Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Βραδιάζει γρήγορα στις εξοχικές μεριές, εκεί όπου κατοικούν φονιάδες. Το απόγευμα κυλάει νεράκι κερνώντας σε βουνίσιο αέρα και παιχνίδια σε παρθένα άλση και έτσι δεν καταλαβαίνεις  για πότε σε βρίσκει  ολομόναχο  η Νύχτα του Κυνηγού.  Θαρρείς και τελειώνει κάθε κοινωνική δραστηριότητα στις επαρχίες, με το που δύει ο ήλιος. Για αυτό οι κάτοικοι εκεί άρχιζαν τα “καλό ξημέρωμα” απ’ τις οχτώ το απόγευμα. Μόνο τη μέρα είχαν για να προαυλιστούν και να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους. Τη νύχτα, την είχαν ατύπως παραχωρίσει στις αγέλες των λύκων και σε όσους κρυφοτσατίλες με καλοκάγαθο πρόσωπο, είχαν να βγουν για να κρύψουν στο δάσος τα αποτελέσματα μιας διένεξης που δεν είχε πάει καλά.

Έτρεμε μη χτυπήσει το τηλέφωνο και ήταν η μάνα της Νατάσας. Έπρεπε να’ ναι προσεκτικός μη κι’ ακουστεί καμιά ύποπτη αστάθεα στη φωνή του.  Η Νατάσα κείτονταν στο χαλί της κρεβατοκάμαρας,  ξέπνοη, εδώ και τρία τέταρτα.  Είχαν άσχημα καβγαδίσει προηγουμένως και εκείνη βρήκε να του πει πως “δεν ένιωθε τίποτα πια για δαύτον και πως ένα άλλο ψηλό αγόρι έκανε τώρα την καρδιά της να χτυπά όπως νόμιζε ότι χτυπούσε για αυτόν κάποτε”. Και όχι μόνο. Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, σκέφτηκε ο Πάνος. Καθ’ όλη την διάρκεια του πάρε-δώσε τους,  εκείνος ήταν  που έφευγε  πρώτος δίχως να του κοστίζει ιδιαίτερα, τέτοιες αλλαγές τώρα στο σενάριο δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές. Και έπειτα, τι ήταν αυτό το “νόμιζε”. Κάτι τέτοιο συνιστούσε σβήσιμο της μέχρι τώρα επίσημης ιστορίας τους.  Η Νατάσα ήταν αυτή που έκανε το πρώτο βήμα για να τα ξαναβρούν όταν το πράγμα μεταξύ τους έδειχνε να μην έχει επιστροφή. Η ισχυρή επιρροή που ασκούσε  πάνω της, ήταν κάτι το αδιαμφισβήτητο. Και τώρα, που εμφανίστηκε κάποιος άλλος στον ορίζοντα κινδύνευε έτσι εύκολα να περάσει στο πάνθεον των “Πρώην Βασιλέων” ή ακόμα χειρότερα “αυτών που ποτέ δεν της είχαν επιβληθεί  στ’ αλήθεια”. Όλα αυτά τα κακοήθη συμπεράσματα χτύπησαν μια τελείως άγνωστη χορδή μέσα του. Απελευθέρωσαν μια δέσμη από  τυφλές δυνάμεις που ούτε ο ίδιος ήξερε ότι διέθετε και τα χέρια του, είδε να πηγαίνουν μόνα τους και να τυλίγονται γύρω απ’ τον ωραίο μακρύ λαιμό, απ’ τον οποίο ακούστηκαν προ ολίγου τόσο δυσάρεστα, μα προπαντώς, ανακριβή πράγματα. Ακόμα κι αυτός ο ανατριχιαστικός ρόγχος που έκανε η κοπέλα στην προσπάθεια της να ανασάνει, έμοιαζε με μια ακόμη αναιδή απόπειρα εναντίον του, έτσι και κείνος την έσφιξε περισσότερο, μέχρι που δεν χρειάστηκε πια άλλο. Τερμάτισε.

Έμεινε λίγο ακίνητος να αφουγκραστεί την αφύσικη σιωπή που ακολούθησε την πράξη του και όταν αυτή άρχισε να μεταβάλλεται σε διαπεραστική εμβοή έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του εξαδέλφου του, του Νικόλα, που τέτοια ώρα πρέπει να’ ταν ξαπλωμένος.  Απάντησε απ’ την άλλη άκρη μια απότομα βγαλμένη απ’ τον ύπνο, φωνή.

“Πές το”.

“Νικόλα, παράτα ό΄τι κάνεις κι έλα μια στιγμή από δω, είναι μεγάλη ανάγκη”.

“Τι είναι ρε; τι έγινε” ρώτησε έχοντας πια ζωηρέψει τώρα.

“Έλα από δω. Δε μπορώ να σου εξηγήσω απ’ το τηλέφωνο” είπε ο Πάνος με όσο πιο επείγοντα τρόπο γινόταν και έκλεισε. Με το που κατέβασε το ακουστικό “Ντριν”. Φαίνεται ότι κάποιος πάσχιζε να τον βρει από ώρα. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου που έδειχνε 2 και 30 το πρωί. Ας μην ήταν η μάνα της θεέ μου. Το άφησε να σκούξει πέντε- έξι φορές και κρατώντας την αναπνοή του το σήκωσε.

“Πάνο! Πάνο μου εσύ;” ακούστηκε μια φωνή μεσήλικης όλο γονεική ανησυχία.

“Ναι κύρα Γιάννα” είπε παίρνοντας το πολύ ευγενικό του.

“Μήπως έχεις ιδέα που μπορεί να βρίσκεται η Νατάσσα παιδί μου; λείπει απ’ τις έξι το απόγευμα και δεν με έχει πάρει ένα τηλέφωνο”.  Άρχισαν τα όργανα, σκέφτηκε.

 “Περίεργο, γιατί ήταν εδώ μαζί μου μέχρι τις δέκα, μετά χωρίσαμε και φαντάστηκα ότι θα γύριζε σπίτι”.

“Αχ Πάνο μου, βάνω με το νου μου χίλια δυο. Την παίρνω και στο κινητό της και το’ χει κλειστό”.  Το άγχος της,  έκανε τη φωνή της τόσο πρίμα και διαπεραστική  που  πέρναγε μέσα απ’ τα καλώδια και του κεντούσε το τύμπανο σαν βελονιά. 

“Το πιο πιθανό είναι να βρέθηκε με τίποτα φιλενάδες της και να ξεχάστηκε στο δρόμο”.

“Μακάρι αγόρι μου αλλά αν είναι έτσι, στο τηλέφωνο γιατί δεν απαντά;” Εμ, βλάκα;¨άκουσε να τον προγκά μια φωνή μέσα του, τι μοιράζεις τέτοιες δωρεάν ελπίδες αν δεν έχεις έτοιμες μια σειρά  λογικές απαντήσεις”.

“Καλεί κανονικά;”

“Όχι, κάνει σα να έχει μείνει από μπαταρία”.

“Είμαι σίγουρος ότι θα φανεί όπου να ναι κυρά Γιάννα, μη μου στενοχωριέστε”.

“Καλά αγόρι μου με συγχωρείς που σε ανησύχησα τέτοια ώρα ε”. Πάει καλά. Το “αγόρι μου” έτσι όπως του το’ λεγε φαινόταν να το εννοεί. Πράγμα που σήμαινε ότι δεν τον θεωρούσε ακόμα ύποπτο για τίποτα.

“Τι είναι αυτά που λέτε, κανένα πρόβλημα. Κάντε μου μια χάρη μόνο και πάρτε με ένα τηλέφωνο όταν εμφανιστεί, ότι ώρα και να’ ναι.” Όση ώρα έπαιζε με την αγωνία τούτης της δύστυχης γυναίκας  έβγαλε προσεκτικά  ένα προσόψι απ’ τη ντουλάπα και το έριξε  άτσαλα  πάνω στο κεφάλι της νεκρής για να μην αισθάνεται ότι τον κοιτάζει.

“Καληνύχτα παιδί μου”.

“Καληνύχτα κυρά Γιάννα”. 

Κοίταξε το ανεπιθύμητο φορτίο κι ένιωσε να τον περιλαβαίνει ο πολύ ρεαλιστικός φόβος του τι μέλλει γενέσθαι. “Χάσου από μπροστά μου Σωρέ” είπε και έκλεισε τα μάτια του κάνοντας μια κίνηση σα ταχυδακτυλουργός του ροντέο, μα το άψυχο κορμί εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί, πάνω στο χαλί.

“Σκατά” σκέφτηκε. Αυτό είναι το πρόβλημα με το θάνατο. Είναι μόνιμη κατάσταση δεν υπάρχει κάτι να διορθώσεις άπαξ και τον προκάλεσες.  Οι δικοί του στο κάτω πάτωμα, κοιμόντουσαν τον ύπνο το βαθυ. Ύστερα απο λίγο, ακούστηκε ένα ελαφρύ σαν συνθηματικό, χτύπημα στην πόρτα και ο Πάνος πετάχτηκε απάνω, λες και τον χτύπησε το λαστιχένιο σφυρί του νευρολόγου. Ήταν ο ξάδερφος. Κατέβηκε στις μύτες, για να μη ξυπνήσει κανέναν και έχοντας στο νου του να τον προετοιμάσει για αυτό που θα’ βλεπε.

Τράβηξε προσεκτικά το σύρτη της εξώπορτας. Ο Νικόλας, πήγε να γκρινιάξει για το ότι τον κουβάλησε ως εκεί νυχτιάτικα, αλλά ο Πάνος με μια νευρική χειρονομία του έκανε νόημα να βγάλει το σκασμό. Ανέβηκαν την εσωτερική σκάλα κάνοντας όσο πιο σιγανά μπορούσαν. Από ένα δωμάτιο του ισογείου, άκουστηκε  ένα μακρύ και κατσαρό ροχαλητό που θα’ λεγες πως δεν ανήκει σε  άνθρωπο.  

“Ο θείος κάνει έτσι;” ρώτησε όλος διάθεση για καλαμπούρι ο Νικόλας.

“Ναί”

“Ώ ρε μάνα μου, ξεθεωμένος είναι ε;”

“Σσσσ. Σκάσε”. Λίγο πριν φθάσουν στο δωμάτιο, ο Πάνος μπήκε μπροστά του σαν να του ‘ρθε ξαφνικά, να κάνει τον πορτιέρη στο ίδιο του το σπίτι.

“Τι κάνεις εκεί ρε;”

“Υποσχέσου μου, πως δε θα φρικάρεις και πως δε θα το βάλεις στα πόδια ότι κι αν είναι αυτό που θα δεις”.

“Αν είναι τίποτα εμετοί, ξέχνα το, δε τους μαζεύω. Το στομάχι μου γυρίζει και μόνο που το σκέφτομαι”.

“Πρόσεξέ με. Δεν είναι εμετοί” διευκρίνησε όσο πιο εμφατικά γινόταν ο Πάνος και χωρίς άλλη καθυστέρηση, έφυγε μπροστά απ’ το ορθάνοιχτο Π της εισόδου. Ο Νικόλας προχώρησε στα ενδότερα με σφιγμένο στομάχι. Όταν πια είδε τον κουκουλωμένο σωρό δίπλα στο κρεβάτι, αισθάνθηκε πως αν δεν του έκαναν πλάκα, κάτι πολύ στραβό συνέβαινε εδώ πέρα. Τράβηξε με τρόπο το πάπλωμα και όταν αντίκρισε  το ακούνητο σώμα της Νατάσσας, δάγκασε το χέρι του για να μη ξεφωνίσει.

“ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΈΚΑΝΕΣ ΡΕ ΑΧΡΗΣΤΕ;” Ο Πάνος έπεσε όλος επάνω του, ρίχνοντας τον στο μονό του κρεβάτι και με το χέρι, του έκλεισε αεροστεγώς το στόμα, ώσπου να βεβαιωθεί ότι η αντίδραση απ’ το πρώτο σοκ είχε ξεθυμάνει. 

Όταν πια  ηρέμησαν τα πνέυματα, ο Νικόλας πέρασε τα δάχτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά του παραμένοντας εκεί, στον τόπο του Κακού.  Αυτό μάλλον σήμαινε πως δε σκόπευε να τον αφήσει να τα βγάλει πέρα μονάχος του. “Τι κάνουμε τώρα ξάδερφε;” είπε ο Νικόλας με μια κάποια ψυχραιμία παραπάνω.

“Πρέπει να με βοηθήσεις” είπε επιτακτικά ο Πάνος.

“¨Πρέπει;¨δε νομίζω” ότι ¨πρέπε騔 τον έβαλε στη θέση του ο Νικόλας, “Αλλά απ’ την άλλη δε βλέπω με ποιο τρόπο μπορείς να τα ξεσκατώσεις μόνος σου έτσι που τα κανες”. Τούτο το τελευταίο,  ακούστηκε σα να το απηύθηνε στον εαυτό του. “ΠΑΛΙΟΜΑΛΑΚΑ!  Καταλαβαίνεις τι πήγες κι έκανες;  Ας την έδιωχνες να πάει στο καλό, άμα δε τα βρίσκατε. Τι διάολο σκεφτόσουν δηλαδη;” Τώρα ο Πάνος τον άκουγε να του υψώνει τη φωνή, δίχως να αντιδρά. Καταλάβαινε πως αυτό, ήταν κάτι σαν απαραίτητη στάση η οποία  έπρεπε να γίνει, αν ήθελε μετά ο ξάδερφος, να τον βοηθήσει στο ¨καθάρισμα¨.  Μόλις κόπασαν και οι τελευταίες αυτές φυσιολογικές αντιδράσεις, ο Πάνος, έπιασε το άψυχο κορμί της Νατάσας  απ’ τα χέρια, ο Νικόλας απ’ τα καλλίγραμμα πόδια και σαν βετεράνοι μεταφορείς  που ‘χαν μπει σε κάποιου είδους αυτόματο πιλότο, την κουβάλησαν ως το αμάξι του Νικόλα που ήταν αραγμένο λίγα μέτρα δίπλα από το σπίτι. Σαν έφθασαν, την τοποθέτησαν στο πίσω κάθισμα ρίχνοντας πάνω της μια μάλλινη κουβέρτα. Ο Πάνος, λίγο πριν μπουν στο αυτοκίνητο, χτύπησε με τη παλάμη το κεφάλι του σαν ένα είδος αυτοτιμωρίας  που  κόντεψε να ξεχάσει το πιο σημαντικό απ’ όλα. Είπε στον ξάδερφο να περιμένει ένα λεπτό, πετάχτηκε ως την αποθήκη και επέστρεψε μ’ ένα φτυάρι. Απόμεναν δυο ώρες ακόμα προτού να ξημερώσει. Ο Νικόλας έβαλε μπροστά και ο Πάνος από δίπλα του βάλθηκε να κοιτά  ίσια μπροστά τον επαρχιακό δρόμο. Το χλιαρό φώς από μια σειρά  φανοστάτες της ΔΕΗ, έφεγγε ασθενικά. Ο γρύλλος, κρύμμενός πίσω απο κάτι κλαδιά, τους μαρτύραγε θαρείς με το τραυλό τραγούδι του. Ο φυσικός Κόσμος ¨ήξερε¨.  Στο μυαλό του Νικόλα, ήρθε τελείως ξεκάρφωτα, μια παιδική ανάμνηση. Τότε που μικρός, χάζευε το αγριευτικό σκοτάδι της νύχτας απ’ το παράθυρο του πατρικού του και συλλογιόταν πως κάτι πολύ μοβόροι και αδίστακτοι τύποι θα έκοβαν βόλτες εκεί έξω αυτή την ώρα.

Όταν πια  απομακρύνθηκαν  αρκετά, ο Πάνος, σε κάποιο νεκρό σημείο της διαδρομής, αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε ψυχή  εκεί γύρω, πέταξε το τσαντάκι  με το κινητό  τηλέφωνο της νεκρής απ το παράθυρο. Του Νικόλα, του φάνηκε ότι ο άνθρωπος που είχε δίπλα του,  ήξερε πολύ καλά τι έκανε για πρωτάρης του ποινικού κώδικα. Σχεδόν πια δεν τον αναγνώριζε.  Σταμάτησαν ύστερα από λίγο, σε μια δύσβατη κατηφορική περιοχή με σκαφτερό έδαφος που έφερε το πολύ ταιριαστό όνομα “Κακοπέρασμα”. Σιγουρεύτηκαν ότι δεν πέρναγε κανείς τούτη τη στιγμή από κεί, έβγαλαν τη νεκρή  και την απόθεσαν σε ένα τυφλό σημείο όπου δεν το βλεπαν τα φώτα των γιωταχί αν παρελπίδα τύχαινε να περάσει κάποιο αυτή την ώρα. Ο Νικόλας ανέλαβε το άχαρο  κομμάτι που ήταν το σκάψιμο του λάκκου. Ο Πάνος παραφύλαγε δίπλα, για τυχόν περαστικούς. “Δε το θελα” είπε τελείως ανώφελα ο Πάνος. ενώ ο ξάδερφος από δίπλα παιδεύονταν με τα χώματα. Το σκοτάδι της νύχτας, μπορεί να βοήθαγε στο να μένεις αθέατος όταν είχες να κάνεις τέτοιου είδους βρωμοδουλειές, αλλά δυσκόλευε όλα τα άλλα.

“Άστα τώρα αυτά κι έλα βάλε ένα χεράκι να δούμε τι θα κάνουμε”. Κοίταξαν κι οι δυο το λάκκο. Δεν ήταν αρκετά βαθύς. Ο Νικόλας συνέχισε να σκάβει υπεύθυνα και ρυθμικά, χωρίς τώρα να αφήνει στο κέφαλι του χώρο για σκέψεις. Ο Πάνος, χάζευε από πάνω την πορεία των εργασιών μένοντας άπραγος. “Είναι αρκετά βαθύς τώρα;” ρώτησε το Νικόλα, σα να μη τον αφορούσε και πολύ αυτό που συνέβαινε εκεί πέρα. Ο Νικόλας απ’ το ενάμισυ μέτρο βάθος που ‘χε μπει, ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. “Θέλεις μήπως να μπεις μια μέσα να το διαπιστώσεις ο ίδιος;”.

“Καλά ντε αφεντικό, δεν είπαμε και τίποτα” είπε κάνοντας χιούμορ ο Πάνος ενώ τα ισχυρά φώτα ενός αγροτικού που ένας θεός ξέρει τι δουλειά είχε να περνάει από εκεί τέτοια ώρα, τον έκαναν  να σωριαστεί όπως ήταν στο έδαφος κατά πως του ‘χαν μάθει να κάνει στους πεζικάριους.  Ο Νικόλας, γεμάτος ανάμεικτα αισθήματα φροντίδας απ’ τη μια κι αηδίας απ’ την άλλη για τον συγγενή του, συνέχισε βουβός να φτυαρίζει τη γη. Διάολε, πως να μείνει κρυφό κάτι τέτοιο. Πως να μη το βρουν μπροστά τους,  αφού η ζωή τους θα ήταν ριζωμένη δίπλα απ’ αυτό το κακό. Το φτυάρι υπό την πίεση του χρόνου, δούλευε ασταμάτητα. Ο Νικόλας είχε μουσκέψει από έναν κολλώδη και δυσάρεστο ιδρώτα. “Να δεις που αυτός που θάβουμε είναι ο εαυτός μας εδώ πέρα”, είπε σχεδόν σίγουρος για το τι τους περίμενε.

“Είναι εντάξει;” ξαναρώτησε ο Πάνος.

“Σε μισή ώρα χαράζει, λες να με κόφτει αν έχει το τέλειο βάθος;”

“Κι άμα ρίξει καμιά βροχή και ξεμυτίσει από μέσα κανένα χέρι;”

Ο Νικόλας δεν απάντησε. Ήταν σα να ‘χαν αλλάξει θέσεις και ο Πάνος να ήταν απλώς  το παιδί που φύλαγε τσίλιες  κι όχι ο φυσικός αυτουργός. Δίπλα απ’ το χείλος του λάκκου, το σκεπασμένο σώμα της Νατάσας. Το σκοτάδι, είχε σταθεί από πάνω τους σα προστάτης άγγελος ώσπου να τελειώσουν. Η νύχτα τις εγκρίνει κάτι τέτοιες δραστηριότητες, πήγε να αστειευτεί στον εαυτό του ο Νικόλας, αλλά το χείλι του δε σάλεψε καθόλου. Έσκαψε λίγο ακόμα. Μόλις ο λάκκος έδειξε να είναι αυτός που έπρεπε, ο Νικόλας  πήρε τη νεκρή στα χέρια όπως οι γαμπροί τις νύφες την πρώτη νύχτα του γάμου. Εκείνος τολμούσε να πιάσει την πεθαμένη χωρίς να νιώθει να του καίει τα χέρια όπως πιθανότατα ένιωθε ο άλλος. Παρόλα αυτά, ήταν τέτοια η εξάντληση του απ’ το σκάψιμο,  που ένιωσε πως δε θα τα κατάφερνε να την κουμαντάρει μονάχος του.

Έλα εδώ μια στιγμή” είπε στον Πάνο που είχε καλομάθει τόση ώρα να κόβει βόλτες πέρα δώθε χωρίς να κάνει τίποτα. “Πιάσε την απ’ τα χέρια”. Ο άλλος, δυσφορώντας, έκανε όπως του είπε. Την ακούμπησαν προσεκτικά στο κέντρο της τρύπας, λες και υπήρχε κι άλλη ζημιά να πάθει. Από κει και έπειτα το κλείσιμο του λάκκου τους φάνηκε παιχνίδι. Μόλις η τρύπα καλύφτηκε τελείως, ο Νικόλας  με την ανάποδη απ το φτυάρι του, κοπάνισε  το χώμα από πάνω για να κάτσει.  Στάθηκαν λίγο και κοίταξαν τούτο τον αυτοσχέδιο τάφο. Ήταν σα να μην είχε σκαφτεί ποτέ. Μπήκαν στο αμάξι που τους περίμενε λίγο πιο πέρα σαν τρίτος συνεργός, και πήραν το δρόμο της επιστροφής. 

Στο μυαλό του Νικόλα, άρχισαν να προβάλλονται σκηνές από τα εφιαλτικά “προσεχώς”. Οραματίστηκε τους δυό τους, να οδηγούνται μέρα μεσημέρι, σιδηροδέσμιοι στο γραφείο του ανακριτή, ακολουθούμενοι από ένα εξαγριωμένο πλήθος συγγενών αλλά και τελείως ασχέτων με την υπόθεση, που θα εκτόξευαν απάνω τους πέτρες, μπουκάλια από πλαστικό και αναθέματα. Μεμονωμένες φωνές αγνώστων με πιο πάνω απ’ όλες, αυτή της αθάνατης κυράτσας της διπλανής πόρτας να κρώζει “ΚΤΗΝΗ, ΚΤΗΝΗ! ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΑ ΚΤΗΝΗ!” κι όλος αυτός ο χορός των αγρίων θα ονομάζονταν απ’ τα κανάλια  “Αυθόρμητη  έκφραση του λαϊκού αισθήματος¨.

“Και τώρα αρχίζει το μεγάλο θέατρο” είπε ο Νικόλας κοιτώντας ευθεία μπροστά το δρόμο. Παρα το ότι δούλευε φαναρτζής  σε φανοποιείο, ήταν άτομο με ανησυχίες  που είχε  διαβάσει  πέντε- έξι βιβλία στη ζωή του. Ο Πάνος δεν έδειχνε να’ χει διάθεση για κουβέντες. Η μέρα στο βάθος, χάραζε σιγά σιγά, σπάζοντας το πολύτιμο για αυτούς  μαύρο. Ο Νικόλας έχοντας πάντα το νού του στο τιμόνι, γύρισε μια στιγμή και τον κοίταξε. Ο φονιάς ξάδερφος είχε εκείνη την εντελώς ουδέτερη έκφραση που δε σ’ άφηνε να καταλάβεις τι διάβολο γίνεται μες το κεφάλι του και που έκανε το Νικόλα να θέλει να κάνει μια στάση λίγο παρακάτω για να τον πλακώσει στο ξύλο. Να πάρει και να σηκώσει δε μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη ότι δε θα σε δώσει στεγνά, αν αγριέψουν τα πράγματα, ένας τέτοιος τύπος, σκέφτηκε ο Νικόλας για τον ξάδερφό που τώρα του φαινόταν δυο τόνους πιο άγνωστος από πριν. “Άκουσες τι σου είπα; Τώρα αρχίζει η μεγάλη παράσταση. Λοιπόν αν σε ρωτήσουν, το κορόιδο. Δεν έχεις ιδέα  που πήγε απ’ την ώρα που έφυγε απ’ το σπίτι σου. ‘Οσο για μένα, δε συναντηθήκαμε καθόλου απόψε. Κατανοητό;” Ο Πάνος, αρκέστηκε απλά σε ένα γνέψιμο, που όμως δεν καθησύχασε και πολύ τον ξάδερφό του. Σαν έφθασαν, τον άφησε ένα στενό πριν απ’ το σπίτι του. Για ευχαριστίες φυσικά, ούτε λόγος. 

Christos H. Theofilatos

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular