Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 Οι αθέατοι, Alain Damasio, Εκδόσεις Πόλις

«Εμείς είμαστε η παγίδα, γατάκι μου. Αργά ή γρήγορα, θα παγιδευτείς στην αγάπη σου για εμάς. Φύγε από κοντά μας όταν νιώσεις τα πόδια σου να κολλούν στην ξόβεργα. Απλώσου, άνοιξε τα φτερά σου».

Σε μια δυστοπική ανθρωπότητα, είκοσι χρόνια μακριά από μας, ο κόσμος είναι ένας άλλος κόσμος. Επικρατεί η αρχή της ολιστικής επιτήρησης. Τα πάντα είναι ορατά, ελεγχόμενα και επιτηρούμενα. Σε απόλυτη άνασσα της πόλης έχει ανακηρυχθεί η τεχνολογία. Χάρη στα απίστευτα μηχανήματά της ανακάλυψε κάποια στιγμή πως οι άνθρωποι δεν κατοικούν μόνοι τους τον τεχνητό τους κόσμο. Υπάρχουν και οι αθέατοι, πλάσματα αόρατα, που ροκανίζουν την πραγματικότητα και διαπερνούν τα δίκτυα, κρυμμένα σε άφθαστες οπτικές γωνίες. Διάφανα και αεικίνητα, διαρκώς μεταμορφούμενα, αυτά τα αδόκητα έμβια όντα πριονίζουν την πιο σκληρή, την πιο ανθεκτική επιφάνεια του εγκεφάλου, την υπεροψία της διάνοιας. Ακόμα και ένα φευγαλέο βλέμμα, μπορεί να σκοτώσει έναν αθέατο. Γι’ αυτό προτιμούν να αυτοκτονήσουν παρά να εκτεθούν στην όραση και την αδιακρισία της. Αυτοκτονούν για να προστατεύσουν το είδος τους. Η αυτοκτονία τούς απολιθώνει, έτσι κεραμοποιούνται, αφήνοντας σαν έσχατο ίχνος υπέροχα γλυπτά και κρυπτικές γλυφές. Το οργανικό αποσύρεται στην ύλη.

«Αναζήτησε μέσα σου το σημείο της μέγιστης δεκτικότητας, στο οποίο θα αισθανθείς την κίνηση του αθέατου».

«Προσπάθησε να φτάσεις στην απλή παρ-ουσία αυτού που συμβαίνει, αυτού που παρ-έρχεται, ρέει και αλλάζει. Αδιάκοπα. Εκεί ζει ο αθέατος. Εκεί θα τον συναντήσεις».

«Επειδή το διαφορετικό συνθλίβει μέσα μας την αίσθηση του οικείου, αποδομεί τις βεβαιότητές μας και γι’ αυτό ακριβώς μας βγάζει απ’ τον εγωκεντρισμό μας, μας ωθεί στο ανεξερεύνητο».

Η εφιαλτική πολιτεία του μυθιστορήματος είναι μια κοινωνία απόλυτης επιτήρησης και ψηφιακής ανίχνευσης, όπου «τα πάντα ελέγχονται μέχρι αηδίας». Στους δρόμους της κυκλοφορούν υπερβολικά εξατομικευμένα «εγώ», άνθρωποι-προϊόντα μιας ανώτατης τεχνητής νοημοσύνης. Η κοινωνία διαμελίζεται σε αρραγείς ατομικότητες, ρυθμισμένες από αλγορίθμους. Ο κάθε πολίτης δεν αντιπροσωπεύει παρά έναν νου που πρέπει να αιχμαλωτιστεί και ένα σώμα, οι παραμικρές κινήσεις του οποίου πρέπει να παρακολουθούνται αδιαλείπτως, προκειμένου να συλλεχθούν τα απαραίτητα δεδομένα που θα θέσουν σε λειτουργία τον μηχανισμό του μάρκετινγκ. «Η καλύτερη τεχνολογία είναι η αόρατη τεχνολογία». Και οι περισσότεροι πολίτες αποδέχονται τέτοιου είδους επιτήρηση, καθώς τους καθησυχάζει η αυταπάτη πως περιφρουρούνται από έναν καλοσυνάτο κόσμο που τους προσέχει, όταν σχεδόν κανένας δεν το κάνει πια αυτό. «Έναν κόσμο που φροντίζει το αγχωμένο πνεύμα και το εξίσου αγχωμένο κορμί μας, που μας προστατεύει και μας περιποιείται, που μας βοηθάει και διορθώνει τα λάθη μας, που φιλτράρει το περιβάλλον και τους κινδύνους που κρύβει. Έναν κόσμο που πασχίζει να δημιουργήσει ένα τεχνολογικό καβούκι για την ευεξία μας. Αυτό μας παρέχει η περιρρέουσα νοημοσύνη. Μας ακούει και μας απαντάει. Τυλίγει αυτό το κουκούλι γύρω από τις μοναξιές μας. Το γεμίζει με τρέντι αντικείμενα και κουλ διεπαφές. Φυσικά, επωφελείται για να κατασκοπεύει ακόμα και μες στο σώβρακό μας και να μας χειραγωγεί ως το μεδούλι! Τουλάχιστον, όμως, ασχολείται μαζί μας».

Μέσα σε αυτό τον τεχνολογικό κλοιό, οι αθέατοι ενσαρκώνουν ένα όνειρο φυγής, την ακαταμάχητη επιθυμία μιας ανόθευτης ελευθερίας, μιας αόρατης παρουσίας «στην καρδιά του πανοπτικού». Αποτελούν την πιο αναρχική φαντασίωση του συλλογικού φαντασιακού. Γι’ αυτό οι διάφορες συλλογικότητες που οργανώνουν ακτιβιστικές δράσεις σε κατειλημμένες περιοχές της πολιτείας, αναγνωρίζουν μια προφανή συνάφεια «ανάμεσα στους αθέατους και μια κάποια στάση ζωής που χαρακτηρίζεται από τάσεις φυγής, ελευθερία, άρνηση του ελέγχου».

Στην Οράνζ, μια πόλη της Γαλλίας, υπερ-τεχνολογική, επίνοια της πλέον εξελιγμένης τεχνητής νοημοσύνης, λειτουργεί στο πλαίσιο του στρατιωτικού σώματος, ένα τμήμα που ονομάζεται «Σκόπελο» (Σώμα Καταδιωκτικών Ομάδων Παρατήρησης & Έρευνας Λαθρο/Οργανισμών). Εκεί εργάζεται ο Λόρκα Βαρέζ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ως κυνηγός αθέατων. Στο Σκόπελο μαθαίνει ότι το κυνήγι είναι «μια τέχνη του θυμικού». «Ότι η καταδίωξη ενός αθέατου σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, να εισέρχεσαι στο Ανοιχτό». Οι επίδοξοι Κυνηγοί, προκειμένου να προετοιμαστούν για την αναμέτρησή τους με τα παράδοξα θηράματά τους, όφειλαν να καταβυθιστούν «σε ένα αβέβαιο και χαοτικό περιβάλλον, σε έναν μεταμορφικό κόσμο χωρίς ρουτίνα, διόλου στατικό ή αμετάκλητα αμετάβλητο». Όμως, ο Λόρκα απελπιζόταν όταν έβλεπε γύρω του τα απολιθωμένα τρόπαια αυτού του τόσο επισταμένου κυνηγιού. Οι νεκροί αθέατοι στις προθήκες του Σκόπελου, ήταν «μαρμαρωμένα κυνηγετικά τρόπαια που μας χλεύαζαν από τις εσοχές των τοίχων» και «εκτίνασσαν στο διάστημα και στο διηνεκές την ύστατη κίνησή τους».

Η ειδίκευση του Λόρκα στην καταδίωξη αθέατων είναι ο τρόπος του να συντηρεί μέσα του την ελπίδα πως θα ξανασυναντηθεί με την κόρη του. Μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, η τετράχρονη Τίσκα εγκατέλειψε τους γονείς της, αφήνοντας εν είδει διαθήκης τρία στοιχεία (Τά?) και ένα σχέδιο με τρεις εφαπτόμενους κύκλους, χαραγμένα στον τοίχο του δωματίου της. Σε αντίθεση με τη γυναίκα του, την Σαχάρ, η οποία συντρίβεται από το πένθος, ο Λόρκα πιστεύει πως η Τίσκα παραμένει στον κόσμο των ζωντανών, μεταμορφωμένη σε αθέατο. Πίστευε ολόψυχα πως μετά από δύο χρόνια ανεξήγητης απουσίας, δεν ήταν παρά ένα εξάχρονο κοριτσάκι που του άρεσε το κρυφτό.

Είναι συνταρακτική η σκηνή της συνάντησης του Λόρκα και της Σαχάρ έπειτα από εννέα μήνες χωρισμού. Μια γέννα, θαρρείς, προοικονομείται. Η αναγέννηση της πίστης. Η γέννηση της ελπίδας, αλλά και της Τίσκα. Η Σαχάρ πηγαίνει στο ραντεβού αποφασισμένη να αντικρούσει τους παραλογισμούς του Λόρκα. Ο ψυχίατρός της προσπαθεί να την αποθαρρύνει. Με τη συνδρομή του, η Σαχάρ πείθεται πως η οδύνη έσπρωξε τον σύζυγό της στην παράνοια, πως αρνείται το πένθος, την απώλεια. Στην πραγματικότητα η Σαχάρ φοβάται τον Λόρκα, φοβάται την αβίαστη ευκολία του να ξεκλειδώνει μέσα της με ένα πλεόνασμα αγάπης «κάτι θαμμένο βαθιά, πολύ βαθιά… σφραγισμένο μέσα σε μια τσιμεντένια ψυχαναλυτική σαρκοφάγο – κάτι που ξεσπάει βίαια και με τρυπά».

«Φοβάμαι τη φωνή του. Φοβάμαι την αγάπη του. Φοβάμαι ότι οι κινήσεις του θα έχουν κάτι το αφοπλιστικό, κάτι τόσο δικό του. Φοβάμαι διότι, μετά την εξαφάνισή της, αυτό που βλέπω μέσα του είναι η Τίσκα -η Τίσκα πάντα και αιωνίως- και γι’ αυτό ακριβώς, επειδή δεν μπορούσα να το αποτρέψω, να αναιρέσω την κληρονομική ομοιότητα, να αγνοήσω την παρουσία της, την παρουσία της κόρης μας, που καίει μέσα του – γι’ αυτό άφησα τον Λόρκα. Μόνο γι’ αυτό, όχι για άλλο λόγο».

Όταν ο Λόρκα τής πιάνει το χέρι, εκείνη το νιώθει ζεστό, «ενώ το δικό μου είναι μια πληγή, που ανοίγει ξανά απ’ άκρη σ’ άκρη, καθώς σκίζονται τα ράμματά της…». Και τότε ωρύεται: «ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ!»

Με όσο ορθολογισμό δεν της υφαρπάζει η συγκίνηση, η Σαχάρ παλεύει να εξηγήσει στον Λόρκα πως μες στην απελπισία του αρπάχτηκε από ένα παραμύθι. Πίστεψε τα μυθεύματα του στρατού, που με τη σειρά του συντηρούσε «τον αστικό μύθο ότι υπάρχουν αυτά τα υποτιθέμενα όντα που είναι τελείως ελεύθερα, ικανά να ξεφεύγουν από τον υπερβολικά επιτηρούμενο κόσμο μας». Με την κατάταξή του στον στρατό οι παραληρηματικές του θεωρίες θέριεψαν. Η μονάδα των κυνηγών τού επιβεβαίωνε «αυτό που μέχρι τώρα ήταν μονάχα παραίσθηση, μια εξωπραγματική ανακατασκευή της πραγματικότητας». Ο στρατός υπέθαλπε μια συλλογική φαντασίωση, τη φαντασίωση της αορατότητας, τη δυνατότητα της διαφυγής, της απόδρασης από τα συστήματα ελέγχου. «Αυτή την παρόρμηση καπηλεύεται ο στρατός. Είναι αισχρό, επειδή την εκμεταλλεύεται για να μας πείσει ότι αυτή η απολύτως φανταστική απειλή είναι υπαρκτή και να τελειοποιήσει ακόμη περισσότερο τις τεχνικές ανίχνευσης και επιτήρησης που διαθέτει. Πώς μπόρεσες να πέσεις κι εσύ σ’ αυτή τη χοντροκομμένη παγίδα;»

«Ο στρατός δεν κατάφερε παρά να επιδεινώσει την ψύχωσή σου, να την παγιώσει, κι αυτό είναι τραγικό και για εσένα και για εμάς. Επινόησες μια εντελώς ανύπαρκτη σχέση ανάμεσα στους αθέατους και την κόρη σου, η οποία σε κάνει να αισθάνεσαι ότι αν αποδειχθεί πως οι αθέατοι υπάρχουν στ’ αλήθεια, θα αποδειχθεί αυτομάτως ότι η Τίσκα ζει. Αυτό, όμως, είναι εντελώς αυθαίρετο. Δεν το καταλαβαίνεις; Είναι δυο διαφορετικά γεγονότα, δυο διαφορετικά φαινόμενα, δυο διαφορετικοί κόσμοι. Μόνο εσύ κάνεις αυτό τον συσχετισμό. Για να γλιτώσεις από την κατάθλιψη, την κατάρρευση. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Πες μου ότι με καταλαβαίνεις, Λόρκα. Πες το μου, σε ικετεύω».

Για να αποσπάσει τον Λόρκα από την τρέλα, η Σαχάρ αποτολμά να του παρουσιάσει την Τίσκα νεκρή. Όσο και αν εκείνος ήλπιζε πως η κόρη τους είχε επιζήσει με κάποιον τρόπο της εξαφάνισής της, ίσως σε κάποια άλλη έμβια μορφή, εκείνη ήταν σίγουρη πως η Τίσκα είχε πεθάνει και πως ποτέ δεν θα ξαναγυρνούσε κοντά τους. Η πίστη τού Λόρκα στην επιστροφή της, ανήκε στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, απηχούσε την προαιώνια προσδοκία των ανθρώπων να ξανανταμώσουν με τους νεκρούς που αγάπησαν. Οι νεκροί θα επέστρεφαν, «αρκεί να το θέλαμε στ’ αλήθεια…». Δυστυχώς, η δική της «ονειρομηχανή» είχε χαλάσει.

«Από αυτήν ακριβώς την τάση πηγάζει ολόκληρη η φανταστική λογοτεχνία, ξέρεις. Είναι έμφυτο. Η Τίσκα το είχε αυτό το χάρισμα, αυτή τη μαγική σκέψη. Όπως όλα τα παιδιά. Το έχεις κι εσύ μέσα σου, Λόρκα, άθικτο και νοσηρό, επειδή αρνείσαι το κενό. Ο θάνατος είναι μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο. Πρόσωπο με πρόσωπο με μια απουσία».

Ο Λόρκα, από την πλευρά του, αναγνωρίζει πως είναι πολύ σκληρό να ελπίζεις, ίσως σκληρότερο από το να πενθείς, αλλά αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από τη μαγική του σκέψη. Αγωνιά να εφορμήσει στο βασίλειο των αθέατων για να φέρει την Τίσκα πίσω. Διδαγμένος από τον Ορφέα που δεν άντεξε να μην κοιτάξει την Ευρυδίκη του και την έχασε για πάντα, εκείνος θα απέστρεφε το βλέμμα, για να μην την ξανασπρώξει στο έρεβος. Για εκείνον υπήρχε μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην αταλάντευτη διαίσθηση και την τρέλα. Σε κάθε περίπτωση, ήταν πεπεισμένος πως η Τίσκα ζούσε. «Είμαι βέβαιος ότι δεν είναι νεκρή. Αν είχε πεθάνει θα το είχα αισθανθεί. Είναι εντελώς παράλογο. Δεν στηρίζεται σε κάτι… δεν έχω καμία απόδειξη… Το νιώθω, αυτό είν’ όλο». Στην εξαφάνιση της Τίσκα δεν χωρούσε λογική εξήγηση. «Κι έτσι, για να επινοήσει κανείς μια εξήγηση, πρέπει να τολμήσεις να φτάσεις ως τα πρόθυρα της τρέλας».

Η ίδια η Τίσκα τού είχε αφηγηθεί τη συνέχεια της ιστορίας της, το βράδυ πριν από την εξαφάνισή της, δύο χρόνια πριν. Του είχε πει πως στο δωμάτιό της ζούσε ένα «κρυφτούλι» που ανακάτευε τα παιχνίδια της και του άρεσε να κρύβεται. Του μιλούσε μέσα στο σκοτάδι και το παιχνίδι μαζί του ήταν υπέροχο. Ήθελε να φύγει μαζί του και ο Λόρκα είχε ενθαρρύνει τη φυγή της. Η Σαχάρ μπορούσε να καταλάβει αυτή την παράλογη οδύνη, αυτή την ανυπόστατη ενοχή. «Το γεγονός ότι εκείνος εξώθησε την Τίσκα να φύγει. Μαζί με τον αθέατο».

Η Σαχάρ εγκατέλειψε τον Λόρκα, έπειτα από την εκμυστήρευση μιας νυχτερινής εμπειρίας που τον είχε συνταράξει. Ήταν το άκρον άωτον της οδύνης. Ο Λόρκα της είπε ότι κοιμόταν, όταν μια καταλυτική, κεραυνοβόλα διαίσθηση τον σήκωσε από το κρεβάτι και τον έκανε να χάσει τον ύπνο του για πάντα. Ήταν μια φωνή. Ήταν η Τίσκα που του έλεγε: «Έλα να με βρεις».

«Ήταν η Τίσκα. Μπήκε στο δωμάτιο, στάθηκε στην άκρη του ονείρου μου και με ξύπνησε. Η Σαχάρ δεν με πίστεψε ποτέ. Γι’ αυτό χωρίσαμε. Γι’ αυτό που συνέβη εκείνο το βράδυ. Εξαιτίας αυτής της παρουσίας που ξεπρόβαλε ξαφνικά μέσα στη νύχτα. Επειδή για μένα ήταν απτή κι αληθινή. Απόλυτα αληθινή. Εκείνη, όμως, δεν θέλησε να πιστέψει. Ποτέ. Έξι μέρες αργότερα, η σχέση μας τινάχτηκε στον αέρα. Μια εβδομάδα αργότερα, δεν ήμασταν πια ζευγάρι».

Ο Αλαίν Νταμαζιό (Λυών, 1969) γράφει ένα συγκλονιστικό βιβλίο για το πένθος. Ωστόσο, παράλληλα με την οδύνη του αποχωρισμού αγαπημένων προσώπων, γράφει για τον κίνδυνο της απώλειας ζωτικών πτυχών της ύπαρξης, όπως η δεκτικότητα, η συμπόνια, η φιλοξενία και η αποδοχή, η καλοσύνη. Ο κόσμος της μυθοπλασίας παρουσιάζεται εντελώς διαβρωμένος από έναν τεχνοκρατικό κυνισμό, καθ’ ολοκληρίαν σαρωμένος από ευφυή γκάτζετ, που προβάλλουν αδιάκοπα στους αμφιβληστροειδείς ένα αδιαμφισβήτητο μοντέλο ευδαιμονίας και ευζωίας. Ακατάπαυστα διαφημιστικά μηνύματα κατακλύζουν την πόλη, υπενθυμίζοντας στους πολίτες πως κάπου αγρυπνά ένα υπέρ-ον, που τους ακούει. «Μια Αβρή Νοημοσύνη, που φωλιάζει σαν αράχνη πλασμένη από φως στο βάθος μιας βάσης δεδομένων, τους σκέφτεται, με αγάπη, κάθε στιγμή».

«Όλα είναι ζήτημα εικόνας στην πόλη σας. Επειδή σας αρέσει να σας προσέχουν!»

Ο Λόρκα ήταν κοινωνιολόγος, ενώ η Σαχάρ είχε σπουδάσει φιλολογία και εργαζόταν ως περιπλανητική καθηγήτρια σε υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης. Και οι δύο εμφορούνταν από μια παρόμοια αντίληψη του κόσμου. Ήταν και οι δύο παρόντες στους ίδιους πολιτικούς αγώνες για την ανάκτηση της πόλης τους από την τεχνολογία. Η εξαφάνιση της Τίσκα φανέρωσε ένα ανύποπτο χάσμα ανάμεσά τους. Ο Λόρκα έκλεινε προς τη μαγική σκέψη, ενώ η Σαχάρ προτιμούσε σαφώς την επιστημονική. Στο σημείο αυτό ο Νταμαζιό εισάγει στη μυθοπλασία τη διαπάλη ανάμεσα στη μεταφυσική και τον πραγματισμό. Οι αθέατοι ήταν το υποκατάστατο του Θεού στον αποχριστιανισμένο δυτικό κόσμο. Η Σαχάρ κατηγορεί τον Λόρκα πως κυριαρχούνταν «από μια φαντασίωση αναπλήρωσης», τη στιγμή που κάθε μυστικισμός αποδείχθηκε έωλος. Είχε προσευχηθεί «σε όλες τις δυνάμεις της φύσης και της θρησκείας», είχε καλέσει την Τίσκα με όλη τη δύναμη του μυαλού της, «μ’ όλη τη λύσσα του μύχιου μυστικισμού» της, αλλά εκείνη δεν γύρισε. Παρ’ όλα αυτά, ο Λόρκα πίστευε, προσδοκούσε την επαναμάγευση του κόσμου. Προσδοκούσε «ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».

«Όταν πιστεύεις σε κάτι, Σαχάρ, το κάνεις να υπάρχει. Αν πιστεύεις στον Θεό, κάνεις τον Θεό να υπάρχει – ο Θεός δεν υπάρχει, όμως παραμένει εκεί, όρθιος, ευάλωτος, τον συντηρούν αμέτρητες σκέψεις, λεπτές σαν κλωστές, όλες οι απειροελάχιστες πράξεις με τις οποίες εκατομμύρια άνθρωποι ομολογούν την πίστη τους σ’ αυτόν. Έτσι κρατώ την Τίσκα, τη συγκρατώ στη μεριά της ζωής μόνο με τη σκέψη μου, καθώς τη σκέφτομαι μ’ όλη μου τη δύναμη, όλη την ώρα. Η Τίσκα έχει ανάγκη να το πιστέψω, για να συνεχίσει να υπάρχει».

Ο Λόρκα είχε αναζητήσει την Τίσκα ακόμη και στην ανατολίτικη πνευματικότητα. Ως κοινωνιολόγος είχε συνδράμει στην ίδρυση μιας μπαλινέζικης παραποτάμιας κοινότητας στις όχθες του Ροδανού. Δύο χρόνια μετά από την εξαφάνιση της Τίσκα επιστρέφει εκεί για να αισθανθεί την παρουσία της μες στη μυσταγωγική έξαψη των τελετουργιών. Ο Λόρκα πηγαίνει στο γαλλικό Μπαλί για να εναποθέσει την υπέρτατη, υπερβατική προσδοκία του στις «εξαίσιες, ανήσυχες θεότητες» των Μπαλινέζων. Σε αυτή τη νησίδα με την «άθικτη πνευματικότητα», έθαλλε «μια χούφτα άτομα που προσεύχονταν για ένα θαύμα».

Τον Λόρκα τον σαγήνευε η μπαλινέζικη κουλτούρα, «η πνευματική ομορφιά της καθημερινής προσφοράς, αυτής της ανιδιοτελούς πράξης που δεν έχει καμία θέση στις καπιταλιστικές κοινωνίες μας». Μέσα από τις καθημερινές ιεροτελεστίες τους, με κάθε λογής δωρεές στους θεούς, διέχεαν το πνεύμα της προσφοράς. «Η προσφορά δεν είχε καμία πρακτική χρησιμότητα, αλλά αναστάτωνε τα πάντα με το πνεύμα της».

«Ήταν ένα άνοιγμα, ένα παράθυρο σ’ ένα διαφορετικό σύμπαν, κι οι Μπαλινέζοι ενστάλαζαν στους υπόλοιπους την απόλαυση του να δίνεις χαρά στους Θεούς, κατευνάζοντας τους δικούς τους δαίμονες – εμείς οι Ευρωπαίοι ανακτούσαμε μια χαμένη σχέση με τον έξω κόσμο».

Σε εκείνη την κοινότητα ο Λόρκα ξανάβρισκε τη σημασία του ιερού, ενόσω επανεπιβεβαίωνε την αξία της καλοσύνης και της δεκτικότητας. Συχνά συλλογιζόταν πως «πολλοί Δυτικοί, φορτωμένοι με τα βαρίδια του ιουδαιοχριστιανισμού μας», θα εκλάμβαναν τις μπαλινέζικες τελετουργίες σαν εξιλεωτικές πράξεις, σαν εκκλήσεις συγχώρεσης και άφεσης αμαρτιών, υπαγορευμένες από τον φόβο της τιμωρίας. Ωστόσο, ο Λόρκα αντιλαμβανόταν πως το βαθύτερο νόημα της τελετουργίας ήταν η έκφραση ευγνωμοσύνης απέναντι στον πλούτο της ζωής, «τη δύναμη του ήλιου, τη γονιμότητα του νερού, το αργό βλάστημα των δέντρων και του ρυζιού, τους κύκλους του φεγγαριού, τον μιστράλ που κάνει τις λεύκες να θροΐζουν. Η συμμετοχή στη λατρεία δεν ήταν υποχρέωση, αλλά τιμή. Δεν ήταν ρουτίνα, αλλά συνειδητή έκφραση σεβασμού».

Αν, όπως υπέθετε ο Λόρκα, η Τίσκα είχε υβριδοποιηθεί, μεταλλάσσοντας την ανθρώπινη μορφή της για να συγχωνευτεί με έναν αθέατο, μόνο σε εκείνο το μέρος θα μπορούσε να είχε καταφύγει. Διότι εκεί οι άνθρωποι ανέπτυσσαν με τη φύση, με τα ορατά και αόρατα σημεία της, μυστικιστικούς δεσμούς, σύμφυτους με την ύπαρξή τους, «σαν ρίζωμα στα πόδια μας ή σαν κλαδιά που θέριεψαν στις άκρες των δαχτύλων μας κι απλώθηκαν προς… προς… τι; Τα ζώα και τα φυτά; Το οργωμένο χώμα; Το ποτάμι; Ή ακόμα πιο πέρα; Προς το σύμπαν;»

«Όπως και να ’χει, όλα αυτά ξεπερνούσαν τα όρια του αποκλειστικά-ανθρώπινου, του υπερβολικά-ανθρώπινου, της οξείας ανθρωπίτιδας που διαβρώνει τα οστά και τα ιγμόριά μας, που μας κάνει τόσο κλειστούς και μαγκωμένους».

Μέσα από έναν βωμό γεμάτο μυχούς σε έναν μπαλινέζικο ναό, κρυμμένο στις πτυχώσεις του σκοταδιού, ο Λόρκα άκουσε τη φωνή της Τίσκα.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την άκουγε μετά την εξαφάνισή της. Η Τίσκα τού είχε μιλήσει απρόσμενα σε μια εξόρμηση με την αγέλη του. Η παιδική της φωνή αντηχούσε μέσα σε ένα παράξενο κουκλόσπιτο, ένα καλλιτεχνικό έκθεμα στο πολιτιστικό κέντρο της Οράνζ. Ο Αγκουέρο, ένας εύθυμος Αργεντίνος, εξέχων κυνηγός του Σκόπελου, πίστευε πως το θήραμα διαλέγει τον κυνηγό. Σε εκείνο το κουκλόσπιτο η Τίσκα είχε πάει να συναντήσει τον πατέρα της.

Η Σάσκια, η ηχητική ιχνηλάτρια της ομάδας, είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο του μυθιστορήματος, στον βαθμό που μόνον εκείνη αφουγκράζεται σε όλη της τη συνθετότητα τη γλώσσα των αθέατων. Η χαρισματική της ακοή φανέρωνε τη δεκτικότητά της, την προθυμία της να αφήνει τον κόσμο των άλλων να διεισδύει στον δικό της. Ο Νταμαζιό δεν θα μπορούσε να επινοήσει πιο καταλυτικό για τη μυθοπλασία χαρακτήρα, στον βαθμό που το βασικό εύρημα του βιβλίου είναι μια καινοφανής γραφή, συμβατή με τις ιδιοτυπίες των αθέατων. Κάθε μυθοπλαστικός χαρακτήρας ακολουθείται στον λόγο του από διαφορετικές συστοιχίες σημείων στίξεως, σαν μικροσκοπικά αραβουργήματα πάνω και πλάι στις λέξεις. Μολονότι αυτά τα στοιχεία δεν διαταράσσουν την εκδίπλωση της αφήγησης (αν και κάποιες στιγμές η γραφή αλλοφρονεί και παρεκτρέπεται γραμματικά και συντακτικά), δημιουργούν μια έντονη οπτική εντύπωση, σαν να διαβάζουμε παρτιτούρα. Άλλωστε η μουσική είναι το δεσπόζον μοτίβο της μυθοπλασίας. Ο Νταμαζιό παρουσιάζει το βιβλίο του σαν ένα μουσικό κρυπτογράφημα, ένα χειρόγραφο το οποίο διαπνέει ένας ανήκουστος ρυθμός, ένα ανεπαίσθητο θρόισμα, ένα υπερηχητικό ρίγος. Μεταμορφωμένη από τα αλλόκοτα στολίδια της, η γραφή παραπέμπει διαρκώς σε ένα αλλόκοσμο άκουσμα, παιγμένο σε μια φαντασιακή συχνότητα.

Αυτό το άκουσμα διερευνά η Σάσκια, η οποία θεωρεί πως οι αθέατοι ενοικούν σε μια ηχητική επικράτεια. Το «ηχητικό πεδίο είναι ο κόσμος στον οποίο βρίσκονται στο στοιχείο τους. Είναι ο κόσμος στον οποίο επέλεξαν να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν, να παίξουν. Εκεί ζουν, προστατευμένοι στις νεκρές γωνίες. Εκεί μπορούμε να πάμε να τους αναζητήσουμε. Να πάμε να ανοίξουμε έναν δίαυλο επικοινωνίας, να τους μιλήσουμε».

Η ικανότητα των αθέατων να μεταμορφώνονται αδιάκοπα ήταν εφάμιλλη της δεξιοτεχνίας τους στην απομίμηση ήχων και μελωδιών. Η ασύλληπτη αισθητηριακή νοημοσύνη τους τούς επέτρεπε να μεταβολίζουν την ύλη σε ήχο. Η ύπαρξη και η συνύπαρξή τους συνίστατο σε μια «έρρυθμη πολυφωνία», σε έναν διαρκή διάλογο με την ύλη και τους θορύβους της ανθρώπινης ζωής. Ήταν ένας διάλογος διάστικτος από συνηχήσεις και αντιστίξεις, τρίλιες, μελωδίες, ρεφρέν, επωδούς, από κρότους, «κραυγές, κριγμούς της ύλης», από πνιχτούς λαρυγγισμούς, μπάσα, αρπίσματα και εναλλασσόμενες αρμονικές. «Θύμιζε πρωτοποριακή πειραματική τζαζ η συγκεκριμένη μουσική, απρόβλεπτη φυσικά, με ακανόνιστη ρυθμική αγωγή και ασυγχρόνιστο παλμό».

Η Σάσκια σάλπιζε στο κενό με την ελεφάντινη σάλπιγγά της, περιμένοντας την ενορχηστρωμένη απόκριση των αθέατων, ελπίζοντας πως κάποτε θα κατάφερνε να αποκρυπτογραφήσει τη μουσική τους, την έρρυθμη γλώσσα τους. Κάτω από τον μαγικό της σκούφο που μετέτρεπε το κεφάλι της σε ενισχυτή, η Σάσκια ένιωθε τα θροΐσματα των αθέατων σαν ανάγλυφα, σαν το ρυθμικό σχήμα και η μουσική δομή να προεξείχαν.

«Θα ήθελα να ατενίσω, όσο αντέχω, τον κόσμο τους με τα αυτιά μου ορθάνοιχτα, σαν λουλούδια, ώσπου να δέσει μέσα τους ο καρπός που θα με αφυπνίσει, ώσπου να δέσει επιτέλους η σάρκα του για μένα».

Για τη Σάσκια η πιο συγκινητική στιγμή του κυνηγιού ήταν όταν οι αθέατοι έσπαγαν ξαφνικά τη σιωπή με μια ομοβροντία καταιγιστικών ήχων. Μέσα σε αυτό το ηχητικό, εκρηκτικό συνονθύλευμα έκρυβαν το αποτύπωμά τους, το θρόισμά τους. Η Σάσκια είχε ανακαλύψει πως κάθε αθέατος είχε τον δικό του ηχητικό καμβά, το δικό του μουσικό θέμα. Αν ο Λόρκα θεωρούσε υψηλή τέχνη τα απομεινάρια της αυτοκτονίας των αθέατων, τα υπέροχα κεραμικά τους, η Σάσκια εντόπιζε την καλλιτεχνική τους κλίση στη σύμμειξη δύο ομόρριζων λέξεων, της κίνησης και της συγκίνησης. Αποκαλούσε τον μουσικό τους καμβά «ρίγος», «γιατί το άκουσμά του προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση… Είναι κάτι περισσότερο από μια σειρά θορύβων… Κάτι περισσότερο από μια μουσική ή ένα τέμπο… Είναι ένας ζωντανός ήχος με πολύ πλούσια χροιά, ένας ήχος επαναλαμβανόμενος, με ανεπαίσθητες διαφορές, οι οποίες κάνουν συναρπαστική την ακρόασή του. Σαν ρεφρέν με τρεμουλιαστά ποικίλματα. Είναι, πολύ απλά, ένα θρόισμα που μας κάνει να αναριγούμε…».

Όταν ο Λόρκα βρέθηκε στο πολιτιστικό κέντρο και ήρθε αντιμέτωπος με το ασύλληπτο ηχητικό ρεπερτόριο των αθέατων, άρχισε να ουρλιάζει. Μέσα από το διάπλατο στόμα του, ξεχύθηκε στεντόρεια η οδύνη του. Δεν είχε άλλο τρόπο να μιλήσει στην Τίσκα.

«[…] και ξαφνικά άρχισα να ουρλιάζω σαν μοσχάρι που το σφάζουν, βγάζοντας από μέσα μου μια οιμωγή που με διαπέρασε από το υπογάστριο ως τον λαιμό. Τα δάκρυά μου αναμίχτηκαν με τις μύξες, σπασμωδικοί λυγμοί διέκοπταν τα ουρλιαχτά μου. Δεν τα παράτησα, ωστόσο. Συνέχιζα να προχωράω με το πρόσωπο υγρό, μουσκεμένο από τα δάκρυα, ξερνώντας, με κάθε σπασμό, κομμάτια από το μύχιο τραύμα μου, ένα ένα, πέτρα την πέτρα…».

«… και τότε το χαμόγελο της Τίσκα τινάχτηκε και διαπέρασε τη συνείδησή μου σαν χειροβομβίδα. Απασφαλισμένη».

Εκείνη τη μέρα η Σάσκια ηχογράφησε ένα τραγούδι, που τραγούδησε μέσα στο κουκλόσπιτο η αθέατη Τίσκα. Ο Λόρκα διαλύθηκε από μια «συμπυκνωμένη έκρηξη χαράς». Ήταν σίγουρος πως αν η Σαχάρ άκουγε το τραγούδι της κόρης τους, θα έβγαζε τον θάνατο από το μυαλό της. Όταν η Σάσκια τής έβαλε να ακούσει την ηχογράφηση, έμεινε εμβρόντητη από την άγρια κατάρρευση της Σαχάρ.

«[…] από τα πρώτα δευτερόλεπτα του τραγουδιού της Τίσκα, κατάλαβα ότι η Σαχάρ είχε θάψει στα πιο μύχια βάθη των σπλάχνων της οτιδήποτε θα μπορούσε να αναστήσει την ανάμνηση της φωνής της κόρης της».

«Αυτό που ξέθαψα από τη γη και τη σάρκα ήταν ένα πτώμα, ένα κουφάρι που στάθηκε ξαφνικά όρθιο μπροστά της. Ένα τουφεκισμένο πένθος, ένα πένθος που είχε σκοτώσει ξανά και ξανά. Ένα πένθος που έγινε σμπαράλια όταν παρουσιάστηκε ξαφνικά μια φωνή από το πουθενά και τρύπωσε στο ανοιχτό κεφάλι της Σαχάρ. Δεν το περίμενε. Την είδα να καταρρέει, στην κυριολεξία».

«Η Σαχάρ πίστευε ξανά». Με συντριβή και οδύνη επέστρεφε στην ελπίδα. Ύστερα από «δεκαεννέα φριχτούς μήνες πένθους», ύστερα από δεκαεννέα μήνες που μέρα τη μέρα «δολοφονούσε μέσα της την Τίσκα, με τα ίδια της τα χέρια, με την ίδια της την ψυχή», η Σαχάρ ουρλιάζει: «Είναι ΖΩΝΤΑΝΗ!»

«Η κραυγή της ήταν η κραυγή της κοιλιάς. Αυτή η κραυγή ξέρει».

Από το σημείο αυτό και έπειτα η Σαχάρ και ο Λόρκα αποδύονται σε τελετουργικούς περιπάτους, αφοσιωμένοι στη λυσσώδη αναζήτηση της κόρης τους. Την ψάχνουν παντού, σε κάθε γωνιά της πόλης που περπάτησε και έπαιξε η Τίσκα. Της αφήνουν μηνύματα αγάπης, καλέσματα και ικεσίες. Εικασίες, θεωρίες και υποθέσεις κατακλύζουν το μυαλό τους. Η λαχτάρα τους να ξαναδούν την κόρη τους τούς κάνει να παραμερίζουν το τρομακτικό ενδεχόμενο της μεταμόρφωσής της. Αγωνιούν να τη συναντήσουν, ακόμα και αν θα τους είναι απαγορευμένο να την αντικρίσουν.

Κάποτε βρίσκουν την τόλμη να επιστρέψουν σαν τους κλέφτες στο παλιό τους διαμέρισμα και να μπουν στο δωμάτιο της κόρης τους. Μες στο σκοτάδι ένα φάσμα σαλεύει. Μόνο η Σαχάρ το βλέπει να της νεύει. Αυτό το ανασάλεμα από ομίχλη που έσταζε κηλίδες μαύρης νερομπογιάς, μόλις διακριτό ανάμεσα σε ίσκιους, ανακαλούσε «την εσωτερική μορφή ενός αγαπημένου προσώπου που μόνο εμείς κατέχουμε εσωτερικά». Όμως, δεν ήταν μνήμη αυτό. Ήταν μια άθικτη μορφή, «κουλουριασμένη σαν το νερό ενός ποταμού όταν στροβιλίζεται σε μια γούρνα που δεν είναι η μνήμη, που είναι το ανακτημένο καθαρό παρόν». Η Σαχάρ είδε τη μορφή με το «κουκλίστικο μουτράκι» να της γνέφει και να κουνάει «το κεφαλάκι της στα κλεφτά, σαν ξεφτισμένο κουρέλι». Κι έπειτα σωριάστηκε στο πάτωμα του παιδικού δωματίου. Ήθελε να μείνει εκεί.

«Να μείνει για πάντα εδώ, σε τούτο το μέρος, όπου τίποτα δεν έπρεπε να τελειώσει ποτέ».

Λίγες μέρες μετά το αντίκρισμα του μετεικάσματος της Τίσκα, η Σαχάρ ανακοινώνει με πρόδηλο αυτοσαρκασμό στον Λόρκα πως είχε και εκείνη προσβληθεί ανέκκλητα από την ψύχωσή του, πως έπασχε και εκείνη από «μια φαντασίωση αναπλήρωσης».

«Έχεις μπροστά σου μια μητέρα που δεν μπορεί να ξεπεράσει το πένθος για την εξαφάνιση της κόρης της, που πιστεύει ότι είναι ακόμα ζωντανή, που επινόησε μια ιστορία για να αντισταθμίσει την απώλεια και την τροφοδοτεί με τελετουργικούς περιπάτους. Πάνω σε μια έντονη κρίση αυθυποβολής, επέστρεψε στο παλιό της διαμέρισμα, μπήκε στο υπνοδωμάτιο που κοιμόταν η κόρη της με την παραληρηματική ελπίδα να την ξαναβρεί…».

Με την ελπίδα πως θα συναντηθούν με την κόρη τους, η Σαχάρ και ο Λόρκα καταδύονται στη γλώσσα των αθέατων, για να ερμηνεύσουν τους κώδικες και τη μετρική της. Έχοντας για μίτο μόνο τρία στοιχεία (Τά?) αναρριχώνται σε ένα απόκρημνο σπήλαιο, που στεγάζει ένα απόκρυφο «Ινστιτούτο Εξωτερικών Ιδιωμάτων», «μια ανώτερη σχολή σπάνιων και ξεχασμένων γλωσσών». Εκεί μια ομάδα διανοούμενων τυφλών, ειδικευμένων «στον προφορικό λόγο και τη διερμηνεία», μελετά τη γλώσσα των αθέατων, τις γλυφές τους. Επί μήνες, συνεπικουρούμενοι από τους τυφλούς σοφούς και τα εκκεντρικά τους φιλολογικά πορίσματα, η Σαχάρ και ο Λόρκα παλεύουν να καταλάβουν το μήνυμα που είχε χαράξει η Τίσκα στον τοίχο του δωματίου της. Παλεύουν να διαρρήξουν τα μυστικά του ιδιώματος των αθέατων, να βρουν το «ανεκτίμητο κλειδί αυτού του ιλίγγου», της κρυπτικής τους γραφής. Ολόκληρο το σπήλαιο είναι μια «βιβλιοθήκη αφής», μια επικράτεια αθέατων, κατάστικτη από ερμητικές, καλλιγραφικές γλυφές. Είναι το βασίλειο της δικής τους λογοτεχνίας.

Όλοι οι τοίχοι είναι σαν βιβλία. «Είναι ένα απόλυτο ποίημα από γλυφές, που σκεπάζει και την πιο απόμερη γωνιά των τοιχωμάτων». Το σπήλαιο είναι η «παλλόμενη καρδιά μιας λογοτεχνίας που γράφεται, εδώ και τώρα, που χαράζει τις λέξεις της μέρα με τη μέρα κι ύστερα τις διαγράφει. Αρκεί να μπορέσεις να χωθείς μέσα της ατάραχος, χωρίς να θέλεις να δεις. Μακάριοι οι τυφλοί και οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τους αθέατους».

Αυτή η ιδιότυπη γραφή «δεν εκθέτει ποτέ ολόκληρες λέξεις, μόνο γράμματα-πετάσματα, γράμματα-θρυαλλίδες που κρύβουν πίσω τους θυσανωτές σειρές από δεκάδες άλλα γράμματα, τα οποία πρέπει να τα ξεσκεπάσεις για να βρεις τις λέξεις που έχουν κλειστεί μέσα τους – έχεις την εντύπωση ότι το θεμελιώδες έθος τους, η ικανότητά τους να κρύβονται, δεν θα μπορούσε παρά να έχει επινοήσει αυτή τη γραφή, μια γραφή αντίστοιχη μ’ αυτό ακριβώς το έθος, μια γραφή στην οποία τίποτα δεν είναι ποτέ άμεσα ορατό, που σε υποχρεώνει να ψάξεις και να ξετρυπώσεις τα πάντα […]».

Για την αποκρυπτογράφηση της γραφής των αθέατων, τα μάτια ήταν άχρηστα. Μόνο η αφή μπορούσε να αναστήσει τον ήχο που είχε εγκιβωτιστεί στην ύλη. Η Σάσκια συλλογιζόταν πως αυτό που στην ουσία αναζητούσαν ήταν ένας τρόπος τα δάχτυλα να μεταμορφωθούν στο διαμάντι της βελόνας που χαράζει τα αυλάκια ενός βινυλίου, στο δοξάρι που χορδίζει ένα βιολί. Για τη Σάσκια η παλίμψηστη γραφή ήταν μουσική.

Πόσα, άραγε, γράμματα είχε χαράξει η Τίσκα στα αυλάκια του «τ», του «ά» και του «?»; Η Σαχάρ και ο Λόρκα ήταν βέβαιοι πως αν αποκρυπτογραφούσαν τη γλυφή της Τίσκα, θα μάθαιναν αυτομάτως πού ακριβώς βρισκόταν, θα την έβρισκαν. Τώρα πίστευαν και οι δύο στη μαγική σκέψη. Όμως, η πολυσημία της γραφής των αθέατων τους απέλπιζε. Κάθε πιθανή σημασία ήταν «πολυσήμαντη, πλατιά, μεταβλητή». Κάθε χάραξη απλωνόταν σε μια ευρύτατη, απέραντη γκάμα εννοιών. Το μήνυμα της Τίσκα κατακρημνιζόταν σε μια άβυσσο από εκατοντάδες αποκλίνουσες σημασίες, βαθιά χωμένο σε αδιανόητες, άπειρες συμπιέσεις. Εντέλει, ούτε η Σαχάρ ούτε ο Λόρκα είχαν τις σωστές λέξεις για να αντικρούσουν τον θάνατο. Μόνο ένα θαύμα θα ξανάφερνε την Τίσκα στη ζωή, ένα θαύμα στο οποίο οι γονείς της δεν παύουν να πιστεύουν.

«Τώρα, πρέπει να αφήσετε το θαύμα να συντελεστεί».

Αυτό λέει στους γονείς ο φιλόσοφος Βαρέκ (πνευματικός συγγενής τού Σλάβοϊ Ζίζεκ), τον οποίο επισκέφτηκαν στον πύργο του, όταν το πολύμηνο γλωσσολογικό όργιο αποδείχθηκε ματαιοπονία. Όπως μαρτυρεί η προτροπή του φιλοσόφου, ούτε αυτός ήξερε πού κρυβόταν η Τίσκα. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος είχε προχωρήσει πολύ στη σχέση του με τους αθέατους και στο πρόσωπό του εμφάνιζε ήδη ίχνη υβριδοποίησης. Συγκατοικούσε μάλιστα με έναν από αυτούς, τον Θερσανέμη, ο οποίος είχε μεταλλαχθεί στη βιβλιοθήκη του.

Εισάγοντας στην αφήγηση την ιλαρή όσο και στοχαστική μορφή του φιλοσόφου Βαρέκ, ο Νταμαζιό επαναφέρει τη δεσπόζουσα προβληματική της μυθοπλασίας, την προσδοκία μιας καλύτερης, ηθικότερης κοινωνίας. Ο Βαρέκ υποστηρίζει πως οι αθέατοι συνιστούν την απαρχή της έμβιας ζωής, σηματοδοτώντας κάτι μοναδικό στην ιστορία της βιολογίας. Τον συναρπάζει η ανθεκτικότητά τους, ο ακατάβλητος δυναμισμός τους, η ακατάπαυστη «επανεπινόηση της μορφής» τους, το ασύλληπτο χάρισμα της αυτοδημιουργίας, η «θαυματουργή αυτοποίησή» τους, η τρομερή τους ικανότητα να μεταλλάσσονται διαρκώς, παραμένοντας πάντα «στο κατώφλι του αναστρέψιμου», η αντίστασή τους σε κάθε ένδειξη ελέγχου και επιτήρησης. Θεωρεί την άρνησή τους να αποκτήσουν «ένα εξατομικευμένο, υπερβολικά καθορισμένο, σώμα», απόδειξη της ανώτερης νοημοσύνης τους. Για τον Βαρέκ, «οι αθέατοι αντιπροσωπεύουν την ύψιστη μορφή έμβιας ζωής, ακριβώς επειδή απαρνήθηκαν την τελειότητα της μορφής».

Η σύγχρονη ζωή αηδιάζει τον απομόναχο Βαρέκ, η χάι τεκ κοινωνία, όπου κανείς δεν γνωρίζει «ποιος διευθύνει και ποιος υφίσταται, ποιος χειραγωγεί και ποιος συνθηκολογεί». Οι «άρχοντες των ρυθμίσεων των παραμέτρων, είναι για την τέχνη του ελέγχου αυτό που ήταν άλλοτε οι άρχοντες για την τέχνη της διακυβέρνησης». Δεσμώτες παντοειδών φόβων και φοβιών, οι πολίτες, θέλοντας να αποκτήσουν όλο και πιο ολοκληρωτικό έλεγχο πάνω στις ζωές τους, προέβησαν στην κατάργηση της πραγματικότητας και την αναπλήρωσή της από την «υπερεικονική» πραγματικότητα. Ένα κουτί της Πανδώρας που εκπληρώνει ακόμα και την πιο παράτολμη, άλογη φαντασίωση.

Σύμφωνα με τον Βαρέκ, οι αθέατοι ενσαρκώνουν το αντίπαλο δέος στη σύγχρονη κοινωνία, καθώς δεν ελέγχουν τίποτα. «Ούτε τις δικές τους πράξεις ούτε, ακόμα λιγότερο, τις πράξεις των άλλων. Γι’ αυτούς, όλα είναι συνάντηση, καλό ή κακό συναπάντημα. Μια ζαριά. Το τυχαίο που δεν βιώνεται ως απειλή, αλλά ως ευκαιρία». Δεν τους οιστρηλατεί ο φόβος, αλλά μια ακαταμάχητη ροπή στη ριζική αφομοίωση της φύσης και της ύλης. Δεν τους διακατέχει ο πόθος της εξουσίας, αλλά η αδάμαστη εκρηκτικότητα της έμβιας ζωής.

Αντιθέτως, οι άνθρωποι είναι υπερβολικά τρομαγμένοι και μαζεμένοι. Είναι έρμαια του «πανικόβλητου και εξορθολογισμένου ελέγχου της ετερότητας, του ελέγχου των άλλων αρπακτικών, των ασθενειών που δεν είναι παρά αρπακτικά μικρότερου μεγέθους, του ελέγχου της πρόσβασης στην τροφή, του ελέγχου των αποβλήτων, του ελέγχου του κλίματος, του ελέγχου κάθε πιθανής… δυνατής… δυνητικής… επίθεσης!»

Ο Βαρέκ έβλεπε τους έμφοβους και ανασφαλείς συμπολίτες του να στήνουν τεράστιους, αόρατους και αδιαπέραστους τεχνολογικούς καθεδρικούς, όπου, στην πιο απόρθητη γωνιά, εσώκλειαν το «εγώ», ορθώνοντας ένα είδος «εγώκοσμου». Το αίσθημα της ασφάλειας κατίσχυε της συντριπτικής μοναξιάς. Χάρη στην «υπερεικονική» πραγματικότητα είχαν καταφέρει να εξατομικεύσουν πλήρως την πεζή πραγματικότητα, που, όπως πάντα, έσφυζε από κινδύνους. Η πραγματικότητα είχε πλέον καταστεί προϊόν, για προσωπική κατανάλωση.

«Η πραγματικότητα ήταν η τελευταία συλλογική επικράτεια που έμενε να κατακτηθεί και να ιδιωτικοποιηθεί οριστικά, το τζάμι πίσω από το οποίο βρίσκεται μια κοινωνία κατακερματισμένη σε θραύσματα που δεν μπορούν πια να συνταιριαστούν».

«Η επιδίωξη ελέγχου έχει φτάσει σήμερα στο απόγειό της. Το μύθημα του Θεού περιλάμβανε ήδη, εξαρχής, αυτό το απόγειο, ως σημείο διαφυγής: Καθένας μπορεί επιτέλους να δημιουργήσει τον κόσμο του… Και να τον γεμίσει με πλάσματα της αρεσκείας του».

Σε στιγμές ακραίας απελπισίας, ακόμα και ο αντισυμβατικός Λόρκα κατέφευγε στην «υπερεικονική» πραγματικότητα, αναβιώνοντας στο σπίτι του, σαν σε ολόγραμμα, ολόκληρα στιγμιότυπα από τη ζωή της Τίσκα. Μια μέρα, παρακινημένος από την αναθέρμανση της σχέσης του με τη Σαχάρ, της πρότεινε να δουν μαζί αυτή την «υπερεικονική» Τίσκα, που τόσο άψογα παρίστανε την κόρη τους. Παρά την επιφυλακτικότητά της, η Σαχάρ τελικά δέχτηκε, αλλά όταν εμφανίστηκε μπροστά της το ψηφιακό ομοίωμα, όρμησε καταπάνω του ουρλιάζοντας: «δεν είσαι εσύ, δεν είσαι εσύ, παλιοψεύτρα, λες ψέματα!!!», «φύγε, μάγισσα, φύγε, βγες από την κόρη μου, μη μου την κλέβεις!»

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Λόρκα παρέμενε ένα πιστός της μαγικής σκέψης. Όταν η Σαχάρ επισκέφθηκε το καινούργιο του διαμέρισμα, καθηλώθηκε από την ένταση της πίστης του στην τριάδα που ήταν κάποτε η οικογένειά τους.

«Ήταν σαν να είχε διαφυλάξει στη μνήμη του, ολομόναχος, κουλουριασμένος μέσα στο παρόν της μοναξιάς του, μια ολόκληρη ζωή που είχαμε ζήσει σαν χείμαρρο ευτυχίας, με ασύλληπτη ένταση, και οι τρεις μας. Και οι τρεις μαζί, αλλά εκείνος ήταν τώρα ολομόναχος, μόνος μαζί με τους τρεις μας, εδώ, στο νοικιασμένο του διαμέρισμα, ήταν εδώ και μας πρόσεχε. Συνέχισε να πιστεύει, αλλά εγώ δεν άντεξα και πήρα την απόφαση ότι δεν ήθελα να συνεχίσω να πιστεύω. Για να επιζήσω, να επιζήσω πάση θυσία, να σώσω τον εαυτό μου. Για να μην αφήσω την τελευταία λέξη στην αυτοκτονία. Ο Λόρκα μάς περίμενε, και τις δυο μας, εδώ. Μας περίμενε. Εδώ».

Όλο το σπίτι ήταν διακοσμημένο με ενθύμια της Τίσκα, τεκμήρια αναμνήσεων αλλά και ρέουσας ζωής. Η Σαχάρ είχε αίφνης μπει σε ένα «μαυσωλείο γεμάτο ζωή, φως κι ενέργεια», σε ένα τέμενος αφιερωμένο στους τρεις τους.

Όλα ήταν μάταια. Και οι μπαλινέζικες ιεροτελεστίες και οι τελετουργικοί περίπατοι και οι γλωσσολογικές ακροβασίες και οι φιλοσοφικές αοριστολογίες. Όλα ήταν αλυσιτελή. Ένα απόγευμα η Σαχάρ και ο Λόρκα αφήνουν κατά μέρος τη μεταφυσική και την επιστήμη και καταδύονται στον χρόνο, στο κοινό τους παρελθόν, αναζητώντας εκ νέου την κόρη τους στην παραπληρωματική τους μνήμη. Μέσα από τις μνημονικές τους εξιστορήσεις, η Τίσκα ξεπηδούσε από δω κι από κει, ολοζώντανη, γελώντας με την ψυχή της. Καμία ψηφιακή ανάλυση δεν θα μπορούσε ποτέ να ανασυστήσει «τον πλούτο όλων αυτών των παρελθοντικών στιγμών». Ανακαλώντας την αυθόρμητα, «κατευθείαν από την καρδιά στη γλώσσα», η Σαχάρ και ο Λόρκα έπαιζαν ξανά με την κόρη τους, απλώνοντας την τετραετή ζωή της σε ένα «χαρούμενο γιουσουρούμ».

Η Σαχάρ είχε ξεκινήσει το παιχνίδι, παρακινώντας τον Λόρκα να της αφηγηθεί φύρδην μίγδην κάθε του ανάμνηση από την Τίσκα. «[…] κι εγώ τον διέκοπτα μόνο για να προσθέσω άλλες αναμνήσεις που μου έρχονταν κατά νου, για να συμπληρώσω τις δικές του, και συνεχίσαμε έτσι όλο το απόγευμα, ήταν μια ατέλειωτη απαρίθμηση, ένας χείμαρρος, μικροσκοπικές αναμνήσεις, αστείες κι ασήμαντες, εξαίσιες κι αξέχαστες, η Τίσκα ξεχύθηκε ολόκληρη, εν τη ρύμη του λόγου μας, χωρίς ντροπές ή αναστολές, εκείνος κι εγώ, πότε ο ένας, πότε ο άλλος, χωρίς ειρμό, ολοταχώς, για να μην αφήσουμε τη συγκίνηση να μας πλημμυρίσει ορμητικά, για να μην έχουμε πια χώρο για δάκρυα […]».

«Ο Λόρκα […] παρασύρθηκε. Δεν περίμενα ότι θα πάρει το παιχνίδι τόσο ζεστά και ότι οι δυο μικροί μας κελαρυστοί χείμαρροι θα ενώνονταν σ’ ένα φαράγγι και θα γίνονταν ένα και μοναδικό ποτάμι, ότι το νερό του θα γινόταν και δικό μου νερό, ένα δώρο που θα προσφέραμε στον εαυτό μας, μια απρόβλεπτη απόδειξη της αγάπης μας για την κόρη μας, προφανώς, αλλά και, αναμφισβήτητα, μια απόδειξη της δικής μας αγάπης, της αγάπης μας για τη δική μας ιστορία, για τη σχέση μας που είχε γίνει χίλια κομμάτια».

Και τότε η Τίσκα έρχεται να τους συναντήσει. Το θαύμα συντελείται. Η Τίσκα αναγεννάται μέσα από το ζείδωρο ύδωρ της αγάπης των γονιών της. Με τις φωνές τους συντονισμένες, στοιχειωμένες από αγάπη, η Σαχάρ και ο Λόρκα την ξαναέφεραν κοντά τους. «Ίσως παραήταν υπέροχο για να είναι αληθινό. Όπως και να ’χει, ήταν ασύλληπτα ιερό. Σαν μυστικιστική εμπειρία».

Η αθέατη Τίσκα ήταν «μόνο αγάπη, σε καθαρή μορφή, ακατέργαστη». Ενσάρκωνε την ίδια τη ζωή, ήταν ατόφια ζωή, εξευγενισμένη, ραφιναρισμένη, «στον υπέρτατο βαθμό καθαρότητας». «Ζωή σαν χείμαρρος από χρώματα… απαστράπτουσα… εν αφθονία… Ζωή που ξεχειλίζει από αναβλύζουσα χαρά». «Η Τίσκα ήταν η δύναμη και η ενέργεια της χαράς που σε τραντάζει, της μεταμόρφωσης που αποκαθηλώνει, της απτής συνύφανσης, της άμεσης, αστραπιαίας επανασύνδεσης με τον κόσμο… Η έμβια ζωή με όλη της την πολυδυναμικότητα, ναι, με όλη της τη ρευστότητα, με τα θροΐσματα και την έντασή της». Η Τίσκα ήταν η «Ανοικτότητα».

Οι γονείς της μπορούσαν να την αγγίξουν και να της μιλήσουν, να παίξουν μαζί της και να της τραγουδήσουν, αλλά δεν μπορούσαν να τη δουν. Διαφορετικά, θα την εξωθούσαν στην αυτοκτονία. Μόνο μέσα σε απόλυτο σκοτάδι την αγκαλιάζουν. Αν αρχικά αναζήτησαν τη μορφή της στη γλώσσα, τώρα που την είχαν ξανά κοντά τους επιστρέφουν στον λόγο, προκειμένου να την εμβαπτίσουν και πάλι στην ανθρώπινη ομιλία, να την επαναπατρίσουν στη μητρική της διάλεκτο. Διότι η Τίσκα είχε βρεθεί πολύ μακριά από τη γλώσσα, είχε διαβρωθεί από την αρρυθμία της ζωικής ηχητικής. Η Σαχάρ ήλπιζε πως η κόρη της θα ανακάλυπτε στον λόγο «την ευφορία και την πλαστικότητα» που της πρόσφερε το υβριδοποιημένο της σώμα, πως θα αναγνώριζε στην ομιλία «μια εναλλακτική πηγή ζωτικότητας γι’ αυτό που είχε γίνει».

«Μπορείτε να με αγαπήσετε ακόμα, τώρα που έχω γίνει ένα τέρας, κάτι σαν τέρας;»

Η Σαχάρ έτρεμε τη στιγμή που θα ερχόταν αντιμέτωπη με αυτό το αδυσώπητο ερώτημα. Διότι η Τίσκα ήταν όντως ένα τέρας, γιατί ένα νεκρό παιδί είναι πάντοτε κάτι τερατώδες. Όμως, η Σαχάρ αδίκως ανησυχούσε. Όσο τα δάχτυλά της άγγιζαν την Τίσκα, όσο άκουγε τη φωνή της και αισθανόταν ζεστό αίμα να κυλά στις φλέβες της, μπορούσε αβίαστα και ολόκαρδα να την αγαπά. Το αίμα της ήταν η γλώσσα της. «Η γλώσσα-αίμα, η γλώσσα ως αίμα». Κάθε στιγμή που περνούσε κοντά στην κόρη της, η Σαχάρ επανεπιβεβαίωνε την αγάπη της για την Τίσκα. Και αυτή η αναγεννημένη αγάπη μέρα τη μέρα μεταμόρφωνε και την ίδια, αλλά και τη γλώσσα της, η οποία αίφνης αποκτά στις σελίδες καινούργια, λεπτεπίλεπτα στολίδια.

«Τώρα που είμαι μαζί της, καθώς αγγίζω το κορμί της, είναι σαν να γίνομαι κι εγώ πιο απέραντη, αισθάνομαι τα πράγματα να υπάρχουν πέρα από εμένα, μέσα σ’ ένα σύμπαν ακόμα πιο αχανές, ένα κομμάτι του οποίου είμαι κι εγώ (εγώ, η Σαχάρ, ένα τόσο δα ωάριο, απειροελάχιστο πραγματάκι, κουλουριασμένο σ’ έναν κύβο από μπετόν, με τα δικά του κύματα και τον δικό του φόβο). Μέσα από ένα εφήμερο ρήγμα, είδα φευγαλέα τον εαυτό μου σαν από την άλλη μεριά, σαν να με ατένιζα, για λίγα ατέλειωτα δευτερόλεπτα, από το εξωτερικό όριο του εγωκέντρου μου, με είδα να απλώνομαι και τα νήματά μου να διαπλέκονται, για λίγο, με τη βλάστηση, έξω από το περίκλειστο σώμα μου -κι αυτό με βύθισε σε μια αιφνίδια κι ανέλπιστη αίσθηση γαλήνης […]».

Το μυθιστόρημα του Νταμαζιό συνδυάζει την επιστημονική φαντασία, την κοινωνιολογική συλλογιστική, τον πολιτικό και φιλοσοφικό στοχασμό με μεταφυσικές διερωτήσεις και ποιητικά ιντερμέδια που δοκιμάζουν τη ρυθμικότητα της γραφής, ενθέτοντας στις σειρές των γραμμάτων ακόμα και εικαστικά ευρήματα, αλλά ούτε στιγμή δεν παραμελεί την αναγνωστική απόλαυση της δράσης. Η ανάσταση της Τίσκα απομακρύνει προς στιγμήν την αφήγηση από τη μελαγχολία του πένθους και την εσωστρέφεια της μεταφυσικής, επιτρέποντάς της να ξεσπάσει σε επεισόδια καταιγιστικών μαχών, που θυμίζουν μεταμοντέρνα πολεμική ταινία. Λυσσαλέες μάχες, φαντασμαγορίες μεικτών πολεμικών τεχνών, ιλιγγιώδη ραπέλ και παρκούρ, σε ρυθμό βίντεο γκέιμ, μαίνονται σε σελίδες επί σελίδων ανάμεσα στους υπερασπιστές και τους πολέμιους των αθέατων, με τον Υπουργό Εσωτερικών της Γαλλίας (μια καρικατούρα του Εμανουέλ Μακρόν) να αποδεικνύεται παντελώς ανίκανος να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Η περίπτωση της Τίσκα ερεθίζει το συλλογικό φαντασιακό, ενθαρρύνοντας άλλους να δουν στη μορφή της μια μελλοντική κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης και άλλους να αναγνωρίσουν τον εχθρό για τον οποίο ανέκαθεν αγρυπνούσαν. Για άλλους η Τίσκα υποστασιοποιεί ένα «πρότυπο ανοιχτού πνεύματος, δεκτικότητας, αγάπης για μια ζωή δίχως νόρμες», ενώ για άλλους είναι το βδελυρό κακό που πρέπει να εξοντωθεί και να ριχτεί στον ίδιο βόρβορο μαζί με όλα όσα μας φοβίζουν, τους ξένους, τα ποντίκια, τις κατσαρίδες, το σκοτάδι, τα φαντάσματα. «Τον φόβο του φόβου».

Στο εμπόλεμο πεδίο που αναφαίνεται με την υβριδοποίηση της Τίσκα, οι αθέατοι μετατρέπονται σε πολιτικοκοινωνικό διακύβευμα. «Η αθεατότητα δεν είναι πια ζήτημα που αφορά μόνο μια κλίκα μυημένων. Έγινε οικο-πολιτικός αγώνας».

«Η συζήτηση ξεστράτισε κι άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον αντίκτυπο της ιστορίας της Τίσκα στους κοινωνικούς αγώνες, τη σχεδόν μυθολογική διάσταση που είχε αποκτήσει, την αναγόρευσή της σε μάρτυρα της εν εξελίξει οικοκτονίας».

Η Σάσκια και ο Αγκουέρο αναδείχθηκαν σε ηγετικές μορφές του ακτιβισμού, προτάσσοντας την πάταξη της στασιμότητας, της απολίθωσης, της αναδίπλωσης, της υπαρξιακής κόπωσης, της αυτοκρατορίας των φόβων, μεταλαμπαδεύοντας σε κάθε λογής αυτονομημένες κοινότητες, το ανακτημένο αίσθημα της συλλογικότητας, εκλαμπρυμένοι από την άλω του φωτός της Τίσκα, που είχε χαθεί και πάλι σε ένα αδιάνυτο έρεβος.

Το θαύμα κράτησε δεκαεφτά ημέρες. Η Σαχάρ επανέλαβε το λάθος του Ορφέα. Κάποια στιγμή γύρισε και κοίταξε την κόρη της και διαμιάς η Τίσκα αυτοκτόνησε, αφήνοντας σαν κειμήλιο τον γλυπτό αστραπιαίο θάνατό της, ένα απαράμιλλης ομορφιάς κεραμικό.

Η Σαχάρ ρημάζεται από απόγνωση, από έναν πόνο σπαρακτικά ανθρώπινο, γυμνό από κάθε μυστικιστική ή ορθολογική αρωγή, από τον πόνο του γονιού που κάποτε συνειδητοποιεί ότι όχι μόνον δεν μπορεί να προστατεύσει το παιδί του από το κακό, αλλά και ότι ο ίδιος μπορεί, είτε ερήμην του είτε συνειδητά, να γίνει το κακό για το παιδί του. Η Σαχάρ απελπίζεται από την αποτυχία της να ελεήσει την Τίσκα με μια υπέρτατη πράξη αγάπης, να την αφήσει να φύγει μακριά της, για να υπάρξει στον κόσμο με τον τρόπο που η ίδια είχε επιλέξει.

«Αισθάνομαι οργή που δεν κατάφερα να διαφυλάξω την ελευθερία της. Που δεν της είπα: “Εμείς είμαστε η παγίδα, γατάκι μου. Αργά ή γρήγορα, θα παγιδευτείς στην αγάπη σου για εμάς. Φύγε από κοντά μας όταν νιώσεις τα πόδια σου να κολλούν στην ξόβεργα. Απλώσου, άνοιξε τα φτερά σου”. Και τώρα, είναι εδώ. Ένα άγαλμα. Κι εμείς προσευχόμαστε να μπορέσουμε να μηχανευτούμε έναν τρόπο για να τη λυτρώσουμε από τον θάνατο».

Παρόλη τη συντριβή τους, η Σαχάρ και ο Λόρκα, έχοντας ήδη γίνει μάρτυρες ενός θαύματος, πιστεύουν ότι η Τίσκα συνεχίζει να ζει αθέατη μέσα στο άγαλμα. Πιστεύουν πως η ύλη είχε συγκρατήσει τη μελωδία της, το θρόισμά της, το ρίγος της φωνής της. Πιστεύουν πως οι χαρακιές πάνω στο πορσελάνινο σώμα της ήταν μια γλυφή που τους απευθυνόταν, ένα άφθαρτο αποτύπωμα αγάπης. Πιστεύουν πως αν διέτρεχαν αυτές τις χαρακιές με δάχτυλα μεταμορφωμένα σε δοξάρι που πάλλει μια χορδή βολιού ή στο διαμάντι της βελόνας ενός πικάπ πάνω σε έναν δίσκο βινυλίου, η Τίσκα θα τους τραγουδούσε με την παιδική κρυστάλλινη φωνή της.

Αφήνοντας επιτέλους την κόρη της να χαθεί σε μια διάσταση προσιτή μόνο στην καρδιά, η Σαχάρ αρχίζει να τραγουδάει ένα νανούρισμα, με την ελπίδα η μουσική να διαπλεύσει τους λειμώνες του ερέβους και να αφυπνίσει το οργανικό μέσα στην ύλη. Η Σαχάρ χαϊδεύει και νανουρίζει το άγαλμα του κοριτσιού, παρηγορημένη από την αίσθηση «πως, όσο την αγγίζω, δεν θα φύγει στην άλλη μεριά, πως τα χέρια μου συγκρατούν το γατάκι μου στη δική μας μεριά του κόσμου».

Το μυθιστόρημα του Αλαίν Νταμαζιό είναι λογοτεχνία στον υπερθετικό βαθμό. Είναι μια θηριώδης όσο και θαυμαστή σύνθεση ετεροειδών μυθοπλασιών, διαφορετικών υφών και πολλαπλών στοχεύσεων. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, διατυπώνει εμφατικά ένα αίτημα ηθικότητας, επιτάσσοντας την επιστροφή της ηθικότητας στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο.

Δεν γνωρίζω πώς είναι το βιβλίο στην πρωτότυπη γαλλική εκδοχή του, αλλά το βιβλίο που οι εκδόσεις Πόλις προτείνουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι, αναμφίλεκτα, ένα τριπλό αριστοτέχνημα, συγγραφικό, εκδοτικό και μεταφραστικό. Καμία από τις τρεις θεμελιακές πτυχές αυτού του λογοτεχνικού επιτεύγματος, δεν μπορεί να αναδειχθεί από μόνη της. Θα ήθελα, λοιπόν, να εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια στον Αλαίν Νταμαζιό, τον Νίκο Γκιώνη και τον Δημήτρη Δημακόπουλο. 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular