Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Στον πατέρα μου

Αφήσαμε τα τελευταία σπίτια του χωριού και πήραμε να σκαρφαλώνουμε προς τ’ Απάνω Κάστρο. Ήξερα από παιδί ότι, μετά από ένα με ενάμισι χιλιόμετρο, τη θέση του χωματόδρομου έπαιρνε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Στην πραγματικότητα ούτε για μονοπάτι πρόκειται. Ένας ξεροπόταμος είναι, που μέχρι τέλος Μάρτη διατηρεί λίγο νερό στην κοίτη του. Την αριστερή του όχθη ακολουθεί ένας μακρύς τράφος, που προστατεύει εδώ και αιώνες την πλαγία από τη διαβρωτική δύναμη των νερών του και οδηγεί μέχρι ένα παλιό ξωκκλήσι. Το ορόσημο της ανατολικής εισόδου στο γκρεμισμένο πια εξωτερικό τείχος και Κάστρου.

Γι’ αυτό κι είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα για την ανάβαση. Αδιάβροχα παπούτσια πεζοπορίας, ορειβατικά μπαστούνια, καπέλα με γείσο, μαντήλια για τον ιδρώτα γύρω από τον λαιμό και δυο τρία μπουκαλάκι νερό στα σακίδια πλάτης. Τέλος Μάρτη ήταν, αλλά ο ήλιος στις Κυκλάδες δεν αστειεύεται και το μετεωρολογικό δελτίο της προηγούμενης προέβλεπε ηλιοφάνεια. Οπότε προς το μεσημεράκι αναμέναμε η θερμοκρασία να ανέβει σε υψηλά για την εποχή επίπεδα κι η ζέστη να γίνει αισθητή.

Μετά από το πρώτο τέταρτο ανάβασης, φτάσαμε στη μοναδική διασταύρωση του δρόμου μας. Το αριστερό μονοπάτι οδηγεί προς το περίφημο νεκροταφείο της γεωμετρικής περιόδου. Ένα ακόμα ίχνος συνεχούς κατοίκησης της περιοχής ήδη από την νεολιθική εποχή, σύμφωνα και μ’ άλλα διάσπαρτα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Σταματήσαμε να πιούμε λίγο νερό και να πάρουμε μια ανάσα.

Η νεκρόπολη αποκαλύφθηκε τη δεκαετία του ’60, από τους αρχαιολόγους Ντούμα και Ζαφειροπούλου. Όμως, για τους γεννημένους στον τόπο – όπως ο πατέρας μου –  ήταν πάντα «τα αλωνάκια τσι Στητής Πέτρας», όνομα που στην ιδιόλεκτο το νησιού, δηλώνει και το σχήμα των τάφων της. Τοποθετημένοι ο ένας κοντά στον άλλο, ορίζονται με πλατιές πέτρες μπηγμένες στη γη σε σχήμα κύκλων. Εξ ου και η παραπομπή της λαϊκής φαντασίας σ’ αλώνια. Και στο μέσο σχεδόν της νεκρόπολης δεσπόζει η Στητή Πέτσα, ένα μενίρ ύψους τριών και πλέον μέτρων.

Το πρώτο καλοκαίρι που πήγαμε με την Έφη στο νησί, πριν παντρευτούμε ακόμα, φωτογραφηθήκαμε με φόντο το σπάνιο για τον ελλαδικό χώρο μνημείο. Διατηρούμε τη φωτογραφία στη βιβλιοθήκη μας, δίπλα σε δυο ακόμα, που τραβήχτηκαν την ίδια μέρα στα χαλάσματα που μας περιμένουν και σήμερα στην κορφή του Κάστρου. Με τα χρόνια, όποτε ψάχνω κάποιο βιβλίο και το μάτι μου πέφτει πάνω τους, σκέφτομαι ότι η ιδέα να σκαρφαλώσουμε στο Απάνω Κάστρο και λοξοδρομώντας για λίγο να φωτογραφηθούμε πρώτο μπροστά στο μενίρ, αποτέλεσε  μια ασυνείδητη χειρονομία απόδοσης τιμής στους προγόνους μου. Ένα είδος δήλωσης πως, αν και γεννημένος στην Αθήνα μακριά από τον άνυδρο τούτο τόπο, ανήκω κι εγώ εξ αίματος και πολιτισμού στο ταπεινό χωριό που χτίστηκε από τους προγόνους μου λίγο πιο κάτω από το Νεκροταφείο, στους πρόποδες του λόφου που στεφανώνει αιώνες τώρα τ’ Απάνω Κάστρο. Όταν αυτό παραδόθηκε στους Τούρκους με το τέλος της Φραγκοκρατίας κι έπαψε για πάντα να λειτουργεί ως το ισχυρότερο στρατιωτικά οχυρό του νησιού. Θυμάμαι, ακόμα, ότι εκείνη τη μέρα γέρνοντας για να ακουμπήσω πάνω στη Στητή Πέτρα, σκέφτηκα για πρώτη φορά ότι αυτή δεν μπορεί να υψώθηκε επιτόπου από τους Ίωνες αγροτοκτηνοτρόφους τον 8ου αιώνα π.Χ. για να σημάνει την ιερότητά του χώρου ταφής των νεκρών τους αλλά πολύ παλιότερα. Πιθανότατα χίλια και χρόνια πριν από τους γηγενής πληθυσμούς του Αιγαίου, Πελασγούς και Κάρες, που κατοίκησαν το νησί πριν η ανάμιξη τους με νέους κατακτητές γεννήσει τους Ίωνες. Αυτοί πρώτοι πρέπει να προσέδωσαν ιερό χαρακτήρα στον τόπο, γιατί ο ίδιος τον επιβάλει ακόμα και σήμερα.

Ακουμπώντας αυτή τη φορά σ’ έναν από τις δεκάδες τράφους, τις ξερολιθιές που ορίζουν τα σύνορα βοσκοτόπων της περιοχής, το βλέμμα μου πλανήθηκε στις επιφάνειες των γυμνών βράχων. Ίδιες αιχμές δοράτων στραφτάλιζαν ήδη κάτω από τις θερμές ακτίνες του ήλιου. Τα λιγοστά δέντρα,  τα σκίνα, οι θάμνοι και τα φρύγανα – η μακία γη που αποτελεί την χλωρίδα της περιοχής- σάλευαν ανεπαίσθητα ανταποκρινόμενα στα σινιάλα ενός ευεργετικού για την ώρα δυτικού αέρα, πράγμα σπάνιο για την περιοχή. Γιατί, ο τόπος τούτος, όπως κι όλες οι Κυκλάδες,  βασανίζεται ολοχρονίς από ισχυρούς βοριάδες. Αυτοί μαζί με τις βροχές σμιλεύουν τ΄ ανάγλυφό του, μετά τις τεκτονικές αλλαγές που εκατομμύρια χρόνια πριν γέννησαν το σημερινό Αιγαίο. Μόνο κάποιες φαραωσυκιές, όπως λένε τις φραγκοσυκιές στο νησί,  προστατευμένες στις απανεμιές των βράχων έστεκαν ακίνητες. Όπως και τα λιγοστά αιγοπρόβατα που έβοσκαν τη χαμηλή βλάστηση, κουνώντας επίμονα μόνο τις μασέλες τους αδιάφορα για τα καμώματα του αέρα αλλά και την παρουσία μας.

Εδώ κι εκεί μιτάτοι, όπως αποκαλούν στις Κυκλάδες τα χτισμένα με ξερολιθιά αγροτικά σπίτια. Προορίζονται να στεγάσουν αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες και ταυτόχρονα προσφέρουν καταφύγιο στους ξωμάχους απ’ τα στοιχεία μιας σκληρής φύσης. Ξεχώριζαν με δυσκολία από το υπόλοιπο τοπίο, μόνο και μόνο από το ύψος τους, έτσι όπως είναι δεμένοι αξεδιάλυτα με τις ξερολιθιές των τράφων και τους γυμνούς βράχους. Στα περισσότερα απουσιάζουν πια σήμερα πόρτες και παράθυρα και τα ανοίγματά τους χάσκουν σκοτεινά. Εξέλαβα την εγκατάλειψή τους ως μια ακόμα χειρονομία, ένα είδος αλληλεγγύης προς το ερειπωμένο  Απάνω Κάστρο, που η σκιά του, όταν ο ήλιος τείνει προς τη δύση του το Καλοκαίρι, σκεπάζει τα περισσότερα απ’ αυτά. Στις αυλές τους διακρίνονται ακόμα κάποιες αυτοσχέδιες ποτίστρες για ζωντανά. Μερικές σκαλισμένες σε μεγάλες μονοκόμματες πέτρες – προφανώς πανάρχαιες-, άλλες ξύλινες και κακοφιαγμένες και οι πλέον πρόσφατες, κατασκευασμένες από παλιούς, σκουριασμένους θερμοσίφωνες, κομμένους στα δυο οριζόντια, άτεχνα κολλημένους μεταξύ τους.

Το ρεμβασμό μου διέκοψε η Πίκα, το σκυλί μας. Άρχισε να γαυγίζει ανυπόμονα, καλώντας μας να συνεχίσουμε την πεζοπορία μας. Γκέκας, γεννημένη στο νησί, είναι από τη φύση της  ιχνηλάτης, αλλά η ζωή κοντά μας την μετέτρεψε σε σκυλί συντροφιάς. Γιατί δεν έχει τόσο σημασία ως τι γεννιέσαι αλλά σαν τι μεγαλώνεις. Αν κι όποτε πραγματοποιούμε παρόμοιες με τη σημερινή πεζοπορίες,  ξυπνά μέσα της η καταγωγή της, πλέει σε πελάγη ευτυχίας και επιδίδεται με εμμονή στην αναζήτηση ιχνών.

Από μακριά της απάντησαν κάποια άλλα δύστυχα σκυλιά. Από αυτά που περνούν όλη τη ζωή τους δεμένα έξω από τους μιτάτους νηστικά και διψασμένα, περιμένοντας τ΄ αφεντικό τους να τους πετάξει κάποιο ξεροκόμματο και σπανιότερα να τα οδηγήσει σε κυνήγι. Ίσως και ένα του χάδι, σημάδι ελάχιστου ενδιαφέροντος, αν όχι αγάπης.

Η σκέψη τους με μελαγχόλησε. Αλλά, παίρνοντας και πάλι ανηφόρα, προσπάθησα να την διώξω από το μυαλό μου, προσέχοντας αναγκαστικά τα πατήματά μας κι όσο ήταν δυνατό τη γυμνή ομορφιά του τοπίου. Μετά από μερικές ακόμα στροφές του φιδίσιου ξεροπόταμου, αφήνοντας στα δεξιά μας  θεόρατους βράχους που εδώ και αιώνες ο άνεμος και η βροχή είχε σκαλίσει ως αφηρημένα γλυπτά εμπνευσμένου καλλιτέχνη, φάνηκαν τα ερείπια της πρώτης, εξωτερικής τείχισης του Απάνω Κάστρου και στο βάθος του μονοπατιού μας ένα μικρό ξωκκλήσι,  ο ναός του Άγιου Παντελεήμονα. Όμως πλέον το νερό στη κοίτη του ξεροπόταμου είχε πυκνώσει κι ο γάργαρος ήχος του ξεχώριζε καθαρά από τα κρωξίματα πουλιών και το θρόισμα των γύρω θάμνων.

Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το Κάστρο. Πιο σωστά να διακρίνουμε τα χαλάσματά του από τους υπόλοιπους βράχους του γυμνού λόφου. Το αποκαλούν και Κάστρο των Δουκών, αν και ποτέ δεν κατοικήθηκε από τους Δούκες του Αιγαίου, ούτε στέγασε κάποιο είδος καστροπολιτείας τους. Χτίστηκε εξ αρχής ως στρατιωτικό οχυρό και παρέμεινε τέτοιο ως το τέλος του. Μόνο σε καταστάσεις κρίσης, όταν πολυάριθμα ασκέρια Αλγερινών πειρατών αποβιβαζόταν στα νοτιοδυτικά παράλια του νησιού και κατόρθωναν να φτάσουν μέχρι το έφορο λεκανοπέδιο της Τραγαίας, οι κάτοικοι των γύρω οικισμών κατέφευγαν για προστασία πίσω από το εξωτερικό του τείχος.

Ο Μάρκος Σανούδος, διάλεξε τον τόπο και οικοδόμησε πάνω σ΄ άλλα παλιότερα παρόμοιας λειτουργίας χτίσματα Βυζαντινής εποχής, πιθανότατα και παλαιότερα. Επειδή ο λόφος όπου δεσπόζει το Κάστρο προσέφερε προνομιακή θέα και επιτήρηση τόσο βόρεια προς τη Μύκονο και τη Σύρο όσο και προς τις  νοτιοδυτικές θαλάσσιες διαδρομές και τα παράλια της Πάρου. Επιπλέον, βρισκόταν στην καρδιά του έφορου και πυκνοκατοικημένου μέρους του νησιού, μακριά από τις σύντομες καταδρομικές απειλές των πειρατών που εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν στην Αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα.

Μάλιστα, το νότιο μέρος του Κάστρου επικοινωνεί οπτικά με τ’ άλλο μεγάλο οχυρό του νησιού, τη  βυζαντινή καστροπολιτεία του Απαλλίρου. Εκείνη έπαψε να κατοικείται, πριν την οικοδόμηση του, αφού ο Σανούδος την κατέλαβε και την ξεπάτωσε, ορίζοντας εν συνεχεία να λειτουργεί μόνο ως βίγλα επιτήρησης των νοτιοανατολικών θαλασσίων οδών. Γιατί μπορεί οι Κυκλάδες να του δοθήκαν ως ρεγάλο, αντίδωρο της παλικαριάς που επέδειξε στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, αλλά για να τις καθυποτάξει και να τις θέσει πραγματικά στη δικαιοδοσία του, χρειάστηκε να χύσει το αίμα των αντιπάλων του Γενουατών και των ντόπιων συμμάχων τους, που οχυρωμένοι στ’ Απαλλίρου αμφισβητούσαν τα δικαιώματά του. Για να επιβεβαιωθεί έτσι, για μια ακόμα φορά, ότι οι πεσμένες για πάντα πέτρες και τα χαλάσματα κάθε κάστρου διηγούνται ιστορίες αίματος και εξουσίας.

-//-

 Ο ήλιος είχε ανεβεί πια ψηλά στον ουρανού κι η θέρμη του στέγνωνε την υγρασία της νύχτας, απελευθερώνοντας τις μυρωδιές του τόπου. Κυριαρχούσε το θυμάρι, η φασκομηλιά και, βέβαια, η μυρωδιά της χλόης. Έριξα μια ματιά ένα γύρω εστιάζοντας αυτή το φορά στα μικρά ταπεινά φυτά, που το καθένα απ’ αυτά αποτελούσε ένα ξεχωριστό έργο Τέχνης. Αναγνώρισα λίγα ρείκια, μερικές ρίγανες, πολλά πουρνάρια. Οι περισσότερες όμως πόες ξέφευγαν από το γνωστικό που πεδίο. Σιωπηλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ασχοληθώ κάποια στιγμή με τη χλωρίδα του νησιού, αλλά εκείνη τη στιγμή τα φύλλα μιας αγριελιάς, όμοια δάκτυλα αυστηρού δασκάλου σπρωγμένα από κάποια ριπή αναβατικού ανέμου, με επέπληξαν υπενθυμίζοντάς μου ότι δεν θα τηρούσα το λόγο μου. «Είσαι  παιδί της πέτρας και του μάρμαρου», μου ψιθύρισαν. «Η ενασχόλησή σου μ΄ αυτά απορροφά τον ελεύθερο χρόνο και τα ενδιαφέροντά σου». Κατέβασα το κεφάλι και συνέχισα το δρόμο μας χωρίς να αντιταχθώ στα λεγόμενά τους.

«Μοσχοβολάει ο τόπος», παρατήρησε η Έφη. «Θυμάσαι καθόλου τα χτίσματα του Κάστρου;» τη ρώτησα και συνέχισα ακάθεκτος στα δικά μου. «Δεν είναι και τίποτα σπουδαία πράγματα, βέβαια… Ένα κεντρικό κτίριο, κάποιο είδος διοικητηρίου ή  παλατιού, δεν διευκρινίστηκε ποτέ μέχρι σήμερα, μια εκκλησία και, αν δεν κάνω λάθος, δύο υπόγειες στέρνες συλλογής όμβριων υδάτων. Τα υπολείμματα του τείχους και τους δυο αμυντικούς πύργους τα βλέπουμε κιόλας. Κοίτα να δεις, όμως… Στέκονται ακόμα σε πείσμα του χρόνου και της ανθρώπινης αδιαφορίας. Αν και τα ίχνη της καταστροφής είναι εντονότερα από την τελευταία φορά που σκαρφαλώσαμε στα Σκλαβάκια, πάνε περισσότερο από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Δες, ο δεύτερο πύργος με δυσκολία διακρίνεται πια…».

«Μια χαρά τα θυμάμαι», απάντησε στην πρόκλησή μου και συνέχισε μειδιώντας.  «Συνήθως εσύ ξεχνάς και γεμίζεις τα κενά της μνήμης σου με φαντασία». Είχε απόλυτο δίκιο. Θυμάται τα πάντα, τα πιο απίθανα πράγματα και στιγμές, ενώ εγώ, όσα με προδίδει η μνήμη να ανακαλέσω – και είναι πολλά-, τα υποκαθιστώ με κατασκευές ή φαντάσματα του νου. Που με τα χρόνια πείθομαι ότι όντως συνέβησαν ή είναι αλήθεια. Αν, κι από την άλλη, δεν είναι ψέμα πως  ακόμα κι η πιο δυνατή μνήμη χτίζει. Όπως ήταν αλήθεια ότι είχα «κλέψει» λιγάκι με σκοπό να εντυπωσιάσω τη γυναίκα μου. Γιατί, υπακούοντας σε μια συνήθεια χρόνων, το προηγούμενο βράδυ έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα όσες νεότερες πληροφορίες κυκλοφορούν εκεί για το Απάνω Κάστρο. Ζαβολιάρης.

«Πώς είπες το λόφο;», ρώτησε, «δεν έχεις αναφέρει ξανά το όνομα ‘’στα σκλαβάκια’’». Όντως, δεν το είχα αναφέρει ποτέ, γιατί απλούστατα δεν το γνώριζα μέχρι χτες. Πρόσφατη γνώση κι αυτή, αλλά ως παλιός δάσκαλος, εφάρμοζα ένα από τους χρυσούς κανόνες του επαγγέλματος: «να παρουσιάζεις ό,τι έμαθες χτες βράδυ, σαν να το ’ξερες από πάντα». Λίγο παλιομοδίτικος, το παραδέχομαι, αλλά κλασικός. Παρακινεί  το δάσκαλο να μαθαίνει συνεχώς, δηλαδή να είναι δάσκαλος. Οπότε, βρήκα την αφορμή που αναζητούσα κι άρχισα το «μάθημα» ιστορίας.

«Προφανώς, τ’ όνομα ‘’στα σκλαβάκια’’ έδωσαν στο λόφο οι ντόπιοι. Λογικά κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβη πριν από τρεις – τέσσερις αιώνες περίπου, δηλαδή σχετικά πρόσφατα. Πρέπει ν’ αποτελεί ανάμνηση κάποιες μεγάλης σφαγής και εξανδραποδισμού του ντόπιου πληθυσμού από πειρατές. Αν και γνωρίζουμε ότι τ’ Απάνω Κάστρο καταλήφθηκε μόνο μια φορά, από πειρατές με επικεφαλής τον τρομερό Γάλλο κουρσάρο Ούγκο ντε Κρεβελιά. Τότε το τσούρμο του πρέπει να κατάσφαξε τους κατοίκους των γύρω χωριών που κατέφευγαν κατά παράδοση για προστασία πίσω από το εξωτερικό του τείχος. Θα πρέπει να ‘χαν και τη φρικτή συνήθεια να κόβουν τα χέρια των θυμάτων τους, εξ ου και το όνομα Κουτσοχεράδο που έχει το δίδυμο χωριό του Τσικαλαριού. Και να σκεφτείς ότι σχεδόν εκατό πενήντα χρόνια πριν το κούρσεμα του κάστρου από τους Γάλλους, ο φοβερός  Μπαρμπαρόσα το 1537– Έλληνας που αλλαξοπίστησε από τη Μυτιλήνη – δεν κατόρθωσε να το καταλάβει. Πάντως, αν και το Απάνω Κάστρο παραδόθηκε στους Τούρκους το 1566, όταν οι Κυκλάδες πέρασαν και τυπικά στην κυριαρχία τους, οι Φράγκοι άρχοντες πρέπει να το διατήρησαν ως οχυρό τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. Γιατί τότε οργάνωσαν σ΄ αυτό, ως στρατιωτικό τους κέντρο, την άμυνά τους εναντίον ενός ξεσηκωμού των ντόπιων, σύμφωνα με ιστορικά διαπιστωμένες πληροφορίες,».

Η Έφη σταμάτησε, στράφηκε προς το μέρος μου και κοιτώντας περιπαικτικά παρατήρησε. «Ευκαιρία δεν χάνεις να κάνεις το δάσκαλο, έτσι;». «Πρώτα πεθαίνει ο άνθρωπος και μετά βγαίνει το χούι του», απάντησα στο ίδιο ύφος. Γελάσαμε και συνεχίσαμε με ανανεωμένο κέφι την ανάβασή μας. Με κομμένη την ανάσα αυτή το φορά και χωρίς κουβέντες, γιατί το έδαφος ανηφόριζε πολύ απότομα κι απαιτούσε πλέον το μέγιστο των προσπαθειών μας. Μέχρι που φτάσαμε στον πρώτο από τους δυο αμυντικούς πύργους του οχυρού, αυτόν που διατηρείται ακόμα σε σχετικά υποφερτή κατάσταση. Εκεί  σταματήσαμε για να πάρουμε μια τελική ανάσα, πριν σκαρφαλώσουμε στην καρδιά του Απάνω Κάστρου και βρεθούμε στη μοναξιά της κορφής του λόφου.

Προς μεγάλη μας έκπληξη, όμως, δεν ήμασταν μόνοι. Εκεί μας περίμεναν τρεις κατσίκες! Ξεπρόβαλαν πίσω από το βορεινό τοίχο της πολεμίστρας, μόλις άκουσαν τα πατήματά μας, και σταματώντας για λίγο τη βόσκησή τους παρακολουθούσαν γεμάτες περιέργεια τους εισβολείς στην επικράτειά τους. Στη θέα, όμως, της Πίκας που προσπαθούσαμε να πειθαρχήσω με γλυκόλογα για να μην τις γαυγίζει συνεχώς, προτίμησαν να αποσυρθούν διακριτικά, σκαρφαλώνοντας με πηδήματα, επιτήδεια και γρήγορα, στο μονοπάτι που αυτές είχαν χαράξει προς την κορφή του λόφου. Μια απόσταση πολύ ανηφορική  και επικίνδυνη αλλά όχι μεγαλύτερη από είκοσι με τριάντα μέτρα.

Διαλέξαμε με μεγάλη προσοχή τις πέτρες που θα μας φιλοξενούσαν και καθίσαμε για λίγο. Ο χειμώνας έσβηνε σταδιακά άλλα αποδείχθηκε ιδιαίτερα βροχερός. Ευτυχώς, γιατί το νερό χρειάζεται όσο τίποτα στον τόπο, αλλά ακριβώς για τον λόγο αυτό έπρεπε να ‘μασταν κι ιδιαίτερα προσεχτικοί. Οι βροχές θα είχαν υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τα αφρόντιστα για αιώνες τείχη.

Κοίταξα προς τα δεξιά μας και επιβεβαίωσα ότι τα ίχνη της αποσάθρωσης ήταν όντως εντονότερα σε σχέση με την τελευταία φορά που σκαρφαλώσαμε μέχρι εδώ πάνω. Βγάλαμε το μπουκαλάκια μας κι ήπιαμε λίγο νερό. Η Πίκα αναζήτησε τη λιχουδιά της, κουνώντας έντονα τη ουρά της,  πήρε μια από το χέρι της Έφης κι συνέχισε να την κουνάει εντονότερα ευελπιστώντας για την επόμενη. Κρωξίματα, βελάσματα προβάτων και κατσικιών κι ο ελαφρύς αέρας που φυσούσε ήταν οι μόνοι ήχοι που έφταναν στ’ αφτιά μας, γαληνεύοντας τις ψυχές μας.

Σκανάροντας με το βλέμμα το τοπίο, προς την πλαγιά που απλωνόταν πλέον κάτω από τα πόδια μας και ανακαλώντας όσο είχα διαβάσει το προηγούμενο βράδυ, εστίασα στους βράχους και τελικά κατόρθωσα να διακρίνω τον προμαχώνα. «Κοίτα», έδειξα προς τα κάτω και νοτιοδυτικά στην Έφη. «Βλέπεις εκείνο το πεταλόσχημο χτίσμα; Πρόκειται για έναν προμαχώνα που φτιάχτηκε πολύ μετά από την οικοδόμηση του Κάστρου, με σκοπό να φιλοξενεί πυροβόλα όπλα. Περίεργο χτίσμα δεν είναι;». Έφη έψαξε τις παρυφές, αλλά τη στιγμή που η έκφρασή της έδειξε ότι διέκρινε το χτίσμα από τους βράχους κι ετοιμάστηκε να το επιβεβαιώσει λεκτικά, μια σκιά πέρασε από πάνω μας, κρύβοντας για κλάσματα του δευτερολέπτου τον ήλιο.

«Αετός ή γερακομάνα;», αναρωτήθηκα φωναχτά και βάζοντας το χέρι στο μέτωπο προσπάθησα να παρακολουθήσω την πορεία του πτηνού. Μάταια. Είχε απομακρυνθεί ήδη και μόνο το περήφανο πλανάρισμά του στον αέρα ακολουθήσαμε μέχρι που χάθηκε εντελώς από τα μάτια μας. Μπορεί να ήταν κι όρνιο, σκανιάς όπως το λένε στο νησί, ποιος ξέρει; «Άντε, ένα κουράγιο ακόμα και φτάσαμε», με παρακίνησε η Έφη. Σηκωθήκαμε κι ακολουθήσαμε προσεχτικά όσο ποτέ το κατσικίσιο μονοπάτι.

-//-

Φτάσαμε στην κορυφή του λόφου κι, ω του θαύματος, οι τρεις κατσίκες μας περίμεναν και πάλι εκεί, παρατηρώντας μας αυτή τη φορά από απόσταση ασφαλείας. Η Πίκα ευτυχώς δεν ασχολούνταν πλέον μαζί τους, επιδιδόμενη στην αγαπημένη της ενασχόληση, την αναζήτηση πατημάτων λαγού.

Περιηγηθήκαμε στο χώρο και σταματήσαμε για λίγο στην Φραγκοκκλησία. Έτσι λέγεται η εκκλησία που δεσπόζει στην κορφή του λόφου και την καρδιά του Κάστρου. Δεν υπήρξε καθολικός ναός, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο αυτό το όνομα της δόθηκε από τους ντόπιους. Ένας συνονόματος μακρινός μου ξάδελφος, γνωστός μάστορας της πέτρας, που δούλεψε για χρόνια στις αναστηλώσεις μεσαιωνικών, βυζαντινών μνημείων και εκκλησιών σε όλη την Ελλάδα, σε κάποια κουβέντα μας για τ’ Απάνω Κάστρο, μου είχε πει πως η συγκεκριμένη εκκλησία – με προσανατολισμό βορά – νότο – οικοδομήθηκε πάνω σε χαλάσματα ειδωλολατρικού ναού, όπου απλά πρόσθεσαν ένα ιερό. Ο ίδιος στα μέσα του ’90 αναστήλωσε όλες τις εκκλησίες του Κάστρου αποκαθιστώντας σημαντικό μέρος των τοίχων και των εισόδων τους. Έκτοτε κανένα έργο δεν πραγματοποιήθηκε στο Απάνω Κάστρο κι έτσι σταδιακά μετατρέπεται σε σωρούς ερειπίων και γίνεται ένα με τους προαιώνιους, γυμνούς βράχους.

Βρήκαμε το ψηλότερο σημείο και σταματήσαμε να αγναντεύσουμε για λίγο το λεκανοπέδιο της Τραγαίας, τα γύρω χωριά και τους παλιούς φράγκικους πύργους, που ακόμα και σήμερα διακρίνονται από τα σύγχρονα οικήματα τόσο ως ιδιαίτερα αρχιτεκτονήματα που είναι εκ των πραγμάτων, όσο και λόγω ύψους. Δεν μιλούσαμε πια μεταξύ μας. Η γαλήνη του τόπου επέβαλε σιωπή. Μόνο κάποια κρωξίματα πουλιών και ο αχός της επαρχιακής οδού Χώρας  – Απειράνθου ακουγόταν, εκτός απ’ τις ανάσες μας και το λαχάνιασμα της Πίκας.

Προσπάθησα να φανταστώ το χώρο νύχτα ασέληνη και νύχτα λουσμένη στην πανσέληνο του Αυγούστου. Ήξερα πως ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθώ επιτόπου κάποιο βράδυ και κάτι έσπρωχνε τι σκέψη μου προς τα κει. Τι; Δεν ξέρω. Πάντως, σε κάθε περίπτωση η αναρρίχηση στ’ Απάνω Κάστρο νύχτα θα ’ταν εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα. Ανατρίχιασα.

-//-

Πήραμε το δρόμο της επιστροφής  κι η ένταση της προσοχής, που απαιτούσε η κάθοδος, μας κρατούσε το ίδιο σιωπηλούς μέχρι τους πρόποδες του λόφου. Εκεί, πλησιάζοντας στον Άγιο Παντελεήμονα, θυμήθηκα τον μύθο που διηγούταν ο πατέρας μου για το πώς κατόρθωσαν οι πειρατές να μπουν στο κάστρο και να το καταλάβουν. Μια γριά, λέει, από τη μέρα που άρχισε η πολιορκία, μόλις έπεφτε βαθύ σκοτάδι γλιστρούσε από ένα κρυφό άνοιγμα στα τείχη, που γνώριζε μόνο αυτή από τη δική της γιαγιά, και έφτανε μέχρι το πηγάδι δίπλα στο ξωκκλήσι του Αι- Παντελεήμονα. Εκεί, προσέχοντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, έβγαζε νερό και γέμιζε τις δυο στάμνες της για τους πολιορκημένους, που το πρωί της φυλούσαν το χέρι και την ευγνωμονούσαν, ως σωτήρα τους. Ντυμένη στα μαύρα και κουκουλωμένη με το μαντήλι της για πολλές νύχτες δεν έγινε αντιληπτή από τους πειρατές. Ώσπου το φεγγάρι γέμισε για τα καλά και το βράδυ που έφτασε η πανσέληνος στη κορύφωσή της φύσηξε αέρας δυνατός. Η γριά δεν έδωσε σημασία στα σημάδια του καιρού και της νύχτας, κατέβηκε σχεδόν ξέγνοιαστή να φέρει νερό και ν΄ αποσπάσει για άλλη μια φορά το θαυμασμό των συγχωριανών της, αλλά ο αέρας πήρε το μαντήλι της, η κίνηση έγινε αντιληπτή από κάποιον ακοίμητο σκοπό και οι πειρατές της συνέλαβαν. Απειλώντας την με βασανιστήρια και θάνατο, αν δεν τους αποκάλυπτε το μυστικό πέρασμα στο Κάστρο, η γριά πείστηκε ότι θα χάριζαν τη ζωή στην ίδια και τους συγχωριανούς της, πρόδωσε τη μυστική είσοδο και το ξημέρωμα βρήκε τους πειρατές στην κορφή του λόφου να σφάζουν και να λεηλατούν.

Ποτέ δεν είπα στον πατέρα μου ότι αυτός ο μύθος και πολλές παραλλαγές του – πάντα όμως με μια Γριά που προδίδει, σώζει, ή στέκεται αφορμή να χτιστεί ένα κάστρο – είναι διαδεδομένος σ΄ όλο το Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Για ποιο λόγο άλλωστε; Τι είναι η αλήθεια μπρος τη δύναμη και τη γοητεία του μύθου, παρά μια στιγμή της Αιωνιότητας.

Εξάλλου, ήδη εδώ και ώρα είχα την αίσθηση ότι κάποιος μας ακολουθούσε. Δεν ακουγόταν πατήματα ή έστω κάποιος ανεπαίσθητο θρόισμα, αλλά ήμουν βέβαιος ότι κάποια μάτια ήταν καρφωμένα στην πλάτη μου, κι όσο περνούσε η ώρα αυτή η αίσθηση γινόταν εντονότερη. Και τότε συνειδητοποίησα πως περνούσαμε ακριβώς δίπλα το σημείο, όπου πάντα σύμφωνα με την παράδοση υπήρχε το πηγάδι της Γριάς. «Σε επτά βήματα από τον Αι- Παντελεήμονα προς τη δύση», είχε πει ο ξάδελφός μου. «Μετά τον Πόλεμο, ένας συγχωριανός μας έσκαψε, βρήκε μια πλάκα κι από κάτω το πηγάδι. Το πιστεύεις;».

Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν τον είχα ρωτήσει, αν και σήμερα μπορεί κανείς να το βρει. Αν κι η περιέργειά μου σε ανάλογες περιπτώσεις, θα με σπρώχνε να το κάνω. Ποιος ξέρει… Μπορεί ασυναίσθητα να σώπασα από σεβασμό στη μυθική Γριά. Η δύστυχη μετά την προδοσία της, – όπως διηγούταν ο πατέρας μου – σφάχτηκε κι αυτή από τους πειρατές που αθέτησαν την υπόσχεσή τους και έκτοτε το φάντασμά της γυρίζει στον τόπο ζητώντας συγχώρεση από τους χωριανούς της. Αυτό που τώρα μας ακολουθούσε.

Ή μήπως είναι το φάντασμα του πατέρα μου; Λένε πως οι ζωντανοί γυρνούν πάντα ως φαντάσματα στον τόπο που γεννήθηκαν και έζησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Δεν ξέρω και δεν θα το διαπιστώσω ποτέ. Δεν έχω το θάρρος να γυρίσω πάνω από τον ώμο και να δω,  αν όντως κάποιο αερικό μας ακολουθεί ή και πάλι η φαντασία μου παίζει με το μυαλό μου. Το μόνο που καλά γνωρίζω είναι πως «ψόματα κι αλήθεια, έτσα ΄ναι τα παραμύθια»…

Διαβάστε το πρόσφατο μυθιστόρημα του Νίκου Σαλτέρη που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος

O αναγνώστης ως συνδημιουργός του κειμένου

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular