Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Ο Μποντλέρ, ο αρχάγγελος της ποίησης,  είχε επισημάνει κάποτε σε επιστολή προς κάποιο φίλο ότι «η φαντασία υπερέχει όλων των επιστημών γιατί είναι η μόνη που κατανοεί την συμπαντική αναλογία». Η επισήμανση αυτή δικαιολογεί κι ένα άλλο μποντλερικό απόφθεγμα: «Η φαντασία είναι η βασίλισσα του αληθούς». Θα έλεγε κανείς ότι την ίδια κοσμοθεωρία ασπάστηκε και ο Ερνέστο Σάμπατο, όταν αποφάσισε να μετακινηθεί από τον στέρεο κόσμο των επιστημών στο αμφιλεγόμενο βασίλειο της φαντασίας, αντιμετωπίζοντας σωρεία αντιδράσεων από την επιστημονική κοινότητα. 

Η αναζήτηση της αλήθειας παρέμενε σίγουρα το πρώτο μέλημα για τον Σάμπατο ωστόσο ο μετέπειτα εμβληματικός συγγραφέας του εικοστού αιώνα γνώριζε καλά πως η αλήθεια που εκφράζει η λογοτεχνία και η ποίηση δεν ταυτίζεται με την αλήθεια που αναζητά η Επιστήμη και η Ιστορία.

Παρά την πίστη του στην υπεροχή της λογοτεχνίας, ο Σάμπατο μπαίνει στην περιπέτεια των γραμμάτων πρωτίστως ως άνθρωπος των επιστημών. Η επιστημοσύνη του είναι ορατή στην αφηγηματική του μέθοδο, στον τρόπο που τεκμηριώνει σκέψεις αλλά και γεγονότα στο «Τούνελ» χωρίς καμία ασυνέχεια, με ακρίβεια και λογική ακολουθία και με απαρέγκλιτη τήρηση της σχέσης αιτίου και αιτιατού.

Το ίδιο το «Τούνελ» ξεκινά σαν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και κατά το παράδειγμα του Ντοστογιέφσκι στο «Έγκλημα και Τιμωρία», γνωρίζουμε ήδη το θύμα αλλά και τον δράστη.  Στην πραγματικότητα πρόκειται για ψευδοαστυνομικό μυθιστόρημα και για αυθεντικό πολιτικό νουάρ. Κάτω από το χαλί της μυθοπλασίας υποβόσκει όλη εκείνη η ταραγμένη περίοδος για την Αργεντινή, περίοδος ανελευθερίας, τρόμου, παραλογισμού. Με την πρώτη παράγραφο ο αφηγητής εγκαινιάζει μια ιστορία στην οποία δεν φαίνεται να δίνει και πολλή σημασία. Αντίθετα στην δεύτερη παράγραφο γράφει· «η ρήση κάθε πέρσι και καλύτερα, δεν σημαίνει ότι  παλιά συνέβαιναν λιγότερο άσχημα πράγματα, παρά πως ευτυχώς ο κόσμος τα ξεχνάει».

Ο Σάμπατο ξεκινά την αφήγησή του με συγκαλυμμένες σκέψεις για τη γενικότερη κατάσταση, για την επικαιρότητα της εποχής του αλλά και για την ανθρώπινη ύπαρξη, επιχειρώντας έτσι να δημιουργήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκτυλιχθούν τα γεγονότα που οδηγούν στη δολοφονία. Ύστερα η ιστορία του ξεχύνεται σαν αφηνιασμένο άλογο. Στα μικρά κεφάλαια που συνθέτουν το «Τούνελ», υπάρχει μια τέτοια συμπύκνωση ώστε δεν επιτρέπεται τίποτε το περιττό. Ωστόσο ο συγγραφέας του δεν τρέφει αυταπάτες. Οι πρώην συνάδελφοί του στην επιστήμη θα συμμερίζονταν απόλυτα την παρατήρηση ενός ήρωά του στο 28ο κεφάλαιο. «Μυθιστορήματα σε τέτοιους καιρούς; Να τα γράφουν πάει καλά… αλλά και να τα διαβάζουν!» Ακόμα και αν υποθέσουμε πως δικαιολογημένα η κοινότητα των επιστημόνων του προσάπτει το κίνητρο της ματαιοδοξίας για την ενασχόληση με τη λογοτεχνία, ο Σάμπατο έχει την απάντηση και την δίνει στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. «Για τη ματαιοδοξία δεν μιλάω καθόλου πιστεύω πως δεν στερείται κανείς αυτό το σημαντικό κίνητρο της ανθρώπινης προόδου».

Το αξιοθαύμαστο πάντως στην περίπτωση του «Τούνελ» είναι πως μολονότι ο συγγραφέας του έχει αποφασίσει να πει μέσα σε λίγες σχετικά σελίδες μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, δεν παραλείπει ταυτόχρονα να σχολιάσει διάφορα ζητήματα για τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα. Οι ήρωές του κοινότοποι και ανάλγητοι ξεστομίζουν κραυγαλέες απόψεις, όπως για παράδειγμα η κυρία του 25ου κεφαλαίου που δηλώνει: «Σκέψου πως δεν έχω καταφέρει ποτέ να τελειώσω ένα ρώσικο μυθιστόρημα. Είναι τόσο κουραστικά». Ή «Απεχθάνομαι τους υπερβολικά σπουδαίους, τύποι όπως ο Μιχαήλ Άγγελος ή ο Γκρέκο με ενοχλούν». Τέτοιες κοινοτοπίες και λόγια εντυπωσιασμού είναι που ερεθίζουν αφάνταστα το αίσθημα απελπισίας του Καστέλ κι έχει ίσως δίκιο η Μαρία Ιριμπάρνε όταν του λέει στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο πως «Η ευτυχία περιβάλλεται από πόνο».

Το πολιτικό παρελθόν του Σάμπατο,  στη δεκαετία του ’30 και του ΄40 είναι πλούσιο. Οι πολλαπλές δράσεις του, η εμπλοκή του με το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι αντιρρήσεις του για τον Υπαρκτό Σοσιαλισμό και εντέλει η χάραξη της προσωπικής πολιτικής του πορείας, μαζί με την Παρισινή του εμπειρία από τον Μεσοπόλεμο, θεωρώ ότι σφυρηλάτησαν την βούλησή του να εξελιχθεί σε αυτό που ονομάζουμε μαχόμενη συνείδηση σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.  Στην πραγματικότητα ο Αργεντινός συγγραφέας μιμήθηκε τις λογοτεχνικές διασημότητες της νιότης του, τον Καμύ, τον Σαρτρ, τον Μαλρό, τον Όργουελ και τον Χεμινγουέι που ανέμιξαν δόσεις πολιτικής ιδεολογίας και μυθοπλασίας στα έργα τους. Όσον αφορά τις εκλεκτικές συγγένειες που διαπιστώνει κανείς ειδικά στο «Τούνελ»  θα έλεγα ότι ο Ερνέστο Σάμπατο ακολουθεί την αφηγηματική λογική του Καμύ στον «Ξένο», αλλά και το φιλοσοφικό ύφος του Σαρτρ στον «Τοίχο», διατηρώντας ταυτόχρονα και κάτι από το κλίμα απόγνωσης που υπάρχει στην «Ανθρώπινη μοίρα» του Μαλρό.

Αν θέλαμε να κατηγοριοποιήσουμε το «Τούνελ» θα λέγαμε πως ανήκει στη μεγάλη παράδοση της πεζογραφίας της ζήλειας. Δεν πρόκειται όμως για συστηματική σπουδή της ζήλειας όπως αυτή που συναντά κανείς στις σελίδες του Προυστ, ίσως γιατί στην μυθολογία του Σάμπατο η ζήλεια αποκτά εξαρχής μεταφυσική διάσταση. Ο αντίζηλος στην περίπτωση του «Τούνελ» δεν είναι ένα πλάσμα με σάρκα και οστά. Η ζήλεια του Χουάν Πάμπλο Καστέλ, του ζωγράφου που σκότωσε την Μαρία Ιριμπάρνε δεν επιτρέπει σε κάποιον να ζει, να σκέφτεται, να επιθυμεί παρά μόνο όσα αφορούν τον ζηλιάρη. Η ζήλεια του Καστέλ λοιπόν ομοιάζει ακριβώς με τον καθολικό ναρκισσισμό του καλλιτέχνη, που με τον αθεράπευτο εγωκεντρισμό του ανταγωνίζεται τους πάντες και τα πάντα. Η κριτική ή η αδιαφορία είναι αδιανόητες συνθήκες για τον καλλιτέχνη αυτόν. Όλα ξεκινούν και καταλήγουν στον ίδιο. Και παρότι ο Καστέλ δείχνει να έχει ξεκάθαρη άποψη για τους ανθρώπους και τον κόσμο, παρότι οι ιδέες του έχουν μια αναμφίβολη αθωότητα και ειλικρίνεια, η σχέση του με την τέχνη και το έργο του, τον κάνει αφόρητα εγωπαθή χωρίς ίχνος συναισθηματικής ευελιξίας.

Αντί η τέχνη του να θεραπεύσει τον εγωκεντρισμό του, αντί να τον οδηγήσει  σε αυτό που κατά τον Τοντόροφ είναι το σημαντικότερο,  δηλαδή στην αγάπη, σε μια νέα αλήθεια που θα μπορούσε να την μοιραστεί με άλλους ανθρώπους, φαίνεται πως η σχέση του με τη ζωγραφική τον κάνει αφόρητα ζηλιάρη, ευάλωτο, παράλογο, δυνάστη πραγματικό. Η λογοτεχνία διευρύνει την αντίληψή μας για τους ανθρώπους και για τον κόσμο, όπως θα έπρεπε να  πλουτίζει ψυχικά η τέχνη τον ίδιο τον δημιουργό. Υπάρχουν όμως σοβαρά εμπόδια, όταν στην περίπτωση ενός καλλιτέχνη υπεισέρχεται η αλόγιστη φιλοδοξία και ο αχαλίνωτος ναρκισσισμός. Ο καλλιτέχνης αυτός που ζει και αναπνέει για την καθολική αναγνώριση, που τρέμει την πιθανότητα μιας απόρριψης, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε μια μοναξιά δαντικού τύπου, καταλήγει στην απελπισία, ένα βήμα πριν από την αυτοκτονία. Αυτός είναι ο Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ένας ισοβίτης του ναρκισσισμού, που για να μην αυτοκτονήσει δολοφονεί τη γυναίκα πάνω στην οποία προβάλλει τον εαυτό του και το έργο του.

«Δολοφονώ κάποιον για να μην δολοφονήσω τον εαυτό μου», λοιπόν, είναι η βαθύτερη εξήγηση αυτού του τόσο λογικά δομημένου  αλλά και τόσο φαινομενικά παράλογου «Τούνελ» που ανοίγει ο Σάμπατο στη φαντασία του αναγνώστη. Ο Καστέλ εξαρχής αυθαιρετεί όπως όλοι μας, δίνοντας ένα δικό του περιεχόμενο στην Μαρία Ιριμπάρνε. Δημιουργεί μια εικόνα της Μαρίας την στιγμή που εκείνη μελετά τον πίνακά του. Επειδή όμως είναι περίπου απίθανο να ανταποκρίνεται  σε αυτή την εικόνα το αντικείμενο του πόθου του, η εξέλιξη είναι περίπου αναμενόμενη. Ο κόσμος που περιγράφει ο  Σάμπατο είναι ένας κόσμος αναπόφευκτης μοναξιάς. Μας κατακλύζει ένα αίσθημα ερημιάς από τη στιγμή που γεννιόμαστε για να πεθάνουμε κι όπως εξηγεί ο Χάιντεγκερ ζούμε αναυθεντικά, μακριά από την αλήθεια της ύπαρξής μας, για να ξεχνάμε το αναπόδραστο τέλος. Ωστόσο είμαστε ολομόναχοι και στο τέλος θα βιώσουμε την εμπειρία του θανάτου. «Μόνο η τέχνη μπορεί να παρηγορήσει τον άνθρωπο για τις όλες τις ατέλειες του κόσμου που τον περιβάλλει», ομολογεί ο Σάμπατο. Φαίνεται κι ο ίδιος κατέφυγε τελικά στην λογοτεχνία για να κατευνάσει τη δική του απελπισία, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει με την επιστήμη.  Η Φυσική του έδωσε τον έξω κόσμο, η ψυχανάλυση τον ανθρώπινο μικρόκοσμο, η λογοτεχνία τα εργαλεία και τον τρόπο να εκφραστεί. Όσο για την επίσημη Ιστορία, αυτή είναι για τον συγγραφέα το πραγματικό Τούνελ μέσα από το οποίο περνά κάθε φορά η ανθρωπότητα αναζητώντας το φως στην άκρη του. 

Το «Τούνελ» του Σάμπατο συνιστά μια μικρή εποποιία που εκτυλίσσεται σε δίσεκτους καιρούς, όταν η πατρίδα του σπαράσσεται από μια ενδημική βία και από δικτατορίες που διαδέχονται η μια την άλλη, μέχρι την ανάρρηση του Περόν στην εξουσία. Στην ατμόσφαιρα μοναξιάς και αγωνίας,  πρέπει να προσθέσουμε την θλίψη του Αργεντινού πολίτη, έτσι όπως  μόνο το τάγκο την αποτυπώνει με τη μελωδία και τους στίχους του, δίνοντας μια μοναδική αφηγηματική τονικότητα  στο «Τούνελ».

Ο Σάμπατο αποδεικνύεται ένας ρωμαλέος μυθιστοριογράφος που τα βάζει με την Ιστορία, με την πολιτική, με τον χρόνο, με τη μοναξιά και την απελπισία. Η λογοτεχνία του εξελίσσεται σε μια μορφή διαμαρτυρίας προς τον Θεό ο οποίος μοιάζει να απουσιάζει από τον κόσμο που δημιούργησε. Ταυτόχρονα όμως καταφέρεται εναντίον της ανθρώπινης βλακείας, της κοινοτοπίας, της υποκρισίας στην τέχνη και στην καθημερινότητα. Ο Καστέλ παρά τον υπερτροφικό ναρκισσισμό του παραμένει ένας πανέξυπνος παρατηρητής προσώπων και πραγμάτων και ίσως το αίσθημα της μοναξιάς και της απελπισίας να μεγεθύνεται από το έλλειμμα ευαισθησίας και ανθρώπινης ευφυΐας που διαπιστώνει συνεχώς γύρω του. «Επέστρεψα στο σπίτι με ένα αίσθημα απόλυτης μοναξιάς. Γενικά εκείνο το αίσθημα ότι είμαι μόνος στον κόσμο εμφανίζεται ανάκατο με ένα αίσθημα περήφανης ανωτερότητας»,  ομολογεί ο ζωγράφος στην αρχή του 21ου κεφαλαίου.

Ο Ερνέστο Σάμπατο θα εξελιχθεί σε καθολική φωνή του μυθιστορήματος, οικοδομώντας συστηματικά την προσωπική θέαση ενός κόσμου που όσο και αν είναι απωθητικός είναι ο μόνος μέσα στον οποίο μπορεί να επιβιώσει και η ίδια η λογοτεχνία. Η άτυπη τριλογία  που σχηματίζουν το «Τούνελ» το «Περί Ηρώων και Τάφων» και το «Αβαδδών ο Εξολοθρευτής», είναι εφάμιλλη αυτής του Χέρμαν Μπροχ με τον γνωστό τίτλο «Υπνοβάτες». Όπως ο Γερμανός συγγραφέας έτσι και ο Σάμπατο ξεκινά από ένα απλό διαυγές αλλά συγκλονιστικό αφήγημα σαν το «Τούνελ» και συνεχίζει δημιουργώντας όλο και πιο σύνθετα κείμενα στο όριο του δυσνόητου. Θέλει έτσι να δείξει που πηγαίνει  αυτός ο κόσμος, πού πηγαίνει μαζί του και η λογοτεχνία.

«Η γλώσσα είναι σύμβαση», κατά τον Χένρι Τζέιμς αλλά μπορεί να είναι και μια περιπέτεια όπως ισχυρίζεται ο Φλομπέρ. Για τον Σάμπατο είναι κάτι πιο σύνθετο – μια χορευτική εμπειρία των λέξεων στο ρυθμό του αργεντίνικου τάνγκο. Κατά κάποιο τρόπο στην ιστορία του το Μπουένος Άιρες γίνεται μια γυαλιστερή πίστα χορού.

Ο σπουδαίος αυτός Αργεντινός συγγραφέας, ο πιο ευρωπαίος από όλους τους λατινοαμερικάνους λογοτέχνες, αφουγκράστηκε τη μελωδία του ύφους δημιουργώντας ένα δωμάτιο αφήγησης, ο ένας τοίχος του οποίου είναι η τέχνη, ο άλλος ο έρωτας, ο τρίτος το μυστήριο και ο τέταρτος η ανθρώπινη ψυχή. Βαθιά ερωτικό, βαθιά πολιτικό αλλά κυρίως ανθρώπινο με ισορροπία στα πάθη και τις αναζητήσεις, το «Τούνελ» είναι ένα εξομολογητικό κείμενο. Στον Σάμπατο περικλείονται όλοι: Ο Κάφκα της Αμερικής, ο Καμύ της Αλγερίας, ο αυτοεξόριστος Τόμας Μαν, μια φευγαλέα εικόνα του Ντοστογιέφσκι. Περικλείεται η απατηλή μνήμη του παρελθόντος που απέχει πολύ από το να είναι συλλογική. Περιέχεται ακόμα και ένα ηθικό δίδαγμα θανάτου: «Με τα χρόνια μαθαίνει κανείς πως ο θάνατος δεν είναι μονάχα υποφερτός αλλά ίσως και παρηγορητικός», γράφει.. Ο ίδιος ο Σάμπατο είναι απλός όπως ακριβώς είναι και ο θάνατος, διηγείται φυσικά, χωρίς καμία δόση αμηχανίας, δεν αναλίσκεται σε φτηνά στιλιστικά τεχνάσματα. Το ταλέντο του έρχεται από τη βαθιά παράδοση των αφηγητών. Ξέρει πώς να χειριστεί τους ήρωές του, υφαίνει την πλοκή του χωρίς υπερβολές και δημιουργεί μια αβίαστη αληθοφάνεια. Στο «Τούνελ» υπάρχει μια πολιτική διάσταση που ο αναγνώστης καλείται να συναγάγει εμμέσως. Οι ήρωες κινούνται με μυστικοπάθεια, με έναν αέρα συνωμοσίας. Ο έρωτας, η ζήλεια, το πάθος και η ορμή του καλλιτέχνη είναι απλές προσωπίδες. Πίσω από όλα, πίσω ακόμα και από τον θάνατο της Μαρίας Ιριμπάρνε συμβαίνουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα.

Υποθέτω πως όλοι θυμούνται τη δίκη και δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις για το πρόσωπό μου. Αυτό λέει ο Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο ζωγράφος που σκότωσε τη Μαρία Ιριμπάρνε, σκοτώνοντας ίσως μαζί της και την τελευταία ελπίδα που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης ότι θα συναντηθεί κάποτε με το τέλειο έργο του. Όσο για το θύμα, την Ιριμπάρνε, πάνω από το πρόσωπό της ιριδίζει η ιδέα της μισητής κριτικής.

Για το Τούνελ ο ίδιος ο Σάμπατο είχε κάνει το εξής σχόλιο: «Τα ανθρώπινα πλάσματα δεν μπορούν ποτέ να αναπαραστήσουν τις μεταφυσικές αγωνίες, στο επίπεδο των ιδεών, μπορούν να δώσουν σάρκα και οστά σε αυτές. Οι μεταφυσικές ιδέες μετατρέπονται έτσι σε προβλήματα ψυχολογικά, η μεταφυσική μοναξιά γίνεται μοναξιά του ανθρώπου, απτή μοναξιά, η απελπισία μετατρέπεται σε ζήλεια,  και τότε το μυθιστόρημα που εικονοποιεί αυτή την κατάσταση, καταλήγει να γίνεται η διήγηση ενός πάθους και ενός εγκλήματος».

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular