Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Για ποιο λόγο ασχοληθήκατε με τη γραφή;

Πάντα στην ερώτηση αυτήν απαντάω ότι το είχα τεράστια ανάγκη, ότι μου βγήκε τελείως αυθόρμητα αυτή η ενασχόληση, ότι εκείνη ήταν που με επέλεξε και όχι εγώ αυτήν. Μα τώρα θα ήθελα να αναφέρω μερικούς λόγους, διότι το δίχως άλλο θα υπάρχει κάποια αιτία, όπως υπάρχει για όλα σε αυτήν τη ζωή. Είναι για μένα ένα καταφύγιο, κάτι που με ηρεμεί και με παρηγορεί από κάθε μου έννοια, σκοτούρα, πίκρα… ειδικά τώρα που σκοπεύω να κάνω στροφή από το μυθιστόρημα και το διήγημα στο παραμύθι, θεωρώ πως το καταφύγιο της συγγραφής θα γίνει ακόμα πιο ζεστό για μένα, καθότι τα παραμύθια είναι κάτι που όλους τους ανθρώπους μάς χαλαρώνει απίστευτα, μας πηγαίνει σε έναν μαγικό κόσμο και μας κάνει να βλέπουμε πιο αισιόδοξα τη ζωή. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος.

Ο δεύτερος είναι ότι συχνά δεν είμαι ικανοποιημένη από τη ζωή μου, τους ανθρώπους γύρω μου και τις πράξεις αυτών, κι έτσι κάνω την πένα μου μαγικό ραβδί με το οποίο δημιουργώ έναν δικό μου κόσμο πάνω στο χαρτί. Στα έργα μου οι ήρωες δρουν όπως εγώ επιλέγω, οπότε για λίγο γίνομαι ένας μικρός θεός που καθοδηγεί τις πράξεις των ατόμων της φαντασίας του. Φτιάχνω με λίγα λόγια έναν δικό μου κόσμο έτσι όπως τον ονειρεύομαι.

Και ο τρίτος λόγος είναι ότι μέσα από κάθε έργο μου σχεδόν στηλιτεύω μέσα από τη λογοτεχνία τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας, τις εσφαλμένες κατά την άποψή μου αντιλήψεις, κάθε τι που έχει δυσάρεστες συνέπειες. Νομίζω πως όλοι οι καλλιτέχνες έχουμε μέσα μας μια επαναστατική τάση, είμαστε αντισυμβατικοί και ανατρεπτικοί. Έτσι, εγώ προσωπικά βάζω ένα λιθαράκι μέσα από τα έργα μου για να ευαισθητοποιήσω τους αναγνώστες, να τους προβληματίσω, να τους ταρακουνήσω… όποιος επιλέξει να διαβάσει δικό μου βιβλίο-δε μιλάω μόνο για τα τρία εκδοθέντα καθώς θα ακολουθήσουν πολλά ακόμα και μάλιστα το ένα από αυτά είναι ήδη έτοιμο- θα βουτήξει κιόλας μέσα στις πεποιθήσεις μου, στην προσωπική μου ηθική, καθώς και στην κοσμοθεωρία μου, όλα αυτά όμως σκεπασμένα από λογοτεχνικότητα φυσικά.

Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η συγγραφή για εσάς;

Πάντως μου είναι σίγουρα πανδύσκολη αυτή η ερώτηση, για να είμαι ειλικρινής, κι αυτό γιατί φοβάμαι πως δεν έχω ιδέα αν μου είναι εύκολη ή δύσκολη η συγγραφή. Δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω ούτε αμιγώς εύκολη ούτε αμιγώς δύσκολη. Αυτό ποικίλλει ανάλογα πρώτα απ’ όλα με το εκάστοτε έργο. Υπάρχουν έργα τα οποία μου βγήκαν πανεύκολα, υπάρχουν άλλα που με δυσκόλεψαν αρκετά και σε κάποιες περιπτώσεις έτυχε να μην μπορέσω καν να τελειώσω κάποια. Πχ λίγους μήνες προτού γράψω τις Τέσσερις Κοντεσίνες, είχα αρχίσει να γράφω το ίδιο ουσιαστικά μυθιστόρημα με τη διαφορά πως οι φίλες αντί για τέσσερις ήταν πέντε. Όπως φαντάζεστε, ήταν πάρα πολλές για να είναι τόσο κολλητές όσο περιγράφω, κι έτσι δε μου βγήκε και τα παράτησα σίγουρη ότι δεν είχε τελικά μέλλον αυτό το κόνσεπτ. Ωστόσο, το καλοκαίρι της ίδιας σεζόν τις έγραψα νεράκι, διότι μου λύθηκαν τα χέρια σε αυτό το μυθιστόρημα καθότι αφαίρεσα μία κοντεσίνα. Θέλω να πω ότι, αν το κόνσεπτ δεν ευνοεί, δυσκολεύομαι και μπορεί ακόμα και να μην ολοκληρώσω ποτέ κάτι.

Αυτό που μου είναι πολύ εύκολο στη δουλειά μου-που για την ώρα είναι χόμπι μα ελπίζω σύντομα να γίνει και επάγγελμα- είναι το να σκαρφίζομαι το γενικό στόρι των έργων μου, να επινοώ την πλοκή και το τέλος όσων γράφω. Αυτό που με δυσκολεύει είναι συχνά το να εκφράσω κάποια πράγματα, κυρίως πολλές φορές τα συναισθήματα των ηρώων. Ακόμη, μου είναι δύσκολο το να αρχίσω το έργο μου, συχνά δεν ξέρω ποια θα πρέπει να είναι η πρώτη μου πρόταση, η πρώτη φράση, η πρώτη λέξη… Αυτό όμως που με δυσκολεύει τρομερά θα έλεγα είναι το ότι λόγω του νεαρού της ηλικίας μου δεν έχω πολλές πραγματολογικές γνώσεις, με αποτέλεσμα να πέφτω έξω σε κάποια πράγματα συχνά και να μην μπορώ να γράψω οτιδήποτε λαχταράω. Για παράδειγμα, λόγω των μηδαμινών μου γνώσεων όσον αφορά αστυνομίες, εγκληματολογία, ιατροδικαστικά κλπ, αδυνατώ να γράψω, για την ώρα τουλάχιστον, αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν πειράζει όμως. Αρκούμαι στα αισθηματικά που νομίζω πως μου πηγαίνουν περισσότερο άλλωστε.

Συμπερασματικά, για να απαντήσω πιο ξεκάθαρα στην ερώτηση, γενικώς αυτό που κάνω μου είναι εύκολο, γι’ αυτό και το κάνω, μια και δεν είμαι φίλη της δυσκολίας. Ωστόσο, όπως και κάθε τι, ειδικά κάθε τι που κάποιος βλέπει σοβαρά και στοχεύει να είναι, αν γίνεται, το μέλλον του, έτσι και η συγγραφή περιλαμβάνει αρκετές δυσκολίες. Πότε εύκολη τη βρίσκω και πότε δύσκολη, αλλά συνήθως εύκολη, ίσως επειδή έχω φτιαχτεί, θεωρώ, για να κάνω αυτό στη ζωή μου.

Μοιραστείτε μαζί μας τη στιγμή που αποφασίσατε να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο.

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, αλλά μην περιμένετε, παρακαλώ, από μένα μια απλή και σταράτη απάντηση, διότι αδυνατώ να απαντάω μονολεκτικά, μια και κάθε ερώτηση που δέχομαι για τη συγγραφή έχει πολύ ζουμί. Η στιγμή αυτή για μένα δεν είναι μία. Είναι τρεις. Καταλαβαίνω ότι ακούγεται παράξενο, αλλά μείνετε μαζί μου παρακαλώ. Η πρώτη είναι όταν έγραψα για πρώτη φορά στη ζωή μου το πρώτο μου έργο. Η δεύτερη είναι όταν έγραψα το πρώτο μου εκδοθέν έργο. Η δε τρίτη είναι όταν έγραψα το πρώτο μου εκδοθέν έργο γνωρίζοντας πως θα εκδοθεί, διότι, όταν έγραψα το πρώτο, δε φανταζόμουν ποτέ πως θα γινόταν βιβλίο.

Η πρώτη στιγμή λοιπόν, η στιγμή δηλαδή που έγραψα για πρώτη φορά, ήταν στην πρώτη λυκείου, στα δεκάξι μου, όπου έγραψα ένα διήγημα για το bullying, όπως μας είχε προτείνει η φιλόλογός μας, για έναν διαγωνισμό. Επειδή στο γυμνάσιο είχα υποστεί bullying, ήμουν πολύ ευαισθητοποιημένη σε αυτό το θέμα, κι έτσι ενθουσιάστηκα μόλις μας έγινε αυτή η ανακοίνωση από την καθηγήτρια. Αρχικά, σκόπευα να γράψω ποίημα, μια και είχα γράψει κάτι ποιηματάκια για τον ανεκπλήρωτο εφηβικό μου έρωτα και πίστευα ότι η κλίση μου είναι στον στίχο. Χωρίς να το αντιληφθώ όμως, μου βγήκε ολόκληρο διήγημα με θέμα τον ρατσισμό προς τους αλβανούς. Το διήγημα αυτό επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει το σχολείο μου στον διαγωνισμό ανάμεσα σε όλα όσα είχαν φέρει και, μπορεί να μην κέρδισε στον διαγωνισμό, κέρδισε όμως οποιονδήποτε το διάβασε και όλοι μου είπαν να δω σοβαρά τη γραφή.

Η δεύτερη ήταν όταν ξεκίνησα να γράφω την Αγγελική μορφή. Την έγραψα με το σκεπτικό ότι απλώς θα τη μοιράσω δεξιά και αριστερά. Ποτέ δε φανταζόμουνα πως θα γινόταν βιβλίο λόγω του μικρού μεγέθους της. Επειδή όμως δεν ήταν και τόσο μικρή και βγήκε νουβέλα τελικά και όχι διήγημα όπως περίμενα, την έστειλα σε εκδοτικούς οίκους και για καλή μου τύχη πήρα θετική απάντηση από τις εκδόσεις Βακχικόν. Την Αγγελική μορφή την έγραψα μετά το καλοκαίρι στα είκοσί μου και η ιδέα για αυτήν μου ήρθε καθώς έκανα μπάνιο στη θάλασσα.

Τέλος, η τρίτη στιγμή ήταν τότε με τις Κοντεσίνες. Για μένα αυτό ήταν το πρώτο μου βιβλίο. Κι αυτό γιατί ξεκίνησα να τις γράφω ξέροντας πως αργά ή γρήγορα θα τις δω σε βιβλίο, κάτι που, όπως προείπα, δεν ίσχυε για την Αγγελική μορφή. Είχα αυτήν τη σιγουριά διότι ήξερα πως θα έβγαιναν μυθιστόρημα και μάλιστα μεγάλο, αλλά και επειδή ήδη με είχαν εμπιστευτεί τόσο καλοί εκδότες και πίστευα πως θα φιλοξενούσαν με χαρά ένα ακόμη έργο μου. Ήμουν είκοσι ενός όταν τις έγραψα. Επίσης, τις έγραψα καλοκαίρι λόγω του ελεύθερου χρόνου που έχω τότε. Εκδόθηκαν βέβαια τρία χρόνια μετά λόγω της κατάστασης με τον Covid.

Όπως ίσως ξέρετε, το βασικό θέμα αυτού του βιβλίου είναι η φιλία. Ο λόγος λοιπόν που έγραψα τις Κοντεσίνες ήταν η μεγάλη πίκρα που ένιωθα εξαιτίας του αποχωρισμού μου με την παιδική μου φίλη, την οποία πάντα αγαπάω. Ουσιαστικά δημιούργησα το πρώτο μου μυθιστόρημα για να εκτονώσω λίγο τον πόνο αυτής της απώλειας, και γι’ αυτό συχνά λέω ότι ο πόνος ωφελεί εμάς που γράφουμε…

Ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει το βιβλίο σας όταν το τελειώσετε;

Πρώτα απ’ όλους το διαβάζω εγώ αρκετές φορές, διότι είμαι τελειομανής και φοβάμαι μήπως βρω κάποιο λάθος. Για να σας δώσω να καταλάβετε, τις Κοντεσίνες τις έλεγχα για τυχόν λάθη επί έναν ολόκληρο χρόνο. Έπειτα, η επόμενη αναγνώστρια πάντα είναι η μητέρα μου. Κι αυτό γιατί ασχολείται με την επιμέλεια κειμένων και επιμελείται το έργο μου. Φυσικά πρέπει εγώ έπειτα να εγκρίνω τις διορθώσεις.

Το πρώτο άτομο που διαβάζει τα έργα μου ως αναγνώστρια και όχι ως επιμελήτρια είναι η κολλητή μου, η οποία με έχει εντυπωσιάσει με την αστραπιαία ταχύτητα με την οποία διαβάζει και με τη μνήμη ελέφαντα που διαθέτει όσον αφορά τα έργα μου. Μιλάμε, δεν ξεχνάει το παραμικρό, ενώ τις Κοντεσίνες τις είχε διαβάσει εν μια νυκτί, ναι, κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Να ‘ναι καλά, γιατί και στις τρεις παρουσιάσεις που έχω κάνει μέχρι τώρα-και ευελπιστώ και σε επόμενες- η βοήθειά της ήταν πολύτιμη, διότι παρουσίασε υπέροχα το έργο μου με πολύ εύστοχα λόγια και της είμαι ευγνώμων για αυτό.

Αν βέβαια η ερώτησή σας εννοεί ποιος διαβάζει πρώτος το πόνημά μου αφότου τυπωθεί σε βιβλίο, δεν έχω απάντηση, διότι αυτό ποικίλλει.

Εμπεριέχουν οι ήρωές σας ένα κομμάτι του εαυτού σας και σε ποιον βαθμό;

Νομίζω πως δε νοείται συγγραφέας που οι ήρωές του να μην εμπεριέχουν ένα δικό του κομμάτι. Πιστεύω πως όλοι εμείς, ηθελημένα ή μη, βγάζουμε στα γραπτά μας πολλά δικά μας κομμάτια. Νομίζω πως δεν είναι δυνατόν οι πρωταγωνιστές των πονημάτων μας να μη μας μοιάζουν έστω και λίγο.

Αυτό ακριβώς λοιπόν συμβαίνει και με μένα, με άλλους ήρωες λιγότερο και με άλλους περισσότερο. Για παράδειγμα, στην Αγγελική μορφή η πρωταγωνίστρια, η Λίνα, έχει πολλά κοινά με μένα ως προς τον χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει και για τη Γιολάντα από τις Τέσσερις κοντεσίνες, η οποία ουσιαστικά είμαι εγώ η ίδια, ενώ έχω λίγα κοινά και με την Παυλίνα και με την Τόνια. Η μοναδική μου ηρωίδα που είναι εντελώς άσχετη με εμένα είναι η Αθηνά. Η Χριστίνα δε από το Έρωτας δίχως γέφυρα είναι εντελώς διαφορετική από μένα στη διατροφή, στην ηθική και στην κοσμοαντίληψη, καθότι εγώ ΔΕΝ είμαι βίγκαν, δε θα γίνω ποτέ και δε συμφωνώ με τον κίνημα του βιγκανισμού, αλλά, από την άλλη, μου μοιάζει πάρα πολύ στο συναίσθημα, στην πίστη της στις ιδέες και στην ιδιοσυγκρασία γενικότερα.

Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι με τις περισσότερες ηρωίδες μου έχω αρκετά κοινά, αλλά με καμία δεν είμαι απολύτως όμοια. Με κάθε μου ηρωίδα έχω ομοιότητες και διαφορές. Μόνο με τη Γιολάντα ταυτίζομαι εκατό τοις εκατό.

Απευθύνεστε σε συγκεκριμένο πρόσωπο όταν γράφετε ένα βιβλίο;

Όχι. Από πού κι ως πού; Γιατί; Το κάνει αυτό κάποιος συνάδερφος; Αν ναι, μου φαίνεται πολύ παράξενο. Δεν το έχω ξανακούσει. Σε ποιον να απευθύνομαι; Όταν γράφω μια ιστορία, απευθύνομαι σε όλους και κανέναν. Εννοώ ότι γράφω οτιδήποτε νιώθω και συχνά αισθάνομαι σαν να απευθύνομαι στον εαυτό μου, σαν να έχω δηλαδή έναν εσωτερικό μονόλογο, σαν να γράφω ημερολόγιο ένα πράγμα, αλλά ταυτόχρονα αυτό που γράφω το απευθύνω σε οποιονδήποτε επιθυμεί να το διαβάσει, από τον χειρότερό μου εχθρό μέχρι τον καλύτερό μου φίλο, από τον πιο κοντινό μου μέχρι έναν τελείως άγνωστό μου, από τον μεγαλύτερο λάτρη της λογοτεχνίας μέχρι και αυτόν που διαβάζει κάτι λογοτεχνικό για πρώτη φορά στη ζωή του. Οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι ευπρόσδεκτος για αναγνώστης μου, ακόμα και ένας φουλ ανταγωνιστικός συνάδερφος που διαβάζει το δημιούργημά μου για να το καταρρίψει. Πάντως δεν απευθύνομαι συγκεκριμένα σε κάποιον, αλλά σε όλους. Ούτε και ξέρω σε ποιες ηλικίες απευθύνονται τα έργα μου. Νομίζω από δεκατριών μέχρι εκατόν δεκατριών. Μπορεί τα βιβλία μου να έχουν αφιερώσεις, αλλά αυτό δε σημαίνει πως απευθύνονται στον αποδέκτη της αφιέρωσης, ειδικά αν σκεφτούμε ότι το Έρωτας δίχως γέφυρα είναι αφιερωμένο σε έναν σκύλο. Εύχομαι να κατάλαβα καλά την ερώτηση, γιατί πραγματικά μου έκανε εντύπωση, καθότι πιστεύω πως κάθε λογοτέχνημα πρέπει να απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως. Λογοτέχνημα είναι. Δεν είναι γράμμα.

Έχετε αγωνία για τις αντιδράσεις των αναγνωστών σας;

Υπέροχη ερώτηση! Μμμ… ναι, έχω πάρα πολλή αγωνία! Προσοχή όμως! Δεν έχω αγωνία ως προς το αν θα αρέσει αυτό που έγραψα, αν δηλαδή θα λάβω καλή κριτική ή κακή, αν θα ακούσω θετικά ή αρνητικά σχόλια. Αυτό δε με απασχολεί. Περιμένω το εκάστοτε feedback με λαχτάρα, αδημονία και χαρά, αλλά χωρίς καμία αγωνία, τουλάχιστον όχι με την αρνητική σημασία της λέξης αγωνία.

Αισθάνομαι αγωνία με την αρνητική έννοια, άγχος και στρες για το αν θα αναγνωστεί το έργο μου. Δε με νοιάζει δηλαδή το τι κριτική θα εισπράξω, αλλά με ενοχλεί αφάνταστα όποτε κάποιος αδιαφορεί για το πόνημά μου.  Αυτό συχνά με σφάζει, για να είμαι ειλικρινής, ειδικά αν ξέρω ότι κάποιος αγαπάει το διάβασμα γενικώς, αλλά δε διαβάζει κάτι δικό μου επειδή δε με εμπιστεύεται ως συγγραφέα λόγω του νεαρού της ηλικίας μου. Φυσικά κατανοώ ότι οι άνθρωποι γύρω μου έχουν υποχρεώσεις, αλλά για μένα προσωπικά σαν καλλιτέχνιδα είναι μεγάλο άδειασμα κάποιος να μη διαβάσει ποτέ το δημιούργημά μου αν το έχει στην κατοχή του. Φυσικά δεν πιέζω κανέναν, αλλά μέσα μου νιώθω ένα μικρό πλήγμα. Προτιμώ, με άλλα λόγια, κάποιος να διαβάσει το βιβλίο μου και να μου πει ότι δεν του άρεσε-είμαι πολύ δεκτική στην απόλυτη ειλικρίνεια, γιατί κι εγώ είμαι ένα απόλυτα ειλικρινές άτομο- παρά να μην το διαβάσει ποτέ. Μια και το έθιξα, πιστεύω ακράδαντα ότι καλλιτέχνης που δεν είναι δεκτικός στην κριτική δεν πρέπει να είναι καλλιτέχνης, γιατί δε θα προοδεύσει ποτέ χωρίς μερικές αρνητικές κριτικές. Προσωπικά, αν είμαι μία φορά ευγνώμων σε εκείνους που διαβάζουν το βιβλίο μου και μου λένε με χαρά ότι τους άρεσε, είμαι τρεις φορές ευγνώμων σε όσους μου λένε παρατηρήσεις, επισημάνσεις, πράγματα που δεν τους άρεσαν. Κι αυτό γιατί, εκτός του ότι οι δεύτεροι με βοηθούν να εξελιχθώ, συν τοις άλλοις, μου δείχνουν με όσα μου υπογραμμίζουν ότι ασχολήθηκαν ουσιαστικά με το βιβλίο μου. Φυσικά έχω την απαίτηση κάθε τι να μου διατυπώνεται με ευγένεια.

Για να είμαι πολύ ειλικρινής βέβαια, θα στενοχωρηθώ λίγο αν δω δημοσιευμένη μια αρνητική κριτική για έργο μου από επαγγελματία κριτικό, διότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα αποτελέσει δυσφήμιση για το βιβλίο, κάτι που δε με συμφέρει, ειδικά τώρα στα πρώτα μου βήματα. Φυσικά κάθε κριτικός έχει δικαίωμα να γράψει ό,τι πιστεύει. Στους κριτικούς που ασχολήθηκαν με τα δύο προηγούμενα έργα μου, αλλά και σε όσους ασχοληθούν με το παρόν και με τα μελλοντικά-αν υπάρξουν κάποιοι- είμαι κάτι παραπάνω από ευγνώμων οτιδήποτε και να γράψουν, γιατί και μόνο το να ασχοληθούν με μένα, μια πρωτοεμφανιζόμενη μυθιστοριογράφο, είναι μεγάλη τιμή…

Πόσο τολμηρή είστε στη γραφή σας; Θέτετε περιορισμούς στον εαυτό σας λόγω κοινωνικών συμβάσεων;

Κανέναν περιορισμό. Ναι, θεωρώ πως είμαι ιδιαίτερα τολμηρή. Γράφω ό,τι επιθυμώ και αλίμονο αν δεν το έκανα αυτό, γιατί αυτό που με εξιτάρει περισσότερο στη συγγραφή είναι η ελευθερία που η τέχνη αυτή απλόχερα μου προσφέρει, η απουσία των κανόνων, το ότι έχω τη δυνατότητα να κάνω ό,τι εγώ θέλω πάνω σε ένα λευκό χαρτί. Για παράδειγμα, γνωρίζοντας ότι ζούμε στην εποχή της πολιτικής ορθότητας, σε μια εποχή που δυστυχώς υπάρχει πολλή λογοκρισία, στοχοποίηση και μισαλλοδοξία για τις απόψεις που δεν είναι δημοφιλείς, συχνά στα έργα μου είμαι politically incorrect. Εννοώ ότι, παρόλο που στηρίζω σαν άνθρωπος κάθε είδος διαφορετικότητας, υπάρχει πιθανότητα να βάλω ένα ρατσιστικό σχόλιο στο στόμα κάποιου ήρωά μου. Αυτό το κάνω γιατί πολύ απλά λέγονται τέτοιου τύπου φράσεις και επιθυμώ να αποτυπώνω την πραγματικότητα.

Γνωρίζω επίσης ότι ίσως κριθώ για το ότι περιγράφω τις ηρωίδες μου πανέμορφες με τέλειες αναλογίες και τους ήρωές μου αρρενωπούς, εμφανίσιμους και γοητευτικούς. Ναι, το κάνω αυτό, είναι το στυλ μου, παρόλο που γνωρίζω πως μπορεί να φανεί ρατσιστικό σε κάποιους, προσβλητικό ίσως και μη πολιτικά ορθό. Δεν επηρεάζομαι από αυτήν την κοινή άποψη. Κι αυτό γιατί είμαι λάτρισσα του καλαίσθητου, του ωραίου, του κομψού, μου αρέσει πολύ να φροντίζω και τη δική μου εμφάνιση και δεν είμαι από τους ανθρώπους που ισχυρίζονται πως δεν υπολογίζουν καθόλου την εξωτερική εμφάνιση. Έτσι, επιλέγω να φτιάξω τους πρωταγωνιστές των ιστοριών μου όσο πιο όμορφους μπορώ. Την ώρα που περιγράφω μια ηρωίδα μου, νιώθω πως ζωγραφίζω, ζωντανεύει η εικόνα της στα μάτια μου και έχω ανάγκη να φανταστώ μια όμορφη εικόνα. Ξέρω πως λίγοι άνθρωποι είναι τόσο ωραίοι, αλλά κάθε τι που συμβαίνει σε ένα λογοτεχνικό έργο είναι σπάνιο. Για να μην τα πολυλογώ, δεν επηρεάζομαι καθόλου από τη νέα τάση που θέλει να καταργηθούν τα πρότυπα ομορφιάς και είμαι της κλασικής σχολής που εξυμνεί το ωραίο.

Το άλλο που κάνω συχνά και μπορεί να θεωρηθεί κι αυτό κατακριτέο είναι το ότι σπανιότατα θα δείτε από μένα happy ending. Γνωρίζω πολύ καλά πως ο μέσος αναγνώστης αποφεύγει βιβλία δίχως happy end, κι όμως δεν το επιλέγω. Νιώθω ότι ένα μυθιστόρημα αποκτά μεγαλύτερη δύναμη, ταρακουνά και προβληματίζει περισσότερο τον αναγνώστη αν το τέλος απέχει από το αναμενόμενο. Εγώ προσωπικά πάντα ήμουν λίγο εχθρός του πολύ ευτυχισμένου τέλους, γιατί νομίζω ότι συχνά καταντά γλυκανάλατο. Συν ότι τα άσχημα τέλη είναι και πιο ρεαλιστικά, δε χαϊδεύουν αφτιά και φανερώνουν τη σκληρότητα της ζωής. Νομίζω πως αυτό το ροζ συννεφάκι που μας πλασάρουν οι αμερικάνικες ταινίες μάς έχει κάνει μεγάλο κακό, γιατί περιμένουμε να βιώσουμε ακριβώς το ίδιο, πράγμα που δε συμβαίνει και απογοητευόμαστε. Οπότε ναι, όσο κι αν ξέρω ότι πολλοί κακοκαρδίζονται από τα περισσότερα από τα τέλη που δίνω, συνεχίζω ακάθεκτη να γράφω αυτό που θέλω, χωρίς καθόλου να αυτολογοκρίνομαι, να στρογγυλεύω τα πράγματα και να περιορίζομαι.

Από τι πάσχει κατά τη γνώμη σας η ελληνική λογοτεχνία;

Πιστεύω πως το βασικό της πρόβλημα δεν είναι οι δημιουργοί, αλλά το αναγνωστικό κοινό. Κι αυτό γιατί είναι ελάχιστο. Έχω ξαναπεί ότι το να ασχοληθώ με τη συγγραφή δεν είναι επιλογή μου, αλλά ανάγκη μου και ισχύει αυτό. Δε νομίζω πως θα το επέλεγα οικειοθελώς αν δε μου έβγαινε αυθόρμητα αυτή η ορμή να δημιουργήσω. Ή τουλάχιστον δε θα του είχα δώσει τόση έμφαση. Πιστεύω βέβαια στις ικανότητές μου. Γι’ αυτό και προχωράω άλλωστε. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό δεν είναι ιδιαίτερα φιλικό. Είναι μικροσκοπικό το ποσοστό των ανθρώπων που διαβάζει. Στις μέρες μας κυριαρχεί ο ψηφιακός κόσμος, τα social media, η τηλεόραση… το βιβλίο είναι πλέον σπορ των πιο κουλτουριάρηδων. Σε αυτό συμβάλλουν οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η απουσία ψυχικής καλλιέργειας… Όταν λοιπόν το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων υποτιμάται τόσο, όταν, ακόμα και συνάδερφοι, φιλόλογοι, δε διαβάζουν ποτέ λογοτεχνία, όταν το μόνο βιβλίο που έχουν πιάσει οι νέοι στα χέρια τους είναι ο Χάρι Πότερ,  προφανώς και η ελληνική λογοτεχνία θα αρχίσει να πάσχει λόγω του νόμου προσφοράς και ζήτησης. Οι δημιουργοί θα χάσουν ως έναν βαθμό το μεράκι για την τέχνη τους, θα απογοητευτούν, θα τους αφήσει ο ενθουσιασμός τους. Έτσι, όλο και λιγότεροι γράφουν, όλο και λιγότεροι νέοι συνάδερφοι καταξιώνονται όπως τους αξίζει και παραμένει στην κορυφή η παραλογοτεχνία. Σίγουρα λοιπόν οι επιπτώσεις της αποστασιοποίησής μας από την τέχνη έχουν αρνητικές συνέπειες στην ελληνική λογοτεχνία.

Το άλλο πρόβλημα της λογοτεχνίας στη χώρα μας είναι η παραλογοτεχνία. Το λέω αυτό επισημαίνοντας με κάθε ειλικρίνεια ότι έχω διαβάσει κι εγώ πολλά τέτοια έργα τα οποία μάλιστα δεν τα ακυρώνω εντελώς. Ίσα ίσα που είναι ό,τι πρέπει για την παραλία. Ωστόσο, δε νοείται κάποιος να διαβάζει σοβαρά ένα βιβλίο με τόση ρηχότητα, τόσο εσφαλμένα νοήματα, τόση χυδαιότητα. Προφανώς λοιπόν η προσκόλλησή μας σε τέτοια αναγνώσματα δυναμιτίζει τη λογοτεχνία στη χώρα μας.

Η αλήθεια είναι ότι, όντας πολύ νέα ακόμη, χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία και μην έχοντας διαβάσει ακόμα τόσο πολύ, δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς από τι πάσχει η λογοτεχνία. Αυτό που δε μου αρέσει καθόλου όμως είναι ότι είναι ελάχιστοι οι σύγχρονοι συγγραφείς που έχουν αποκτήσει μια στοιχειώδη φήμη. Αν δεν ασχολιόμουν με τον κόσμο των συγγραφέων λόγω του ότι μπήκα πλέον κι εγώ σε αυτόν τον χώρο, θα είχα ακουστά μόνο τον Τατσόπουλο, τη Σώτη Τριανταφύλλου, την Καρυστιάνη και την Άλκη Ζέη. Τη δε Λένα Διβάνη, τον Αύγουστο Κορτώ, τον Βασίλη Παπαθεοδώρου τους έμαθα επειδή έψαξα. Οι πολύ γνωστοί έλληνες συγγραφείς είναι οι παλιοί τύπου Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Λουντέμης… Νομίζω πως η θεοποίηση των παλιών συγγραφέων σε συνδυασμό με το ότι οι νέοι δεν προωθούνται ούτε διαβάζονται αρκετά δε βοηθά την ελληνική λογοτεχνία να εξελιχθεί ενώ έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί, γιατί οι σύγχρονοι συγγραφείς είναι πάρα πολλοί, έχουν αγάπη για αυτό που κάνουν και πολλές δυνατότητες.

Ποια ήταν η αφορμή για το τελευταίο σας βιβλίο;

Θα ξέρετε λογικά ότι η υπόθεση του νέου μου βιβλίου είναι ο έρωτας που γεννιέται ανάμεσα σε έναν κρεοπώλη και μια βίγκαν. Όπως είπα και στην παρουσίαση του βιβλίου, με έπιασε περιέργεια να δω γιατί κάποιοι άνθρωποι γίνονται βίγκαν, μια και μου έκανε εντύπωση αυτό. Το έψαξα λοιπόν και, καθώς το έψαχνα, μου ήρθε αυτή η έμπνευση. Νομίζω ότι μου ταιριάζει το αισθηματικό μυθιστόρημα κιόλας και σκέφτηκα ότι δε θα μου ήταν δύσκολο. Συν ότι ήταν καλοκαίρι και συνήθως τα καλοκαίρια, όσο είμαι Αθήνα, δε βρίσκω τίποτα ενδιαφέρον να κάνω, κι έτσι κάθε καλοκαίρι σχεδόν θα γράψω και κάτι. Αυτό που δε μου άρεσε στον κόσμο των βίγκαν, και το απεχθάνομαι σε οποιαδήποτε ιδεολογική ομάδα, είναι ο φανατισμός. Μέσα από αυτό το μυθιστόρημα λοιπόν στηλιτεύω όσο μπορώ τον φανατισμό, όπως και πολλά άλλα δυσάρεστα φαινόμενα των ημερών μας.

Ο αμοιβαίος έρωτας αποτελεί ένα θαύμα της φύσης, που μπορεί να φέρει την ευτυχία σε όσους το βιώνουν. Iσχύει πάντα όμως αυτό; Ή μήπως υπάρχουν έρωτες καταδικασμένοι να καταλήξουν άδοξα οδηγώντας στον όλεθρο ανθρώπινες ψυχές; Μήπως κάποιες σχέσεις είναι καλύτερο να μην αρχίσουν επειδή το τέλος τους παραμονεύει απειλητικό; Μήπως κάποια «σ’ αγαπώ» δεν πρέπει να ειπωθούν ποτέ; Στα ερωτήματα αυτά καλούνται να απαντήσουν οι δύο ήρωές μας: ο Κωνσταντής και η Χριστίνα. Ένας γοητευτικός άντρας και μια πανέμορφη κοπέλα που θα ερωτευτούν παράφορα.

Ο Κωνσταντής όμως στα μάτια της Χριστίνας είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος που τεμαχίζει καθημερινά τα πτώματα των θυμάτων του και στη συνέχεια τα πουλά, δίχως καμία ενοχή. Η δε Χριστίνα στα δικά του μάτια είναι μια γραφική δήθεν επαναστάτρια. Κι όμως, μέσα από την κόντρα τους, βαθιά συναισθήματα αρχίζουν να ανθούν ανάμεσά τους από τις πρώτες κιόλας ματιές τους. Και οι δύο αρχικά προσπαθούν να νικήσουν τούτη την έλξη. Έλα όμως που ο θεός Έρωτας δε μας ρωτά πριν μας τρυπήσει με τα βέλη του…

Ο Κωνσταντής είναι ένας κρεοπώλης με πολύ μεράκι για τη δουλειά του, ενώ η Χριστίνα, από την άλλη, είναι μια βίγκαν-ακτιβίστρια.

*

Η Πηνελόπη Τσιάλα γεννήθηκε το 1998 στην Αθήνα. Έχει τελειώσει Φιλολογία-Γλωσσολογία και μιλάει αγγλικά. Γράφει από παιδί, από ανάγκη και όχι από επιλογή. Η συγγραφή είναι ό,τι αγαπά περισσότερο, η μόνη ασχολία που την ικανοποιεί απόλυτα, η καλύτερη παρηγοριά της για τις αντιξοότητες της ζωής, γιατί, όταν γράφει, φεύγει από τούτο τον κόσμο και μεταφέρεται στον κόσμο των ονείρων της, γι’ αυτό και πρώτα θα σταματήσει να αναπνέει και μετά να γράφει. Κατά την παιδική της ηλικία, έγραφε μικρές ιστοριούλες, ενώ στην εφηβεία έγραψε αρκετά διηγήματα, αλλά και ορισμένα στιχάκια και ποιήματα. Στην ηλικία των 21 εκδόθηκε η πρώτη της νουβέλα με τίτλο Αγγελική μορφή, ενώ στα 24 το πρώτο της μυθιστόρημα, Οι τέσσερις κοντεσίνες. Έναν χρόνο αργότερα, στα 25, εκδίδεται και το δεύτερο μυθιστόρημά της, το Έρωτας δίχως γέφυρα. Ασχολείται επίσης με την υποκριτική, το
τραγούδι και τη ζωγραφική.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular