Please enable JavaScript to view the comments powered by Disqus.

***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***

Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της εξωστρέφειας ή εσωστρέφειας της Ελληνικής λογοτεχνίας, το Literature.gr oλοκλήρωσε μια σειρά από συνεντεύξεις με μεταφραστές. Σκοπός μας ήταν να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει ακριβώς στο εξωτερικό σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνία, πόσο γνωστή και αποδεκτή είναι από τους ξένους αναγνώστες, σε ποια εμπόδια προσκρούει η διάδοσή της. Ακόμα, επιδιώκουμε, μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις και τη συσσωρευμένη εμπειρία των μεταφραστών, να ανιχνεύσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τις ιδιαιτερότητες της μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας και γενικά τον ρόλο του μεταφραστή.

Επιμέλεια: Αιμίλιος Σολωμού

Η εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό

όπως αυτή αποτυπώνεται στη σειρά των συνεντεύξεων

με σχεδόν 30 μεταφραστές από 21 χώρες:

Συμπεράσματα 

 

 

Η ιδέα αυτής της σειράς των συνεντεύξεων με μεταφραστές της ελληνικής λογοτεχνίας προέκυψε στη διάρκειας μιας συνομιλίας που είχαμε πριν μερικά χρόνια με την  Ewa Szyler στην Πολωνία. Μάς είχε αποκαλύψει πως στην κατοχή της βρισκόταν μια επιστολή του Κώστα Ταχτσή. Αυτή δεν ήταν μια οποιαδήποτε επιστολή. Μετέφραζε τότε το Τρίτο στεφάνι και ζήτησε από τον συγγραφέα ορισμένες διευκρινίσεις για το μυθιστόρημα. Πέραν του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η επιστολή, πρόσθετη αξία αποκτά, επειδή έφτασε στα χέρια της λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του συγγραφέα. Ίσως να ήταν μια από τις τελευταίες επιστολές του, αν όχι η τελευταία. Φωτογραφικό απόσπασμα της δαχτυλογραφημένης επιστολής δημοσιεύσαμε στα πλαίσια της συνέντευξης που μας παραχώρησε η μεταφράστρια. Αυτή την ιδέα ενίσχυσε αργότερα και η συζήτησή μας με τη μεταφράστρια Michaela Prinzinger, η οποία, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί της, με μαχητικότητα αγωνίζεται για την ανάδειξη του έργου και του ρόλου του μεταφραστή, καθώς φορείς και εκδότες, ίσως και συγγραφείς, δεν εκτιμούν όσο θα έπρεπε το έργο του. Μοιάζει ο ρόλος του μεταφραστή με αυτόν ενός στιχουργού ο οποίος παραμένει στην αφάνεια, ενώ ο ερμηνευτής-συγγραφέας συγκεντρώνει όλα τα φώτα της δημοσιότητας.

Και είναι αλήθεια, οι μεταφραστές δίνουν την ψυχή τους για την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα μετά την κατάργηση του ΕΚΕΒΙ και του προγράμματος ΦΡΑΣΙΣ αφέθηκαν αβοήθητοι και μόνοι να αγωνίζονται για το ελληνικό βιβλίο. Το έργο τους δεν περιορίζεται στη μετάφραση. Πολλοί προσπαθούν να εξασφαλίσουν επιχορηγήσεις μέσα σε ένα αντίξοο περιβάλλον, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, διοργανώνουν εκδηλώσεις, γράφουν, δεν επαναπαύονται και κάποτε ιδίοις αναλώμασι χρηματοδοτούν τη μετάφραση του βιβλίου. Πολλοί έχουν βραβευτεί, αρκετοί έχουν τιμηθεί με το ύψιστο αξίωμα του Πρέσβη του Ελληνισμού. Οι περισσότεροι αν και ξένοι, αισθάνονται πια Έλληνες, έχουν μεγάλη αγάπη και θαυμασμό για την ελληνική γλώσσα, τη λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό. Η προσπάθειά τους είναι ηρωική, είναι οι ήρωες της ελληνικής λογοτεχνίας, οι πρεσβευτές της στο εξωτερικό. Η συμβολή τους είναι τεράστια, καταλυτική και πρέπει, επιτέλους, να τους αναγνωριστεί.

Έτσι θελήσαμε να καταγράψουμε τις εμπειρίες των μεταφραστών της ελληνικής λογοτεχνίας. Και να αποτυπώσουμε κυρίως την εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Η υποδοχή της στο εξωτερικό είναι λίγο πολύ γνωστή, δεν κομίζουμε γλαύκας εις τας Αθήνας. Ωστόσο, αποκτά πρόσθετη αξία η προσωπική μαρτυρία. Η σειρά αριθμεί 21 συνεντεύξεις με μεταφραστές (σχεδόν 30) από ισάριθμες χώρες. Η δημοσίευσή τους (με συχνότητα μία το δεκαπενθήμερο) κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Θελήσαμε και προσπαθήσαμε να συμπεριλάβουμε στη σειρά μεταφραστές και από άλλες χώρες (π.χ. Ιαπωνία, Καναδάς, Πορτογαλία), αλλά αυτό, για διάφορους λόγους, δεν κατέστη δυνατόν.

Λίγο πολύ το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει τις ίδιες πάγιες ερωτήσεις, για να μπορέσουμε να έχουμε συγκρίσιμα στοιχεία και «ασφαλή» συμπεράσματα. Υπάρχουν, ωστόσο, ερωτήματα που αφορούν συγκεκριμένους μεταφραστές, ανάλογα με την προσωπική τους δράση και τα πολύπλευρα ενδιαφέροντά τους (π.χ. ποιητές, βραβεία μετάφρασης, Πρέσβεις του Ελληνισμού, μουσικοί, μεταφραστές-εκδότες) ή τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει ο τομέας του βιβλίου στη χώρα τους. Ζητήσαμε να μάθουμε γιατί ασχολήθηκαν με τη νεοελληνική γλώσσα και τη μετάφραση (κάτι που στις μεμονωμένες περιπτώσεις ίσως να μην έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά έχει πρόσθετο ενδιαφέρον για τη συνολική αποτίμηση), πόσο γνωστή είναι η ελληνική λογοτεχνία στη χώρα τους, ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν στη διαδικασία της μετάφρασης και της προώθησης της ελληνικής λογοτεχνίας και ποιες είναι οι εισηγήσεις τους. Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε, ακόμα, πώς αντιλαμβάνονται σε θεωρητικό επίπεδο, ως επαγγελματίες, τη μετάφραση στις γενικότερες αρχές της.

Για τους σκοπούς της επιμέλειας των συνεντεύξεων, πηγές αποτέλεσαν, κυρίως, το διαδίκτυο, το αρχείο του ΕΚΕΒΙ και η έντυπη έκδοση Βασίλης Βασιλειάδης (επιμ.), «γνώριμος και ξένος…». Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες, Κ.Ε.Γ., Θεσσαλονίκη 2012. Το βιβλίο αυτό είναι καρπός της έρευνας που διενήργησε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας από το 1998 μέχρι το 2007.

Οι συνεντεύξεις επιβεβαιώνουν λίγο πολύ όσα αναφέρονται στην πιο πάνω έρευνα, αλλά αναδεικνύουν και άλλα δεδομένα, διαπιστώσεις και ζητήματα που μπορούν να αποδειχτούν χρήσιμα σε όσους ασχολούνται με τον τομέα του βιβλίου και τις μεταφράσεις. Η γενική εικόνα είναι πως υπάρχουν προβλήματα και η ελληνική λογοτεχνία δεν είναι γνωστή στο εξωτερικό. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα ενθαρρυντικές προοπτικές. Σε ισχύ βρίσκονται προγράμματα για τη στήριξη κυρίως νέων μεταφραστών παρά το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ και των ποικίλων δράσεών του όπως η αναστολή του προγράμματος ΦΡΑΣΙΣ (π.χ. ΘΥΕΣΠΑ, Υποτροφίες του Ιδρύματος Ωνάση, Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Νέων Μεταφραστών του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη και Πέτρου Χάρη, του ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, το Σχολείο Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Παν. Θεσσαλονίκης). Αναδεικνύεται έτσι μια νέα δυναμική γενιά μεταφραστών που μεταφράζει από το πρωτότυπο και όχι μέσω τρίτων γλωσσών, όπως γινόταν παλαιότερα. Επιπρόσθετα, το Ίδρυμα Πολιτισμού άρχισε να υιοθετεί μιαν εξωστρέφεια και να συμμετέχει με επιτυχία σε εκθέσεις βιβλίου στο εξωτερικό. Αλλά γενικά απουσιάζει η στήριξη της πολιτείας, ενώ δεν υπάρχει μια μακρόπνοη, συγκροτημένη πολιτική με όραμα για το ελληνικό βιβλίο.

 

Ποιοι είναι οι λόγοι, λοιπόν, που οι μεταφραστές αποφάσισαν να μάθουν νέα ελληνικά;

Αποφάσισαν να σπουδάσουν τα νέα ελληνικά συνήθως μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Γοητεύτηκαν από τον τρόπο ζωής, τη χώρα και τον πολιτισμό της (Tamara Kostic-Pahnioglou: «Η μοίρα, ή ας πω καλύτερα η απόφαση που πήρε η ψυχή μου πριν γεννηθώ. Όταν ήμουν 16 χρονών πήγα διακοπές στους Νέους Πόρους Πιερίας και βλέποντας τη θάλασσα και τον Όλυμπο άκουσα την ψυχή μου να με καλεί. Αγναντεύοντας τον Όλυμπο ένα πρωί έγραψα δύο στοίχους: “Ξυπνώντας, το βουνό αναπνέει την ψυχή μου. Ενθουσιασμένη υποφέρω για την χαμένη ελευθερία μου.” Ήξερα ότι πλέον η καρδιά μου ανήκε στην Ελλάδα»). Γοητεύτηκαν ακόμα από τον ήχο και τη μελωδία της ελληνικής γλώσσας ή τα τραγούδια της (π.χ. Ewa Szyler, Klarisa Jovanovic, Riikka Pulkkinen, Natalia Moreleon). O Mario Dominguez Parra έμαθε ελληνικά… κατά τύχη, όταν ήρθε στην Αθήνα ως φοιτητής στα πλαίσια του Εράσμους.

Η Irene Noel Baker γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα, ενώ ορισμένοι έχουν ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά (Χρήστος Πούλας, Στάθης Γουργουρής, Ρέα-Άνν Μαργαρίτα Μέλμπεργκ). Για πολλούς το πέρασμα στα νέα ελληνικά έγινε μετά την επαφή τους με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήδη από νωρίς στα χρόνια του σχολείου ή του πανεπιστημίου (π.χ. Maurizio De Rosa, Pavlina Sipova, Elena Lazar, Zdravka Mihaylova, Anne-Laure Brisac, Fernanda Lemos de Lima, Khaled Rauf). Η Natalia Moreleon εξηγεί: «Το κίνητρό μου ήταν οικογενειακό. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο και είχαμε πολλά βιβλία για τον ελληνισμό γενικά στο σπίτι και ακούγαμε τακτικά -ο αδελφός μου κι εγώ- για την αρχαία Ελλάδα, γιατί τα βράδια η μητέρα μας μάς διάβαζε ιστορίες της μυθολογίας». Το πάθος του για τον ελληνισμό, οδήγησε τον Pedro Olalla Gonzalez de la Vega να μάθει ελληνικά και να ασχοληθεί με τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας στα ισπανικά: «Η ενασχόλησή μου με τον ελληνισμό ήταν ανέκαθεν μια παθιασμένη σχέση. Αλλιώς δεν θα είχε αντέξει στον χρόνο και στις αντιξοότητες. Ο λόγος που, κάποια μακρινή μέρα, αποφάσισα να μάθω ελληνικά ήταν για να έχω πιο άμεση και προσωπική πρόσβαση σε όλον αυτόν τον κόσμο. Δεν ήξερα βέβαια πού θα με έβγαζε η απόφαση εκείνη: ήξερα μόνο ότι θα άλλαζε τη ζωή μου… κι όμως την πήρα». Για ορισμένους, μάλιστα, είναι πολύ συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο έμαθαν ελληνικά. Η Tamara Kostic-Pahnioglou θυμάται πώς έμαθε μόνη της ελληνικά:  «…  επειδή στην πόλη μου δεν υπήρχε κανένας που δίδασκε ελληνικά. Βρήκα μια παλιά γραμματική της ελληνικής γραμμένη στα αγγλικά και επειδή δεν επιτρεπόταν να τη βγάλω έξω από τη βιβλιοθήκη, πήγαινα κάθε μέρα μετά το σχολείο εκεί και μάθαινα ελληνικά. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν μεσολάβησε ούτε ένα μάθημα ελληνικών, κανένα θερινό σχολείο ή διαμονή στην Ελλάδα, τα έκανα όλα μόνη μου». Η κ. Pahnioglou έφτασε έτσι μέχρι το διδακτορικό της και σήμερα διδάσκει την ελληνική γλώσσα σε πανεπιστήμιο της Σερβίας!

Αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας, γιατί θέλουν να μεταφέρουν την αγάπη τους για τον ελληνικό πολιτισμό και την Ελλάδα στους συμπατριώτες τους. Βασική προϋπόθεση υπήρξε, βέβαια, η αγάπη τους για τη λογοτεχνία. Ο Khaled Raouf εξηγεί: «[…] είχα την αίσθηση ότι είναι κρίμα να μην μεταφερθεί αυτή η ομορφιά, αυτή η πλούσια κουλτούρα και η σπουδαία λογοτεχνία στον Άραβα ανάγνωση». Στην απόφασή τους σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η επαφή τους με ένα βιβλίο ή κάποιον συγγραφέα, π.χ. η Ασκητική του Καζαντζάκη, η Ιθάκη του Καβάφη, ο Σαχτούρης, ο Καρυωτάκης ή η γνωριμία τους με άλλους μεταφραστές της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Mario Dominguez Parra είχε ήδη αρχίσει να μεταφράζει από τα αγγλικά στα ισπανικά και έτσι όταν έμαθε ελληνικά η μετάβαση ήταν φυσιολογική και εύκολη. Για πολλούς η μετάφραση ήταν μια πρακτική άσκηση για εμβάθυνση στην ελληνική γλώσσα. Αρκετοί θέλουν να συμβάλουν στην κατανόηση και στη δημιουργία καλύτερων σχέσεων ανάμεσα στους λαούς, όπως θα πει ο Χρήστος Πούλας: «…να συμβάλω στην προώθηση των ελληνικών θέσεων και απόψεων για ορισμένα θέματα που απασχολούν  σήμερα τις διμερείς σχέσεις. Πιστεύω ότι είναι πολύ καλύτερα, όταν οι Αλβανοί πολίτες, όσοι και αν είναι αυτοί που θα διαβάσουν ένα βιβλίο, να ενημερωθούν και για την αλήθεια  του άλλου, του Έλληνα, για ένα συγκεκριμένο ζήτημα που απασχολεί και τις δύο πλευρές. Αυτό πιστεύω ότι βοηθά στην παράκαμψη παρερμηνειών και στην προσέγγιση  των  δύο γειτονικών λαών»). Παρομοίως και η Damla Demirozu:  «…εντοπίζω πού συγκλίνουν και πού διαφοροποιούνται οι αφηγήσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Γι’ αυτό και στο διδακτορικό μου ασχολήθηκα με την εικόνα του ‘άλλου/Τούρκου’ στην πεζογραφία της Γενιάς του ’30)». Ο Maurizio de Rosa θα παραδεχτεί πως στη μετάφραση τον ώθησε «στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μια ομιλία του Μάριο Βίττι, ο οποίος παρότρυνε τους νέους Ελληνιστές να προτιμήσουν τη μετάφραση στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, με δεδομένο ότι η γνώση της σύγχρονης Ελληνικής λογοτεχνίας στην Ιταλία ήταν άκρως ελλιπής».  Η Irene Noel-Baker δίνει μια διαφορετική προσωπική απάντηση: «Κατάλαβα ότι το να μεταφράζει κανείς από μία γλώσσα σε άλλη είναι σαν να βοηθάς έναν άνθρωπο να εκφράσει την πραγματικότητά του, χωρίς να επεμβαίνεις από την αρχή με τις δικές σου γνώμες και προκαταλήψεις. Αυτό που αγάπησα ως ψυχολόγος ήταν να βλέπεις να βγαίνει στην επιφάνεια κάτι που δεν ήταν φανερό στην αρχή – η ελπίδα, πολλές φορές, γνώση, σίγουρα, και χαρά – το κυριότερο. Ίσως το ίδιο ισχύει με τη μετάφραση».

Την εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό λίγο πολύ την ξέρουμε. Δεν είναι γνωστή. Βρίσκεται στη σκιά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Παραμένει μια περιφερειακή λογοτεχνία και δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μετάφρασή της. Αλλά θα ήταν λάθος αυτή η ανυπαρξία ενδιαφέροντος να εστιαστεί μόνο στην ελληνική λογοτεχνία. Ισχύει για όλες τις περιφερειακές και «μικρές» λογοτεχνίες, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης όπου την πρωτοκαθεδρία κατέχει κυρίως η αγγλοσαξονική λογοτεχνία. «Η ελληνική λογοτεχνία είναι και θα παραμείνει πάντα μια ελάσσων λογοτεχνία», παραδέχεται ο καθηγητής Στάθης Γουργουρής για το ελληνικό βιβλίο τις Η.Π.Α. Η Tamara Kostic-Pahnoglou είναι αφοπλιστική:  «Δεν ξέρω κανέναν αναγνώστη που διαβάζει ελληνική λογοτεχνία. Υπάρχουν μερικοί που κάτι έπεσε στα χέρια τους τυχαία, αλλά δεν ξέρω πότε και αν θα ξαναπέσει κάτι ακόμα». Και θα προσθέσει: «Θα σας πω κάτι που με πονάει εδώ και 15 χρόνια, όσο δουλεύω στο Λεκτοράτο της ελληνικής γλώσσας στη Φιλοσοφική Σχολή. Έχω εφοδιάσει τη βιβλιοθήκη του Λεκτοράτου με όλα τα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας που είναι μεταφρασμένα στα σερβικά, αλλά μέχρι τώρα ούτε ένας φοιτητής από κανένα τμήμα δεν ζήτησε να διαβάσει ούτε ένα βιβλίο. Δεν καταλαβαίνω τον λόγο και πονάω ακόμα και τώρα που σας το λέω».

Ο Pedro Ollala παραδέχεται ότι: «Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία παραμένει ελάχιστα γνωστή στην Ισπανία· αν και αυτό είναι σχετικό, διότι σήμερα είναι ασφαλώς πολύ πιο γνωστή από ό,τι ήταν πριν από τρεις δεκαετίες.[…] Τώρα το ενδιαφέρον έχει αυξηθεί, καθώς και οι τρόποι πρόσβασης στις πληροφορίες· έχουν αυξηθεί και οι μεταφράσεις και οι μεταφραστές, και υπάρχει ακόμα έδαφος ακαλλιέργητο. Έχουν γίνει, σαφώς, σημαντικά και αξιέπαινα βήματα, αλλά το ενδιαφέρον για τον ελληνικό πολιτισμό –και μάλιστα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία– εξακολουθεί να είναι περιορισμένο». Ο Mario Parra παρατηρεί πως: «Το ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, έχει διευρυνθεί τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια. Μεγάλες προσωπικότητες της μετάφρασης της νεοελληνικής λογοτεχνίας άρχισαν την εξαιρετική δουλειά τους στην Ισπανία και στην Αμερική».

Σε ορισμένες χώρες υπήρξε κατά καιρούς μια συγκυριακή άνθηση των μεταφράσεων της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στις ανατολικές χώρες για αριστερούς Έλληνες συγγραφείς (π.χ. μεταπολεμική ποίηση), στη Σουηδία στα χρόνια της Δικτατορίας (1967-1974), στη δεκαετία του 1990 στην Τουρκία. Στην προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας συνέβαλε πολύ η λειτουργία του ΕΚΕΒΙ και του προγράμματος Φράσις, αλλά η προσπάθεια αυτή ανακόπηκε μετά την αναστολή της λειτουργίας του και την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας. Η εικόνα είναι αποκαρδιωτική, αν σκεφτεί κανείς πως σε ορισμένες γλώσσες με μεγάλο πληθυσμιακό εύρος έχουν μέχρι σήμερα μεταφραστεί μερικές μόνο δεκάδες βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας  (π.χ. κινέζικα, πορτογαλικά, αραβικά). Αντιλαμβάνεται κανείς τις προοπτικές και αυτό είναι κάτι που σχεδόν όλοι οι μεταφραστές έχουν τονίσει: Υπάρχει ενδιαφέρον και προοπτική. Αρκεί, βέβαια, να ξεπεραστούν τα προβλήματα και τα εμπόδια. Πάντως, δεν είναι όλα τόσο αποθαρρυντικά. Υπάρχουν χώρες στις οποίες, λόγω ιστορικών συγκυριών, έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη παράδοση και η εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας είναι αρκούντως ικανοποιητική, όπως στη Γαλλία, στη Βουλγαρία ή στη Ρουμανία, στην οποία η ιστορία της μεταφρασμένης ελληνικής λογοτεχνίας μετρά ήδη τέσσερις αιώνες. Ενθαρρυντικό είναι και το γεγονός ότι σε ορισμένες χώρες υπάρχουν πια εκδοτικοί οίκοι που εξειδικεύονται στην ελληνική λογοτεχνία, έχουν κάνει μεγάλη προσπάθεια και ήδη τα αποτελέσματα για τη θετική αποτίμηση της ελληνικής λογοτεχνίας είναι ορατά. Στη Ρουμανία π.χ. ο εκδοτικός οίκος Ομόνοια έχει εκδώσει, από το 1991, σχεδόν δύο εκατοντάδες βιβλία, στην Αλβανία ο Botimet Toena έχει ιδιαίτερη έγνοια για το ελληνικό βιβλίο (όπως και ο εκδοτικός οίκος Νεράιδα), ενώ στην Πολωνία ο εκδοτικός οίκος ksiazkowie Klimaty, που ιδρύθηκε μόλις το 2013, έχει εκδώσει ήδη γύρω στα 20 ελληνικά βιβλία (τη στιγμή που τα προηγούμενα χρόνια στην Πολωνία ήταν ζήτημα αν εκδίδονταν 1-2 βιβλία τον χρόνο).

Είναι, λοιπόν, εν πολλοίς άγνωστη η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες περιπτώσεις. Σε μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση, οι πρώτες μεταφράσεις σχετίζονται με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια τον 19ο αιώνα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Λουκής Λάρας του Δ. Βικέλα και Η πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη ήταν τα δύο βιβλία που γνώρισαν πολλές μεταφράσεις και επανεκδόσεις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Στον 20ο αιώνα μέχρι και σήμερα, όπως αναφέρουν στις συνεντεύξεις τους και οι μεταφραστές, η πρωτοκαθεδρία ανήκει στον Καζαντζάκη (π.χ. στη Βουλγαρία θα μας πει η Zdravka Mihaylova: «Τα έργα του Καζαντζάκη έχουν εκδοθεί επανειλημμένως σε τιράζ άνω του ενός εκατομμυρίου αντιτύπων, ενώ πρόσφατα, μετά την αποδέσμευση των δικαιωμάτων τους, επανεκδόθηκαν, αφού τα τιράζ αυτά είχαν προ πολλού εξαντληθεί») και τον Καβάφη (στην Ισπανία σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Vicente Fernández González περίπου το ένα τρίτο των 300 τίτλων που εκδόθηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια αφορούν τον Αλεξανδρινό ποιητή). Ο δεύτερος πολυμεταφρασμένος ποιητής είναι ο Ρίτσος και ακολουθούν οι νομπελίστες Σεφέρης και Ελύτης. Από τη δεκαετία του 1990, η μεταφρασμένη ποίηση θα υποχωρήσει και θα ανθήσει η μετάφραση του νεοελληνικού μυθιστορήματος. Σήμερα ο πιο γνωστός εν ζωή Έλληνας συγγραφέας στο εξωτερικό είναι ο Πέτρος Μάρκαρης.

Πάντως, σύμφωνα με τις απαντήσεις των μεταφραστών, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, πλην ελάχιστων πρόσκαιρων εξαιρέσεων (Ιταλία, Γαλλία), δεν έδωσε ώθηση στο ενδιαφέρον για μεταφράσεις ελληνικών λογοτεχνικών βιβλίων (όπως έγινε άλλοτε με την επιβολή της δικτατορίας στη χώρα).

Όσον αφορά στο προφίλ του ξένου αναγνώστη που ενδιαφέρεται και διαβάζει σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, υπάρχουν οι ομοιότητες αλλά και οι διαφορές, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες στην κάθε χώρα. Π.χ. στην Αλβανία ένας μεγάλος αριθμός Αλβανών που έζησαν για χρόνια στην Ελλάδα επιζητούν να διαβάσουν ελληνική λογοτεχνία. Στην Τουρκία ενδιαφέρονται για βιβλία που έχουν να κάνουν με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επιδεικνύεται από τουρίστες σε πολλές χώρες που ταξιδεύουν στην Ελλάδα και θέλουν να μάθουν περισσότερα για τη σύγχρονη Ελλάδα και την οικονομική κρίση. Στη Φινλανδία π.χ. υπάρχουν, σύμφωνα με τη μεταφράστρια Riikka Pulkkinen, «…οι Φινλανδοί που έχουν ασχοληθεί με την αρχαία Ελλάδα και θέλουν να γνωρίσουν και τον σύγχρονο πολιτισμό της χώρας – αυτοί είναι οι πιο δύσκολοι αναγνώστες! Υπάρχει, επίσης, μια τρίτη ομάδα, καινούργια, πολιτικοποιημένη, που άρχισε να ενδιαφέρεται για την Ελλάδα λόγω των τελευταίων εξελίξεων». Είναι ακόμα ακαδημαϊκοί και φοιτητές που ασχολούνται με την ελληνική γλώσσα και τη νεοελληνική λογοτεχνία. Στη Γαλλία o αναγνώστης αυτός, κατά την Anne-Laure Brisac, είναι: «Διανοούμενος, λίγο μεγάλος που έχει περιέργεια για τη χώρα και τη ζωή εκεί. Επιπλέον αγαπάει την ποίηση». Στη Βουλγαρία, εξηγεί η Zdravka Mihaylova, είναι «επαγγελματίες σχετικοί με τις βαλκανικές σπουδές, ιστορικοί, εθνολόγοι, ανθρωπολόγοι. Και φυσικά, όλοι όσοι αγαπούν την καλή λογοτεχνία, όταν πρόκειται για κάποιο πολύ αξιόλογο ελληνικό βιβλίο με αναμφισβήτητες λογοτεχνικές αρετές». Στην Αίγυπτο, κατά τον Khaled Raouf, είναι «αυτοί που διαβάζουν γενικώς και ειδικά οι λάτρες της λογοτεχνίας».

Είναι σημαντικό οι ξενόγλωσσοι αναγνώστες να γνωρίσουν την ελληνική λογοτεχνία ή μήπως εμείς ζούμε στον κόσμο μας και στις ψευδαισθήσεις;

Οι μεταφραστές θεωρούν ότι είναι σημαντικό να γνωρίσουν οι συμπατριώτες τους την ελληνική λογοτεχνία. Αυτό δεν έχει να κάνει με κάποια αντίληψη περί εκλεκτής λογοτεχνίας. Οι αναγνώστες πρέπει να τη γνωρίσουν όπως πρέπει να γνωρίσουν κάθε άλλη λογοτεχνία μέσα στα ευρύτερα πλαίσια. Και ένας καλός λόγος είναι να σπάσει η μονομέρεια της αγγλοσαξονικής κυριαρχίας στο βιβλίο. Πέραν τούτου, θεωρούν πως αξίζει να διαβαστεί η ελληνική λογοτεχνία για μια σειρά από λόγους που είναι δυνατόν να διαφέρουν λόγω των ιδιαιτεροτήτων κάθε φορά. Π.χ. η Pavlina Sipova αναφέρεται στους ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν την Τσεχία με το Βυζάντιο από τον 9ο αιώνα με την αποστολή του Κύριλλου και Μεθόδιου, έπειτα στην έλευση στη χώρα χιλιάδων Ελλήνων ως αποτέλεσμα του Εμφυλίου, αλλά και τη σημερινή άνθηση του τουρισμού και τη στενή επικοινωνία. Η Irene Noel-Baker επικαλείται τη διαχρονική σχέση της Αγγλίας με την ελληνική παιδεία: «Είναι μία χώρα που τη γνωρίζουμε λόγω του λαμπρού της παρελθόντος. Και τώρα υπάρχει περιέργεια να μάθουμε την ιστορία της νέας Ελλάδας, στους δυο τελευταίες αιώνες της ελευθερίας της. Για την Αγγλία, η αρχαία Ελλάδα και η αρχαία Ρώμη ήταν η βάση της παιδείας». Ο Χρήστος Πούλος πιστεύει πως το ελληνικό βιβλίο «βοηθά τους Αλβανούς να γνωρίσουν καλύτερα τη σημερινή Ελλάδα και τους Έλληνες, βοηθά στην προσέγγιση των πολιτών των δύο χωρών». Το ίδιο υποστηρίζει και η Damla Demirozu για τους Τούρκους αναγνώστες: «Ο γείτονας για να ακούσει τον γείτονα, πιστεύω, πρέπει να διαβάζει τη λογοτεχνία του, να παρακολουθεί τον κινηματογράφο του κτλ. Μόνο έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε μία ενσυναίσθηση με τον άλλον. Αυτή η ενσυναίσθηση, δίχως αμφιβολία, θα συμβάλει και σε μία πραγματική επικοινωνία».

Ανάλογες απαντήσεις για τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στους λαούς έδωσαν και άλλοι μεταφραστές. Η Zdravka Mihaylova υπoγραμμίζει: «Πρέπει να αναγνωρίσουμε τη μεγάλη αξία της λογοτεχνικής μετάφρασης για την πνευματική επικοινωνία και γνωριμία μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και λαών, και ειδικά στα Βαλκάνια, όπου έτυχε να ζούμε Βούλγαροι και Έλληνες. Ιδιαίτερα σε μια εποχή, η οποία ενθαρρύνει την καλλιέργεια και την ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας, αλλά στην οποία συντελούνται ταυτόχρονα διεργασίες ενσωμάτωσης σε ευρύτερα σύνολα. Το αίτημα εκδοτών και γενικά των ανθρώπων του χώρου του βιβλίου, όσον αφορά στη μετάφραση, θα πρέπει να είναι η διατήρηση της πολυμορφίας, αλλά και ανάπτυξης των ενοποιητικών στοιχείων, ως εγγύηση της ειρήνης αλλά και της διασφάλισης των ιδιαιτεροτήτων. Η επικοινωνία μεταξύ των βαλκανικών λαών εξακολουθεί να είναι δυσχερής, κυρίως εξαιτίας του γλωσσικού φράγματος». Η Elena Lazar παραθέτει έναν άλλο σημαντικό και επίκαιρο λόγο: «Στην εποχή όπου η έκφραση «οικονομική κρίση» έγινε locus communis παντού, αλλά με πιο οδυνηρές συνέπειες στην περιοχή μας, η ανταλλαγή λογοτεχνικών έργων και βιοτικών εμπειριών και γνωμών πρέπει  όχι μόνον να συνεχιστεί, αλλά να γίνει ακόμα πιο έντονη». Στην οικονομική κρίση αναφέρεται και η Riikka Pulkkinen: «Η εικόνα της Ελλάδας στη Φινλανδία, που έχει δημιουργηθεί λόγω των πολιτικών-οικονομικών εξελίξεων, χρειάζεται το αντίβαρο της λογοτεχνίας για να βελτιωθεί». Η Natalia Moreleon επικαλείται τα κοινά στοιχεία που έχουν οι Μεξικάνοι με τους Έλληνες: «… οι Μεξικανοί επισκέπτονται την Ελλάδα, πάντα λένε ότι υπάρχει κάτι πολύ οικείο στη χώρα, στην ατμόσφαιρα και στους ανθρώπους, αλλά με τη διαφορά του αλφαβήτου και της γλώσσας βέβαια. Το ίδιο περίπου λένε οι Έλληνες για το Μεξικό.  Πάντως η  ελληνική λογοτεχνία τους αγγίζει, γιατί βρίσκουν κάτι κοινό και ταυτίζονται ή κάτι διαφορετικό που τους προκαλεί ενδιαφέρον, αλλά είναι κι άλλα στοιχεία, όπως το στιλ, ο ρυθμός, ο λόγος, τα συναισθήματα κ.λπ. Τέλος πάντων, βρίσκω πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία». Σε κάτι αντίστοιχο παραπέμπει και η Fernanda Lemos de Lima: «Και όταν μιλάμε για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, μιλάμε για μια βασική πολιτιστική κληρονομιά, η οποία περιλαμβάνεται στη γλωσσική ταυτότητά μας. Και όταν διαλέξουμε να διαβάσουμε τη νέα ελληνικά λογοτεχνία, διαλέγουμε να συναντηθούμε με έναν άλλο κόσμο που είναι μακριά γεωγραφικά, μα πάρα πολύ κοντά μας στη νοοτροπία. Έτσι νιώθω και κρίνω από την εμπειρία που είχα διδάσκοντας τη νέα ελληνικά λογοτεχνία σε μια τάξη του μεταπτυχιακού συγκριτικής λογοτεχνίας». Η Jingjing Hu πιστεύει πως «και η σύγχρονη χώρα είναι ελκυστική πέρα από την αρχαία Ελλάδα, γι’ αυτό αξίζει να γίνει γνωστή στην Κίνα».

 

Τι είναι αυτό, όμως, που μπορεί να αγγίξει τους ξένους αναγνώστες, τι αναζητούν στην ελληνική λογοτεχνία;

Ο κάθε μεταφραστής έδωσε τη δική του εκδοχή.

Ο Στάθης Γουργουρής παραδέχεται πως για τους αναγνώστες στις Η.Π.Α.: «θα πρέπει να προσφέρει την εικόνα ενός κόσμου πραγματικά διαφορετικού, ίσως και εξωτικού. Αυτό το τελευταίο, δεν πρέπει να μας τρομάζει».

Η Michaela Prinzinger πιστεύει πως για τους Γερμανούς είναι: «Μια καλά δομημένη, συναρπαστική ιστορία με ζωντανούς πρωταγωνιστές, γιατί έτσι λειτουργεί στις μέρες μας η λογοτεχνική αγορά στον τομέα της πεζογραφίας. Λιγότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο πειραματισμός και η ποίηση στην αγορά βιβλίου. Υπάρχουν πολλοί αναγνώστες που ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνική φόρμα και για μια βαθύτερη, φιλοσοφική αξιολόγηση του λόγου και της διαδικασίας γραφής». Η Ewa Szyler υποστηρίζει ότι για τους Πολωνούς: «Ο τρόπος ζωής και σκέψης, η καθημερινότητα, ίσως και η ανάλυση του τι μας διαμορφώνει ως έθνος, ως λαό, ως κοινωνία. Τους Έλληνες και τους Πολωνούς τους συνδέουν, πιστεύω, πολλά στοιχεία». Για τους Σλοβένους, όπως εξηγεί η Klarisa Jovanovic, «η Ελλάδα είναι προπαντός μια τουριστική χώρα με πολύ ήλιο και ωραία θάλασσα. Άρα, όταν πάνε διακοπές ή όταν γυρίζουν απ’ αυτές, ίσως να θέλουν να διαβάζουν ιστορίες που έχουν σχέση με τον ήλιο και τη θάλασσα… και με τον έρωτα…». Σε έναν βαθμό αυτό ισχύει και για τους Ιταλούς αναγνώστες, σύμφωνα με τον Maurizio De Rosa: «Τα στοιχεία που αγγίζουν περισσότερο τους Ιταλούς αναγνώστες είναι το ελληνικό τοπίο, κυρίως το νησιώτικο, ενώ τα τελευταία χρόνια, χάρη στον Πέτρο Μάρκαρη, και το αστικό τοπίο της Αθήνας γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο ενδιαφέροντος για τον Ιταλό αναγνώστη. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, και είναι, αλλά το τρίγωνο «ήλιος-θάλασσα-Κυκλαδίτικο νησί» ασκεί ακόμα μια ακαταμάχητη έλξη». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Επιπλέον, «η συντριπτική πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού, στην Ιταλία όπως και αλλού, αναζητεί ψυχαγωγία, αναψυχή, «απόδραση» από την καθημερινότητα σε μια εποχή μάλιστα όπου ιστορίες αφηγούνται κυρίως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, αστυνομικό, ποιοτική μυθοπλασία, ιστορική και συναισθηματική αφήγηση. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να υπάρχει πλοκή, μια αφήγηση: όταν οι Έλληνες λογοτέχνες το προσφέρουν αυτό, η ανταπόκριση είναι άμεση». Ο Pedro Olalla επισημαίνει πως: «Στην περίπτωση του ελληνικού γίγνεσθαι, τον Ισπανό αναγνώστη μπορεί να «αγγίξει» τόσο η εγγύτητα όσο και ο εξωτισμός του, πάντα σε επίπεδο αποχρώσεων: είμαστε δύο χώρες και δύο κοινωνίες πολύ παρόμοιες. Αλλά υπάρχει επίσης και το παράθυρο, μέσω της γλώσσας, στον τεράστιο πλούτο που κουβαλάει ο ελληνικός κόσμος, προϊόν μιας κεκτημένης ταχύτητας. Αυτός ο πλούτος, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχει τοπικό χαρακτήρα: είναι απόκτημα του ανθρώπου για την ανθρωπότητα».  Αλλού, όπως στην Αλβανία, στη Φινλανδία και στη Βραζιλία, το ενδιαφέρον είναι αυξημένο για το ιστορικό μυθιστόρημα, ενώ στη Σερβία οι αναγνώστες διαβάζουν «ψυχολογικά και ιστορικά βιβλία, επιστημονική φαντασία, εγκληματικά θρίλερ». Στη Γαλλία αυτό που αγγίζει τους αναγνώστες, υποστηρίζει η Anne-Laure Brisac, είναι: «Το «παιχνίδι» με τη γλώσσα, ο πλούτος του λεξιλογίου, οι μαρτυρίες των αλλαγών της καθημερινής ζωής». Στη Σουηδία, κατά τον Jan Henrik Swahn και τη Ρέα-Ανν Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, είναι: «Η λογοτεχνική ποιότητα, η ζωντανή αφήγηση και η εμπορικότητα του (βιβλίου) στον τόπο προέλευσης. Αλλά το τελευταίο είναι επισφαλές. Για παράδειγμα, Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα  ατύχησε εντελώς στη Σουηδία». Στην Αίγυπτο, κατά τον Khaled Raouf, αγγίζουν τους αναγνώστες «Η ποίηση και οι συγγραφείς που έχουν νέες φωνές και θίγουν καινούργια θέματα».

Οι μεταφραστές μίλησαν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, στη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, από τη μετάφραση μέχρι την έκδοση και την κυκλοφορία ενός ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό. Τα προβλήματα είναι πολλά.

Ίσως το πιο σημαντικό να είναι η ανυπαρξία προγραμμάτων για τη χρηματική υποστήριξη των μεταφράσεων. Ειδικά μετά το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ και του προγράμματος Φράσις, το πρόβλημα επιδεινώθηκε. Η μεταφράστρια Jingjing Hu είναι πεπεισμένη πως: «Θα ήταν πολύ περισσότερες οι μεταφράσεις τα τελευταία χρόνια, αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία του προγράμματος αυτού». Η Pavlina Sipova αναφέρει πως «επίσημα προγράμματα προώθησης της λογοτεχνίας σπάνια θα συναντήσει κανείς. Ειδικά μεταφραστικά προγράμματα  εκδοτικών οίκων είναι σχεδόν ανύπαρκτα». Σχεδόν παντού, το κύριο πρόβλημα είναι η οικονομική κατάσταση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες υποδοχής. Αυτό συμβαίνει π.χ. στη Ρωσία ή τη Βραζιλία.

Οι μεταφραστές παραδέχονται πως πρέπει να χτίσουν προσωπικές επαφές, για να μπορέσουν να πείσουν κάποιον εκδότη. «Αυτή η διατήρηση επαφών είναι, ωστόσο, χρονοβόρα και επίπονη, μια και οι πολλές αρνήσεις και απορρίψεις μπορεί να αποθαρρύνουν τον μεταφραστή», σχολιάζει η Michaela Prinzinger. «Αλλά και όταν καταφέρει να πείσει έναν εκδότη και «ο τελευταίος αρχίζει να ψάχνει για χρηματική υποστήριξη, […] στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό είναι συνήθως άκαρπο», παρατηρεί η Ewa Szyler, η οποία προσθέτει πως στην Πολωνία η μετάφραση δεν πληρώνεται καλά, κάτι που βιώνουν και επιβεβαιώνουν οι μεταφραστές και σε άλλες χώρες. Η Klarisa Jovanovic επισημαίνει ότι οι Σλοβένοι εκδότες ενδιαφέρονται μόνο για Αμερικάνους ή Άγγλους συγγραφείς.

Η Damla Demirozu αναφέρει, επίσης, ό, τι σχεδόν όλοι οι μεταφραστές, πως η μετάφραση γίνεται με εθελοντική πρωτοβουλία, και επιπλέον: «Οι εκδοτικοί οίκοι είναι μικροί και η αγορά/ζήτηση των αναγνωστών είναι, δυστυχώς, πολύ περιορισμένη. […] η κρίση που υπάρχει σε κάθε τομέα είναι πιο έντονη και στον χώρο της μετάφρασης».

Πολλές φορές ο μεταφραστής αναγκάζεται να πληρώσει ο ίδιος, προκειμένου από αγάπη και αφοσίωση σε αυτό που κάνει, να εκδοθεί το βιβλίο, αποκαλύπτουν οι μεταφραστές από τη Ρωσία όπως η Λυδία Αρντάνοβα. «[…] ξέρουμε πολλούς συναδέλφους που έχουν στα χέρια τους έτοιμες μεταφράσεις των σημαντικότερων έργων, αλλά δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα κάποιος τρόπος να τις εκδώσουν», σχολιάζει η νεοελληνίστρια Ξένια Κλίμοβα. Ο Πάβελ Ζαρούτσκι συμπληρώνει: «Η δική μου περίπτωση είναι «κάνε το μόνος σου», απ’ την αρχή έως το τέλος». Η Κατερίνα Μπασόβα προσθέτει: «Η έκδοση ενός βιβλίου είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο εκδοτικός τομέας στη Ρωσία τώρα βρίσκεται σε κρίση. Πολύ δύσκολο είναι να εκδοθεί ένα βιβλίο χωρίς να αντιμετωπίζει ο μεταφραστής πολλά οικονομικά προβλήματα. Είναι πολύ δύσκολο για ένα ελληνικό βιβλίο να βρει τον εκδότη του. Αλλά πιστεύω αυτή είναι η μοίρα όλων των «μικρών» λογοτεχνιών. Για να βγει ένα τέτοιο βιβλίο, πρέπει να πληρώσει ο ίδιος ο μεταφραστής ή ίσως να βρει έναν μικρό εκδοτικό οίκο, που σημαίνει ότι το βιβλίο θα βγει σε πολύ λίγα αντίτυπα, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτό σημαίνει ότι ως επάγγελμα ο μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας δεν υπάρχει». 

O Pedro Olalla επισημαίνει πως ο μεταφραστής: «Συνήθως, δεν είναι απλώς ο ανάδοχος μιας μεταφραστικής εργασίας: είναι ο πρωτεργάτης μιας πολιτιστικής αποστολής, που ξεκινάει με την επιλογή του έργου, συνεχίζεται με την ανεύρεση και την επιστράτευση του εκδότη, εμπλέκεται με την προώθηση του μεταφρασμένου βιβλίου και προχωράει ενίοτε με την αναζήτηση των αναγνωστών. Και πολλές φορές, σχεδόν αμισθί». Η Zdravka Mihaylova εξηγεί πως οι δυσκολίες είναι: «Πάρα πολλές. Με μία έννοια, αν δεν έχει ήδη βρει εκδότη εκ των προτέρων είναι δύσκολο να αναλάβει μια μετάφραση, γιατί κάλλιστα μπορεί να του μείνει στο ράφι». Παρομοίως η Anne-Laure Brisac συμπληρώνει: «Το δύσκολο είναι να βρει κανείς εκδότη που θα αναλάβει το πρότζεκτ […] και έπειτα χρειάζεται να βρει και κοινό». 

Ανάμεσα σε πολλά προβλήματα, οι μεταφραστές τονίζουν πως τα ελληνικά βιβλία εκδίδονται συνήθως σε μικρό αριθμό αντιτύπων, παραμένουν μακριά από τα ράφια των βιβλιοπωλείων και όταν εξαντληθούν, δεν επανεκδίδονται. Η Irene Noel-Baker επισημαίνει πως: «Τα βιβλιοπωλεία δε δίνουν χώρο στους μικρούς εκδότες και τα μεταφρασμένα βιβλία» και προσθέτει «πως πρόβλημα είναι και το κόστος της μετάφρασης και η προώθηση του βιβλίου».

Πρόβλημα είναι, ασφαλώς, και η γλώσσα. Η Riikka Pulkkinen λέει πως: «Στους εκδοτικούς οίκους στη Φινλανδία διαβάζονται ελάχιστα δείγματα από ελληνικά έργα. Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα είναι η γλώσσα». Αλλά, είναι και θέμα μεταφραστών. Ο Jan Henrik Swahn και η Ρέα-Ανν Μαργαρίτα Μπέλμπεργκ αναφέρουν πως στη: «Σουηδία δεν υπάρχουν αρκετοί ή διαθέσιμοι μεταφραστές, με αποτέλεσμα να καταφεύγει κανείς σε μεταφράσεις που δεν μπορεί να ελέγξει». Παρόμοια και στη Σερβία η Tamara Kostic-Pahnoglou παρατηρεί πως: «Η αλήθεια είναι ότι η λίστα των μεταφρασμένων έργων είναι πλέον αρκετά μεγάλη, αλλά οι μεταφράσεις είναι στοιχειώδεις. Δεν υπάρχει κάποια μεταφραστική πολιτική. Δεν υπάρχει κάποιος εκδοτικός οίκος που θα ενδιαφερόταν να παρουσιάσει τα πιο σημαντικά έργα, τους κλασικούς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας». Η Natalia Moreleon θέτει ένα ακόμα ζήτημα για τους μεταφραστές της ποίησης: «Είναι πολύ πιο εύκολο να δημοσιεύεις μυθιστορήματα παρά ποίηση. Αν ο συγγραφέας είναι γνωστός κι έχει μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, αυτό θα είναι πάντα ένα πλεονέκτημα. Είναι πολύ δύσκολο να εκδώσεις ποίηση αγνώστων, αν δεν έχεις κάποια πρεσβεία ή θεσμό να το υποστηρίζει ή αν δεν έχεις τα μέσα να το προωθείς εσύ ο ίδιος».
Η Elena Lazar, βασισμένη στη μεγάλη πείρα της, μαρτυρεί πως ακόμα κι αν ξεπεραστούν οι πρώτες δυσκολίες: «Η πορεία από την επιλογή του έργου από τον μεταφραστή μέχρι την υπογραφή της σύμβασης (η άδεια του συγγραφέα, η άδεια του εκδότη της πρώτης έκδοσης κτλ.) είναι κουραστική και αποθαρρυντική».

 

Υπάρχουν λύσεις; Μπορούν αυτά τα προβλήματα να αντιμετωπιστούν;  
 

Σταχυολογούμε ορισμένες από τις εισηγήσεις τους:

Michaela Prinzinger: «Εδώ και τρία χρόνια είμαι αρχισυντάκτρια της διαδικτυακής πολιτιστικής πύλης www.diablog.eu που είναι ταγμένη στον διάλογο μεταξύ του γερμανόφωνου και του ελληνόφωνου χώρου. Επιπλέον, θα ήταν χρήσιμη και η δημιουργία ενός διακρατικού μεταφραστικού ταμείου όπου θα συγκεντρώνονται οι επιχορηγήσεις για κάθε γλωσσική κατεύθυνση και το οποίο θα δέχεται αιτήσεις μετάφρασης που θα αξιολογεί μια ανεξάρτητη κριτική επιτροπή». 

Ewa Szyler: «Χρειάζεται, ίσως, περισσότερη καλή θέληση και κάποια προσπάθεια από την πλευρά και των δυο κρατών μας. Σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερους ιδιώτες χορηγούς».

Klarisa Jovanovic: «Ιδανικά θα έπρεπε, ενδεχομένως με την αρωγή της Πολιτείας, αποσπάσματα όσων βιβλίων προτείνονται από τους Έλληνες έκδοτες για μετάφραση στο εξωτερικό, να μεταφράζονται έστω στα αγγλικά, για να μπορεί ο ξένος εκδότης να σχηματίσει άμεσα μια ιδέα για το περιεχόμενο, το ύφος και την ποιότητα του βιβλίου».

Maurizio de Rosa: «Να πολλαπλασιαστούν οι μεταφραστές, καλοί μεταφραστές. Και να γίνουν μόνιμοι επαγγελματίες. Αυτό προϋποθέτει μια σωστή κρατική υποστήριξη των Πανεπιστημίων και σχετικών προγραμμάτων που δεν υπάρχει».

Χρήστος Πούλας: «Κατά τη δική μου άποψη, θεσμοθετημένοι φορείς που θα στήριζαν την προσπάθεια προώθησης  του ελληνικού βιβλίου σε ξενόγλωσσες αγορές, θα ήταν μια καλή λύση».  

Elena Lazar: «Μας λείπουν, βέβαια, οι συναντήσεις μεταφραστών που παλιά γίνονταν συχνά στην Ελλάδα (πού είναι τα εργαστήρια μετάφρασης, τα οργανωμένα από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, που λειτούργησε πολλά χρόνια ρολόι και έγινε πρότυπο για τέτοια κέντρα και σε άλλες χώρες). Ήταν η ιδανική ευκαιρία να συναντηθούμε με τους συγγραφείς (έτσι συνάντησα τον Σπύρο Πλασκοβίτη ή τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, σ’ ένα εργαστήριο μετάφρασης που έγινε το 1998 στην Αλεξανδρούπολη!), να αγοράσουμε βιβλία, να πάρουμε επί τόπου τον  «παλμό» της πολιτιστικής ζωής της Ελλάδας. Η γνωριμία των μεταφραστών με τους συγγραφείς είναι πολύ σημαντική».

Jan Henrik Swahn, Ρέα-Ανν Μαργαρίτα Μέλμπεργκ: «Να παρουσιάζονται με την υποστήριξη του ελληνικού κράτους περισσότεροι λογοτέχνες στη Σουηδία.  Το ΥΠ.ΠΟ. Σουηδίας, αλλά και άλλοι οργανισμοί, καλύπτουν τα έξοδα επίλεκτων συγγραφέων που έχουν λάβει πρόσκληση να επισκεφτούν ξένες χώρες και διεθνείς εκθέσεις βιβλίου. Το ίδιο οφείλει να κάνει και η Ελλάδα».

Jingjing Hu: «Αν οι δυο χώρες έχουν περισσότερες ανταλλαγές στους τομείς της έκδοσης, ίσως οι Έλληνες συγγραφείς να έχουν περισσότερες ευκαιρίες να επικοινωνήσουν κατευθείαν με τους κινέζικους εκδοτικούς οίκους».

Zdravka Mihaylova:  «[…] δεν αρκεί μόνο να τυπωθεί ένα ελληνικό βιβλίο, αλλά θα πρέπει και να προωθηθεί/να προβληθεί στην αγορά, αλλιώς θα παραμείνει μια στάλα στη θάλασσα. Χρειάζεται στρατηγική προβολής του ελληνικού βιβλίου, με δυνατότητες να προσκληθούν οι συγγραφείς που μεταφράζονται, να συζητήσουν με το αναγνωστικό τους κοινό, να υπάρχει δημοσιογραφική κάλυψη, κριτική απήχηση κ.ά.  Να επαναλειτουργήσει υπό κάποια μορφή και από κάποιο φορέα πρόγραμμα επιχορήγησης έργων σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο, ει δυνατόν, να προβλέπει και κονδύλια να φιλοξενηθούν οι συγγραφείς στο εξωτερικό. Να υπάρχουν Εργαστήρια για μεταφραστές της ελληνικής λογοτεχνίας, στα οποία θα μπορούσαν να συναντηθούν με συγγραφείς που μεταφράζονται. Να λειτουργήσουν προγράμματα φιλοξενίας μεταφραστών λογοτεχνίας (όπως στο Κέντρο Μεταφραστών και Λογοτεχνών της Ρόδου και Το Σπίτι της λογοτεχνίας στην Πάρο)».

Στάθης Γουργουρής: «Παραδόξως, θα πρότεινα περισσότερες μεταφράσεις, περισσότερα ρίσκα (γιατί η δυσκολία να βρεις εκδότη παραμένει)».

Anne Laure Brisac: «Να αναλάβουμε εμείς οι μεταφραστές πρωτότυπες πρωτοβουλίες, να επινοούμε νέους τρόπους να μιλήσουμε για τα κείμενα… να πραγματοποιούμε εργαστήρια μετάφρασης σχετικά με τη δουλειά μας, να… (αλλά, μήπως αυτή είναι η δουλειά των εκδοτών;)»

Tamara Kostic Pahnoglou: «Παρουσιάσεις συγγραφέων στην τηλεόραση, στα πανεπιστήμια, εκπομπές για την ελληνική λογοτεχνία…» 

Fernanda Lemos de Lima: «Κάποια χρόνια πριν το κόστος για ένα βιβλίο ήταν περίπου δέκα φορές μεγαλύτερο από σήμερα.  Έχουμε πλέον το διαδίκτυο ως μέσο προώθησης των βιβλίων. Και για το μέλλον έχουμε ένα καινούριο πρόγραμμα για βιβλία που σχετίζεται με τις μελέτες των καθηγητών στο δικό μας Πανεπιστήμιο».

Riikka Pulkkinen: «Τελευταία ετοιμάζομαι να παρουσιάσω κάποιους λογοτέχνες με ήδη μεταφρασμένα δείγματα στα φινλανδικά. Επίσης, δημιούργησα μια ιστοσελίδα, όπου δημοσιεύω διηγήματα, αποσπάσματα από πεζά και ποιήματα, με σκοπό να χτίσω μια πλατφόρμα για όσους θέλουν να γνωρίσουν τον κόσμο του βιβλίου στην Ελλάδα στο σύνολό του. Θέλει όμως δουλειά ακόμη».

Irene Noel-Baker: «Βοηθούν οι χορηγίες για μεταφράσεις, από το κράτος ή από ιδρύματα, όπως ανέφερα προηγουμένως και το EUPL. Βοηθάνε οι εκδοτικοί οίκοι που προωθούν λογοτεχνία και μεταφράσεις. Κατά την άποψή μου, αυτοί που θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα είναι τα βιβλιοπωλεία – να αφήνουν χώρο για τους μικρούς εκδότες, να έχουν χώρο για μεταφρασμένα βιβλία και να τα προωθούν».

Ο Khaled Raouf: «[…] να υπάρχουν προγράμματα για σοβαρή διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας  και της ελληνικής λογοτεχνίας στα αιγυπτιακά πανεπιστήμια για να δημιουργήσουμε νέες γενιές μεταφραστών που έχουν τη γνώση. Επίσης, πρέπει να υπάρχουν προγράμματα  χρηματοδότησης των εκδόσεων και των μεταφράσεων».

Mario Dominguez Parra: «Εγώ, ως μεταφραστής της νέας ελληνικής γλώσσας, προτείνω τη δουλειά μου. […] να αποκαλύψω στους εκδότες νέες φωνές της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, είτε πεζό λόγο […] είτε ποίηση».

Pedro Olalla: Parra: Olalla: Πρώτα απ’ όλα –για να ξεκινήσουμε από το αυτονόητο–, ποιότητα στα πρωτότυπα έργα. […] Με δύο λόγια, πρέπει να βοηθήσουμε την ποιότητα να προσφέρει ό,τι έχει να προσφέρει».

Οι μεταφραστές μίλησαν και για την ίδια την τέχνη της μετάφρασης. Προσπαθήσαμε έτσι, να μπούμε σ’ έναν βαθμό, στο μεταφραστικό εργαστήρι τους. Πολλοί αναφέρονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα πλήρες λεξικό σχετικό με τη δική τους γλώσσα και την Ελληνική. Το πρόβλημα επιτείνεται, γιατί η ελληνική γλώσσα είναι «ανάδελφη». Και έτσι, πολλές φορές προσπαθούν να βρουν λύσεις από τρίτες γλώσσες και μεταφράσεις. «[…] ο μεταφραστής καλείται συχνά να λύσει μόνος του, με βάση αποκλειστικά την πείρα του, ή μέσω τρίτων γλωσσών, ορισμένα προβλήματα απόδοσης ιδιωματισμών και εκφράσεων, θα πει ο Maurizio de Rosa. Για τη μετάφραση από την ελληνική στη δική τους γλώσσα, υπάρχουν κάθε φορά ιδιαιτερότητες. Η Michaela Prinzinger παρατηρεί ειδικά για την ελληνική λογοτεχνία πως: «ο  πλούτος των γλωσσικών εικόνων είναι μοναδικός. Οι Έλληνες αγαπούν συγκρίσεις, παραβολές, αλληγορίες, γνωμικά και παροιμίες, καθώς και εκφράσεις και τσιτάτα από τον αστείρευτο θησαυρό της αρχαίας κληρονομιάς. Αυτό υπερβαίνει μερικές φορές τις «αντοχές» του γερμανόφωνου αναγνώστη. Η τροχιά της γερμανικής αφήγησης είναι πιο ευθύγραμμη. Στα γερμανικά ισχύει το αρχαίο «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Είναι καλύτερα να μην πνίξεις τον Γερμανό αναγνώστη με μια πλημμύρα γλωσσικών εικόνων, αλλά να του δίνεις με μέτρο τις μεταφορές, συγκρίσεις και παροιμίες, ώστε αυτές να προβάλλονται καλύτερα».

Για τα πολωνικά, «αν εξαιρέσουμε τον διαφορετικό χειρισμό του χρόνου, τα ελληνικά και τα πολωνικά έχουν αρκετά κοινά χαρακτηρίστηκα, π.χ. σχετικά ελεύθερο συντακτικό». Για τα σλοβένικα «υπάρχει ο δυϊκός αριθμός, έτσι καταλαβαίνεις αμέσως, αν πρόκειται για δύο άτομα, δύο πράγματα. Έχουμε έξι πτώσεις (στον ενικό, δυϊκό και πληθυντικό), αλλά δεν έχουμε κλητική, όπως οι Σέρβοι. Π.χ., όταν φωνάζουμε κάποιον, χρησιμοποιούμε την ονομαστική… Στις αρνητικές προτάσεις, αντί για αιτιατική, χρησιμοποιούμε τη γενική. Αλλά, όταν μεταφράζεις, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να γνωρίζεις καλά τον πολιτισμό, τη νοοτροπία, τα ήθη και τα έθιμα, τους ιδιωματισμούς…» Για τα τσεχικά, «όπως και η Ελληνική διαθέτει παρόμοιους γλωσσικούς σχηματισμούς, οι οποίοι φυσικά λειτουργούν σε κάθε γλώσσα διαφορετικά».

Για τα ρωσικά:  «[…] πολλές φορές κάποια ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται στο κείμενο μπορεί να υπάρχει σε μορφή ελληνικού λεξικού δανεισμού και ο μεταφραστής μπορεί να παρασυρθεί από τον πειρασμό να χρησιμοποιήσει την αντίστοιχη λέξη, αλλά η σημασία του στα ρωσικά μπορεί να διαφέρει από αυτό που λέει το ελληνικό κείμενο. Έτσι, π.χ. έχουμε πολλές δυσκολίες με την εκκλησιαστική ορολογία», «Πολυσημία με βαθιές ρίζες στην άβυσσο της ιστορίας. – χάνονται πολλά, όσον αφορά ιδιαίτερα τα ελληνικά, χάνεται η μουσικότητα των ήχων, το βάθος της σημαντικής».

Τα πορτογαλικά «έχουν πολλές λέξεις με ελληνικές ρίζες και πολλές φορές αυτή η λεπτομέρεια μας βοηθά στη μετάφραση. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές δυσκολίες στον τρόπο έκφρασης».

Για τα ισπανικά: «Πέρα από ό,τι μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι δύο γλώσσες πολύ ταιριαστές, πολύ συμβατές».

Όσον αφορά στη σχέση της φινλανδικής με τα ελληνικά, πρόκειται για «δύο γλώσσες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Πολλές φορές πρέπει να γυρίσω τα πάντα ανάποδα στο ελληνικό κείμενο για να δημιουργήσω τις φινλανδικές προτάσεις. Εμείς στη γλώσσα μας δεν έχουμε γένος, και αυτό δημιουργεί πολλές φορές δυσκολίες στο να μεταφέρεις την πλοκή και τις κρυφές έννοιες με τον ίδιον τρόπο – κι αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα». Για τα αγγλικά, όπως και για τις υπόλοιπες γλώσσες, ασφαλώς, δυσκολία αποτελεί η μετάφραση των διαλέκτων και της καθαρεύουσας.

Στο ερώτημα αν ο μεταφραστής είναι ο ίδιος δημιουργός ή απλώς ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, απαντούν σχεδόν ομόφωνα ότι είναι και τα δύο. Για την M. Prinzinger: «Ο λογοτεχνικός μεταφραστής είναι, όπως και ο συγγραφέας, δημιουργός ενός πνευματικού προϊόντος. Γι’ αυτό ο συγγραφέας και ο λογοτεχνικός μεταφραστής είναι ισότιμοι».

Ο Χρήστος Πούλας απαντά: «Είμαι κάπως επιφυλακτικός στην ιδέα μετατροπής του μεταφραστή σε δημιουργό, διότι πιστεύω ότι  τέτοια δημιουργικότητα έχει κάποια όρια, τα οποία, εγώ, μιλώ για τον εαυτό μου, φοβάμαι μήπως  τα ξεπεράσω. Δεν είμαι, όμως, κάθετα αντίθετος  στην ιδέα ο μεταφραστής να έχει κάποιο περιθώριο ελιγμών ανάδειξης των δημιουργικών ικανοτήτων του».

Για τον Πάβελ Ζαρούτσκι: «…μάλλον ο μεταφραστής είναι εξερευνητής παρά ποιητής. Η μετάφραση είναι πάντα ένα είδος ανακάλυψης, πολύ όμοιο με την ποιητική ανακάλυψη».

Η Κατερίνα Μπασόβα υποστηρίζει πως: «Πρέπει να βρεις τη χρυσή τομή που βέβαια είναι πολύ δύσκολο. Αλλά πιστεύω ότι χωρίς τη δημιουργικότητα ένας μεταφραστής δεν μπορεί να γίνει καλός». 

Irene Noel-Baker: «Και τα δύο πιστεύω – δημιουργός στη δική του γλώσσα, διαμεσολαβητής της ξένης».

Khaled Raouf: «Δημιουργός είναι, όμως δεν θα δημιουργούσε, αν δεν υπήρχε ο συγγραφέας και πρέπει να είναι ο πιο κοντινός άνθρωπος στον συγγραφέα, για να μπορέσει να ξαναζήσει και να αναδημιουργήσει ή μάλλον να αναβιώσει τη δημιουργική εμπειρία του συγγραφέα σε μία καινούργια γλώσσα».

Mario Dominguez Parra: «Στην Ισπανία είμαστε αναγνωρισμένοι ως δημιουργοί. […] πιστεύω ότι οι μεταφραστές είμαστε ερμηνευτές».

Pedro Olalla: «Κατά περίεργο τρόπο, είναι και τα δύο, και καλείται συνεχώς να ελέγχει τα όρια και να τα βάζει στο σωστό σημείο».

Όσο για το ποια θεωρείται «καλή μετάφραση», συμφωνούν ότι ο μεταφραστής δεν πρέπει να είναι προσκολλημένος στην πιστή μετάφραση, αλλά αυτή «πρέπει να διαβάζεται σαν να ήταν γραμμένη στη μητρική γλώσσα του αναγνώστη». Ειδικότερα υποστηρίζουν:

Michaela Prinzinger: «Εφόσον ο μεταφραστής παραμένει φιλοπερίεργος και φιλομαθής, δεν επαναπαύεται στην πρώτη γλωσσική λύση, εφόσον μπορεί να διαβάσει πίσω από τις λέξεις, παραμένει σε εγρήγορση όσον αφορά αποσπάσματα και αναφορές σε άλλα έργα τέχνης, εφόσον μπορεί να βρει τι κρύβεται πίσω από το επιφανειακό νόημα των λέξεων και βρίσκεται κατά το δυνατόν σε δημιουργική ανταλλαγή με τον συγγραφέα, τότε θα αποδώσει ένα καλό κείμενο». 

Ewa Szyler: «Καλή μετάφραση είναι αυτή που, πρώτον, αντικατοπτρίζει το πρωτότυπο, αποδίδει τα χαρακτηριστικά της γλώσσας και του ύφους του συγγραφέα, και, δεύτερον, διαβάζεται καλά».

Klarisa Jovanovic: «Ο καλός μεταφραστής έχει υπόψη του ότι θα πρέπει να ξεριζώσει το πρωτότυπο για να το φυτέψει στο δικό του χώμα».

Maurizio de Rosa: «Καλή μετάφραση, για μένα, είναι η μετάφραση που δεν προδίδει τη φύση της κατά τον ίδιο τρόπο που ο καλός ηθοποιός ξεγελάει τον θεατή με την απόλυτη φυσικότητα της υποκριτικής του». 

Pavlina Sipova:  «Όταν ο μεταφραστής καταφέρει να μεταφέρει έναν πολιτισμό σε άλλο χωρίς να διασπαρθεί ο μεν και να εμπλουτιστεί ο δε και η μεταφρασμένη λογοτεχνία να γίνει μέρος της εγχώριας λογοτεχνίας και του πολιτισμού».

Χρήστος Πούλας: «Θα θεωρούσα καλή μετάφραση ενός έργου εκείνη κατά την οποία ο μεταφραστής πετυχαίνει και καταφέρνει ο αλλοδαπός αναγνώστης να αισθάνεται ότι επικοινωνεί με τον συγγραφέα του έργου στη δική του γλώσσα».

Elena Lazar: «Η συνταγή της πετυχημένης μετάφρασης απαιτεί ακόμα πολλά άλλα υλικά. Απαιτεί αγάπη, πάθος, απαιτεί μακρόχρονη εξάσκηση, απαιτεί πείσμα να πάρεις πάντα τη δουλειά από την αρχή, απαιτεί τη φιλοδοξία να μην είσαι ποτέ ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα της δουλειάς. Απαιτεί, βέβαια, ταλέντο, αν και είναι λίγοι οι έμφυτοι μεταφραστές». 

Damla Demirozu: «Πιστεύω πως οι κακές μεταφράσεις αποτελούν τα καλύτερα δείγματα. Ένας υποψήφιος μεταφραστής, διαβάζοντας μία τέτοια μετάφραση, μπορεί να καταλαβαίνει καλύτερα τι δεν πρέπει να κάνει». 

Natalia Moreleon: «… όταν ο αναγνώστης διαβάζει ποίηση (ή πεζό λόγο) και δεν καταλαβαίνει ότι είναι μετάφραση, γιατί νιώθει τη συγκίνηση στη δεύτερη γλώσσα. Από την πλευρά του μεταφραστή, η καλή μετάφραση είναι όταν αισθάνεται ότι η γλώσσα κυλάει με ρυθμό και μελωδικά, όταν αφού κλείσεις το βιβλίο, παραμένει η μελωδία στο αυτί σου».

Jan Henrik Swahn, Ρέα-Ανν Μαργαρίτα Μέλμπεργκ: «Η καλή μετάφραση ρέει και δεν «ακούγεται» σαν μετάφραση. Τα έργα που μεταφράζονται από τη γλώσσα πηγή είναι πάντα πιο πιστά, αφού δεν κινδυνεύουν από τα λάθη του ενδιάμεσου μεταφραστή».

Κατερίνα Μπασόβα: «Πρέπει να οικειοποιηθείς ένα ξένο κείμενο, να το αφομοιώσεις και να αντανακλάς το ύφος και πρώτο απ’ όλα τη φωνή του συγγραφέα».

Anne-Laure Brisac: «Πάντως, μια απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο μεταφραστής να διαβάζει πολλή λογοτεχνία (και κλασική και σύγχρονη)».

Riikka Pulkkinen: «Είναι σημαντικό το κείμενο να κυλάει, να διαβάζεται άνετα, αλλά να μην αλλάζουν τα στοιχεία όπως ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα».

Tamara Kostic-Pahnoglou: «Πρέπει να γνωρίζει άψογα και τις δυο γλώσσες, να έχει ευρεία μόρφωση, να είναι σεμνός και πάντα έτοιμος να ελέγξει κάτι που ήδη έλεγξε και να έχει πάθος για μεταφραστική δουλειά». 

Irene Noel-Baker: «Να αναπνέει – να είναι ζωντανή. Να ρέει και να έχει ρυθμό στην καινούργια γλώσσα. Εκεί χρειάζεται έμπνευση και δημιουργικότητα». 

Khaled Raouf: «Είναι αυτή που διαβάζεται με την ίδια ευκολία που διαβάζεται στην πρωτότυπη γλώσσα στην οποία γράφτηκε αρχικά. Επίσης, πιστεύω ότι η καλή μετάφραση είναι αυτή που μεταφέρει τις ιδέες και τη φιλοσοφία του συγγραφέα όπως ακριβώς τα λέει ο ίδιος».

Mario Parra: «Εξαρτάται από το λογοτεχνικό είδος. Στην ποίηση, συμφωνώ με τον μεταφραστή Juan Manuel Macías: το αποτέλεσμα της μετάφρασης ενός ποιήματος πρέπει να είναι ένα ποίημα. […] Με τον πεζό λόγο, τον μυθιστορηματικό, είναι σημαντικό, πιστεύω, να βρει κανείς τον τόνο του κάθε συγγραφέα για να τον μεταφέρει στα ισπανικά». 

Pedro Olalla: « […] μια καλή μετάφραση είναι αυτή που αφήνει στον αναγνώστη της έναν παρόμοιο αντίκτυπο –όσο πιο παρόμοιο γίνεται– με αυτόν που άφησε το πρωτότυπο έργο στον αναγνώστη του. Έχω για εγχειρίδιό μου –και για πυξίδα μου– αυτή την αρχή».

Ως προς την εμπειρία της επαφής με τον συγγραφέα, οι μεταφραστές έχουν να θυμούνται πολλά. Η Ewa Szyler αναφέρεται στον Κώστα Ταχτσή και στο Τρίτο στεφάνι: «Μετέφραζα το Τρίτο στεφάνι και έψαχνα κάποιες λεπτομέρειες. Μεταξύ άλλων, θυμάμαι, μου έλειπαν περισσότερες πληροφορίες, ανάμεσα σε άλλα, για κάποια κυρία Σπανούδη αναφερόμενη στο βιβλίο. Δεν υπήρχε τότε το διαδίκτυο, δεν μπορούσα να τη βρω σε καμία εγκυκλοπαίδεια. Του έστειλα, λοιπόν, του Ταχτσή ένα γράμμα με ερωτήσεις. Λίγο μετά έμαθα για τον τραγικό θάνατό του. Και σχεδόν την επόμενη μέρα έλαβα την απάντηση του! Τη διάβαζα με δάκρυα στα μάτια. Τον θρηνούσα αληθινά».

Η Klarisa Jovanovic ανακαλεί ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: «Όταν μετάφραζα το πρώτο μου βιβλίο (Στα ίχνη της παράστασης του Φίλιππου Δρακονταειδή), το 1985, συνάντησα τον συγγραφέα στην Αθήνα. Κουβεντιάζαμε αρκετή ώρα και μου είπε ότι του αρέσει πολύ το όνομά μου, δηλαδή ο συνδυασμός του ονόματος που έχει λατινική ρίζα και του επωνύμου που είναι καθαρά σλαβικό. Μου είπε ότι κάποτε θα το χρησιμοποιήσει. Το 2004, όταν ξανακατέβηκα στην Αθήνα, για το βραβείο μετάφρασης, μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο… Έμεινα στην Αθήνα τρεις μέρες, γύρισα την πόλη, τα μουσεία και τα βιβλιοπωλεία. Την τρίτη μέρα, το βράδυ, μπαίνοντας στο μόνο βιβλιοπωλείο που ήτανε ακόμα ανοιχτό, ρωτάω για κάποιο βιβλίο του Δρακονταειδή. Ο πωλητής μου δείχνει το μόνο βιβλίο του Δρακονταειδή που υπήρχε τότε εκεί, ήτανε Η πρόσοψη (εκδ. Καστανιώτη, 2003). Το παίρνω στα χέρια μου και το ανοίγω ακριβώς στη σελίδα που αναφέρει μια κοπέλα, μια συγκεκριμένη Κλαρίσα Γιοβάνοβιτς… Από τότε λέω, αστειευόμενη, ότι μπήκα επίσημα στην ελληνική λογοτεχνία…»

Η Elena Lazar αναφέρεται σε μοναδικές εμπειρίες με πολλούς συγγραφείς: «Ήμουν, και απ’ αυτή την άποψη τυχερή, επειδή ανήκω στην παλιά γενιά και είχα το προνόμιο να γνωρίσω ορισμένους συγγραφείς οι οποίοι έγιναν και στενοί φίλοι μου. Δεν θα τους απαριθμήσω εδώ, από φόβο να μην ξεχάσω κανένα και να τον αδικήσω. Να πίνεις τον πρωινό καφέ ή να δειπνήσεις με συγγραφείς που στην εποχή τους ήταν στην κορυφή και σήμερα κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, να συζητήσεις μαζί τους στο φιλόξενο βιβλιοπωλείο της Εστίας στην οδό Σόλωνος, όλα αυτά μένουν για μένα αξέχαστα. Σε όλους χρωστάω ευγνωμοσύνη για τη μεγαλοψυχία τους». 

Η Natalia Moreleon μιλά για τα 14 χρόνια κατά τα οποία παιδεύτηκε να μεταφράσει τον τίτλο της ποιητικής συλλογής Ρωμιοσύνη: «Θυμάμαι να έχω τη Ρωμιοσύνη μεταφρασμένη 14 χρόνια στο συρτάρι μου, περιμένοντας να βρω μία καλή μετάφραση για τον τίτλο. Για 14 χρόνια έψαχνα μία ωραία λέξη και δεν τη βρήκα. Και μία μέρα αποφάσισα ότι αυτή η πιο ωραία λέξη ήταν ακριβώς η ίδια, οπότε έβαλα τον τίτλο Ρωμιοσύνη και μέσα έγραψα την εξήγηση. Μου έγινε μάθημα, γιατί αφού την ξαναδιάβασα τόσα χρόνια μετά, κατάλαβα  ότι έπρεπε να κάνω πολλές αλλαγές, επειδή με την πάροδο του χρόνου ο μεταφραστής ωριμάζει και μεγαλώνει. Χαίρομαι, λοιπόν, που το κείμενο αυτό περίμενε τόσα χρόνια, ώστε να γίνει αυτό που έγινε: κάτι που πραγματικά με ικανοποιεί».

Ο Jan Henrik Swahn διηγείται την περιπέτειά του, ψάχνοντας να επικοινωνήσει με τη συγγραφέα Γλ. Μπασδέκη, για να λάβει την άδειά της να προχωρήσει στη μετάφραση και την έκδοση ενός διηγήματός της: «Η πιο ενδιαφέρουσα εμπειρία μου ήταν η επιλογή και η μετάφραση των διηγημάτων της ανθολογίας νέων Ελλήνων συγγραφέων Fikonträdets sång,  Το τραγούδι της συκιάς. Με αφορμή το έργο αυτό, γνώρισα και σχετίστηκα με τους περισσότερους από τους 25 συγγραφείς. Τη Γλυκερία Μπασδέκη, παρ’ ολίγο να μην τη γνωρίσω ποτέ!  Στο τηλέφωνο που μας είχαν δώσει, κάπου στη βόρεια Ελλάδα, απαντούσε μια γριούλα με το ίδιο όνομα και επίθετο δίνοντάς μας συγκεχυμένες πληροφορίες. Υποθέτοντας ότι είναι συγγενής, πήρα αρκετές φορές με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα έβγαινε η ίδια η συγγραφέας ή άλλος με τον οποίο θα μπορούσα να συνεννοηθώ. Αλλά δυστυχώς, τίποτα… Μεγάλη απογοήτευση, κατέθεσα τα όπλα, αφού μάλιστα η γριούλα με την τσιριχτή φωνή της μου είπε να πάψω να την ενοχλώ και μην ξανατηλεφωνήσω! Περιέλαβα λοιπόν το διήγημα χωρίς άδεια.  Όταν εκδόθηκε η ανθολογία,  έμαθε η Μπασδέκη ότι την μετέφρασα!  Με χαρά επικοινώνησε μαζί μου και μετά από λίγο καιρό γνωριστήκαμε από κοντά! Είμαστε πλέον φίλοι και εκτιμώ ιδιαίτερα το λογοτεχνικό έργο της!» 

Η Jingjing Hu αναφέρεται στη βοήθεια που είχε από τον Ευγένιο Τριβιζά κατά τη μετάφραση της Τελευταίας μαύρης γάτας: «Πριν από πολλά χρόνια μετέφρασα το πρώτο μου ελληνικό βιβλίο, ένα πολύ καλό παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά, την Τελευταία Μαύρη Γάτα. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο αλλά και με νόημα. Ειλικρινά, υπήρχαν αρκετές δύσκολες φράσεις που δεν τις ήξερα. Ευτυχώς γνώρισα τον συγγραφέα και κατά τη διάρκεια της μετάφρασης κρατήσαμε επαφή. Ο ίδιος με βοήθησε πολύ».

Ο Στάθης Γουργουρής μιλά για τις μεταφράσεις των δίσκων της Λένας Πλάτωνος στην Αμερική αλλά και στην άρνηση χήρας Έλληνα λογοτέχνη να επιτρέψει την έκδοση των μεταφράσεών του παρόλο που η ίδια δεν ήξερε αγγλικά: «Οι περισσότεροι ποιητές που έχω μεταφράσει έχουν υπάρξει γενναιόδωροι ως προς τις επιλογές μου, όπως πρόσφατα η Λένα Πλάτωνος, τους στίχους της οποίας μετέφρασα για τις νέες εκδόσεις των κλασικών δίσκων της στην Αμερική (Μάσκες Ηλίου και Λεπιδόπτερα). Έχει υπάρξει, βέβαια, και περιστατικό χήρας κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη (η οποία πέθανε προσφάτως) να μην επιτρέψει έκδοση των μεταφράσεων μου, παρόλο που, εφόσον δεν ήξερε αγγλικά, δεν μπορούσε να τις κρίνει».

Η Anne-Laure Brisac παραπέμπει στη σχέση εμπιστοσύνης που έχει με τον Χρ. Χρυσόπουλο: «Έχω καλή σχέση με τους συγγραφείς που μεταφράζω. Απ’ αυτούς θα αναφέρω ως παράδειγμα τον Χρήστο Χρυσόπουλο που έχει μεγάλη εμπιστοσύνη σε μένα, και εγώ σε αυτόν».

Η Fernanda Lemos de Lima μίλησε για τον διάλογο με την Σμ. Μανταδάκη που βρίσκεται σε εξέλιξη σχετικά με τη μετάφραση του βιβλίου της Το Κάλεσμα.: «Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή ζω μια πάρα πολύ σημαντική εμπειρία στο χώρο μετάφρασης. Ετοιμάζομαι να μεταφράσω Το Κάλεσμα. Είναι μια εξαιρετική εμπειρία η επικοινωνία με τη συγγραφέα, την κυρία Σμαράγδα Μανταδάκη, η οποία θα με βοηθήσει σε έναν εποικοδομητικό διάλογο με το πρωτότυπο έργο». 

Η Tamara Kostic-Pahnoglou αναφέρεται γενικά στην εμπειρία της με συγγραφείς και την άψογη συνεργασία που είχε μαζί τους και τονίζει πως γι’ αυτήν έχει μεγάλη σημασία ο καλλιτέχνης να είναι και καλός άνθρωπος. «Μετά από 25 χρόνια αυτό που μου έρχεται ως το πιο ευχάριστο, και θέλω οπωσδήποτε να τελειώσω με ευχάριστες εντυπώσεις, είναι η άψογη συνεργασία με τους συγγραφείς τους οποίους μεταφράζω. Εκτιμώ πάρα πολύ την υπομονή τους, τη σεμνότητά τους και την καλοσύνη τους. Για μένα ένας συγγραφέας δεν πρέπει να είναι μόνο καλός καλλιτέχνης, αλλά και καλός άνθρωπος».

Για την Irene Noel-Baker: «[…] η σχέση με τον συγγραφέα είναι θέμα εκτίμησης, φιλίας, εμπιστοσύνης. Και αυτό ισχύει και όταν ο συγγραφέας δεν είναι πια ζωντανός! Όταν μετέφραζα Πλάτωνα, η κόρη μου, 7 χρονών τότε, κατάλαβε πόσο αγαπούσα τη δουλειά μου και μου ζωγράφισε τον Πλάτωνα με ένα μπαλόνι να λέει “I am Plato, the Great Plato, come back from the Dead.” Είχε κάτι σαν μπαστούνι ή μαγικό ραβδί στο χέρι του και περίμενε την καινούργια μετάφραση! Έτσι είναι η λογοτεχνία βέβαια –σαν να σου μιλάει κάποιος– και εσύ να ακούς προσεκτικά. Είναι θέμα αγάπης, πειθαρχίας και μαγείας. Το κατάλαβε η μικρή!»

Ο Khaled Raouf υπογραμμίζει ότι: «Κάθε μετάφραση είναι μια μεγάλη εμπειρία ή μάλλον ένα πολυδιάστατο ταξίδι που ξεκινά από τον κόσμο του συγγραφέα, τη γλώσσα που γράφει, τις ιδέες, τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό από τον οποίο έρχεται και οφείλει ο μεταφραστής να τα μεταφέρει, ή όπως είπα πριν, να αναβιώσει σε μια καινούργια γλώσσα και σε ένα άλλο περιβάλλον. Πιστεύω ότι κάθε βιβλίο που έχω μεταφράσει ήταν ξεχωριστή εμπειρία με αυτή έννοια».

Mario Dominguez Parra αναφέρεται στην επαφή του με το έργο του Καζαντζάκη: «Η μετάφραση του πρώτου μυθιστορήματος του Καζαντζάκη, Σπασμένες Ψυχές, ήταν εξαιρετικά περίπλοκη λόγω της χρήσης των νεολογισμών, από την πρώτη σελίδα».

Ο Pedro Olalla μίλησε γενικότερα για τις εμπειρίες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της μετάφρασης: «Οι εμπειρίες είναι πολλές (όπως πολλά τα χρόνια), αλλά θα ξεχώριζα τρεις πολύ έντονες από δημιουργική άποψη: η διδασκαλία της μετάφρασης (ακούραστη άσκηση επίγνωσης και περισυλλογής γύρω από τον λόγο), η από κοινού μετάφραση με κάποιον Έλληνα και η μετάφραση των δικών μου έργων (από κοινού ή μη». 

 

Αν πρέπει να υπογραμμίσουμε, ή να επαναλάβουμε, κάτι τελευταίο, αυτό είναι οι προοπτικές που εξακολουθούν να υπάρχουν για την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό, παρά την εν γένει αποθαρρυντική εικόνα. Οι μεταφραστές, η αιχμή του δόρατος, αγωνίζονται με ζήλο, πολλές φορές χωρίς οποιαδήποτε βοήθεια από την ελληνική πλευρά. Πρέπει και η πολιτεία να κάνει, επιτέλους, το καθήκον της, να προχωρήσει στα απαραίτητα βήματα (προγράμματα στήριξης), όπως και όσοι άλλοι φορείς εμπλέκονται στον τομέα του βιβλίου.

Σημ.: Πολλές ευχαριστίες εκφράζουμε σε όσους μεταφραστές έλαβαν μέρος σε αυτή τη σειρά και όσους βοήθησαν με οποιονδήποτε τρόπο. 

Emilios Solomou

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png

This image has an empty alt attribute; its file name is sep-lit-1024x59.png
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
latestpopular