς και με βολεύει. Μ’ αρέσει να είναι ξεκάθαρα τα πράγματα. Δεν θα ήθελα να παρεξηγηθούμε. Με βολεύει γιατί δεν βαρέθηκα να ασχολούμαι με τον εαυτό μου, γιατί είναι η μόνη υπόθεση που με παθιάζει, γιατί μου παίρνει άπειρο χρόνο και δεν έχουμε ποτέ αρκετό χρόνο».

Αναρωτιέμαι πόσο χώρο θέλει πια αυτό το ανοικονόμητο εγώ; Πότε θα προλάβει να βαρεθεί ανάμεσα σε τέσσερις βούλες, αν είναι διαρκώς απασχολημένο; Ενδεχομένως η υπόθεση του εαυτού να διεκπεραιώνεται πιο αποτελεσματικά μόνο έξω στους δρόμους ή σε ξένα σπίτια.

Η αφήγηση της Ντεμπρέ είναι απροκάλυπτα επιθετική και θρασύτατα αλαζονική. Το ύφος της δεν πείθει. Πέρα από απελπισία, υποκρύπτει αμηχανία. Η Ντεμπρέ ψάχνει τις λέξεις που θα αντικρούσουν την αγάπη, την καθεστηκυία αγάπη. Ο εξημμένος ναρκισσισμός της μοιάζει να επιζητά την αντίκρουσή του. Απαυδισμένη με το πολιτικώς ορθό, η Ντεμπρέ μετακινείται στον αντίποδά του. Αναζητά άλλα όρια, πέρα από τα θεσμοθετημένα. Όπως διεισδυτικά παρατηρεί, αυτό που της συμβαίνει είναι πρωτίστως αλλαγή ηθικής στάσης.

«Κάτι άλλο αλλάζει αυτή την περίοδο, είναι η ηθική μου. Προηγουμένως ήθελα να πηγαίνουν όλα καλά, τώρα έχω καταλάβει πως δεν χρωστάμε τίποτα σε κανέναν».

Πολύ βολική αυτή η άποψη, απελευθερωτική σίγουρα, μάλλον ανεφάρμοστη. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν άνθρωπο, που ζει εν κοινωνία, παντελώς αδέσμευτο από την ευθύνη του άλλου. Ειδικότερα, μια μητέρα και ένας πατέρας χρωστάνε ισοβίως στο παιδί τους. Πήραν μια απόφαση για λογαριασμό του. Έχουν ευθύνη. Όχι στη θεωρία, στην πράξη, στη συναλλαγή τής κάθε ημέρας. Και τη μεγαλύτερη ευθύνη την έχει η γυναίκα, η μητέρα, καθώς (μέχρι στιγμής) εκείνη τίκτει. Την επιβαρύνει το χρέος της αδιάληπτης παρουσίας, της φροντίδας, της έγνοιας. Πολύ ενοχλητικό αναμφίβολα, αλλά υποχρεωτικό. Λίγο εξ αμελείας, λίγο ηθελημένα, η Ντεμπρέ αποποιείται αυτή την ευθύνη. Θέλει και αυτή να απολαύσει το (αυθαίρετο) δικαίωμα των αντρών να φεύγουν από τα παιδιά τους.

Η απουσία του Πωλ τής επιτρέπει να γίνει μια συναρπαστική γυναίκα. Έχει ένα υπέροχο σώμα χάρη στο καθημερινό κολύμπι, ντύνεται λιτά, δεν βάφεται, φοράει ανδρικά εσώρουχα, ποτέ σουτιέν, είναι ευρηματική και ολιγαρκής, δεν της χρειάζονται καθόλου τα λεφτά, της αρκούν λιγοστά τετραγωνικά, γράφει ένα άκρως προκλητικό βιβλίο που στο εξώφυλλό του θα μπει η μορφή της ως αναγεννημένης λεσβίας και έχει ένα σωρό κορίτσια που τη θέλουν κολασμένα. Βέβαια, δεν έχει τον Πωλ. Αλλά τι πειράζει;

«Θα χρειαζόταν να ξαναβρώ ένα κανονικό διαμέρισμα, μια κανονική δουλειά, μια κανονική ζωή, δεν θα μπορούσα να ζω όπως ζω, δεν θα μπορούσα να είμαι εγώ αν ήταν εδώ, θα ήμουν αναγκασμένη να γυρίσω πίσω, μου φαίνεται πολύ μακριά, μου φαίνεται αδύνατον. Θα ήθελα να τα παρατήσω, να περάσω σε κάτι άλλο, να τον ξεχάσω».

Οφείλω να ξεκαθαρίσω πως είμαι απόλυτα σύμφωνη με την Ντεμπρέ, όταν μιλάει για το αβάσταχτο βάρος τού να είσαι μητέρα. Διαφωνώ με το ότι τα γράφει αυτά, όντας μητέρα. Είπαμε, άλλο η θεωρία άλλο η πράξη. Η γέννηση ενός παιδιού δεν πρέπει ποτέ να είναι μια υπόθεση που τη σκέφτεσαι εκ των υστέρων.

Ευτυχώς έχουμε πάντα να κάνουμε με βιβλίο και όχι με πραγματικό πρόσωπο. Ίσως η αληθινή Ντεμπρέ να είναι πιο συμπαθητική από την αφηγήτρια Ντεμπρέ. Το βιβλίο της, όμως, παραμένει ερεθιστικό, ανοιχτό τόσο σε ενστάσεις όσο και σε παράφορες επιδοκιμασίες. Σε προκαλεί να συνδιαλλαγείς μαζί του. Δίχως αμφιβολία το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της προβληματικής είναι η διερώτηση για τις αποσιωπημένες στρεβλότητες της αγάπης. Η Ντεμπρέ μιλάει απερίφραστα για τη βία, για την ανύποπτη κακία της αγάπης. Η συλλογιστική της πληγώνει πρώτα απ’ όλα την ίδια. Διότι πέρα από τον κυνισμό, την αλαζονεία και τον ναρκισσισμό, υπάρχει η πίστη σε μια ιδεατή αγάπη. Παραδόξως, η Ντεμπρέ παραμένει δέσμια ενός ακατάλυτου ρομαντισμού. «Ίσως να μην αξίζει και πολλά ο γελοίος ρομαντισμός μου». Μάλλον απότοκος αυτού του γελοίου ρομαντισμού είναι ο γλυκερός τίτλος του βιβλίου, που στάζει ειρωνεία.

«Υπάρχει η αγάπη και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αγάπη που δεν χρειάζεται καν αγάπη ως αντάλλαγμα, η αγάπη που δεν ζητάει τίποτα, η αγάπη που ξέρει τι είναι και που δεν αμφιβάλλει ποτέ, η αγάπη που ξέρει ότι ο πόνος δεν είναι τίποτα, ότι δεν την αφορά, ότι είναι ανενεργός, ότι η βία δεν αφορά παρά μόνο εκείνον που την ασκεί. Ο γιος μου τα γνωρίζει όλα αυτά πολύ καλά».

Όταν η Ντεμπρέ ονομάζει τον γιο της Πωλ, φαντάζεται πως ο Πωλ θα γίνει ένας άντρας άξιος να αγαπηθεί. «Έτσι το διάλεξα, έχοντας στο μυαλό μου την αγάπη, για εκείνον, αργότερα». Αλλά και για έναν άλλο, απώτερο στόχο. «Ένα όνομα για να τον αγαπούν άλλοι, για να φύγει κάποτε». Ελπίζει η αγάπη των άλλων για τον Πωλ να την απαλλάξει από το χρέος της αγάπης για τον γιο της. Ελπίζει ο Πωλ να γίνει ένας άντρας ικανός να την εγκαταλείψει.

«Έχει το επώνυμο του πατέρα του, αλλά το όνομα το αποφάσισα εγώ. Είναι κάτι που δεν υπάρχει στις άλλες αγάπες, το να επιλέγεις το όνομα του πλάσματος που αγαπάς».

Η Ντεμπρέ δεν κρύβει τη χαρά της, όταν ο γιος της, στις σπάνιες συναντήσεις τους, δίπλα στο πατρικό επώνυμο προσθέτει το δικό της επίθετο. Σε ένα σημείωμα, σε μια κουβέντα. Τον λατρεύει, όταν ο Πωλ αναγνωρίζει το «Ντεμπρέ» και σαν δικό του όνομα. Δυσκολεύεται να απαρνηθεί αυτή τη χαρά.

Προσπαθεί να μην χαμογελάει πάρα πολύ, όταν μαζί με τον Πωλ περνούν ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι του πατέρα της. Εκεί ξαναβρίσκει σπαράγματα της παλιάς της ζωής, όλα όσα είχε εγκαταλείψει, όλα όσα είχε χάσει, «κάθε τι ανεπανόρθωτο». Τα ξανακοιτάζει με τρυφερότητα· «σαν να ήταν όλα φυσιολογικά, προσπαθώ να μη χαμογελάω πάρα πολύ». Κάποιες στιγμές σκέφτεται «ότι πρέπει να συνεχίζει κανείς να έχει μια φυσιολογική ζωή».

«Η ζωή με όλες τις ανέσεις και τα γεμάτα ψυγεία με κάνουν να θέλω να πεθάνω». Η αριστοκρατικής καταγωγής Ντεμπρέ αποφασίζει να ζήσει σαν νομάδας στο Παρίσι, δίχως καν να διασχίσει τον περιφερειακό. Το 6ο διαμέρισμα έχει πλέον μετατραπεί σε απαγορευμένη ζώνη. Η αριστερή όχθη αντικαθίσταται από τη δεξιά. Περιπλανιέται από σπίτι σε σπίτι. Όλα τα κορίτσια τής δίνουν τα κλειδιά τους. Τη μόνη ιδιοκτησία που δεν αποποιείται είναι εκείνη του σώματός της. Η εντατική του διαχείριση τη βοηθάει να μην της στρίψει, φοβάται πως διολισθαίνει προς την τρέλα. Ξέρει «πόσο γρήγορα πέφτει κανείς». Το σώμα της είναι ο μόνος χώρος, την απόλυτη κυριότητα του οποίου διεκδικεί. «Ο κόσμος μετατρέπεται σε ένα σώμα δίχως λίπος. Συρρικνώνομαι, συγκεντρώνομαι. Χρειάζονται όρια για να μη χαθείς μέσα στο χάος».

«Εκπαιδεύομαι για να γίνω άφθαρτη, χρειάζομαι να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι».

«Κάθε μέρα με σώζω. Φυσικά, χρειάζεται να ξαναρχίσω την επομένη».

Αν είχε τον Πωλ κοντά της, θα ένιωθε εκδιωγμένη από το σώμα της. Ο Πωλ θα την υποχρέωνε να υποδυθεί μια πλαστή ταυτότητα. «Μ’ αυτόν, εκεί πέρα, είμαι εκτός εδάφους, σε ένα χάρτινο σκηνικό, σαν να μην είχα ζωή. Είναι αποκομμένος απ’ όλο μου τον κόσμο, απ’ όλα όσα είμαι, απ’ όλα όσα κάνω».

Την απόφασή της να αποποιηθεί τόσο την επιμέλεια όσο και τη συνεπιμέλεια του Πωλ, η Ντεμπρέ την αισθάνεται σαν τη λήξη ενός πένθους. Πενθούσε τον Πωλ μέχρι που συνειδητοποίησε πως είχε τη δύναμη να τον αποχωριστεί. Υπέφερε παράξενα, κάπως τρελά, μανιακά, μέχρι που έπαψε να νιώθει στεναχώρια.

«Κατάλαβα πως η θλίψη τελείωσε. Όχι η στεναχώρια που σε πιάνει πότε πότε, φυσικά, αλλά η θλίψη που κατατρώει τα πάντα, ναι. Σκέφτηκα πως είχα ολοκληρώσει το πένθος μου για τον γιο μου. Είπα, Αυτό είναι, ολοκλήρωσα το πένθος».

Ο εμβριθώς πενθημένος Πωλ θα παραμείνει στη ζωή της σαν αόριστη παρουσία, μόλις ορατή, ελάχιστα απτή. Ίσως τελικά κάποτε κατάφερνε να γίνει ο άντρας που θα την εγκατέλειπε. Η Ντεμπρέ ευελπιστεί να αποδειχθεί αμφίδρομη αυτή η δύναμη της εγκατάλειψης. «Κάποιες φορές πρέπει να ξεφορτώνεσαι τον άλλο. Να ξέρεις ότι μπορείς».

«Ίσως με αυτή την ιστορία να καταφέρουμε να μισούμε λιγότερο ο ένας τον άλλο, εσύ κι εγώ. Ίσως να είναι ένα άγχος λιγότερο αυτός ο τσακωμός που ήδη συνέβη. Ίσως να αγαπήσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο».

Δύσκολη υπόθεση η αγάπη. Αγαλλίαση και βαρβαρότητα, χάδι και βαναυσότητα. Απίστευτος πόνος, λίγη παρηγοριά. Η μητρική αγάπη, ακόμα χειρότερα. Δεν γίνεται να ξεμπερδέψεις εύκολα μαζί της. Η Ντεμπρέ το κατανοεί απόλυτα και για αυτό γράφει ένα βιβλίο που μοιάζει με ενδοστρεφές μανιφέστο. Ένα μανιφέστο γεμάτο παλινωδίες. Άφθαρτη και ευάλωτη, αλαζονική και τρυφερή, κυνική και σπαρακτική, η Ντεμπρέ δοκιμάζει στις σελίδες όψεις τής έμφυλης ταυτότητάς της. Ψάχνει απαντήσεις σε μία και μοναδική ερώτηση: Ποιος είναι εγώ; Με λόγο πνευματώδη, διάστικτο από αιχμές, η Κονστάνς Ντεμπρέ αναστοχάζεται την υφέρπουσα κακότητα της αγάπης, εφορμώντας με την πολυσχιδή της διάνοια ενάντια σε έναν ανίκητο, και εν πολλοίς ακατανόητο, διάδικο. Το βιβλίο της δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά είναι πολύ καλή λογοτεχνία.

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular