Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Τέκνο του θεού, Cormac McCarthy, Εκδόσεις Gutenberg

«οι άνθρωποι είναι ίδιοι από τη μέρα που ο Θεός έφτιαξε τον πρώτο»

Από τη στιγμή που χάνει το σπίτι του σε δημοπρασία, ο Λέστερ Μπάλαρντ καταδύεται αργόσυρτα στα έγκατα της γης. Είναι είκοσι επτά χρονών, σπορά του τρομερού 1938. Όταν τον αντικρίζουμε πρώτη φορά στις σελίδες, στέκεται στον αχυρώνα του σπιτιού του κάτω από ένα σκοινί. Είναι το απομεινάρι της αυτοχειρίας του πατέρα του. Η θηλιά προοικονομεί και τον δικό του χαμό. Στο τέλος της μαρτυρικής, βέβηλης πορείας του πάνω στη γη, ένα ατσάλινο καλώδιο θα απλωθεί στους ώμους του. Όμως η Χάρις του Θεού τον σκέπει ακόμη και τότε. Παραμένει μέχρις εσχάτων ένα τέκνο του Θεού.

Το μυθιστόρημα του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα Κόρμακ Μακάρθι (1933-2023) είναι ένας στοχασμός πάνω στη φύση του κακού. Τον ήρωα του βιβλίου διέπει μια καταλυτική αντίφαση, οι πράξεις του είναι μιαρές, ενώ ο ίδιος μοιάζει αμέτοχος σε αυτές. Κάθε φορά που υπερασπίζει την αθωότητά του για τα εγκλήματα που του καταλογίζουν, δείχνει πιστευτός, παρόλο που γνωρίζουμε την ενοχή του. Ο Μακάρθι υπαινίσσεται πως ο Μπάλαρντ είναι το έκτρωμα ενός τερατώδους κόσμου, ένα από τα άπειρα θύματά του. Η εικοσιεπτάχρονη ύπαρξή του απλώνεται σαν μια αλυσίδα ανίερων πράξεων. Είναι ένας άνθρωπος φτιαγμένος εξ ολοκλήρου από ανούσιες, ανόσιες πράξεις, σαν να μην τον οιστρηλατεί ούτε ο νους ούτε η καρδιά. Εμφορείται μόνο από μια ακατάβλητη, κτηνώδη θέληση επιβίωσης. Δεν φαίνεται να αγαπά τη ζωή του, είναι όμως το μόνο που του απομένει να χάσει.

Ο Μπάλαρντ εγκολπώνεται το κακό όταν μένει ανέστιος, έκθετος στην ανίκητη, προαιώνια φύση. Φεύγοντας από το σπίτι του, το φως σιγά σιγά τον εγκαταλείπει. Είναι εκπληκτικές οι φωτοσκιάσεις που πλαισιώνουν τη μορφή του Μπάλαρντ, αναδεικνύοντας τον μετεωρισμό του ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Μέσα στον ταφικό αχυρώνα, όπου όλο το μαύρο κρέμεται από ένα σκοινί, το φως της μέρας αναρριγεί σε αδύναμες δέσμες.

«Ένα τέκνο του Θεού μάλλον όπως κι εσείς. Σφήκες περνούν μέσ’ από τις φωτεινές σκάλες που σχηματίζουν τα κενά ανάμεσα στα σανίδια σε μια διαδοχή στροβοσκοπικών στιγμών, ριγώντας χρυσές ανάμεσα στο μαύρο και το μαύρο, λάμποντας σαν πυγολαμπίδες στο πολύβουο μισοσκόταδο εκεί ψηλά».

Προχωρώντας σε ένα χειμέριο, απόκοσμο τοπίο, κρατώντας μια καραμπίνα, «σαν κάτι που δεν μπορούσε ν’ αποτινάξει», ο Μπάλαρντ απεκδύεται σε κάθε του βήμα την ανθρώπινη υπόστασή του, οπισθοχωρώντας στις πρωτόγονες απαρχές του, ολοένα και βαθύτερα μέσα στο μαύρο δάσος. «Ο Μπάλαρντ, μια παραπεταμένη και παραμελημένη πιθηκήσια μορφή». «Ένα κακόβουλο άστρο τον οδηγούσε».

Ο Μπάλαρντ καμπουριασμένος, μικρόσωμος και ισχνός, σχεδόν έρπει πάνω στην παγωμένη γη, σε μια «νεκρή και μυθική ερημιά», στολισμένη με «άνθη παγωνιάς» και «λευκές κρυστάλλινες φαντασμαγορίες», σκύβοντας όλο και κοντύτερα στο χώμα, διασχίζοντας ατέρμονους χωματόδρομους, χιονισμένες πλαγιές, κρυσταλλιασμένα αγριόχορτα, καταχνιασμένα δάση όπου κυμάτιζε μια «χθόνια ομίχλη», περπατώντας μες στο σκοτάδι, κάτω από τα «ψυχρά κύματα των άστρων», «ανάμεσα στα ξωτικήσια χνάρια» των ζώων του δάσους και άλλοτε περνώντας μέσα από θεόρατους κύβους από πέτρα, γκρίζους και καλυμμένους με βαθυπράσινα βρύα· «μονόλιθοι σωριασμένοι ανάμεσα στα δέντρα και τους κισσούς σαν τα ίχνη μιας παλαιότερης φυλής ανθρώπων». «Αρχαίο δάσος και πυκνό. Υπήρχαν κάποτε στον κόσμο δάση που δεν ανήκαν σε κανέναν κι αυτά εδώ τους έμοιαζαν». Στους πελώριους μονόλιθους «ήταν γραμμένη η ιστορία των αφανισμένων θαλασσών με πανάρχαια κοχύλια σε ανάγλυφο και ψάρια εντυπωμένα στον ασβεστόλιθο». Ο Μπάλαρντ ύψωνε τα μάτια του στον ουρανό, αλλά «τα ουράνια είχαν μια αλλιώτικη όψη» που δεν εμπιστευόταν.

Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ (1933-2023) γεννήθηκε στο Τενεσί. Ήδη με το πρώτο του μυθιστόρημα, “The Orchard Keeper” (1955), κερδίζει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Ιδρύματος Φώκνερ. Με το πέμπτο μυθιστόρημά του, “Ματωμένος μεσημβρινός” (1985), που πολλοί θεωρούν το αριστούργημά του, θα γίνει διάσημος στον κόσμο. Ακολουθεί η λεγόμενη “Τριλογία των Συνόρων”, με τα μυθιστορήματα “Όλα τα όμορφα άλογα” (μτφρ. Αλέκος Μπενρουμπής, 2000), “Το πέρασμα” (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, 2003) και “Πεδινές πολιτείες” (μτφρ. Αλέκος Μπενρουμπής, 2009). Μεγάλη επιτυχία γνωρίζουν και τα επόμενα βιβλία του, “Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους” (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2008) και “Ο δρόμος” (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2007), που έγιναν κινηματογραφικές ταινίες. Είχε βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, με το Βραβείο Κριτικών ΗΠΑ το 1992 (“Όλα τα όμορφα άλογα”) και με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας το 2007 (“Ο δρόμος”).

Η θλίψη και ο φόβος χαράζουν το πρόσωπό του ενόσω εκείνος συνεχίζει να πορεύεται την απονενοημένη πορεία του. «Ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει γιατί δεν υπήρχε γυρισμός και ο κόσμος εκείνη τη μέρα ήταν πανέμορφος όπως και κάθε άλλη μέρα από την αρχή του κόσμου και ο Μπάλαρντ πήγαινε ίσια στο χαμό του».

Η μορφή του Μπάλαρντ προβάλλει εγχάρακτη σε έναν αρχέγονο κόσμο. Σε έναν κόσμο πριν την ανακάλυψη του Θεού ή, πιθανότερα, μετά την εγκατάλειψή του. Όταν μπαίνει σε μια εκκλησία, οι ενορίτες γυρνούν τα κεφάλια τους να τον κοιτάξουν άψυχα, σαν να ήταν μαριονέτες και τους τραβούσαν τα σκοινιά. Φυσικά το κήρυγμα του ιερέα δεν είχε κανένα νόημα για τον Μπάλαρντ.

«Ο Μπάλαρντ ήταν συναχωμένος και ρουφούσε δυνατά τη μύτη του σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας αλλά κανείς δεν πίστευε ότι θα σταματούσε ακόμα κι αν ο Θεός ο ίδιος γύριζε να τον κοιτάξει επικριτικά οπότε κανείς δεν γύρισε».

Κάποτε βρίσκει καταφύγιο σε ένα έρημο σπίτι. Ο παγερός αέρας παρεισδύει μέσα από τα σάπια σανίδια. Το ρημαγμένο τζάκι υψώνεται στο δωμάτιο σαν τεφρή χοάνη. Το σκοτάδι μέσα και έξω είναι σαρωτικό. Τα μαύρα δέντρα στην πλαγιά «έστεκαν σαν μαχαίρια στην ομίχλη». Συντροφιά του έχει τρία λούτρινα που κέρδισε σε ένα παιχνίδι σκοποβολής, δύο αρκούδους και μία τίγρη. Μέσα στον Μπάλαρντ αχνοφέγγει ένα αγόρι, μια σαν από θαύμα άτρωτη αθωότητα.

«Ο χειμώνας ήρθε πρόωρα κι ένας παγωμένος άνεμος σφύριζε ανάμεσα στα μαύρα, μαραμένα κλαδιά. Μόνος στο άδειο κέλυφος του σπιτιού ο καταπατητής έβλεπε μέσ’ από το διάστικτο τζάμι το λεπτό κοκάλινο δρεπάνι της σελήνης να υψώνεται πάνω από τα μαύρα έλατα στην κορυφογραμμή, δέντρα από μελάνι που ένα επιδέξιο χέρι είχε σκιτσάρει στο πιο ανοιχτό σκοτάδι του χειμωνιάτικου ουρανού».

«Η λάμπα στο πάτωμα τρεμοπαίζει στον άνεμο και ο άνεμος αναστενάζει στην καμινάδα».

Ο Μπάλαρντ ανάβει το τζάκι. Οι γλώσσες της φωτιάς αντικρίζονται με τις κρεμασμένες γλώσσες τριών (ή τεσσάρων;) άγριων ζώων.

«Οι δύο αρκούδοι και η τίγρη τον κοιτούν από κει που τους έχει ακουμπήσει στον τοίχο και τα πλαστικά τους μάτια γυαλίζουν στο φως της φωτιάς και οι γλώσσες από κόκκινο ύφασμα κρέμονται έξω».

Στο τέλος εκείνου του πανηγυριού, απ’ όπου ο Μπάλαρντ έφυγε με τρία λούτρινα λάφυρα, η νύχτα αστραποβόλησε από διάπυρους κομήτες ρουκετών. Και πάλι το βαθύ έρεβος διαστίζεται από δαιμονικές λάμψεις. Οι ρουκέτες πυρπολούν με τις γαλάζιες φλόγες τους τον ουρανό, σαν τα κύματα ενός «γαλαξία από θειάφι».

«Άλλη μια ρουκέτα απογειώθηκε βγάζοντας έναν μακρόσυρτο συριγμό με την ουρά της να πηγαίνει πέρα δώθε. Άνοιξε σαν λουλούδι και μπορούσες να δεις, σαν σκιά, το είδωλο της ρουκέτας που είχε προηγηθεί, το συννεφάκι μαύρου καπνού και τα σταχτιά τόξα να υψώνονται και να κατεβαίνουν σαν μια γιγάντια και σκοτεινή μέδουσα που παραμόνευε στον ουρανό».

Κάποια στιγμή έρχεται στο σπίτι ένα γυμνό κορίτσι και ξαπλώνει μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Το άψυχο σώμα μαλακώνει με τη θερμότητα, αρκετά για να το συλήσει ο Μπάλαρντ. Αργότερα περνάει ένα σκοινί στη μέση του κοριτσιού και το ανεβάζει στη σοφίτα. Πάντα μια θηλιά παραμονεύει τον Μπάλαρντ.

«Εκείνη σηκώθηκε καμπούρα από το πάτωμα με τα μαλλιά της πεσμένα μπροστά να της κρύβουν το πρόσωπο και άρχισε να υψώνεται χτυπώντας απαλά πάνω στη σκάλα. Στη μέση σταμάτησε για λίγο και αιωρούνταν στο κενό. Μετά άρχισε πάλι ν’ ανεβαίνει».

Το φρικιαστικό στιγμιότυπο παραπέμπει σε μια ανίερη ανάληψη. Καθετί γύρω από τον Μπάλαρντ καταντάει μιαρό. Όλος ο κόσμος γύρω του φαίνεται να έχει απωλέσει την Χάριν του Θεού. Οι ψυχές παγώνουν άψυχες σε άδεια κελύφη. Καμία εκκλησία δεν μπορεί να τις ζεστάνει. Όταν μπήκε ο Μπάλαρντ στην εκκλησία οι ενορίτες έμοιαζαν «σαν θίασος από μαριονέτες». Χαρακτηριστική είναι η εξιστόρηση ενός ηλικιωμένου άντρα για μια εκτέλεση που είχε συντελεστεί πριν από χρόνια, το 1899. Δύο άντρες φυλακίστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Την ημέρα της εκτέλεσης όλη η πόλη είχε μαζευτεί μπροστά στο ικρίωμα για να απολαύσει το θέαμα.

«Μετά ο ιερέας είπε μια προσευχή και οι γυναίκες φίλησαν τους συζύγους τους μια τελευταία φορά και κατέβηκαν από το ικρίωμα κι έκατσαν να δουν και ο ιερέας κατέβηκε κι αυτός κι έπεσε σιωπή. Και μετά εκείνη η καταπακτή άνοιξε κάτω απ’ τα πόδια τους κι έπεσαν και κρέμονταν εκεί τινάζονταν και κλωτσούσαν για ξέρω ’γώ, δέκα, δεκαπέντε λεπτά».

Κάποιος ρώτησε τον άντρα που διηγούνταν το περιστατικό: «Πιστεύεις πως οι άνθρωποι ήταν πιο κακοί τότε απ’ ό,τι σήμερα;» Και εκείνος απάντησε: «Δεν το πιστεύω. Πιστεύω πως οι άνθρωποι είναι ίδιοι από τη μέρα που ο Θεός έφτιαξε τον πρώτο».

Ο Μακάρθι παρατηρεί τον ήρωά του με βλέμμα αποστασιοποιημένο, που εντείνει την τρομακτική μοναξιά του Μπάλαρντ. Όταν ο τελευταίος έχασε τον πατέρα του, έμεινε ανέστιος. Και εδώ είναι διάτορη η θεολογική χροιά, την οποία διαχέει σε όλο το μυθιστόρημα ο τίτλος του. Ο Μπάλαρντ είναι ορφανός από Θεό. Περπατάει κάτω από έναν συλημένο ουρανό. Κάποτε όμως υπήρξε και αυτός τέκνο του Θεού. Η εγγενής ιερότητα της ύπαρξής του σπαράσσεται από την άφατη βία της απόκοσμης φύσης. Η ερεβώδης εικονοποιία, η φαντασμαγορική διαπάλη φωτός και σκότους σε κάθε κόγχη της φύσης, παγιδεύουν τον Μπάλαρντ σε μια ειρκτή χειρότερη από τις αμαρτίες του. Γι’ αυτό ο Μακάρθι αποφεύγει να τον κρίνει. Τον καταδικάζει στις πιο φρικτές ανοσιότητες, αλλά αρνείται μέχρι τέλους να άρει την αθωότητά του.

Ο Μπάλαρντ έχει επίγνωση πως είναι η σάπια σπορά ενός σάπιου κόσμου, αλλά δεν απωθεί το κακό. Κάποιες φορές εύχεται να είχε ταλέντο στην καλοσύνη, να διέθετε τη δύναμη του καλού. «Αν του έδιναν την εξουσία ο Μπάλαρντ θα είχε βάλει τάξη στα δάση και στις ψυχές των ανθρώπων».

Ενόσω η γυμνή κοπέλα πεθαίνει ατέρμονα στη σοφίτα, ξαφνικά το τζάκι μετατρέπεται σε ένα φονικό, υπερμέγεθες κερί, κάνοντας το σπίτι στάχτη.

«Η καπνοδόχος ούρλιαζε από την ορμή της φωτιάς και κόκκινες φλόγες χόρευαν στην κορυφή της καμινάδας. Ένα γιγάντιο τούβλινο κερί που έκαιγε μέσα στη νύχτα».

Αμέσως πετάχτηκε ανάμεσα στα σανίδια που οριοθετούσαν το πάτωμα της σοφίτας, «μια δαιμονική λάμψη, φλογερό κίτρινο». «Γιγάντιες κίτρινες φλύκταινες φωτιάς πάλλονταν στη σοφίτα». Μόνο τα τρία (ή τέσσερα;) ζώα γλίτωσαν.

Ελάχιστες στιγμές στο μυθιστόρημα ο Μακάρθι αποδίδει χαρακτηρισμούς, θετικούς ή αρνητικούς, στον ήρωά του. Ο Μπάλαρντ μοιάζει εγκλωβισμένος σε μια επικράτεια πέρα από το καλό και το κακό. Ζει σε μια έρημη χώρα, σε μια «νεκρή και μυθική ερημιά». Όμως μια λέξη επανέρχεται, «πίθηκος». Εγκαταλελειμμένος από τον πατέρα του, ο Μπάλαρντ κατρακυλά σε ένα πρώιμο στάδιο εξέλιξης για να καταλήξει σε μια ακραία απανθρωποποίηση. Είναι ένα πλάσμα παντοδύναμο και την ίδια στιγμή καταδικασμένο, μια «πιθηκήσια μορφή». Μπορεί να έχει εφεύρει τον Θεό, αλλά τον έχει ήδη ξεχάσει.

«Πιστεύεις ότι υπάρχουν κάποια μέρη που ο Κύριος δεν προόριζε για να κατοικήσουν οι άνθρωποι;», αναρωτιέται κάποιος στο μυθιστόρημα.

Ένας άλλος άντρας αναφέρει το ξύλο που έφαγε κάποτε από έναν πίθηκο. Προκειμένου να κερδίσει πενήντα δολάρια, είχε μπει στο ρινγκ με έναν πίθηκο. Το ζώο τον κοιτούσε απαθές μέχρι που ο άντρας του έριξε μια μπουνιά. Τότε ο πίθηκος χίμηξε να τον κατασπαράξει. Αντιμέτωπος διαρκώς με τα στοιχεία της φύσης, ο Μπάλαρντ γνώριζε πως από την αρχή του χρόνου όλα τα ζώα πάλευαν μεταξύ τους.

Κανείς στο βιβλίο δεν είναι άμωμος. Ακόμα και ένα τερατόμορφο μωρό, «ένα λιγδιασμένο ξεκούρδιστο παιχνίδι», ένα «λερό και σαλιάρικο καθυστερημένο», είναι ικανό για φρίκη, επειδή ακριβώς άρχισε τη ζωή του μες στη βρομιά.

«Ένα πιθηκοειδές με τεράστιο φαλακρό κεφάλι και σάλια να τρέχουν που κατοικούσε στα χαμηλότερα επίπεδα του σπιτιού, οικείος των σκεβρωμένων σανιδιών του πατώματος και των οπών που τις είχαν βουλώσει με κονσέρβες χτυπημένες με το σφυρί μέχρι να γίνουν επίπεδες, συνεπίκουρος με τις κατσαρίδες και τις μεγάλες μαλλιαρές αράχνες όταν ήταν η εποχή τους, αιωνίως πενταβρόμικος και πάσχοντας από μια άγνωστη πάθηση».

Όταν ο Μπάλαρντ, ορμώμενος ενδεχομένως από κάποια ψυχική συγγένεια, χαρίζει στο παιδί έναν κοκκινολαίμη, το μωρό λιανίζει με τα δόντια του το ζωντανό πουλί. Αργότερα ο Μπάλαρντ δεν θα διστάσει να κάνει παρανάλωμα το «καθυστερημένο παιδί».

Έχει σημασία για το ψυχογράφημα του Μπάλαρντ η σκηνή όπου μυείται στην τέχνη του ακονίσματος. Ο σιδεράς στον οποίο πηγαίνει για να ακονίσει ένα τσεκούρι, αποδεικνύεται πολύ ομιλητικός όσον αφορά τα μυστικά της δουλειάς του. Έτσι ο Μπάλαρντ μαθαίνει πώς δένει το ατσάλι και γίνεται σκληρό, την ενδεδειγμένη ένταση της φλόγας στο καμίνι, τα κατάλληλα χτυπήματα της λάμας με το σφυρί. Στην τελική φάση της διαδικασίας ο σιδεράς έβγαλε το τσεκούρι από το καμίνι και άρχισε να σφυροκοπά τη λάμα, η οποία «πήρε ένα χρώμα σαν αίμα, που παλλόταν ελαφρά». Ήταν το χρώμα της χάρης του Θεού.

«Ποτέ μην αφήνεις το ατσάλι στη φωτιά για περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Είναι μερικοί που πιάνουν να κάνουν κάτι άλλο κι έτσι οδηγούν το εργαλείο που θερμαίνουν κατευθείαν στο χαμό του αλλά το σωστό είναι να το βγάλεις ακριβώς τη στιγμή που παίρνει το χρώμα της χάρης του Θεού. Τώρα θέλουμε ένα όμορφο κόκκινο. Ένα όμορφο κόκκινο. Κοίτα το που κοντεύει».

Ίσως ο Μπάλαρντ να είχε κάψει περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, ίσως κάποιος τον είχε πυρώσει απερίσκεπτα. Εντέλει, σφυρηλατημένος από κάθε λογής φωτιές και σφυριές, ο Μπάλαρντ μεταλλάχθηκε σε έναν εξαιρετικά καλό αγωγό του κακού.

Όσο ο Μπάλαρντ, αυτό το «τρελαμένο τρολ των βουνών», πορεύεται προς την τελευταία σελίδα με τα πόδια του «να πιάνονται σαν του πιθήκου από τα βράχια», τόσο περισσότερο ποντίζεται στο χώμα. Κάποτε χώνεται σε μια σπηλιά, στα έγκατα του βουνού. Τα τρία λούτρινα έχουν γεμίσει λάσπες. Δεν αργεί να έρθει και μια κοπέλα. Ο Μπάλαρντ την οδηγεί στη σπηλιά κουβαλώντας το άψυχο κορμί της στην πλάτη του.

«Έτσι όπως έτρεχε αλαφιασμένος στην πλαγιά με το πράγμα στην πλάτη έμοιαζε σαν ένας άντρας δυναστευμένος από κάποια φρικαλέα σειρήνα, και η νεκρή κοπέλα τον καβαλούσε με τα πόδια της λυγισμένα σαν τερατώδης βάτραχος».

Αντιπαλεύοντας το σκοτάδι του σπηλαίου, ο Μπάλαρντ ανάβει ένα σπίρτο. Και πάλι η εωσφορική φωτοχυσία, το εκτυφλωτικό αμάλγαμα φωτός και σκότους, καθηλώνει.

«Τα τοιχώματα του σπηλαίου που ήταν πιο κοντά αναδύθηκαν μέσ’ από την αιώνια νύχτα με τις ωχρές πέτρινες πτυχές τους να πέφτουν σαν κουρτίνες και μια ρωγμή στην οροφή του θόλου αποκαλύφθηκε με μια σειρά δόντια από ασβεστόλιθο που έσταζαν. Στο κατάμαυρο άνοιγμα για τον καπνό εκεί πάνω τα μακρινά και ακλόνητα άστρα των Πλειάδων έλαμπαν παγωμένα και απόλυτα».

Ένα βράδυ ένα σμήνος νυχτερίδες πετάχτηκαν φτεροκοπώντας μανιασμένα προς το μαύρο άνοιγμα, «σαν ψυχές που αναδύονται από τον Άδη».

«Όταν είχαν φύγει καθόταν και κοιτούσε τις ορδές των παγωμένων άστρων που διακρίνονταν μέσ’ από το άνοιγμα κι αναρωτιόταν από τι υλικό να ήταν φτιαγμένα, από τι κι αυτός ο ίδιος».

Πολιορκημένος από τα άχρονα, αιματοβαμμένα τοιχώματα του σπηλαίου, ο Μπάλαρντ παραλύει από έναν αρχέγονο τρόμο. Θέλει να ξεσπάσει σε αναφιλητά. Το χώμα τον τραβάει στον πυθμένα του. Περιπλανιέται στις σήραγγες του βουνού, ολοένα βαθύτερα στο τίποτα, βαμμένος σύγκορμος από την κατακόκκινη σαν αίμα λάσπη του σπηλαίου. Είχε καταφέρει να φτάσει στον πυρήνα του σκότους. Παραμιλούσε, βογκούσε και έβριζε, μια αλλόκοτη φωνή αντηχούσε στο κεφάλι του. Ένα μικρό, αθώο αγόρι τον τραβολογούσε μες στο μυαλό του.

«Όποια κι αν ήταν η φωνή που του μιλούσε δεν ήταν δαίμονας αλλά κάποιος πρότερος εαυτός που είχε αφήσει πίσω και που παρ’ όλ’ αυτά επέστρεφε κάπου κάπου για να τον λογικέψει, ένα χέρι που τον τραβούσε πίσω από το χείλος της καταστροφικής του μανίας».

Το αγόρι συντροφεύει τον Μπάλαρντ στα άδυτα του σκότους. Η φασματική φωνή του παιδιού καλύπτει την τρομακτική ηχώ των ουρλιαχτών του, μια «ηχώ από τα φαράγγια της τρέλας», που εποστρακιζόταν εφιαλτική στα τοιχώματα του σπηλαίου. Βαθιά, κάτω από τις υγρές σήραγγες του σπηλαίου, κυλούσε ένα υπόγειο ρέμα. Ανάβλυζε μαύρο, σχημάτιζε μια λιμνούλα και χανόταν σε μια σκοτεινή τρύπα. «Το φως από το φακό του Μπάλαρντ έλαμπε αμείωτο στην επιφάνεια της λιμνούλας και γύριζε πάλι πίσω σαν να το έστρεφε κάποια αλλόκοτη χθόνια δύναμη». Ο Μπάλαρντ βούτηξε τα πόδια του στο μαύρο νερό. Ήταν ολότελα παγωμένος. Το νερό τον έκαψε.

«Καθόταν εκεί μουλιάζοντας τα πόδια του και παραμιλούσε, ένας ήχος που δεν έφτανε ποτέ να γίνει κραυγή κι αντηχούσε στα τοιχώματα της σπηλιάς σαν τα μουρμουρητά μιας φυλής συμπονετικών πιθήκων».

«Ενώ ήταν ξαπλωμένος μέσα στη σκοτεινή σπηλιά τού φάνηκε ότι άκουσε ένα σφύριγμα όπως όταν ήταν μικρό παιδί στο κρεβάτι του κι άκουγε τον πατέρα του που γύριζε σπίτι να σφυρίζει από το δρόμο, έναν μοναχικό αυλητή, αλλά τώρα ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το ρυάκι που κυλούσε στα βάθη του σπηλαίου για να καταλήξει ίσως σε άγνωστους ωκεανούς στα βάθη της γης».

Μπορεί ο Μπάλαρντ να κρύβεται από τον ουρανό, η Χάρις του Θεού όμως τον βρίσκει ακόμη και μέσα στο πυκνότερο έρεβος. Σε έναν από τους θαλάμους που άνοιγαν οι περιελίξεις των σηράγγων, ανακαλύπτει ένα αρχαίο, υποχθόνιο οστεοφυλάκιο. Στα έγκατα του βουνού, σε πέτρινες προεξοχές και πέτρινα βάθρα, «οι νεκροί αναπαύονταν σαν άγιοι». Στο μουντό πορτοκαλί φως του φακού του, που βαθμιαία έφθινε, ο Μπάλαρντ διέκρινε έναν χώρο σπαρμένο με οστά. Σκελετοί ζώων και ανθρώπων, τα καθαγιασμένα απομεινάρια του χρόνου. Μια ασθενική αχτίδα ήλιου τρύπωνε διαγώνια από μια ρωγμή στην οροφή. Ο φακός ψυχομαχούσε. «Ένα ωχροκόκκινο νήμα άναψε μέσα στη λάμπα κι έσβησε αργά. Ο Μπάλαρντ αφουγκράστηκε το σκοτάδι αλλά ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν η καρδιά του».

«Το πρωί όταν το φως από τη χαραμάδα τον φώτισε αμυδρά αυτός ο κοιμισμένος δεσμώτης έμοιαζε τόσο ένοχος μέσα στην απομόνωση του κούφιου βράχου που κάποιος θα έλεγε ότι μπορεί και να είχε δίκιο που θεωρούσε τον εαυτό του τόσο βαριά κατηγορία ενάντια στους θεούς».

Γιατί ο Θεός καθυστερεί να σκοτώσει τον Μπάλαρντ; Γιατί τον σώζει τόσο πολλές φορές; Κάποια στιγμή, διασχίζοντας το φουσκωμένο ρέμα ενός ποταμού, ο Μπάλαρντ κινδύνευσε σοβαρά να πνιγεί. Και όμως κατάφερε να βγει στην όχθη, αντικρίζοντας τα λούτρινα αρκούδια να χάνονται στα ορμητικά νερά. Ακόμη και ο αμέτοχος αφηγητής απορεί: «Δεν ήξερε να κολυμπάει, αλλά πώς να τον πνίξεις; Λες κι έπαιρνε δύναμη από την οργή του. Εδώ υπάρχει κάποιο λάθος στη σειρά των πραγμάτων. Δείτε τον. Θα μπορούσατε να πείτε ότι τον στηρίζουν οι συνάνθρωποί του, όπως κι εσάς. Τους έχει στήσει στην όχθη να του φωνάζουν. Μια φυλή ανθρώπων που θηλάζουν τους σακάτηδες και τους τρελούς, που θέλουν το σκάρτο αίμα τους μέρος της ιστορίας τους, και θα το έχουν».

Όμως οι συνάνθρωποί του δεν θέλουν τον Μπάλαρντ. Αντιθέτως, τον καταδιώκουν λυσσασμένα για να τον σκοτώσουν, τον αναζητούν με φανάρια, όπλα και κατάρες. Μια αγέλη κυνηγών ακολουθεί τα χνάρια του για να τον συμπεριλάβει στα θηράματά της. «Πώς καταφέρνει λοιπόν και κολυμπάει; Ή μάλλον, γιατί δεν τον παίρνουν ετούτα τα νερά;»

Ο Μακάρθι μιλάει για το κακό ως μια απροσμάχητη πτυχή της ανθρώπινης φύσης. Ποτέ η ανθρωπότητα δεν θα απαλλαγεί από το κακό. Ο κόσμος των ανθρώπων μοιράζεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Ο Μπάλαρντ είναι ένα τέκνο του Θεού, αλλά το φως δεν τον φτάνει. Η κακότητά του δείχνει ασύνειδη, λες και τον κυβερνά ένα ολέθριο, διαβολικό πεπρωμένο. Ο θάνατός του δεν θα φέρει την ειρήνη στη γη, δεν έρχεται σαν εξιλαστήρια νέμεση. Διότι φυσικά κανένα θνητός δεν είναι η αρχή και το τέλος του κακού. Υπογραμμίζοντας την αθανασία του κακού, ο Μακάρθι βάζει στον επίλογο του βιβλίου μερικούς ιατροδικαστές να μελετούν σαν οιωνοσκόποι της αρχαιότητας τον εγκέφαλο του Μπάλαρντ. Είναι Απρίλιος του 1965. Μόλις μια δεκαετία χωρίζει τον κόσμο από τις τερατωδίες του Χίτλερ. Ο Μακάρθι δεν αισιοδοξεί για την καθυπόταξη του κακού. Εξετάζοντας τις περιελίξεις του εγκεφάλου του Μπάλαρντ, οι επιστήμονες διέκριναν ότι «το μέλλον επεφύλασσε ακόμα χειρότερα τέρατα».

Λίγο προτού εναποτεθεί στην επιστήμη, ο Μπάλαρντ βλέπει να περνάει μπροστά του ένα λεωφορείο της ενορίας. Στην τελευταία θέση ένα μικρό αγόρι είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο πίσω τζάμι και κοιτούσε έξω. «Δεν υπήρχε τίποτα να δει έξω αλλά κοιτούσε παρ’ όλ’ αυτά». Όταν το λεωφορείο πλησίασε, ο Μπάλαρντ πρόσεξε πως το αγόρι κοιτούσε εκείνον.

«Έσπαγε το κεφάλι του για να βρει τι του θύμιζε το παιδί και συνειδητοποίησε ότι το παιδί τού έμοιαζε. Ανατρίχιασε και προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα τού προσώπου στο τζάμι αλλά δεν τα κατάφερε».

Ακόμα και οι διώκτες του Μπάλαρντ ήταν κάποτε παιδιά, και αυτοί τέκνα του Θεού. «Μπαίναμε σ’ αυτές τις σπηλιές για να παίξουμε όταν ήμασταν πιτσιρίκια», λέει ένας από αυτούς.

Το μυθιστόρημα του Μακάρθι είναι ένα ανεστραμμένο συναξάρι, μια εργογραφία ανοσιουργημάτων. Η παρατακτική σύνθεση της αφήγησης συνεπικουρεί τις θεολογικές αποχρώσεις, ενώ παράλληλα βαθαίνει την αντίστιξη ανάμεσα στο ιερό και το βέβηλο. Τόσο η μετάφραση όσο και το εισαγωγικό δοκίμιο του Παναγιώτη Κεχαγιά φωτίζουν έξοχα τις άδηλες πτυχές αυτού του ανείπωτα σπαρακτικού βιβλίου.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular