Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Για την Σμύρνη του ενός αιώνα και όσους δεν θα αναφέρει ποτέ η ιστορία. Φέτος γίνονται εκατό χρονών και εμείς είμαστε ό,τι απομένει από εκείνους. Δανείζονται την φωνή μας σε ένα προσκλητήριο που όμοιό του ποτέ δεν κάλεσε κανείς. Αυτός ο αιώνας τους ανήκει και ίσως κάπου και κάποτε να ακουστούν όσα ονόματα διασώθηκαν, όσες ζωές άφησαν ένα αποτύπωμα προτού χαθούν μες στο πανόραμα της ιστορίας.

[…Οι πρόσφυγες της Μ. Ασίας αποτέλεσαν ένα είδος κοινωνικού περιθωρίου. Πολίτες δεύτερης διαλογής οι Ίωνες που έφθασαν στα μεγάλα, αστικά κέντρα περιορίστηκαν στις δυνατότητες που τους διέθεσε η ελληνική πολιτεία. Και αυτές τους κράτησαν στην άκρη της ζωής, εκείνους που έχασαν δυο φορές τον εαυτό τους. Μα ακριβώς αυτό το περιθώριο είναι που διέσωσε μοναδικά τις παραδόσεις τους και σφυρηλάτησε έναν ακλόνητο δεσμό με την ιστορία και τις ρίζες αυτού του κόσμου. Θα χρειαστούν δεκαετίες για να προβούμε στην παραδοχή πως αυτή η εθνική καταστροφή που συνετελέστηκε στην Μικρά Ασία ανανέωσε την πνευματική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και συνέβαλε στην οριστική διαμόρφωση της σημερινής μας εθνικής ταυτότητας…]

Αν με δεις τότε κλάψε, του ‘πε ο τσέτης στο καφενείο προτού φύγει. Λογοφέρανε, είπανε βαριές κουβέντες, λίγο έλειψε να τραβήξουν το μαχαίρι. Μπήκαν οι άλλοι εμπρός. Έρχεται ο βασιλιάς, έννοια σου έλεγε ο ένας και άλλος χαμογελούσε αινιγματικά. Κρατούσε από την σκαλιστή του την λαβή το άγριο, πριονωτό μαχαίρι.

Πέρασαν χρόνια. Τώρα εμπρός του φέγγουν τα φώτα του Πειραιά. Άλλος κόσμος, προσηλωμένος στην ζωή του. Μας περιμένουν άγριοι καιροί του είπαν μα δεν πίστεψε. Και εδώ και εκεί τσέτες, είπε μονάχος του και έσκυψε το κεφάλι του. Όλο το βάρος του κόσμου δεν σήμαινε τίποτε για αυτόν, για την καρδιά του την βαριά. Μοιράζουν ψωμιά στο κέντρο του καταυλισμού λένε. Μόνο ψωμί και περιφρόνηση, μάνα μου Ελλάς. Αυτά είναι που γεννήσανε το ρεμπέτικο. Οι ζεϊμπέκες που είχαν τα γόνατα λευκά χορέψανε τον καημό στ ’Άσπρα Σπίτια. Πετρούπολη, Περιστέρι, Φιλαδέλφεια, Πειραιώς, Θεσσαλονίκη, Μυτιλήνη, και πού δεν γυρέψανε οι ψυχές απάγκιο.

Η γυναίκα της Ζάκυνθος ζει και βασιλεύει. Κοιτάζεται στο καθρεφτάκι της, ζερβά και δεξιά της δυο γύψινοι δράκοι, τεχνοτροπία κλασική των μπαλκονιών. Όσο προχωρούν τα χρόνια μοιάζει πιο άσχημη, μα το καθρεφτάκι της σαν πάντα της απαντά εκείνο που θέλει να ακούσει. Και από κάτω τα παιδιά της Ιωνίας, πρόσφυγες στην πατρίδα τους, ξένοι στον ίδιο τον τόπο τους, παρίες και πλάνητες της ευτυχίας αυτού του κόσμου.

Την νύχτα πριν φύγουνε φθάσανε με τα άλογα. Μοιάζανε με καταιγίδα και ένας από αυτούς φώναζε, η Σμύρνη έπεσε. Φευγάτε! Και το αίμα παγώνει, από την αρχή τα ουρλιαχτά και οι θηριωδίες και οι στρατιώτες πίσω από τα άλογα με το ένα τους ποδάρι κρεμασμένο και τις σάρκες τους φαγωμένες από το χαλίκι. Και στις γειτονιές κοπάδια οι λύκοι να σπέρνουν τον θάνατο.

Τα είχε χάσει όλα. Τελευταίος εκείνος, φεύγει με το αποψινό καράβι. Μα αυτό αν τα καταφέρει και φθάσει στην Προκυμαία. Αυτό μονάχα αν δεν βρει στον δρόμο του τους τρομερούς ιππείς με το άλικο μαχαίρι, με το σκαλιστό φεγγάρι. Επειδή τότε φριχτό το τέλος τον περιμένει. Μα το έχει βάλει σκοπό να φθάσει ως την Αθήνα. Εκεί τους έστειλε τους ανθρώπους του όταν πια άρχισε να φθάνει το νέο πως η Ελλάς υποχωρεί.

Η Ελλάς ταξιδεύει αρόδο. Πεθαίνει από την ίδια της την ομορφιά, όσα ξέρει τα γράφει στο νερό, εκείνα κυλάνε, ανεκπλήρωτη και ασύδοτη, μοιράζει στα πελάγη τα παλιά τους ονόματα. Πίσω της, μέσα της, εντός της το Έθνος που δοκιμάζεται. Μια χειμωνιάτικη εποχή πέφτει στους δρόμους. Και όμως, την κρίσιμη στιγμή κάποιος σκαρώνει το όνειρο. Και όλοι μαζί, με συνείδηση σοφή και πικραμένη, προχωρούμε στο κυνήγι της εθνικής ευτυχίας. Η Ελλάς, μες στο χάρτινο βαρκάκι της δεν ακούει τον άνεμο, μονάχα ανάβει εδώ και εκεί τα δειλά της φώτα και…

Θέλει να ξεχάσει τις σκηνές. Ίσως να μην το κατορθώσει ποτέ. Από τούτη την στιγμή μίσησε θανάσιμα τις θάλασσες. Δεν ταξίδεψε ποτέ ξανά. Στο βλέμμα του το έθνος που κομματιάζεται, πάντα με ένα παιδί στα χέρια, θύμα αιώνιο της αγάπης που τρέφει για αυτό η πατρίδα.

Κάθε απόγευμα τους μοιράζουν εφημερίδες. Κάποιες είναι σκισμένες και όλες αφορούν παλιότερες ημερομηνίες. Διαβάζει τίτλους. ΣΕ ΑΘΛΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ, ΦΘΗΝΑ, ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΧΕΡΙΑ, Η ΕΛΛΑΣ, Η ΕΛΛΑΣ, Η ΕΛΛΑΣ. Σε άπειρα καρέ, έτοιμη να περισώσει, να ρίξει τις έξι τελευταίες σφαίρες της ένα δειλό πρωινό.

Σκέφτηκε ψύχραιμα. Ο Πειραιάς ερχόταν όλο και κοντά τους. Κάτι μάγκες ξερακιανοί θα κάνουν την δουλειά όταν κατέβει από το πλοίο. Έτσι για να νιώσει τι σόι πράγμα είναι αυτό το έθνος.

Οι τίτλοι στις βραδινές γράφουν. Δύσκολη αφομοίωση των προσφύγων που φθάνουν από τις ακτές της Ιωνίας. Ένα παράξενο, ταξικό χάσμα που θα θρέψει μεταγενέστερες περιπέτειες θα καθιερωθεί ανάμεσα στους γηγενείς και τους ρακένδυτους που κατακλύζουν τα μνημεία και τις λεωφόρους. Ακόμη και οι πλέον ευκατάστατοι Σμυρναίοι αναγκάζονταν να υπομείνουν την θέση τους μες στην αφιλόξενη, ελληνική κοινωνία που ξέρει καλά πώς να φτιάχνει περιθώρια και κατατάξεις. Η Ελλάς που έχει βυθιστεί στο είδωλό της προχωρά με φιέστες και πολεμικές κραυγές προς το μέλλον ενός νεαρού, αβέβαιου αιώνα.

Κάποιος να της χαρίσει δεντρολίβανο για την ανάμνηση του εαυτού της πριν από εκατό χρόνια. Κάποιος να της πει πως ένας πολιτισμός ποτέ δεν πεθαίνει. Ίσως να είχε δίκιο ο Θεμιστοκλής λέγοντας πως υπάρχουν φορές που τα καράβια συνιστούν την πατρίδα μας.

Τελευταίο καρέ. Στυμμένο, απογευματινό φως, πάνω στο νερό λάμνει η ιστορία. Μια ολόκληρη σελίδα γυρίζει και ένας κόσμος πεθαίνει λυρικά, ακριβώς έτσι όπως προβλέπεται. Με  δόξα και αναπάντητες, ιστορικές καταγραφές. Από την Σμύρνη ως την βαθύτερη αξιοπρέπειά μας, ένας αιώνας δρόμος. Και μια ιστορία σαν να διαμορφώνει τον μόνο χώρο, μες στα όρια του οποίου η μαρτυρία συνυπάρχει με την ιστορία.

Για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που γνώρισαν έναν δεύτερο ξεριζωμό, ψυχικό αυτήν την φορά η ελληνική κοινωνία φύλαξε τον πιο σκληρό εαυτό της. Τώρα πια μπορούμε να το ομολογήσουμε.

Διονύσιος Σολωμός,  Η γυναίκα της Ζάκυνθος

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular