Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

Δωρικός σπαραγμός

Μια συζήτηση και σκέψεις μιας ανήσυχης αναγνώστριας 

Πως υποστασιοποιείται ο λογοτεχνικός λόγος, όταν η ταλάντευση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας  περι – ορίζεται από ένα τραυματικό, εξωκειμενικό βίωμα; Μήπως η ερμηνεία υποχωρεί προς όφελος μιας (αποσπασματικής) αναπαράστασης κι εντέλει μιας απόπειρας λογοτεχνικής επικοινωνίας;

Έξι χρόνια (αν μετρώ σωστά) μετά Το αίμα νερό (εκδ. Πατάκη) μια μυθοπλασία εαυτού, ο Χάρης Βλαβιανός δίνει φωνή στην αδελφή του Μαρίνα, με την τραγική ζωή και τη μη μαχητή εξάρτηση από την ηρωϊνη. Δυο διηγήσεις, δύο ετεροθαλή αδέλφια. Αποσπασματικός, σχεδόν κατακερματισμένος μονόλογος το ένα, «Τώρα θα μιλήσω εγώ». Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις, (όπως δηλώνει ο υπότιτλος) το άλλο, «Το αίμα νερό».

Ένα δομικό, βαθύ τραύμα διαμορφώνει το οικογενειακό οξυγώνιο τρίγωνο, με μια αδιάφορη αλλά κυρίαρχη μητέρα στην κορυφή. Μία ρίζα κοινή και μία αλλότρια, η βιωματική προσέγγιση, δρόμοι στιγμιαία συγκλίνοντες, κατά βάση διαφορετικοί. Αντιστοίχως διαφορετικά και τα εκφραστικά μέσα στα δύο βιβλία: από το β΄ ενικό και τον αφηγητή/συγγραφέα στον καθρέφτη της μνήμης στο Το αίμα νερό, στον μονόλογο της Μαρίνας επιλέγεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. 

 

Ποια κριτήρια διαφοροποίησαν την επιλογή; Απόσταση από το οικείο βίωμα, υπόδυση του ανοίκειου; Ρωτάμε τον Χάρη Βλαβιανό.

Χάρης Βλαβιανός:  Στο «Το αίμα Νερό», μιλώ εγώ στον εαυτό μου, ήταν πιο φυσικό κι επώδυνο, αλλά μιλώ για τις σχέσεις με τους γονείς μου. Για το δικό μου παρελθόν και για τη σχέση μαζί τους. Τώρα έπρεπε να υποδυθώ τη Μαρίνα, να μιλήσω και ως γυναίκα και ως drug addict. Το ήξερα το θέμα, αλλά έπρεπε να μπω μέσα στον εαυτό της, να δω πώς βίωνε εκείνη, αυτήν την κατάσταση. Κι επειδή η πραγματικότητα που βίωνε ήταν πάρα πολύ σκληρή, ήθελα και η αφήγηση να είναι σκληρή.

 

Μια ελεγεία για τις βουβές γλώσσες, ο μονόλογος της Μαρίνας. Αυτοαναφορικός, κυκλικός, αναπόδραστος είναι τόσο λιτός, απογυμνωμένος από εκφραστικά μέσα, που αναδεικνύεται σχεδόν οστεώδης. Λες και το νόημα σε αυτό το λογοτεχνικό κείμενο κατά κάποιο τρόπο  προϋπάρχει, ακολουθώντας στο αποσπασματικό του καλούπι μια ιδιότυπη διαδοχή σπαραγμάτων στον αφηγηματικό χωρόχρονο. Γιατί δεν περιβάλλεται παρά μόνον από τα εντελώς αναγκαία, αφηγηματικά, αν όχι γλωσσικά συμφραζόμενα; 

Χάρης Βλαβιανός: Αυτά προκύπτουν μέσα στο γράψιμο. Ήθελα το κείμενο να είναι γυμνό κι άμεσο. Τίποτα το επιτηδευμένο ή υπερβολικό, να μην το καλλωπίσω… Υιοθέτησα ένα ύφος που σκέφτηκα ότι ταιριάζει σε αυτή τη δραματική συνθήκη. Κάπως έτσι είναι οι άνθρωποι σαν τη Μαρίνα.  Και από δικά της γράμματα που έχω, ο λόγος της είναι πολύ κοφτός, παρά την τρυφερότητα της για εμένα, με σύντομες φράσεις, χωρίς παραγράφους, με πολύ μικρές προτάσεις. Κοφτός λόγος, σύντομος.

 

Και ο καταλύτης; Ο μετασχηματιστής του βιώματος σε διήγηση, στη χάραξη της δεύτερης πλευράς του οξυγώνιου τραυματισμένου τριγώνου, που μετρά σήμερα τις αντίστοιχες οριστικές απώλειες, μάνας και αδελφής; 

 

Χάρης Βλαβιανός: Πολλές φορές δεν επιλέγουμε τα θέματα, δεν λέμε έτσι συνειδητά θα γράψω τώρα γι αυτό. Κάποια στιγμή ένα θέμα γεννιέται μέσα σου και μετά ως συγγραφέας το θέμα που έχεις να λύσεις, είναι πώς θα μορφοποιηθεί το υλικό αυτό. Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι την αδελφή μου έντονα, υπήρχε μια σκηνή που επανερχόταν στο μυαλό μου πολύ συχνά, όταν μετά το θάνατο της μητέρας μου πάω σπίτι κι ανοίγω ένα συρτάρι και βρίσκω όλες αυτές τις φωτογραφίες, σκισμένες, όπου δεν υπήρχε καθόλου το πρόσωπο της αδελφής μου, πουθενά, σκισμένες, σκληρή και βάναυση στιγμή.

 

«Υπήρχαν βέβαια δεκάδες σκισμένες, κομμένες άτσαλα με το χέρι. Σε λίγες, ελάχιστες, είχαν απομείνει κάποια ίχνη μου – μια μπούκλα από τα μαλλιά μου, το πόδι μου δίπλα σ΄ ένα άλλο πόδι, το χέρι μου γύρω από μια μέση. Σε καμία το πρόσωπό μου. Ακόμη και αυτές που ήμουν με τον αδελφό μου τις είχε σκίσει για να κρατήσει μόνο το κομμάτι που φαινόταν εκείνος. Ποιά μάνα το κάνει αυτό;»

Κάπως αυτή η εικόνα ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου. Μετά μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να διασώσω το πρόσωπό της με κάποιο τρόπο, φυσικά μέσα από τη λογοτεχνία, και να δώσω στην ίδια φωνή. Γιατί όλα τα χρόνια που μπαινόβγαινε σε κοινότητες ο βασικός αφηγητής για το τί γινόταν στη ζωή της Μαρίνας ήταν η μητέρα μου, που προφανώς ήταν προκατειλημμένη αφήγηση.

 

«Πάντα μιλούσε εκείνη. Μόνον εκείνη. Ό, τι ήξεραν για μένα όσοι με γνώρισαν το άκουγαν απ’ τα δικά της χείλη.

Σειρά μου τώρα. Τώρα θα μιλήσω εγώ.

Δεν είμαι το πρεζόνι που της κατέστρεψε τη ζωή. Εκείνη κατέστρεψε εμένα. Εκείνη με οδήγησε στον θάνατο. Εκείνη – που απαιτούσε να την αποκαλώ «μαμά».

 

«Τώρα θα μιλήσω εγώ» και «Άγονη Γη» του Τ.Σ. Έλιοτ  (εκδ. Πατάκη). Εκδοτικά χωρίζει τα δυο βιβλία, συγκριτικά μικρή απόσταση. Αναρωτιέμαι και θέτω το ερώτημα,  αν ο Χάρης Βλαβιανός έγραφε τον μονόλογο της Μαρίνας όσο καιρό μετέφραζε την Άγονη Γη του Έλιοτ, ή τον έγραψε αμέσως μετά. Αν για εκείνον, τον συγγραφέα και μεταφραστή, είναι αφηγηματικά και εκφραστικά, δρόμοι διακριτοί ή παράλληλοι; Ή μήπως και κάπου συγγενεύουν;

Χάρης Βλαβιανός: Έγραφα ταυτόχρονα, παράλληλα, αν και προηγείται ο Έλιοτ. Αλλά και το ποίημα είναι άγονο, όπως το έχω δηλαδή μεταφράσει, μιλά για ένα τοπίο ξερό, άνυδρο, και με αυτήν την έννοια υπάρχει μια ψυχική συγγένεια ανάμεσα στα δύο βιβλία. Και η ζωή της Μαρίνας  ουσιαστικά άνυδρη ήταν. Δεν βλάστησε ποτέ. Ένα τοπίο άγονο, όλη της η ζωή.

 

«Το μόνο αληθινό σπίτι που είχα ήταν το σώμα μου.

 Και επειδή το μισούσα, το κατέστρεφα. Το κατέστρεφα

σιγά – σιγά.

Όταν διαρκώς αφαιρείς, φτάνεις κάποια στιγμή στο τίποτα.

Όταν δεν έπαιρνα πρέζα, αυτό αισθανόμουν. Ένα τίποτα»

 

Αν το σώμα είναι το σπίτι, όπως λένε  οι αναλυτές, είναι και η αφετηρία της αναντίρρητης και καθοριστικής διάζευξης των δύο αφηγούμενων αδελφών, στη λογοτεχνική τους εξιστόρηση (Το αίμα νερό, Τώρα θα μιλήσω εγώ). Εκείνη, αρνείται και σαρκάζει την επανένταξη, γιατί μαζί με τα ακρωτηριασμένα παιδικά χρόνια έχει χαθεί και κάθε επιθυμία (εννοιολόγηση) επιστροφής. Ενώ εκείνος, που σήμερα ζει και εξιστορεί, φαίνεται μάλλον να αναγνωρίζει περισσότερο τον εαυτό σου στo, «the wounds you do not want to heal are you» του  J. Richardson, που προτάσσει στο « Το Αίμα Νερό». Επιλέγει τη μνήμη, της δίνει μιλιά.   

Χάρης Βλαβιανός: Η Μαρίνα δεν είχε πού να πατήσει. Ο μόνος άνθρωπος που την αγαπούσε ήμουν εγώ, αλλά δεν ήμουν πολύ παρών. Λόγω συνθηκών. Όταν πια γύρισα στην Ελλάδα με ένα παιδί, τον Αλέξανδρο,  η Μαρίνα ήταν πλέον στην Ιταλία. Μας χώριζαν 10 χρόνια. Πήγαινα και τους επισκεπτόμουν. Αλλά η Μαρίνα  ήταν σε κοινότητες, εκτός Ρώμης ή και σε άλλες χώρες, στην Πορτογαλία.

 «Τα χέρια μου ήταν κατατρυπημένα. Πόσο φαιδρή μού ακουγόταν η λέξη «επανένταξη». Επανένταξη πού; Σε τι; Σε ποια πραγματικότητα;»

Χάρης Βλαβιανός: Αλληλογραφούσαμε πάντως, μιλούσαμε στο τηλέφωνο, της έστελνα λεφτά. Εγώ μπορεί να είχα κακή σχέση με τον πατέρα μου, υπήρχε όμως μια οικογένεια στη Βραζιλία.  Αν τα πράγματα έσφιγγαν πολύ, όταν ήμουν έφηβος, θα μπορούσα να πάω εκεί. Είχα και τους παππούδες μου τους Βλαβιανούς, ήταν βράχοι, η γιαγιά Ευαγγελία φοβερή Σμυρνιά, ο παππούς μου ο Χαρίλαος, συμβολαιογράφος, δυο αστοί, είχα ένα πάτημα. Η Μαρίνα δεν είχε.  Τον πατέρα της δεν το γνώρισε ποτέ. Και πάντα αμφέβαλε. Είχε ένα επίθετο πολύ βαρύ, αλλά δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Εγώ τον έζησα ως πατριό, ήταν τρυφερός άνθρωπος, γι’ αυτό και γράφω στο βιβλίο, πώς ήταν δυνατόν αν ήταν κόρη του η Μαρίνα, να μην ενδιαφέρθηκε για εκείνην ποτέ;  Μετά χώρισαν, και η μάνα μου δεν απαντούσε όταν την ρωτούσα αν ο Ούγκο ήταν ο μπαμπάς της Μαρίνας, και γιατί εξαφανίστηκε. Η Μαρίνα κουβαλούσε έναν πατέρα που δεν γνώρισε, μια μάνα μέσα στη αστάθεια, πότε με λεφτά, πότε με χρέη, αν και το σημαντικότερο ήταν η αδιαφορία της. Θεωρούσε τη Μαρίνα ενόχληση κοινωνική.

«Την πρώτη φορά που είπα τη λέξη «μαμά» κοιτούσα στα μάτια άλλη γυναίκα. Τη φίλη της που ζούσε μαζί μας. Αυτή με μεγάλωσε. Αυτή έπαιζε όλη μέρα μαζί μου. Αυτή μου διάβαζε παραμύθια και με κοίμιζε τα βράδια. Αυτή με έμαθε να γράφω, να κολυμπάω, να κάνω ποδήλατο. Αυτή μού έραψε την πρώτη αποκριάτικη στολή. Όταν αδιαθέτησα, αυτή μου έδειξε τί έπρεπε να κάνω.

Η «μαμά» δεν είχε ποτέ χρόνο».

Σώμα κατατρυπημένο (κάποτε όμορφο, ελκυστικό) και μυαλό σημαδεμένα. Παγιδευμένη η Μαρίνα σε μια σπείρα, που την παιδική κακοποίηση στο κέντρο του εαυτού- άλλωστε αρχικά η μητέρα της είχε θεωρήσει την εγκυμοσύνη της ως κακοήθη όγκο, από λάθος γνωμάτευση γιατρού –  αντικατέστησε στην εφηβεία η μύηση στην ηρωίνη, από έναν «γλυκό άντρα, γύρω στα σαράντα πέντε, με ωραίους τρόπους, μορφωμένος και από γνωστή οικογένεια της Αθήνας»! Έτσι έκλεισε ο κύκλος νωρίς, έγινε ο λόγος αμετάβατος, η «ήττα» το πιο γλυκό αναλγητικό, ο θάνατος σχεδόν νόστος. Πόσο γρήγορα γίνεται ένας δρόμος, μονόδρομος και η γλώσσα ακατάληπτη; 

«Όλοι κουβαλάμε τις πληγές μας. Ο καθένας προσπαθεί να βρει τρόπους να τις επουλώσει. Εσύ έχεις μια πλούσια ζωή και κάτι που το αγαπάς πολύ- την ποίηση. Εγώ έχω μόνον τα ναρκωτικά. Κι αυτά μιλούν μια γλώσσα. Τη δική τους γλώσσα. Τα δικά τους ποιήματα δεν έχουν μέσα τους το ρήμα «θέλω». Έχουν μόνον το ρήμα «ξεχνώ»

Μετανιώνεις που δεν αποδέχτηκες την έστω και άρρητη πρόκληση να μιλήσεις τη δική της γλώσσα- ρωτάω τον συγγραφέα. Τη γλώσσα της εξάρτησης, των ναρκωτικών, την επιλογή ξεχνώ αντί του θυμάμαι; Και ζήτησες να την απαρνηθεί,  ως προϋπόθεση για μια σταθερότερη αδελφική σχέση;

Χάρης Βλαβιανός: Δε μετανιώνω γι’ αυτό ακριβώς, γιατί ήξερα ότι θα την οδηγήσει εκεί που την οδήγησε. Όσο ήταν στην κοινότητα, είχα ασχοληθεί, ρώτησα γιατρούς, μου είπαν να μην στέλνω χρήματα, γιατί πάνε σε μαύρη τρύπα, υπάρχουν εκβιασμοί. Όλοι έλεγαν ότι από όσους εθίζονται στα ναρκωτικά , μόνον ένα 5%  με 6% σώζεται, θέλει μεγάλη προσπάθεια. Συνήθως μετά από λίγο επιστρέφουν.Ήθελα να ξεφύγει από τα ναρκωτικά, από τη μάνα μου, την Ιταλία. Είχα σκεφτεί να της βρω κάποια δουλειά, ή να φύγει έστω κι έναν  χρόνο από την Αθήνα. Αλλά έπρεπε να πατήσει στα πόδια της. Να μην είναι άρρωστη.

 

«Δεν μπορούσα να σταματήσω. Το μόνο που ήθελα τότε ήταν να κλείσω τα μάτια, να νεκρώσω τις αισθήσεις μου, να μην νιώσω απολύτως τίποτα, να μην πονάω άλλο. Να μην πονάω. Να μην πονάω».

 

Χάρης Βλαβιανός: Αυτό που σκέφτομαι πολλές φορές, είναι ότι αν εγώ δεν είχα τη ζωή που είχα, αν δεν είχα παντρευτεί, δεν είχα παιδί, αν ήμουν μόνος, ίσως έμπαινα στον πειρασμό να την αναλάμβανα, να την έπαιρνα σπίτι, όπως έχεις έναν άρρωστο άνθρωπο. Φαντάζομαι ότι ίσως η δική μου αγάπη θα μπορούσε να την πείσει να ξεφύγει από τα ναρκωτικά. Αλλά μετά απέκτησα δυο παιδιά, δεν μπορούσα να το κάνω. Η Μαρίνα ήταν πολύ βαθιά μέσα στο πρόβλημα, δεν θα μπορούσα με τα παιδιά. Μερικές φορές έπαιρνε τηλέφωνο και φώναζε , πάθαινε κρίσεις. Το άλλο πρωί βέβαια  τηλεφωνούσε πάλι, ζητώντας συγνώμη. Δεν ξέρω, αν δεν είχα οργανωμένη ζωή, ίσως να είχε γλυτώσει η Μαρίνα, αν και οι γιατροί λένε πώς μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό γλυτώνει.

 

Θα έμπαινες στον πειρασμό να γράψεις ένα ανάλογο βιβλίο για τη μητέρα σου; Τη μητέρα σας; Σε πρώτο ενικό;

Χάρης Βλαβιανός: Ναι το έχω σκεφτεί, αλλά δεν έχει γεννηθεί –ακόμη- μέσα μου. Έχω γράψει παλιότερα σε ποιήματα μου και για τη μητέρα, όπως και για τη Μαρίνα. Στο Adieu. Στο PΕΝΤΙΜΕΝΤΟ, που στα Ιταλικά παραπέμπει σε έναν πίνακα ζωγραφικής, όπου, παρά τις επιστρωματώσεις, τα νέα σχέδια και χρώματα που έχουν ζωγραφιστεί από επάνω, τα προγενέστερα ή και το αρχικό κάπως φαίνονται, αχνοφέγγουν. Κι εκεί στο μισό ποίημα μιλάει η μητέρα μου. Είναι ένα ποίημα τελείως θεατρικό, μάλιστα όταν είχε βγει μου είχε γράψει ο Κώστας Ταχτσής, ρωτώντας με, κύριε Βλαβιανέ έχετε ασχοληθεί με το θέατρο, γιατί αυτό, ο διάλογος – καθώς μετά απαντώ εγώ – είναι ένα τέλειο θεατρικό. Μιλάει και σε άλλα ποιήματα η μάνα μου. Της έχω δώσει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τις επιλογές της.

Αλλά βέβαια, όχι στη μορφή των άλλων δύο βιβλίων. Θα ήταν μια τριλογία, απολογία για τη ζωή της. Και η αλήθεια είναι βέβαια, ότι δεν είναι εύκολο πράγμα για μια μητέρα να έχει ένα παιδί μέσα στα ναρκωτικά. Είναι δύσκολο. Εγώ το βίωσα εξ αποστάσεως. Αλλιώς πρέπει να θυσιαστείς για το παιδί σου. Να σηκώσεις αυτόν το σταυρό, να δώσεις τη ζωή σου, όλα, για να το σώσεις. Κι αν το σώσεις.

 

Διαβάζουμε στο «Τώρα θα Μιλήσω εγώ», ότι στέλνεις βιβλία στη Μαρίνα. Βιβλία με ποιήματα δικά σου, όπου υπογραμμίζει με τόση μανία όσα αναφέρονται στη μάνα σας, που σκίζει τη σελίδα.  Της στέλνεις όμως και το Φωτόδεντρο και τις Έξι και μία τύψεις του Ελύτη, λέγοντας , «είναι σαν φάρμακο, θα δεις ότι υπάρχει ακόμη πολύ φως μέσα σου». Εκείνης όμως το μάτι σβήνει το φως του Ελύτη, και μένει στην φράση του Μπέκετ, «Τίποτα δεν είναι πιο αστείο από τη δυστυχία». Τίποτα;

Χάρης Βλαβιανός: Καταλαβαίνω πως το λέει ο Μπέκετ, μόνον αν το δει κανείς ότι είναι μια φάρσα η ζωή που παίζεται εις βάρος σου- άρα κι εις βάρος της Μαρίνας. Δεν θα την προσυπέγραφα ακριβώς, όσο κι αν καταλαβαίνω το νόημά της, ότι όλα είναι ένα γελοίο παιχνίδι, κι εμείς παγιδευμένοι σε αυτή τη φάρσα που λέγεται ζωή. Όσο έζησε πάντως η Μαρίνα, η δική μας η σχέση δεν είχε στοιχεία ή αίσθηση φάρσας κι ακόμη λιγότερο κωμωδίας.

 

«Έζησα ποτέ ευτυχισμένη;

Όχι.

Ίσως λίγες στιγμές. Όταν ήμουν μικρή και δεν ήξερα, δεν φανταζόμουν ακόμη τι θα ακολουθούσε.

Κράτησα στη μνήμη μου μια στιγμή ευτυχίας, μια στιγμή στη ζωή μου, μια αυγουστιάτικη μέρα στις Σπέτσες. Ήμουν έντεκα χρονών. Μπορεί δώδεκα.

Ο αδελφός μου, μου πρότεινε νωρίς το πρωί να κάνουμε μαζί τον γύρο του νησιού με τη μηχανή του. Ξαφνιάστηκα με την πρότασή του».

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular