Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

«ποιος θα μιλήσει στη δακρυσμένη Μαρία;»

Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς πόσο σημαντική είναι η γλώσσα σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Η τρέλα υποδέχεται με ανύποπτους τρόπους την κάθε λέξη. Η παραμικρή φράση μπορεί να συντρίψει ή να καταπραΰνει, να εξοργίσει ή να καταρρακώσει. Από την άλλη, η τρέλα έχει το δικό της ιδιόλεκτο, ιδιαίτερα σύνθετο, υπαινικτικό, συχνά ερμητικό, απαραβίαστο. Στη γλώσσα της τρέλας εμφιλοχωρεί κάτι το άηχο, το σκοτεινό, το σιωπηρό, που υποβόσκει. Επί ένα χρόνο, κάθε Τετάρτη, η Τζόυ Σορμάν (Παρίσι, 1973) επισκεπτόταν ένα δημόσιο ψυχιατρείο της Γαλλίας, ιχνηλατώντας τις πολλαπλές εκφάνσεις των ψυχικών διαταραχών. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός της εισχώρησης σε έναν ξένο, αλλότριο τόπο. Η Σορμάν γράφει «στην» τρέλα, θέλοντας, θαρρείς, να υποδείξει την αδιακρισία της παρουσίας της σε έναν χώρο, όπου δεν ανήκει. Έχει παρεισφρήσει εκεί, μια παρατηρήτρια, μια επισκέπτρια, αδαής και αδέξια. Η συγγραφέας παρεισδύει στην τρέλα, αγωνιώντας να αποκρυπτογραφήσει τη διάλεκτό της, ακόμα και να τη μιλήσει, αναγνωρίζοντας σχεδόν εξαρχής την αποτυχία του λόγου της, στην πλήρη έννοιά του. Πασχίζει να φανταστεί, να διαισθανθεί όσα της διαφεύγουν, όσα η αντίληψή της παρασύρει μακριά της, έξω από την εμβέλειά της· «προσπάθησα, σαν ανήμπορο ζώο, να ενισχύσω μέσα μου τη διαίσθηση, να περιορίσω τη λογική -την επαγωγική και ανυπόμονη, την τόσο σίγουρη για τον εαυτό της- και να ενεργοποιήσω, ματαίως, τις αδρανείς ζώνες του πνεύματός μου».

«Αν το ψυχιατρικό νοσοκομείο είναι όντως μια περιπέτεια της γλώσσας, της ομιλίας και της σιωπής, της πληρότητας και του κενού, των κραυγών και των μουρμουρητών, της λογικής και του παραλόγου, του λόγου που θεραπεύει και του λόγου που εκτροχιάζει, ενδεχομένως να έδωσα υπερβολική σημασία σε αυτά που ειπώθηκαν, ενώ υπάρχουν επίσης εκείνα που αποσιωπήθηκαν».

Προσεγγίζοντας τους ασθενείς, η Σορμάν έχει την αίσθηση πως παρέλειψε τη σωστή απάντηση. «[…] αναρωτιέμαι αν αυτή ήταν η σωστή απάντηση, αν υπάρχει μόνο μία κατάλληλη απάντηση, τη στιγμή που στο ψυχιατρικό νοσοκομείο κάθε κουβέντα που εκστομίζεται έχει συνέπειες, παρηγορητικές ή επιζήμιες, χωρίς να μπορεί κανείς πάντα να τις αποτιμήσει, χωρίς να μπορεί κανείς πάντα να κρίνει αν τα λόγια κατευνάζουν ή κατακρεουργούν».

Οι ασθενείς, διαπιστώνει η Σορμάν, είναι «πολύ ευαίσθητοι στο ζήτημα του πώς τους απευθύνεσαι, σ’ αυτό το συχνά θολό όριο ανάμεσα στη συμπόνια, την τρυφερότητα, την ενσυναίσθηση, από τη μια, κι έναν αποχαυνωτικό και πατερναλιστικό τόνο, από την άλλη». Στο ψυχιατρείο η γλώσσα ενέχει την επικινδυνότητα ενός πυροκροτητή. «Καμία κουβέντα δεν είναι ανώδυνη, καμία φατική λειτουργία της γλώσσας».

«Εδώ οι λέξεις είναι καθοριστικές, οπωσδήποτε σημαντικότερες απ’ ό,τι αλλού, δραματικές και σωτήριες, πρέπει να ξέρει κανείς να τις επιλέγει, πρέπει να ξέρει πώς να τις λέει, με αυστηρότητα, σε συνεχή επαγρύπνηση – σε ποιον μιλάω, πώς και γιατί».

Πολλοί ασθενείς εξεγείρονται απέναντι στις θεραπευτικές διαδικασίες που σκαλίζουν τη ζωτικότερη έκφανση της ύπαρξής τους, την τρέλα. Αισθάνονται λες και οι γιατροί με μια λάμπα στραμμένη στο κρανίο τους, ψαχουλεύουν τις εσωτερικές τους θύελλες. Έχουν χάσει τα πάντα και παρ’ όλα αυτά κινδυνεύουν από μια ακόμη απώλεια, αυτήν της κυριότητας της ασθένειάς τους. Ο λόγος της ψυχιατρικής μιλάει εξ ονόματός τους, εισδύοντας στο έσχατο καταφύγιό τους, την τρέλα. Τα ήδη κατεστραμμένα στόματά τους, χοάνες απ’ όπου αναβλύζουν αδιάκοπα «σπαράγματα ακατανόητων φράσεων», αποστομώνονται από το ζοφερό ιδιόλεκτο της ψυχιατρικής. Και όμως οι γιατροί επιμένουν στη σημασία της ομιλίας, καθώς εκεί ακριβώς αναζητούν το σύμπτωμα. Γι’ αυτό προσπαθούν να εντοπίσουν στον λόγο «τη φράση που χτυπάει, την έννοια που δεν στέκει, τη λέξη που δεν κολλάει και που, στη ροή μιας ομιλίας ανώδυνης και τακτοποιημένης, θα αποκάλυπτε την παθολογία».

Μέσα στον ακατάπαυστο θόρυβο του ψυχιατρείου, μια διαρκής εμβοή από πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν, κλειδαριές και κλειδιά, ιατρικές αναγγελίες, σουρσίματα, ουρλιαχτά, στριγκλιές και αναφιλητά, η πιο επίφοβη ηχητική είναι η σιωπή. Η Σορμάν αισθάνεται καχύποπτη απέναντι στην αβάσταχτη σιωπή. Δεν διαθέτει το λεξιλόγιο για να την αντικρούσει. Πάντοτε στη σιωπή ελλοχεύει το ανείπωτο, ένας άφατος φόβος, ένα άλαλο άγχος, άπειρα, αδιαπέραστα στρώματα οδύνης. Εκείνος που αρνείται να μιλήσει, παραμένει απλησίαστος, περίκλειστος στον μοναδικό του, αναντικατάστατο πόνο. Η Σορμάν κατανοεί πως οι τρελοί είναι πλάσματα ανέγγιχτα, αποσυρμένα σε μια κόγχη του μυαλού τους. «Με πονάει το μυαλό μου», της λέει ο Μπιλάλ, μια «εξουθενωμένη και κλαμένη φιγούρα που σέρνεται στους διαδρόμους».

Από το άλλο μέρος, μια κλινική ψυχολόγος του λόγου, υπερασπίζεται τις αρετές της σιωπής, καθώς θεωρεί πως δεν είναι πάντοτε ωφέλιμο να μιλάς, η ομιλία μπορεί να επιφέρει την έκρηξη. Άλλωστε, η λογόρροια συγκαταλέγεται στα συμπτώματα της τρέλας. Η σιωπή αποσπά τους ασθενείς από τη γλώσσα, απομακρύνοντάς τους ταυτόχρονα από το φαντασιακό. «Πρέπει να είμαστε πάντα επιφυλακτικοί με τα πλεονεκτήματα της ομιλίας και να αφήσουμε ήσυχους τους ασθενείς, δεν το αντέχουν άλλο να θέλουμε να μιλάμε, το μόνο που ζητούν είναι να τους αφήνουμε στην ησυχία τους και να τους δίνουμε τον χρόνο να απαντάνε, διότι ο χρόνος των ψυχωτικών είναι ένας διεσταλμένος χρόνος, ακόμα πιο διατεταμένος από τα φάρμακα […]».

Η γλώσσα της ψύχωσης είναι πολύτροπη, διάστικτη από «χαμηλά ηχητικά κύματα» και «αόρατα σινιάλα», «υπάρχει η ψιθυριστή επιθετικότητα, οι μουρμουριστές εξομολογήσεις, το συνεχές τερέτισμα του παραληρήματος, και υπάρχουν τόσοι άλλοι τρόποι επικοινωνίας, οι λέξεις δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανούν αρκετές». Το ιδιόλεκτο της τρέλας το βαραίνει ένα «υπόκωφο και απωθημένο φορτίο». Στην εκφραστική γκάμα της τρέλας καταφεύγουν οι ασθενείς για να υποδηλώσουν την ανταρσία τους απέναντι στις ιατρικές πρακτικές, για να υπονομεύσουν και να παρακωλύσουν «τη λειτουργία της ιδρυματικής μηχανής. «Υπάρχει το υπεροπτικό χαμόγελο, το βλέμμα στον ουρανό, η πεισματική σιωπή, η ήσσων προσπάθεια, η δυσφορία, ένα εχθρικό μουρμουρητό, τα ειρωνικά χαχανητά, ένα ηχηρό ρέψιμο, οι αναστεναγμοί αγανάκτησης, ένα ολόκληρο εκφραστικό ρεπερτόριο […]».

Υπάρχουν πολλές λέξεις για την τρέλα, λέξεις τρυφερές, επιστημονικές, αλαζονικές, τρομακτικές ή απωθητικές, αλλά όλες «παραμένουν αναιρέσιμες». Η γλώσσα της ψυχιατρικής, η αυστηρή επιστημονική ορολογία, έπεται της συμπτωματολογίας. Από την άλλη, είναι επιβλητική η παρουσία των διαταραχών του λόγου μέσα σε όλο το κατεβατό των συμπτωμάτων με τις αινιγματικές ονομασίες.

Ο Φρανκ έχει διαγνωστεί με σχιζοφρένεια, αλλά η λέξη δεν του αρέσει. Προτιμά το «τρελός». Η τρέλα είναι «το προνόμιό του, το καμάρι του, το λάφυρό του» και αρνείται να την εκχωρήσει στους γιατρούς. Για τον Φρανκ «η τρέλα δεν είναι εντέλει το όνομα μιας ασθένειας από την οποία πάσχει, αλλά της ανθρώπινης δυστυχίας του». Αλλά και πάλι η οδύνη του αστραποβολεί από εξαίσια οράματα.

«Ο Φρανκ αρνείται να γίνει αυτό το άθροισμα λέξεων που δεν του ανήκουν και που η σημασία τους του διαφεύγει, αρνείται να τον ερμηνεύουν, να τον μεταφράζουν σε μια άλλη γλώσσα, απεχθάνεται αυτό το ιατρικό λεξιλόγιο που κωδικοποιεί ανενδοίαστα την κάθε του φράση· δεν του ταιριάζει να βάζουν στο στόμα του άλλα απ’ αυτά που λέει, δεν του ταιριάζει οι λέξεις να έχουν νόημα με διπλό πάτο, δεν του ταιριάζει να υπάρχει ένα εντεύθεν της γλώσσας, και οι λέξεις να αποτελούν συμπτώματα».

Εκείνο με το οποίο η Σορμάν έρχεται αντιμέτωπη κάθε Τετάρτη είναι το ανθρώπινο είδος στα όριά του, συχνά επέκεινα των ορίων του, πολύ μακριά. Πλάσματα δέσμια των ταραγμένων, έντρομων μυαλών τους, αθύρματα του πιο άγριου, ατίθασου και σκοτεινού εαυτού τους. Είτε σχιζοφρενής, είτε ψυχωτικός, είτε μελαγχολικός, ο τρελός είναι πρώτα απ’ όλα μακρινός, ξένος στον κόσμο αλλά και στον εαυτό του. Η νοσηλεία επιτείνει την ξενότητα, απογυμνώνοντας τους ασθενείς από κάθε αίσθηση ατομικότητας. Η Σορμάν παρατηρεί με αμηχανία και συμπόνια «ζόμπι από μπλε χαρτί» να κυκλοφορούν γύρω της. Μπαίνοντας στο ψυχιατρείο υποχρεώθηκαν να ξεγυμνωθούν, να απεκδυθούν την πρότερη ζωή τους, να στερηθούν κάθε περίβλημα ιδιοπροσωπίας και να φορέσουν τη χάρτινη μπλε πιτζάμα αποτροπής της αυτοκτονίας, «την περιβολή του ιδρύματος», «το ένδυμα της μοναξιάς, το έμβλημα του ψυχιατρικού νοσοκομείου». Αυτό το χάρτινο ρούχο ταπεινώνει, παραβιάζει την έννοια της αξιοπρέπειας, επισπεύδοντας την υποταγή.

Μαζί με τα ρούχα τους και συνεπώς το σώμα τους, οι ασθενείς οφείλουν να παραδώσουν στο νοσηλευτικό προσωπικό και όλα τους τα προσωπικά αντικείμενα. Έτσι, χάνοντας τα ασήμαντα υπάρχοντά τους, νιώθουν αποστερημένοι από «οποιαδήποτε ιδιοκτησία». «Η απογραφή αποτελεί, μαζί με την πιτζάμα, ένα τρομακτικό δίπτυχο, τις δύο όψεις της ψυχιατρικής εδραίωσης, ένα τελετουργικό παραίτησης και υποταγής».

Ένα σημαντικό αγαθό που επίσης χάνουν οι ασθενείς είναι ο χρόνος, το δικαίωμα διαχείρισής του. Στο ψυχιατρείο ο χρόνος κατατέμνεται από άτεγκτα τελετουργικά. Ώρα για τσιγάρο, μια δεκάλεπτη έξοδος στον κήπο ή στην καφετέρια, γεύματα, εργοθεραπεία, διανομή φαρμάκων, κλείδωμα πόρτας. Αυτές οι ψυχιατρικές τελετουργίες συντείνουν σε μια προσομοίωση κανονικής ζωής, δημιουργώντας μέσα στη δομή έναν θύλακα πραγματικότητας. Μπαίνοντας στο ψυχιατρείο η Σορμάν είχε έντονη την αίσθηση της διασάλευσης του χρόνου. Ένιωθε τον χρόνο κολλώδη, να απλώνεται παχύρρευστος μες στον χώρο, να σέρνεται σε επώδυνες, αργόσυρτες στιγμές, να βραδυπορεί και να απολιθώνεται.

«Και ο χρόνος δεν είναι τόσο αυτός των ρολογιών όσο εκείνος της ψυχής, μια πειραγμένη διάρκεια, μια διαταραγμένη χρονολόγηση, όπως είναι και η αντίληψη, τα συναισθήματα. Στα πάσχοντα πνεύματα, τα πάντα επιβραδύνονται και επιταχύνονται αιφνιδιαστικά, χωρίς να εντοπίζεται κάποια λογική, χωρίς να είναι δυνατή η πρόβλεψη».

Η Σορμάν επιμένει στην εξουσία που ασκεί η κλειστή δομή του ψυχιατρείου, τόσο στους ασθενείς όσο και στους νοσηλευτές. Σε όλες τις σελίδες του βιβλίου διακρίνεται η αμφιρρέπειά της ανάμεσα στην καταπίεση των ασθενών και την κατασταλτική δύναμη των γιατρών. Διαβλέπει κάτι το σαδιστικό στους θεραπευτικούς τρόπους. Καταλήγει σε αδιέξοδο όταν προσπαθεί να αναλογιστεί τον συσχετισμό ανάμεσα στην κατασταλτική ηθική και τον ιατρικό ορθολογισμό. Κάποιες φορές οι θεραπείες τής μοιάζουν τιμωρίες. Την μπερδεύει το ακαταλόγιστο των ασθενών. Αν οι τελευταίοι, εξαιτίας της τρέλας τους, δεν φέρουν ευθύνη για τα ξεσπάσματά τους, τη δυσφορία τους, την αποστροφή τους, την οργή τους, γιατί αναγκάζονται να λογοδοτήσουν ώστε κατόπιν να τιμωρηθούν; Έτσι, όμως, ο ασθενής παύει να είναι «θύμα της ψύχωσής του» και καθίσταται ένοχος.

Η Σορμάν θέτει εμφατικά ηθικούς προβληματισμούς, προτάσσοντας και πάλι τον λόγο, ακριβέστερα την υστέρησή του έναντι της φαρμακευτικής αγωγής. Φαίνεται πως τα χάπια κατίσχυσαν του λόγου, του ιαματικού διαλόγου. Η «διοικητική Μέδουσα, μια εξουσία που δίνει διαταγές, απόμακρη και απροσπέλαστη, διάχυτη σε μια αλυσίδα αποφάσεων και ευθυνών», επιβάλλει στους νοσηλευτές μια αυστηρά γραφειοκρατική κατανομή του χρόνου, μετατρέποντας τους στην ουσία σε διανομείς φαρμάκων. Έτσι, οι θεράποντες διαθέτουν «όλο και λιγότερο χρόνο και όλο και περισσότερη χημεία». Όμως, αν το νοσηλευτικό προσωπικό είναι εξουθενωμένο από την τήρηση κανονιστικών διαδικασιών, «ποιος θα μιλήσει στη δακρυσμένη Μαρία;»

«Διότι ο πιο κουρασμένος απ’ όλους μας είναι πάντα ο ασθενής».

Η κοινωνία δεν θέλει τους τρελούς της, την τρομάζουν. Ορισμένοι νοσηλευτές έχουν την άποψη πως καλούνται να λύσουν προβλήματα περισσότερο κοινωνιολογικά, ακόμη και νομικά, και λιγότερο παθολογικά. Ωστόσο, το ζητούμενο είναι ακριβώς η επανένταξη στην κοινωνία, στην πόλη, ένα ζήτημα οικονομικό και ανθρωπιστικό. Οι γιατροί επιχειρούν να πείσουν τους ασθενείς να ξαναβάλουν έστω ένα κομμάτι της κοινωνίας μέσα τους. Αλλά στην πραγματικότητα πολύ δύσκολα ένας ψυχωτικός ή ένας σχιζοφρενής βρίσκουν μια θέση στην πόλη. Οι τρελοί είναι ταραξίες, που περιφρονούν και καταπατούν ασύστολα τις κοινωνικές συμβάσεις. Δεν δείχνουν παρουσιάσιμοι, δεν δείχνουν αρκετά λειτουργικοί, δεν ανταποκρίνονται σε κανένα μοντέλο αποδοτικότητας. Ένας νοσοκόμος λέει στη Σορμάν: «Αν αρνηθούμε να τους αγαπήσουμε, θα πεθάνουν».

Οι γιατροί με τους οποίους συνομιλεί η συγγραφέας δείχνουν καταπονημένοι, αποθαρρημένοι, υποστηρίζουν πως η ψυχιατρική στη Γαλλία διανύει τη χειρότερή της περίοδο. Η φροντίδα των ασθενών έχει περιοριστεί απελπιστικά. Η διαθεσιμότητα και η προσοχή, βασικό δίπολο της νοσηλείας, περιστέλλονται από την έλλειψη πόρων και προσωπικού. Αν οι γιατροί προκρίνουν τη συνδρομή των ουσιών και τον παρατεταμένο εγκλεισμό στο δωμάτιο απομόνωσης, είναι επειδή, πέρα από τον χρόνο, έχουν χάσει και την πίστη τους στον λόγο. Δίχως τα φάρμακα, η γλώσσα τους «θα ψυχορραγούσε, περιορισμένη σε μερικά μηχανικά και απονευρωμένα λόγια, υπαγορευμένα απ’ τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, σε μερικές αφύσικες, παράλογες και βάναυσες φράσεις». Όμως, η κατάθλιψη του Αρτύρ, η «εκκωφαντική του μοναξιά», δεν απαλύνεται ούτε με χάπια ούτε με λόγια. Η οδύνη της μελαγχολίας του είναι απλησίαστη, απροσπέλαστη. Ο Αρτύρ έχει «μια λίμνη στη μέση του κεφαλιού» του. Κανείς δεν ξέρει «ποια λόγια ή ποιες κινήσεις θα είχαν ακόμα κάποιο νόημα, θα μπορούσαν να φτάσουν ώς αυτόν, μέσα στην ομίχλη και στο χάος, και δεν θα ήταν απλώς μάταια και ανάρμοστα». Σύμφωνα με τον Αρτύρ, «αν τα φάρμακα σε βοηθάνε λίγο να βαστάς, δεν σε κάνουν και ν’ αγαπάς τη ζωή».

«Έχετε δει τα μούτρα της πραγματικότητας, γιατρέ; Δεν σου ανοίγουν και πολύ την όρεξη». Η νεαρή Πωλίν είναι αυτοκτονική, όπως και η συγκάτοικός της στο δωμάτιο η Μέγκαν. Και οι δύο ξέρουν πως δεν είναι απόλυτα φυσιολογικές, «αφού φυσιολογικά είναι τα άτομα που δεν έχουν σκεφτεί ποτέ να αυτοκτονήσουν». Η δεκαεννιάχρονη Μέγκαν, με ήδη πολλές απόπειρες, εκφράζει μια παράξενη άποψη για την αυτοκτονία, προτείνοντάς την σαν μέσο αναζωογόνησης της θέλησης για ζωή, στον βαθμό βέβαια που παραμένει αποτυχημένη: «η απόπειρα αυτοκτονίας είναι ένα όπλο, μια καταφυγή – ενδεχομένως, ακριβώς ένας τρόπος να επιβιώσεις από κάτι που θα έπρεπε κανονικά να σε έχει σκοτώσει, ίσως να κάνω απόπειρες αυτοκτονίας για να μην πεθάνω, εντέλει».

Ασφαλώς δεν θέλουν όλοι οι ασθενείς να πεθάνουν. Η Σορμάν εντυπωσιάζεται από την αντοχή της ζωής μέσα στον ζόφο του ψυχιατρείου. Αναθαρρεί μπροστά σε κάθε σπίθα εξέγερσης και αντίστασης, «μια σπίθα λαμπερή και κοφτερή σαν διαμάντι». Υπάρχει ακόμα ζωή μέσα σε αυτά τα σακατεμένα κορμιά, νωθρά, διαβρωμένα από τα φάρμακα, αποδεκατισμένα από τον εγκλεισμό. Υπάρχουν στιγμές που ο πόνος, η οδύνη, η βαθύτερη κατάθλιψη, αποσύρονται από ένα αιφνίδιο ξέσπασμα, από τη ζωή που επιμένει, διεκδικεί και εξεγείρεται. «Όλοι αρνούνται, αμφισβητούν, απορρίπτουν, καμία τρέλα δεν τους απομακρύνει οριστικά απ’ αυτή την ενόρμηση, την έξαψη των ανθρώπων που κλείνονται μέσα και τίθενται υπό περιορισμό».

Μπορεί μέσα στην κλειστή δομή τα πράγματα να είναι πολύ δύσκολα, αλλά έξω είναι ακόμα χειρότερα. «Οι παλιοί πάντα προειδοποιούν τους νέους: εδώ, όσο περισσότερο μένεις, τόσο λιγότερο θες να βγεις». Γι’ αυτό οι χρόνιοι ασθενείς πρόθυμα εγκλωβίζουν τη ζωή τους ανάμεσα στους διαδρόμους, τα δωμάτια και τις κοινόχρηστες αίθουσες του ψυχιατρείου. Πολλοί επιστρέφουν ξανά και ξανά, γιατί «ο έξω κόσμος προσφέρει πολύ λιγότερες απολαύσεις και παροχές από τις ψυχιατρικές υπηρεσίες». Από την ακατάσχετη βία τού έξω κόσμου και την πάντα επίφοβη ελευθερία, προτιμούν τον εγκλεισμό, την εξάρτηση, τη συνταγογραφημένη ζωή, «την καχεκτική, ακινητοποιημένη, στραγγισμένη απ’ την ουσία της, σχεδόν αφανισμένη καθημερινότητα» του ψυχιατρικού νοσοκομείου, τη «θανατερή επανάληψη» απαράλλαχτων τελετουργικών, που εκτελούν χρέη ωραρίου, την καταναγκαστική χορήγηση νευροληπτικών· «νιώθουν υπερβολικά ευάλωτοι, υπερβολικά ανήσυχοι για να βγουν, δεν υπάρχει τίποτα γι’ αυτούς εκεί έξω, μια χαρά είναι εδώ, έχουν συνηθίσει το άνοστο φαγητό και θα το έπαιρναν πολύ άσχημα αν προσπαθούσε κανείς να τους ξεφορτωθεί».

Και εδώ προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα για την ψυχιατρική, ποιους να διώξει και ποιους να κρατήσει; Πώς διαχωρίζεται η ίαση από τη σταθεροποίηση; Ποιος έχει θεραπευτεί αρκετά ώστε να αντέξει την έξω ζωή; Ποιος είναι σε θέση να αντέξει, επιστρέφοντας στην κοινωνία, το μαρτύριο της κοινωνικής υποβάθμισης; Να αντέξει τη βία και το αίσθημα εγκατάλειψης, στα οποία αναπόφευκτα θα εκτεθεί; Όπως συνειδητοποιεί η Σορμάν, ο τρελός είναι παντελώς κατεστραμμένος από την κοινωνία και το ψυχιατρείο καλείται να αποκαταστήσει αυτή την εξωγενή ζημιά. Όπως και αν έχει, η ζωή δεν θεραπεύεται, δεν θεραπεύεται ποτέ ο φόβος «τού να είσαι ζωντανός». «Ο πόνος είναι η μοίρα όλων μας, όχι μόνο των τρελών, και δεν τον ξεφορτωνόμαστε ποτέ, δεν θεραπεύεται ποτέ η ζωή». Συνεπώς, πού πρέπει να τεθούν τα όρια της αγωγής;

«Συμβαίνει ασθενείς που τους δηλώνουμε αποθεραπευμένους να αυτοκτονούν, συγκλονισμένοι απ’ τη μονότονη ζωή που ξαναρχίζει, καταρρακωμένοι απ’ τον αφανισμό οποιουδήποτε συναισθήματος έξαψης, του χάους μέσα τους».

Πάρα πολλοί κανόνες για λίγη κανονικότητα. Η έλλειψη χρημάτων και ενδιαφέροντος, έχει φτάσει το ψυχιατρείο στο μη περαιτέρω, στο μη περαιτέρω της οδύνης. Διότι ο κατευνασμός του πόνου παραμένει ο μείζων στόχος. Η τρέλα δεν θεραπεύεται, αντιμετωπίζεται. Και η διοικητική δεοντολογία απομειώνει τον χρόνο φροντίδας των νοσηλευτών, αποστερώντας τους ασθενείς από ένα νεύμα, ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, μια αγκαλιά, μια λέξη. Η παρηγοριά του πόνου απαιτεί σωματική επαφή και διαρκή έγνοια και όχι ρύθμιση μέσω λογισμικών και νοσοκομειακών πρωτοκόλλων. Το πρωτόκολλο θανατώνει την ατομικότητα, την ενικότητα του ασθενούς. «Σ’ ένα πρωτόκολλο, δεν φροντίζουμε έναν τρελό, αλλά τους τρελούς. Σωστός είναι μόνο ο ενικός».

Αν ο τρελός βρίσκεται πια πολύ μακριά, η ψυχιατρική διαθέτει τον λόγο και τα χάπια για να τον προσεγγίσει, για να τον επαναφέρει εγγύτερα στην πραγματικότητα. Όμως, όπως παρατηρεί η Σορμάν, ο τρελός είναι εκείνος που κατασπαράχθηκε από την πολλή πραγματικότητα, «τρελός είναι αυτός που η πραγματικότητα τον χτυπάει κατακέφαλα». Τρέλα είναι η αδυναμία ανάσχεσης της πραγματικότητας. Οι τρελοί είναι άνθρωποι που έχουν σκάσει από την «τόσο δυνατή, τόσο μεγάλη πραγματικότητα, που κολλάει σαν βδέλλα στο κορμί και στο μυαλό τους». Πίσω από τις ασάλευτες κόρες των ματιών τους, πίσω από τα εκφραστικά, σκοτεινά, τεταμένα πρόσωπά τους, παραμορφωμένα από ανησυχητικές συσπάσεις και αγωνιώδεις μορφασμούς, μαίνονται «κρανιακές καταιγίδες», κοχλάζει η οδύνη της βιαιοπραγίας, μια «αδιάκοπη αναμπουμπούλα». Για τους τρελούς «τα πάντα αποτελούν βιαιοπραγία». «Και το πιο αμυδρό φως τούς καίει τα μάτια, το παραμικρό κροτάλισμα τους σκίζει τα τύμπανα, στα πορώδη κεφάλια τους επικρατεί απερίγραπτος σαματάς».

Σε αντίθεση με τους ψυχωτικούς, που έχουν χάσει «κάθε φίλτρο, κάθε οχύρωμα που κρατάει σε απόσταση τον κόσμο ακινητοποιώντας τον, που ορθώνει ανάμεσα στα κορμιά μας και την πραγματικότητα κάτι σαν ζώνη προστασίας, μια περίμετρο ασφαλείας και αιδούς», οι σχιζοφρενείς παρακάμπτουν την πραγματικότητα, καταφεύγοντας στο άσυλο του παραληρήματος. Τα παραληρήματα των σχιζοφρενών, οι αστρικές τους περιπλανήσεις, οι ενορατικές τους παραισθήσεις, είναι λυτρωτικές διαφυγές από τη βιαιότητα της πραγματικότητας. Το παραλήρημα είναι «κάτι σαν απόπειρα αυτοΐασης του ασθενούς, το έχει ανάγκη». Μέσα στη φρικτή μοναξιά της τρέλας, έχει κάτι να τον συντροφεύει και να του απευθύνεται, να τον παρηγορεί και να τον ησυχάζει. Γι’ αυτό αρκετοί γιατροί αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την ίαση της σχιζοφρένειας, θεωρώντας επικίνδυνο να στερείς από έναν σχιζοφρενή το παραλήρημά του. Όπως λέει στη Σορμάν μια ψυχίατρος, «[…] ο σχιζοφρενής που του στερείς το παραλήρημά του έχει την τάση να βαριέται, να βυθίζεται στην κατάθλιψη, τη θέση της τρέλας παίρνει το κενό, ενίοτε τρομακτικό, ξέρουμε να εξαφανίζουμε τις ψευδαισθήσεις μα δεν έχουμε να προτείνουμε τίποτα ως αντάλλαγμα, μια κακή συναλλαγή για τον ασθενή, σκέτη απάτη η ίαση».

Η φαρμακευτική αγωγή, γράφει η Σορμάν, είναι σαν ένας χημικός ζουρλομανδύας. «Πώς, μέχρι πού, σε τι βαθμό να συνταγογραφείς θεραπευτικές αγωγές ενάντια στο παραλήρημα, όταν το παραλήρημα κρατάει τον ασθενή, τον στηρίζει, τον γεμίζει; Πώς να εκτιμήσεις με ακρίβεια το ποσοστό του ρίσκου κι εκείνο της ωφέλειας;»

«Όλοι έχουμε το χάρισμα της τρέλας», επισημαίνει ένας γιατρός. Αρκεί ένα γεγονός για να «ενεργοποιήσει τη βόμβα, της παράνοιας ή της μανίας· παύουμε τότε να είμαστε ρευστοί, ευκίνητοι, τα πάντα παγώνουν ή εκτροχιάζονται, το κενό ανάμεσα στη λογική και το παράλογο συρρικνώνεται μεμιάς, δύο μεταλλικές πλάκες που ενώνονται με φόρα, κολλούν σαν μαγνήτες».

Η Σορμάν εισέρχεται στην τρέλα με διακριτικότητα, αμηχανία, δισταγμό και έντονες ηθικές αναστολές. Έχει επίγνωση πως μπαίνει αδαής στο περιβάλλον του ψυχιατρείου, «το ασαφές, το ομιχλώδες, το υπνωτικό, μέσα σ’ αυτό τον χρόνο, τον εξαρθρωμένο, τον τρελαμένο από την οδύνη». Έχει επίγνωση πως τη στιγμή που εκείνη αναζητά τη σωστή λέξη, θα αρκούσε ίσως ένα νεύμα. Δεν την καθησυχάζει η αυταπάτη της κατανόησης. Βρίσκεται εκεί καταχρηστικά για να παραστεί «στην έκφραση της ζωής καθώς απογυμνώνεται»· «μην ξέροντας πάντα πού να σταθώ, ενίοτε αποσυντονισμένη, αδέξια – και να δοκιμάσω την ικανότητά μου όχι να κατανοώ, μα να οσμίζομαι, να περισυλλέγω, να βιώνω. Κι έπειτα να μένω σ’ αυτό».

Ο λόγος της Τζόυ Σορμάν, απορηματικός, διερμηνευτικός, εφεκτικός, συμπονετικός, βαθύτατα ηθικός, είναι απότοκος του βλέμματός της. Κοιτάζοντας τη ζωή στα έγκατα ενός ψυχιατρείου, η Σορμάν ψηλαφεί το νήμα που χορδίζει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την οδύνη. Μπορεί να μην ξέρει τις σωστές λέξεις για να μιλήσει στην τρέλα, αλλά γνωρίζει πως ο πόνος, ο δικός μας και των άλλων, παραμένει πάντοτε αμετάφραστος.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular