Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

 

«Μα τι χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;»

                                                                                Φρήντριχ Χαίλντερλιν

Το Literature ανοίγει τον φάκελο Ελληνική Ποίηση 2018-2019 και εγκαινιάζει μια νέα σειρά συνεντεύξεων με τους πλέον καταξιωμένους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Στο πλαίσιο αυτό θα φιλοξενηθούν οι απόψεις των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών της σημερινής εποχής με σκοπό να φανούν οι απόψεις των δημιουργών αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της Ελληνικής ποίησης. Στόχος είναι επίσης να παρουσιαστεί το έργο, οι ιδέες αλλά και η προσωπικότητα των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι επιμένουν να λειτουργούν ποιητικά σε καιρούς τόσο «μίζερους», γράφοντας εκλεκτή ποίηση, στη γλώσσα του Ομήρου και συνεχίζοντας επάξια την αδιάλειπτη για 3000 χρόνια παρουσία της ποίησης στην Ελλάδα.

Επιμέλεια:  Τέσυ Μπάιλα

 

Ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος είναι ένας σημαντικός σύγχρονος ποιητής. Εμφανίστηκε στα Ελληνικά γράμματα το 2010 με την ποιητική του συλλογή «Τη νύχτα που ξυπνούσε η Αγνωστούπολη», από τις εκδόσεις Ταξιδευτής. Ακολούθησαν το 2012 «Η Ωραία Κοιμωμένη», εκδόσεις Γαβριηλίδης, το 2015 «Γιώργος Μαρκόπουλος, Ο “σκοτεινός Αλφείος” της ελληνικής ποίησης», εκδόσεις Εκάτη,  το 2017, το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε!», από τις εκδόσεις Τόπος και το 2018 «Επαγγελματικός προσανατολισμός», επίσης από τις εκδόσεις Τόπος.

Σύμφωνα με το βιογραφικό του: ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος γεννήθηκε στην πόλη που υπερασπίστηκε ο Αισχύλος και έκανε τα πρώτα του βήματα στην οδό Ισμήνης, πλησίον της οδού Αντιγόνης και πάντα επί Κολωνώ.Στίχους του έχουν μελοποιήσει και ερμηνεύσει, οι Κώστας Βασιλιάγκος, Φωτεινή Βελεσιώτου, Τάσος Γκρους, Νότης Μαυρουδής, Παναγιώτης Μάργαρης, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Αντώνης Μιτζέλος, Τάκης Μπίνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ορφέας Περίδης, Θεοδοσία Στίγγα, η χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου , κ.α.

Ποιήματα και δοκίμια του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

Από το 1996 διατηρεί επί της οδού Ιπποκράτους 157 το παλαιοβιβλιοπωλείο Ίστωρ και παιδιόθεν την έγνοια και το πάθος για ό,τι αναιρεί ο χρόνος και ό,τι ανασταίνει η αγάπη μας.

Μιλήσαμε μαζί του για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής ποίησης και για τον τρόπο που βλέπει εκείνος την ποίηση, τους σύγχρονους αναγνώστες και τη σχέση τους με την ποίηση, την εξωστρέφεια της ελληνικής ποίησης και τη σύγχρονη εποχή. 

«Δασκαλεμένος στη σιωπή

Σφιχτόδενε τα χείλη του κι ούτε μονολογούσε

Άκουγε μόνο τις ιτιές

Ένα κοτσύφι άκουγε την ώρα που γλεντούσε’

[…]

Τις λέξεις μόνο ζήλευε

Εκείνες τις αφρόντιστες κι εκείνες τις τσιγγάνες

Εκείνες τις εξωτικές

Εκείνες που είχε ακουστά κι εκείνες που αγροικούσε

Εκείνες που τα φτιάχνανε συνήθως με τους άλλους

Μοιραίες και αισθαντικές και κάπως επηρμένες

Εωθινές και αέρινες

Που κάτι του ψιθύριζαν και πια δεν τις ξεχνούσε»

 

(Απόσπασμα από το ποίημα «Ποιητής» που υπάρχει στην τελευταία συλλογή συλλογή του Ιωάννη Πανουτσόπουλου με τίτλο: «Επαγελματικός Προσανατολισμός», εκδόσεις Τόπος)

 

Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει ως οδηγός επιβίωσης στις μέρες μας;

Ζούμε μια πρόβα θανάτου. Κάποτε αγόραζες ένα παλτό για μια ζωή τώρα το αγοράζεις για μια σεζόν. Κάποτε η κρεβατοκάμαρα ήταν αθάνατη. Τώρα είναι πιο ετοιμόρροπη από τη συζυγική μας σχέση. Καταναλώνουμε προϊόντα, καταναλώνουμε σχέσεις και ανθρώπους για να επιβιώνουν οι οικονομικοί δείχτες και να μακροημερεύει η αλαζονεία μας.

Φοβάμαι κυρία Μπάιλα ότι συχνά φλερτάρει και η ποίηση με αυτή την παρακμή. Τα ποιήματα βγαίνουν από το συρτάρι πολύ εύκολα. Δεν προλαβαίνει ο ποιητής να πληκτρολογήσει μερικούς στίχους και βρίσκει σκόπιμο να «ανεβάσει» αυτούς τους στίχους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στα χρόνια μας ο ποιητής κινδυνεύει να γειτνιάσει με τον  ανταποκριτή της εφημερίδας. Η ποίηση όμως μας διδάσκει την διάρκεια και την αναμονή. Το μέτρο και την υπέρβαση. Μας διδάσκει ακόμα τη σιγή αλλά και μια διαφορετική εκφώνηση της αλήθειας.  Από αυτή τη πλευρά η ποίηση είναι ένας καλός οδηγός επιβίωσης για όλες τις εποχές.

 

Η ποίηση μπορεί να είναι επαναστατική, υπερβατική, αφαιρετική, συνθετική, να δηλώνει φυγή από τα αισθήματα, άρση των αντιφάσεων ή ακόμα και καταφυγή μέσα στις αντιθέσεις. Στις μέρες μας μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, ώστε να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον στις κοινωνίες;

Δεν ξέρω κυρία Μπάιλα αν ο ποιητής μπορεί να αναλάβει τον ρόλο ενός κοινωνικού μεταρρυθμιστή. Για να είμαι πιο ειλικρινής νομίζω πως ούτε ο ποιητής μπορεί, ούτε η κοινωνία θα του αναθέσει έναν τέτοιο ρόλο. Αυτό όμως δεν ακυρώνει την κοινωνική διάσταση της ποίησης.

Θα σας πω ένα παράδειγμα. Στη πρόσφατη ποιητική συλλογή μου «Επαγγελματικός Προσανατολισμός» υπάρχει ένα ποίημα που λέγετε «Εκμισθωτής ακινήτων για σχέσεις σε ακινησία». Το βιβλίο έφτασε στα χέρια ενός φίλου ο οποίος μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Σε αυτό το ποίημα βρίσκω ό,τι έχει περισσέψει  από τη ζωή μου. Θα το διαβάζω μέχρι να βρω τη δύναμη να ξανασυναντήσω τη ζωή μου ολόκληρη».

Μπορεί λοιπόν η ποίηση να μην αλλάξει τη ζωή όλων των εκμισθωτών ακινήτων, αλλά μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου. Αυτό δεν είναι λίγο. Όταν η ποίηση μεταμορφώνει τη ζωή ενός ανθρώπου τότε γεννιέται ένας άνθρωπος που βλέπει διαφορετικά όλο τον κόσμο. Αυτό είναι θαυμαστό και υπέροχο. Γιατί η ποίηση έχει αλλάξει την ζωή πολλών ανθρώπων και φυσικά έχει αλλάξει και τη δική μου ζωή. Και την άλλαξε τόσο ριζικά που δεν θα μπορούσε να το πετύχει κανένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής και καμία συγκρουσιακή ιδεολογία. 

 

Πότε γράφει κανείς ποίηση; Όταν δονείται από το πάθος των συναισθημάτων ή όταν απομακρύνεται από αυτό και βλέπει καθαρότερα;

Δεν νομίζω ότι στην ποίηση υπάρχει μόνο μια απάντηση για κάθε ερώτηση. Ας αναλογιστούμε ότι ο Γιάννης Ρίτσος γράφει τον Επιτάφιο σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα του Μάη του 1936 και ο Γιώργος Σεφέρης γράφει τον Τελευταίο Σταθμό τον Οκτώβρη του 1944 όταν αφήνει πίσω του τη Μέση Ανατολή, τον τελευταίο δηλαδή «σταθμό», για να έρθει στην Ελλάδα. Ο Οδυσσέας Ελύτης όμως, δεν γράφει το Άξιον Εστί μέσα στην έξαψη της μάχης χωρίς αυτό να στερεί κάτι από την ένταση και το βάθος του ποιήματος.

Μου έχει συμβεί να βρίσκομαι σε αισθηματική διέγερση και να μην μπορώ να γράψω λέξη. Μου έχει συμβεί όμως και το αντίθετο. Να βιώνω πολύ δυνατά συναισθήματα και να ξυπνάω χαράματα για να γράψω μερικούς στίχους που έχουν πυρακτωθεί από την ένταση των συναισθημάτων. Πάντως, αν μπορώ να παρατηρήσω κάτι, είναι πως η χρονική απόσταση βοηθάει να πάρουν τα πάντα τις σωστές τους διαστάσεις και να μετατραπούν σε κάτι πιο συμβολικό. Ας πούμε για πάρα πολλά χρόνια δεν μπορούσα να μιλήσω ποιητικά για τη μητέρα μου. Τελευταία όμως, με έναν παράξενο τρόπο αυτή η εύθραυστή γερόντισσα μού χαρίζει μερικές πολύ εύρωστες και δυνατές ποιητικές στιγμές.

 

Πότε περιορίζεται η ποιητική δύναμη ενός ποιητή;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να εμποδίσει έναν ποιητή να γράψει.  Ίσως μόνο η φυσική του εξόντωση. Υπάρχουν όμως ποιητές που είναι ολιγογράφοι. Περνούν ως φαίνεται μεγαλύτερα διαστήματα κυοφορίας. Αυτό δεν είναι καθόλου άγονο και πολύ συχνά αυτοί οι ποιητές αφήνουν ένα αποτύπωμα δυσανάλογα βαθύ σε σχέση με την έκταση του έργου τους. Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι υπάρχουν δύο λόγοι που θα μπορούσαν να εμποδίσουν έναν ποιητή να γράψει. Ο πρώτος λόγος είναι η μετατροπή της ποίησης σε κοσμικό γεγονός. Ελάχιστος χρόνος δηλαδή πάνω από τα γραπτά μας και άπλετος χρόνος σε συναντήσεις και διαβούλια. Ο δεύτερος είναι η έλλειψη γενναιοδωρίας. Να θυμηθούμε μόνο ότι ο Παλαμάς «παραμέρισε» για να περάσει ο Γιάννης Ρίτσος και ο ποιητής της «Τέταρτης διάστασης» ήταν πάντα έτοιμος να ενθαρρύνει τους νεότερους. Εννοείτε ότι υπάρχουν και σήμερα κάποιες τιμητικές εξαιρέσεις, αλλά τίποτε περισσότερο από εξαιρέσεις. Είναι σαν να αρνείται μια πηγή να ξεδιψάσει αυτόν που θέλει να σβήσει τη δίψα του. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η πηγή θα στερέψει. Άλλωστε, αν κάποιος έχει να πει κάτι καινούργιο, είναι σίγουρο είτε το θέλουμε είτε όχι, ότι θα το πει.

 

Ο Βαλερύ έλεγε ότι: «ένα Ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο εγκαταλείπεται». Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;

Υπάρχουν  ποιήματα στα οποία επανέρχομαι κατά διαστήματα και σαν να γνωρίζουν αυτήν την άποψη του Βαλερύ φροντίζουν να την επιβεβαιώσουν. Κάποτε μάλιστα ένιωθα ενοχή όταν κοιτούσα ένα δημοσιευμένο ποίημα μου και διέκρινα ατέλειες που χαλούσαν την αρτιότητα του. Πίστευα μάλιστα πως δεν είχα δικαίωμα να το διορθώσω γιατί θα ήταν σαν να προδίδω τον αρχικό αναγνώστη. Τώρα πλέον δεν νιώθω καμία ενοχή. Αντιθέτως έχω πλέον την αίσθηση ότι οφείλω να επιστρέψω όπως ο ανώνυμος ποιητής του δημοτικού τραγουδιού σμίλευε τα παλιά στιχάκια για να τα κάνει να αποκτήσουν την χαμένη τους λάμψη.  Θέλω όμως να προσθέσω και μία άλλη παράμετρο. Υπάρχουν και ποιήματα που έχουν κάτι ιδιαίτερο και κάτι βαθύ. Αυτά τα ποιήματα αυτονομούνται από μόνα τους σαν να μου λένε: «Μη φοβάσαι για μένα. Θα τα καταφέρω και μόνο μου».

 

«Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Ποια πρέπει να είναι τα όπλα ενός ποιητή στην υπηρεσία της ποίησης;

Πρώτο είναι ο σεβασμός και η γνώση της παράδοσης ακόμα και αν ανεμίζουμε το λάβαρο της ανατροπής. Το υπογραμμίζω αυτό γιατί η εποχή μας απομυθοποιεί τα πάντα και ακούω πολύ συχνά την άποψη ότι «αυτός είναι υπερτιμημένος» και την ακούω τόσο συχνά που στο τέλος δεν μένει στο ηρώο των γραμμάτων σχεδόν κανείς. Αυτή η διαμάχη με τους εκλιπόντες δεν ωφελεί κανέναν. Είναι επίσης καλό να μην ξεχνάμε ότι έρχονται νέες γενιές οι οποίες θα αντιμετωπίσουν το έργο μας με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε και εμείς το έργο των δασκάλων μας.  

Δεύτερο είναι η επιμονή και η υπομονή. Να ωριμάζουμε εμείς, να ωριμάζουν και τα γραπτά μας. Να παίρνουμε τις αποστάσεις μας, να ξεχνάμε και να επανερχόμαστε, να απολαμβάνουμε την στιγμή της έμπνευσης, αλλά να χαιρόμαστε και την «περιπέτεια» της διόρθωσης.   

Τρίτο να μάθουμε να διαβάζουμε, αλλά να μάθουμε και να ακούμε. Να ακούμε τους άλλους, να ακούμε και τον ποιητικό μας λόγο. Να διαβάζουμε τα ποιήματα μας φωναχτά και να βρούμε ένα μικρό ακροατήριο που δεν θα μας χαϊδεύει αλλά θα τολμάει να μας πει την αλήθεια.

Τέταρτο είναι η αλήθεια στην οποία μόλις αναφερθήκαμε. Έχει σημασία στο χαρτί να απομείνει η συντριβή μας όταν είμαστε συντετριμμένοι και η γενναιότητα μας όταν είμαστε γενναίοι. Να μην αφήνουμε το ψέμα να μαγαρίσει τις πολύτιμες λέξεις μας.

Τελευταίο αφήνω το πιο σημαντικό. Είναι η αγάπη, για τη ζωή, για την ποίηση, για το κορίτσι ή το αγόρι που κρατάμε από το χέρι, ακόμα και για το κορίτσι ή το αγόρι που μας άφησε. Η αγάπη σε μια πίστη, σε μια ιδέα, σε μια πατρίδα, η αγάπη και το πάθος για δημιουργία. Η αγάπη για αυτόν τον τρελό άνεμο που αποτελεί την ποίηση που μας παρασέρνει και μας ταξιδεύει. Η αγάπη για αυτό το κύμα της έμπνευσης που μας καταπίνει και μας ξαναβγάζει σε μια ακτή στην οποία υπάρχουμε μόνο εμείς και οι αστραφτερές λέξεις μας.     

Ιωάννης Πανουτσόπουλος, φωτογραφία Ανδρέας Κουφόπουλος

 

Είναι η ενασχόληση με την Ποίηση μια επικίνδυνη διαδικασία;

Τα όρια της επικινδυνότητας είναι διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η επικινδυνότητα της ποίησης έγκειται στο ότι μας οδηγεί από ένα μονοπάτι απόμερο και μοναχικό. Το ταξίδι του ποιητή δεν είναι σαν το ταξίδι που κάνουν τα αποδημητικά πουλιά. Οι ποιητές δεν ταξιδεύουν κατά σμήνος. Επίσης η ποίηση δεν είναι μόνο ένα ταξίδι από τον έναν τόπο στον άλλο ή από το ένα σώμα στο άλλο. Είναι κυρίως  ένα ταξίδι στην εσωτερική απεραντοσύνη που δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη και συχνά μας επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις. Αλλά στο τέλος μένει το ποίημα κυρία Μπάιλα και αυτό απαλύνει τα πάντα. Αυτό επουλώνει και τα πιο οδυνηρά τραύματα.

 

Πώς αρχίσατε να ασχολείστε με την ποίηση;

Πρέπει να επιστρέψω πριν τριάντα περίπου χρόνια. Ήταν μια εποχή οδυνηρή. Ιδεολογικές διαψεύσεις, επαγγελματική αβεβαιότητα και ένας δύσκολος χωρισμός. Έμενα τότε στο κέντρο και μου γεννήθηκε η ανάγκη να κάνω μερικούς μακρινούς περιπάτους.  Σε έναν τέτοιο περίπατο ξαφνικά άρχισαν κάποιες λέξεις να καθαρογράφονται μέσα μου με ένα παράξενο τρόπο. Επέστρεψα στο σπίτι και άρχισα να σημειώνω λέξεις και στίχους που αποτελούσαν αυτή την πρώτη συγκομιδή. Από την επομένη πάντα κρατούσα μαζί μου ένα στυλό και ένα σημειωματάριο. Τα πρώτα μου στιχάκια είναι στιχάκια του δρόμου. Μετά άρχισα σιγά σιγά να κάθομαι στο γραφείο και να επεξεργάζομαι αυτό που μου είχε χαρίσει η περιπλάνηση μου. Κάπως έτσι αυτό που ξεκίνησε σαν ένας περίπατος, έγινε το ταξίδι της ζωής μου.

Δεν ήταν όμως τόσο αιφνίδιο γιατί διάβαζα πολύ ποίηση και λογοτεχνία και μου άρεσε να αρθρογραφώ κι να γράφω προκηρύξεις και κάθε είδους κείμενα. Επίσης όταν ήμουν πολύ μικρός πριν καλά καλά μάθω να γράφω είχα αποφασίσει να γράφω ιστορίες και να τις πουλάω στους συμμαθητές μου. Και τι δεν θα έδινα για να επαναγοράσω σήμερα εκείνες τις πρώτες μου ιστορίες.    

 

Είναι ο ποιητής ο «δασκαλεμένος στη σιωπή» που «συνάζει τις λέξεις και αγρυπνά»; Και πόση σιωπή χρειάζεται για να αφουγκραστεί κανείς τους ψιθυρισμούς των λέξεων;

Αυτός ο στίχος ανήκει σε ένα ποίημα που αγαπώ πολύ. Ας το κάνουμε λοιπόν εικόνα. Από τη μια υπάρχει ο ποιητής και από την άλλη υπάρχει το λευκό χαρτί. Το χαρτί που θα μπορούσε να το γεμίσει η πολυλογία μας. Αυτό παρεμπίπτοντος συμβαίνει πολύ συχνά αλλά το αποτέλεσμα είναι μηδαμινό. Μπορεί να περάσουν ώρες χωρίς να έχει γραφεί έστω μία λέξη πάνω σε αυτό το χαρτί. Το διάστημα αυτό ο ποιητής σιωπά ή δοκιμάζει μέσα του τη γεύση που του αφήνει κάθε λέξη ή κάθε στίχος που παραβιάζει την μοναξιά του. Μετά αρχίζει με κάθε επιφύλαξη να γράφει κάποιες λέξεις και να σβήνει κάποιες άλλες. Κάποτε η σιωπή διαρκεί, άλλοτε υποχωρεί και κάποτε βάζει τα γιορτινά της γιατί αυτό που υπήρξε σιωπή έγινε η γόνιμη μήτρα της δημιουργίας. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι ο ποιητής είναι σαν ένα μωρό. Καταλαβαίνει τα πάντα, εκφράζει την χαρά και την οδύνη του σχεδόν χωρίς να πει λέξη, μετά αρχίζει να συλλαβίζει και στο τέλος «μιλάει» και όλοι κοιτούν αυτό το μικρό με τον τρόπο που θαυμάζουν κάτι αληθινά μεγάλο και όμορφο.

 

Πώς βλέπετε το μέλλον της ελληνικής ποίησης; Υπάρχει σήμερα μια ελληνική σχολή ποίησης με τον τρόπο που τη γνωρίσαμε από την περίφημη γενιά του ’30, ή τη γενιά του ’70;

Ακόμα και σε αυτόν το δυσλεκτικό καιρό έχω την εντύπωση ότι η ποίηση θα τα καταφέρνει. Η ποίηση είναι ταυτισμένη με την ύπαρξη μας. Πριν ακόμα γεννηθεί το νέο ελληνικό κράτος γεννήθηκαν οι τραγουδιστάδες της λευτεριάς του. Πριν έρθει ο Καποδίστριας είχαν έρθει να κυβερνήσουν το ποιητικό μας μέλλον ο Σολωμός και ο Κάλβος. Όταν έπρεπε να γεννηθεί η σύγχρονη ποιητική παράδοση ήρθε ο Παλαμάς και ο Καβάφης. Όταν χρειάστηκε ο ποιητικός λόγος να ανασυνταχθεί εκπυρσοκρότησε ο λόγος του Καρυωτάκη και όταν έπρεπε να γίνει η Στροφή ήρθε ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Ελύτης. Αυτό το ποτάμι δεν στερεύει. Είναι τόσο δυνατή η ποιητική μας φλέβα που μπορεί να χτυπήσει παντού. Η ποίηση άλλωστε είναι από μόνη της μια έκπληξη. Μην σας κάνει εντύπωση να δείτε αύριο και έναν νέο Γιάννη Αντετοκούνμπο των ποιητικών μας πραγμάτων που θα έρθει να καταλάβει επάξια την θέση που του ανήκει στον κήπο των μουσών.

Φυσικά και θα υπάρχουν «γενιές». Η ύπαρξη του διαδικτύου και μόνο θα διαμορφώσει μια νέα γενιά που θα έχει πολλές αντιθέσεις στους κόλπους της αλλά θα έχει ως κοινή αναφορά την χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τώρα αν έχουμε μια γενιά σαν την γενιά του Τριάντα δεν ξέρω αν μπορώ και αν πρέπει να το ευχηθώ. Εκείνη η γενιά ήρθε μετά από μία ανυπολόγιστη καταστροφή. Για την ώρα την καταστροφή την έχουμε αποφύγει αλλά δεν μπορώ να εγγυηθώ για το μέλλον.  Μέχρι τότε έχουμε την πολυτέλεια να ασχολείται ο καθένας με το μαγαζάκι του και τον περίγυρο του. Όταν ξεσπάει η θύελλα όλα θα λογαριαστούν αλλιώς. 

Ιωάννης Πανουτσόπουλος, φωτογραφία Ανδρέας Κουφόπουλος

 

Τι μέλλον πιστεύετε ότι έχει η ελληνική ποίηση στο εξωτερικό; Πόσο γνωστή είναι;

Για να υπάρχει ελληνική ποίηση στο εξωτερικό πρέπει να υπάρχουν και τα ελληνικά γράμματα. Πρέπει να μην υποχωρήσουν οι ανθρωπιστικές σπουδές. Φυσικά πάντα θα παραμένει το εμπόδιο της γλώσσας γιατί τα ελληνικά δεν είναι αγγλικά ούτε ισπανικά.  

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Αναφέρομαι στα χιλιάδες παιδιά που ήρθαν από άλλες πατρίδες και κατοικούν στον τόπο μας. Αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να διαδώσουν την ελληνική ποίηση αρκεί να την διδαχτούν και να την αγαπήσουν. Θα μπορούσε να είναι οι αυριανοί μεταφραστές μας και αυριανοί νεοελληνιστές. Υπάρχουν και τα εκατομμύρια Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Και αυτοί θα μπορούσαν να διαδώσουν την ελληνική ποίηση αν την είχαν διδαχθεί. Όμως το σχολείο σήμερα έχει μετατραπεί σε παιδική χαρά των φροντιστηρίων. Φοβάμαι ότι με αυτήν την αμεριμνησία η ποίηση στο εσωτερικό θα έχει την ίδια δυσκολία που αντιμετωπίζει και στο εξωτερικό.  Θα πληρώνουμε δηλαδή ακριβά ένα σχολείο που το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει την κακοδαιμονία μας.

 

Ο σύγχρονος αναγνώστης είναι ικανός να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά της ποίησης ή έχει χάσει την παρθενικότητα των αισθήσεών του σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να κατανοήσει τη μαγεία της;

Κάποτε το να διαβάσει ένας ποιητής σε ένα σαλόνι ήταν γεγονός. Τώρα έχουμε πληθώρα από ποιητικές βραδιές αλλά δεν έχουμε πάντα «το γεγονός». Κάποτε ήταν γεγονός και η κυκλοφορία ενός βιβλίου, αλλά αυτό σήμερα με την πληθώρα των βιβλίων έχει επίσης υποχωρήσει. Μπορεί να φταίει ο αναγνώστης αλλά μπορεί να φταίει και ο ποιητής. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι και τη δεκαετία του 90 υπήρχαν ποιητές που ζούσαν από τα βιβλία τους. Αυτό πλέον δεν υπάρχει και ίσως να μην είναι υπεύθυνο μόνο το αναγνωστικό κοινό. Από την άλλη μιας και μιλήσατε για μαγεία θα ήθελα να πω ότι ο καλός μάγος ξεχωρίζει τη στιγμή που κάνει ένα κόλπο που ξαφνιάζει ακόμα και τον υποψιασμένο θεατή.  Κάπως έτσι και ο ποιητής οφείλει να ξέρει πότε θα διαμελίσει έναν στίχο ή πότε θα βγάλει τη λέξη από το μανίκι.

 

Ο έρωτας τι ρόλο έχει παίξει στην ποιητική σας διαδρομή; Είναι μια ανυψωτική δύναμη ή η ποίηση είναι μια εσωτερική διαδικασία που χρειάζεται απομόνωση;

Η ποίηση θέλει αφοσίωση αλλά επειδή αντλεί δύναμη από παντού δεν απαιτεί την απόλυτη μόνωση. Οπότε δεν χρειάζεται να κρύψω τις οφειλές μου στο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου.  Η πρώτη μου ποιητική συλλογή άλλωστε ήταν αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη μνήμη της Μαρίας Ρήγα-Πανουτσοπούλου η οποία εδώ και δώδεκα χρόνια καλλιγραφεί τα ποιήματα της και τα εικονογραφεί στους ουρανούς. Αλλά και τώρα επεξεργάζομαι από την αρχή την πρώτη ποιητική συλλογή και ταυτοχρόνως δουλεύω ένα κύκλο ερωτικών ποιημάτων τα οποία φιλοδοξώ κάποια στιγμή να γίνουν ένα όμορφο βιβλίο.  

Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, όταν ήμουν στο στρατό υπήρχε μία άσκηση που επαναλαμβάναμε διαρκώς και ονομάζονταν «πυρ και κίνηση». Σε αυτή την άσκηση ένας οπλίτης κινείται επιθετικά και ένας άλλος τον καλύπτει. Μετά αλλάζουν οι ρόλοι και ο πρώτος καλύπτει την κίνηση του δευτέρου. Έτσι η κίνηση συνδυάζετε με στάση. Νομίζω ότι αυτό κάνει και ο ποιητής. Κάνει το ίδιο,  μόνο που καλύπτει ο ίδιος τον εαυτό του όταν πρέπει να καταλάβει κάποιο ποιητικό ορόσημο.

 

Τελικά, κ.  Πανουτσόπουλε, χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;

Για να απαντήσω αυτή την ερώτηση πρέπει πριν από όλα να υπερασπιστώ κάπως αυτούς τους «μίζερους» καιρούς. Ένας πιλότος ας πούμε της πολεμικής αεροπορίας που παλεύει νύχτα μέρα να κρατήσει ελεύθερη την πατρίδα του ζει σε μίζερους καιρούς; Ένας νέος επιστήμονας που ετοιμάζει μια μεγάλη ανακάλυψη έχει χρόνο να μοιραστεί τη μιζέρια μας; Το ίδιο θα έλεγα και για έναν ερωτευμένο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μιζέρια γύρω μας αλλά δεν υπάρχει μόνο μιζέρια. Θέλω να σας ομολογήσω ότι βαθιά μέσα μου υπάρχει η αίσθηση ότι δεν γράφω για να πολεμήσω τη μιζέρια όσο για να υπερασπιστώ την ομορφιά. Στην πρόσφατη ποιητική μου συλλογή άλλωστε, τον «Επαγγελματικό Προσανατολισμό» προσπαθώ μέσα από τα «επαγγέλματα εξ ανάγκης» τα «επαγγέλματα εκ πεποιθήσεως» και τα «επαγγέλματα εξ ορισμού» να αναζητήσω αυτό που κινεί τη ζωή. Τον πρωταρχικό σπινθήρα της δημιουργίας. Τον λόγο και τον τρόπο που προσέρχεται ο καθένας στην μεγάλη σκηνή της ζωής για να καταθέσει το θαύμα του ή την απραξία του. Τα ερωτήματα του και τις απαντήσεις του. Την χαρά του και τις οδύνες του. Από την άποψη αυτή οι ποιητές χρειάζονται πάντα αλλά αυτό δεν πρέπει να γεννά αυταπάτες. Μην ξεχνάμε ότι αυτούς τους μίζερους καιρούς τους προμοτάρει μια γενιά που μεγάλωσε με ποιητές, με θούρια και με αντάρτικα τραγούδια.

***Ευχαριστούμε θερμά τον φωτογράφο και σκηνοθέτη κ. Ανδρέα Κουφόπουλο για το βίντεο και τις φωτογραφίες που ευγενικά μας παραχώρησε.

  

 

 

Tessy Baila – Editor in Chief

  

 

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular